Μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση: Από την Οδηγία NFRD στην CSRD

Ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με τον ν. 5164/2024 η Οδηγία CSRD, ένα από τα βασικότερα νομοθετήματα που επιδιώκει να βελτιώσει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία των πληροφοριών βιωσιμότητας που δημοσιεύουν οι εταιρείες.

HΟδηγία για την Υποβολή Εκθέσεων Εταιρικής Βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Reporting Directive – CSRD) αφορά τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, υποχρεώνοντας τις εταιρείες, είτε είναι εισηγμένες είτε όχι, να δημοσιοποιούν πληροφορίες που αφορούν τη συμμόρφωσή τους με τα κριτήρια ESG. Αν και οι απαιτήσεις μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δεν είναι καινούριες, καθώς προϋπήρχε η Οδηγία NFRD (Non-Financial Reporting Directive), η νέα Οδηγία διευρύνει κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής και καθιερώνει ένα συνεκτικό και ομοιόμορφο σύστημα αναφοράς για όλα τα κράτη-μέλη και όλες τις εταιρείες.

Θωμάς Λαμνίδης, Διευθύνων Εταίρος, Lamnidis Law
«Η Οδηγία για την Εταιρική Αναφορά Βιωσιμότητας (CSRD) μετατρέπει τη δημοσιοποίηση στοιχείων βιωσιμότητας από μια ευέλικτη ή εθελοντική διαδικασία υπό την Οδηγία NFRD σε μια αυστηρά καθορισμένη, τυποποιημένη και επαληθεύσιμη υποχρέωση. Μέσω της υποχρεωτικής εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Προτύπων Αναφοράς Βιωσιμότητας (ESRS), της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας και της επιβολής ανεξάρτητου ελέγχου των αναφορών, η CSRD διασφαλίζει μεγαλύτερη λογοδοσία των εταιρειών στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στη μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια.»

Όπως υπογραμμίζει ο Θωμάς Λαμνίδης, Διευθύνων Εταίρος, Lamnidis Law, «οι εταιρείες υποχρεούνται πλέον να ποσοτικοποιούν και να δημοσιοποιούν τον περιβαλλοντικό τους αντίκτυπο, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών άνθρακα, της κατανάλωσης ενέργειας και της συμμόρφωσης με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Η διαδικασία αυτή αποτρέπει το greenwashing (δηλαδή την παραπλανητική προβολή περιβαλλοντικής υπευθυνότητας χωρίς ουσιαστική δράση), ενσωματώνει τη βιωσιμότητα στη στρατηγική των επιχειρήσεων και επιταχύνει τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διασφαλίζοντας ότι οι περιβαλλοντικές δεσμεύσεις δεν παραμένουν θεωρητικές, αλλά μετατρέπονται σε μετρήσιμες και εφαρμόσιμες εταιρικές υποχρεώσεις».

Η προϋφιστάμενη Οδηγία NFRD
Παρόλο που οι δύο Οδηγίες έχουν κοινό στόχο, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς το πεδίο εφαρμογής, τις απαιτήσεις και την προσέγγιση. Η Οδηγία NFRD, που υιοθετήθηκε το 2014, ήταν η πρώτη σημαντική προσπάθεια της ΕΕ να ρυθμίσει την αναφορά μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Το περιεχόμενο αναφοράς αφορούσε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά ζητήματα, καθώς και θέματα σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιμετώπισης της διαφθοράς.

Ωστόσο, το πεδίο και η εφαρμογή της ήταν σαφώς περιορισμένα. Καταρχάς, εφαρμοζόταν μόνο σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 500 εργαζομένων) καθώς και σε εταιρείες έντονα ρυθμισμένες (εισηγμένες, ασφαλιστικές και τράπεζες).

Η κυριότερη, όμως, αδυναμία της NFRD ήταν ότι δεν καθιέρωνε ομοιομορφία στις αναφορές. Αυτές μπορούσαν να γίνουν με διάφορα διεθνή πρότυπα και χωρίς υψηλό επίπεδο λεπτομέρειας. Παράλληλα, οι απαιτήσεις ελέγχου και επιβεβαίωσης των πληροφοριών ήταν ασαφείς, μειώνοντας σημαντικά την αξιοπιστία των παρεχόμενων πληροφοριών.

Αυτές τις αδυναμίες καλείται να καλύψει η νέα Οδηγία CSRD, η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 5164/2024, καλύπτοντας πλέον ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής και θέτοντας αυστηρά πρότυπα αναφοράς.

Πεδίο εφαρμογής και χρονοδιάγραμμα
Η Οδηγία CSRD διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της προηγούμενης Οδηγίας σημαντικά. Πλέον, υπόχρεες σε εκθέσεις βιωσιμότητας είναι οι εταιρίες που πληρούν τουλάχιστον δύο από τα εξής κριτήρια:

  • Ενεργητικό άνω των 25 εκατ. ευρώ
  • Κύκλος εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ
  • Εργαζόμενοι άνω των 250.

Αυτές οι εταιρείες, είτε είναι εισηγμένες είτε όχι, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας από 1η Ιανουαρίου 2025.

Από την άλλη, από 1η Ιανουαρίου 2026 (με δυνατότητα απαλλαγής μέχρι το 2028) υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας όλες οι εισηγμένες εταιρείες, εκτός αν είναι μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις, αν δηλαδή το σύνολο ενεργητικού τους δεν ξεπερνάει τα 350.000 ευρώ, οι εργαζόμενοι τους 10 και ο κύκλος εργασιών τις 700.000 ευρώ.

Επιπλέον, στο πεδίο εφαρμογής της νέας Οδηγίας υπάγονται και οι εταιρείες με έδρα εκτός ΕΕ. Προϋπόθεση υπαγωγής τους στο ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο είναι να έχουν σημαντικές δραστηριότητες εντός ΕΕ, δηλαδή κύκλο εργασιών άνω των 150 εκατ. ευρώ εντός της Ένωσης.

Στις εταιρείες που υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας NFRD εφαρμόζεται ήδη η Οδηγία CSRD από 1η Ιανουαρίου 2024, παρόλο που η Οδηγία δεν είχε ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη. Άλλωστε, οι εταιρείες αυτές τηρούσαν ήδη διαδικασίες κανονιστικής συμμόρφωσης για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση λόγω της προηγούμενης Οδηγίας, στην οποία υπάγονταν.

Σμαράγδα Ρηγάκου, Διευθύντρια Νομικών, Ρυθμιστικών Υπηρεσιών και Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Όμιλος Χρηματιστηρίου Αθηνών
«Σημαντική καινοτομία της Oδηγίας είναι ότι έχει επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή σε όλες τις μεγάλες εταιρείες, είτε είναι εισηγμένες είτε όχι. Επίσης, καταλαμβάνει κάθε εισηγμένη εταιρεία πλην των πολύ μικρών. Ακόμα, λοιπόν, και αν οι υποχρεώσεις για κάποιες εταιρείες έρχονται σταδιακά και σε βάθος 3ετίας (ή ad hoc 5ετίας), γίνεται με την CSRD ξεκάθαρο ότι η βιωσιμότητα είναι έννοια που ξεπερνά τις οργανωμένες αγορές.»

«Σε αντίθεση με άλλα πλαίσια που θέτουν υποχρεώσεις για ένα από τα τρία στοιχεία που απαρτίζουν το ESG (περιβάλλον, κοινωνία, διακυβέρνηση), αναδεικνύεται επιτακτική η διαφάνεια ως προς τις δράσεις βιωσιμότητας για όλες τις επιχειρήσεις που επηρεάζουν μια οικονομία είτε είναι εισηγμένες είτε όχι. Η αλλαγή του πεδίου εφαρμογής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μάλιστα, αναμένεται να αυξήσει τον αριθμό των υπόχρεων επιχειρήσεων από τις 12.000 (NFRD) στις 50.000 (CSRD)» επισημαίνει η Σμαράγδα Ρηγάκου, Διευθύντρια Νομικών, Ρυθμιστικών Υπηρεσιών και Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Όμιλος Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Περιεχόμενο αναφορών
Το περιεχόμενο των εκθέσεων βιωσιμότητας που απαιτούνται βάσει της Οδηγίας CSRD εστιάζει στην παροχή ολοκληρωμένων και αξιόπιστων πληροφοριών σχετικά με την επίδραση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στους ESG παράγοντες. Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν αναλυτική παρουσίαση του επιχειρηματικού μοντέλου της εταιρείας, των στρατηγικών στόχων της και του τρόπου με τον οποίο συνάδουν με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.

Η νέα Οδηγία διευρύνει το πεδίο εφαρμογής και καθιερώνει ένα ομοιόμορφο σύστημα αναφοράς για όλα τα κράτη-μέλη και όλες τις εταιρείες

Οι επιχειρήσεις καλούνται να δημοσιεύσουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με:

  • Περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και η διαχείριση των φυσικών πόρων.
  • Κοινωνικά θέματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι συνθήκες εργασίας και η ποικιλομορφία.
  • Θέματα διακυβέρνησης, όπως η εταιρική δεοντολογία, η αντιμετώπιση της διαφθοράς και η εταιρική διαφάνεια.

Πρακτικά, οι εταιρείες θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις επιπτώσεις που έχουν οι δραστηριότητές τους στον άνθρωπο και το περιβάλλον, καθώς και τους στόχους που έχουν στην ανάπτυξη ενός βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου. Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται στους ενδιαφερόμενους φορείς, όπως επενδυτές και καταναλωτές, η απαιτούμενη διαφάνεια για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων.

Ιωσήφ Αβραμίδης, Διευθυντής Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Προστασίας Δεδομένων και Δεοντολογίας, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε. (ΔΑΑ)
«Η Ευρωπαϊκή Οδηγία Υποβολής Εκθέσεων Εταιρικής Βιωσιμότητας (CSRD – Corporate Sustainability Reporting Directive) σηματοδοτεί μια νέα εποχή στη δημοσιοποίηση πληροφοριών βιωσιμότητας των εταιρειών. Αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας, της συγκρισιμότητας και της διαφάνειας των δεδομένων, ευθυγραμμίζοντας τις εταιρικές εκθέσεις με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, ενισχύοντας παράλληλα τη λογοδοσία και την εμπιστοσύνη των ενδιαφερόμενων μερών.»

Εδώ, άλλωστε, βρίσκεται και μια βασική καινοτομία της νέας Οδηγίας σε σχέση με την προϋφιστάμενη. Όπως αναφέρει ο Ιωσήφ Αβραμίδης, Διευθυντής, Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Προστασίας Δεδομένων και Δεοντολογίας, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε. (ΔΑΑ), «η NFRD ρύθμιζε τη δημοσιοποίηση πληροφοριών στους βασικούς άξονες environmental, social, and governance (ESG). Η CSRD διευρύνει το πεδίο εφαρμογής, αξιώνοντας τη δημοσιοποίηση στοιχείων στρατηγικής της επιχείρησης, επιχειρηματικού μοντέλου, πολιτικών και στόχων σε αυτούς τους τομείς. Οι υποκείμενες εταιρείες υποχρεούνται να αξιολογούν τόσο τον χρηματοοικονομικό αντίκτυπο των θεμάτων βιωσιμότητας στη λειτουργία τους, όσο και τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους στο περιβάλλον και την κοινωνία, εφαρμόζοντας την αρχή της Διπλής Ουσιαστικότητας (Double Materiality). Η εν λόγω διαδικασία διασφαλίζει τη συνολική αποτύπωση των επιδράσεων (impacts), κινδύνων (risks) και των ευκαιριών (opportunities) της εταιρείας σε σχέση με τα ουσιώδη θέματα που έχουν αναδειχτεί».

Συμμόρφωση με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας
Οι αναφορές που απαιτούνται από την Οδηγία CSRD θα γίνονται με βάση τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας (European Sustainability Reporting Standards – ESRS), τα οποία αναπτύσσονται από την Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (EFRAG). Η συμμόρφωση με τα πρότυπα ESRS αποτελεί βασικό πυλώνα της Οδηγίας CSRD, ώστε να υπάρχει ένα συνεκτικό, συγκρίσιμο και εναρμονισμένο πλαίσιο για την υποβολή πληροφοριών βιωσιμότητας μεταξύ όλων των κρατών-μελών της ΕΕ.

Οι εταιρείες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας υποχρεούνται να διασφαλίσουν ότι οι εκθέσεις τους συμμορφώνονται πλήρως με τα ESRS, τα οποία καλύπτουν τόσο γενικές όσο και κλαδικές απαιτήσεις, ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας. Τα πρότυπα περιλαμβάνουν συγκεκριμένους δείκτες και ποσοτικά στοιχεία που σχετίζονται με την περιβαλλοντική επίδοση, όπως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και η διαχείριση των υδάτων, καθώς και κοινωνικές πτυχές, όπως η ισότητα των φύλων και οι συνθήκες εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν τη συμμόρφωσή τους με τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, προσφέροντας ταυτόχρονα συγκρίσιμες πληροφορίες στους επενδυτές και στους ρυθμιστικούς φορείς.

Απαιτήσεις διασφάλισης και ελέγχου των αναφορών
Το πλαίσιο διασφάλισης και ελέγχου που θεσπίζεται με την Οδηγία CSRD στοχεύει στη βελτίωση της αξιοπιστίας και της ακρίβειας των δεδομένων που δημοσιοποιούνται στις εκθέσεις βιωσιμότητας. Από το πρώτο στάδιο εφαρμογής, όλες οι επιχειρήσεις που υπόκεινται στις απαιτήσεις της Οδηγίας οφείλουν να υποβάλουν τις εκθέσεις τους σε ανεξάρτητο έλεγχο από πιστοποιημένους παρόχους διασφάλισης. Αυτοί οι πάροχοι, όπως ελεγκτικές εταιρείες, πρέπει να πληρούν αυστηρά πρότυπα ανεξαρτησίας και επαγγελματικής επάρκειας.

Η συμμόρφωση με τα πρότυπα ESRS αποτελεί βασικό πυλώνα της Οδηγίας CSRD, ώστε να υπάρχει ένα συνεκτικό και εναρμονισμένο πλαίσιο για την υποβολή πληροφοριών βιωσιμότητας σε όλη την ΕΕ

Η διαδικασία ελέγχου αρχικά εφαρμόζει περιορισμένη διασφάλιση, κατά την οποία οι ελεγκτές αξιολογούν τη συμμόρφωση των εκθέσεων με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας. Η περιορισμένη διασφάλιση επικεντρώνεται κυρίως στην αξιολόγηση της ακρίβειας των βασικών πληροφοριών, ενώ παρέχει μια πρώτη εγγύηση για την αξιοπιστία των δεδομένων. Σε επόμενα στάδια, προβλέπεται η μετάβαση σε πλήρη λογιστική διασφάλιση, όπου η διαδικασία ελέγχου γίνεται πιο ενδελεχής, καλύπτοντας όλους τους δείκτες και τις ποσοτικές και ποιοτικές παραμέτρους.

Επιπλέον, προβλέπεται η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του ελέγχου στις ίδιες τις εκθέσεις βιωσιμότητας, διασφαλίζοντας πλήρη διαφάνεια προς όλους τους ενδιαφερόμενους. Συγκεκριμένα, απαιτείται από τις επιχειρήσεις να περιλαμβάνουν στις εκθέσεις τους όχι μόνο τα δεδομένα βιωσιμότητας, αλλά και την έκθεση αξιολόγησης που συντάσσουν οι εξωτερικοί ελεγκτές ή πάροχοι διασφάλισης. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει την αξιολόγηση της ακρίβειας, της πληρότητας και της συμμόρφωσης των πληροφοριών με τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Αναφοράς Βιωσιμότητας. Ο ελεγκτής δηλώνει εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Οδηγίας CSRD και εάν τα δημοσιευμένα δεδομένα είναι αξιόπιστα και εναρμονισμένα με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές.

Αυτή η διαδικασία προσφέρει πολλαπλά οφέλη. Πρώτον, οι ενδιαφερόμενοι, όπως επενδυτές, πελάτες και ρυθμιστικές αρχές, έχουν άμεση πρόσβαση στα αποτελέσματα του ελέγχου, γεγονός που τους επιτρέπει να αξιολογούν τη διαφάνεια και την υπευθυνότητα της εταιρείας. Δεύτερον, η ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων στην ίδια την έκθεση δημιουργεί ένα ενιαίο έγγραφο αναφοράς, διευκολύνοντας την πρόσβαση στις πληροφορίες χωρίς την ανάγκη ξεχωριστής διαδικασίας αναζήτησης.

Τέλος, η υποχρέωση αυτή λειτουργεί ως κίνητρο για τις επιχειρήσεις να διασφαλίζουν υψηλά πρότυπα ποιότητας στις πληροφορίες που δημοσιοποιούν, δεδομένου ότι οποιαδήποτε απόκλιση ή ανεπάρκεια στον έλεγχο θα είναι εμφανής. Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων ενισχύει τη λογοδοσία και καθιστά τις επιχειρήσεις περισσότερο υπεύθυνες απέναντι στις υποχρεώσεις βιωσιμότητάς τους.

Από την άλλη, βέβαια, όλες αυτές οι αυξημένες απαιτήσεις θέτουν ισχυρές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις, αυξάνοντας το κόστος συμμόρφωσης, όπως τονίζει ο Ι. Αβραμίδης: «Η συλλογή, καταγραφή και διαχείριση ενός μεγάλου όγκου δεδομένων βιωσιμότητας θα απαιτήσει εκτενή αναδιάρθρωση των εσωτερικών διαδικασιών και αναβάθμιση των πληροφοριακών συστημάτων. Μία ακόμη πρόκληση είναι η απαραίτητη περαιτέρω εκπαίδευση του προσωπικού και ενίσχυση των δομών διακυβέρνησης λόγω της ανάγκης για εξειδικευμένη τεχνογνωσία στην ενσωμάτωση των νέων απαιτήσεων στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Η Οδηγία επιβάλλει επίσης υποχρεωτική εξωτερική διασφάλιση της ετήσιας Οικονομικής Έκθεσης, γεγονός που προσθέτει επιπλέον διαδικασίες και ελέγχους, εντείνοντας και τη διοικητική επιβάρυνση».

Απλούστευση των κανόνων δημοσιότητας
Ο ελληνικός νόμος προβλέπει απλουστεύσεις στις διαδικασίες δημοσιότητας, ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις, που εξαιρούνται από ορισμένες υποχρεώσεις. Έτσι, οι μικρές επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση δημοσίευσης της έκθεσης διαχείρισης, εφόσον τα απαραίτητα στοιχεία περιλαμβάνονται στο προσάρτημα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Επιπλέον, οι εκθέσεις υποβάλλονται και δημοσιοποιούνται ηλεκτρονικά στο ΓΕΜΗ παράλληλα με τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Εκεί παραμένουν σε δημοσιότητα, διευκολύνοντας την πρόσβαση για κοινό και επενδυτές.

Σοφία Αποστόλου, Νομική Συμβουλος / Υπεύθυνη κανονιστικής συμμόρφωσης, Legal Director / Compliance Officer, REDS AE (Ellaktor Group)
«Σημαντικές είναι οι καινοτομίες που εισάγει η νέα Οδηγία CSRD, οι οποίες είναι αναγκαίες καθώς οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στο παγκόσμιο επιχειρηματικό οικοσύστημα. Ωστόσο, διακρίνω πως η διπλή ουσιαστικότατα (double materiality) αποτελεί τον πυρήνα των αλλαγών και οδηγεί σε μια πιο ολοκληρωμένη και υπεύθυνη προσέγγιση για τις επιχειρήσεις και την ευρύτερη κοινωνία. Η αρχή αυτή αναδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να επικεντρώνονται μόνο στις επιπτώσεις που οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες βιωσιμότητας ενδέχεται να έχουν στη λειτουργία τους («χρηματοοικονομική δραστηριότητα») αλλά και στην επίδραση που έχουν οι δραστηριότητες τους στο περιβάλλον, στους ανθρώπους και στην κοινωνία γενικότερα (κοινωνική και περιβαλλοντική ουσιαστικότατα). Η Oδηγία CSRD σηματοδοτεί ότι η βιωσιμότητα δεν είναι μόνο ένας τομέας που αφορά τον “κόσμο έξω από την επιχείρηση”, αλλά είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με την ίδια την επιχειρηματική στρατηγική και επιτυχία. Αυτή η σφαιρική προσέγγιση είναι βασικός παράγοντας για τη δημιουργία αξίας τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για την κοινωνία στο σύνολό της.»

Κυρώσεις
Ο νόμος που ενσωματώνει την Οδηγία CSRD προβλέπει ένα αυστηρό πλαίσιο κυρώσεων για την περίπτωση μη συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τις υποχρεώσεις υποβολής και διασφάλισης εκθέσεων βιωσιμότητας. Οι κυρώσεις αυτές αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα πρότυπα διαφάνειας και στην ενίσχυση της αξιοπιστίας των δημοσιοποιούμενων πληροφοριών, ενώ κλιμακώνονται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης.

Ένα από τα βασικά μέτρα είναι η επιβολή χρηματικών προστίμων. Οι επιχειρήσεις που δημοσιεύουν ανακριβείς, ελλιπείς ή μη επαρκώς ελεγμένες πληροφορίες, ή που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Οδηγίας, μπορούν να αντιμετωπίσουν πρόστιμα που φτάνουν έως και 100.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και έως 500.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα. Τα πρόστιμα αυτά προσαρμόζονται ανάλογα με τον αντίκτυπο της παράβασης και το μέγεθος της εταιρείας, ενώ σε περιπτώσεις επανειλημμένων παραβάσεων τα ποσά μπορεί να αυξηθούν σημαντικά.

Ειδικό καθεστώς κυρώσεων προβλέπεται και για τους εξωτερικούς ελεγκτές ή παρόχους διασφάλισης που δεν εκτελούν σωστά τις υποχρεώσεις τους. Σε περιπτώσεις που οι ελεγκτές δημοσιεύουν λανθασμένα αποτελέσματα ή παραβιάζουν επαγγελματικά πρότυπα, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή αναστολή της άδειας λειτουργίας τους για χρονικό διάστημα από 1 έως 12 μήνες. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις ή επαναλαμβανόμενες παραβάσεις, προβλέπεται ακόμα και οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας, διασφαλίζοντας ότι οι παραβάτες δεν θα έχουν πρόσβαση στην αγορά.

Παράλληλα, ο νόμος προβλέπει αυστηρές κυρώσεις για περιπτώσεις που επιχειρήσεις δημοσιοποιούν εν γνώσει τους παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται να αναθεωρήσουν τις εκθέσεις τους μέσω ανεξάρτητων ελέγχων, το κόστος των οποίων επιβαρύνει αποκλειστικά την επιχείρηση. Επιπλέον, τα πρόστιμα για τέτοιες παραβάσεις μπορεί να είναι κλιμακούμενα, ανάλογα με τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης, ώστε να εξασφαλιστεί η αναλογικότητα και η αποτρεπτική ισχύς των κυρώσεων.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι η πρόβλεψη για τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων. Στόχος αυτής της διάταξης είναι να προάγει τη διαφάνεια και να αποτρέψει μελλοντικές παραβάσεις, αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να λογοδοτούν δημόσια για τη μη συμμόρφωσή τους. Οι σχετικές πληροφορίες περιλαμβάνονται στις εκθέσεις βιωσιμότητας ή δημοσιεύονται μέσω επίσημων καναλιών, ώστε να είναι προσβάσιμες από τους ενδιαφερόμενους φορείς.

Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που καθυστερούν να υποβάλουν τις εκθέσεις βιωσιμότητας ή αποτυγχάνουν να τις υποβάλουν, αντιμετωπίζουν τόσο χρηματικά πρόστιμα όσο και πρόσθετες υποχρεώσεις παροχής εξηγήσεων στις αρμόδιες αρχές. Σε περιπτώσεις επανειλημμένων καθυστερήσεων ή σοβαρών παραλείψεων, οι επιχειρήσεις μπορεί να τεθούν υπό ενισχυμένη επιτήρηση, η οποία περιλαμβάνει αυξημένους ελέγχους και υποχρεώσεις αναφοράς.

Συνολικά, οι διατάξεις για τις κυρώσεις είναι αυστηρές και στοχεύουν στην αποτροπή της μη συμμόρφωσης, ενώ παράλληλα διασφαλίζουν την αξιοπιστία και τη διαφάνεια των πληροφοριών βιωσιμότητας, ενισχύοντας τη λογοδοσία των επιχειρήσεων και προάγοντας τη δέσμευσή τους προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.