Ψηφιακή κάρτα εργασίας vs αδήλωτη εργασία: Ποιος θα είναι ο νικητής;

Γεωργία Πατίλη Εταίρος, VDI Law Firm

Η ψηφιακή κάρτα εργασίας συνιστά ένα εργαλείο, που τέθηκε πρόσφατα σε εφαρμογή, με το οποίο θα καταγράφονται οι ώρες εργασίας των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα με απόλυτη ακρίβεια και σε πραγματικό χρόνο. Βασικός στόχος του μέτρου αυτού είναι η καταπολέμηση των φαινομένων της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, των απλήρωτων υπερωριών και της εισφοροδιαφυγής με κεντρικό γνώμονα την προστασία των εργαζομένων αλλά και των επιχειρήσεων από φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού.

Ήδη, η ψηφιακή κάρτα εργασίας λειτουργεί κανονικά στους εργαζόμενους του συνόλου των τραπεζών της χώρας και των σούπερ μάρκετ με περισσότερους από 250 εργαζομένους, ενώ έχει ολοκληρωθεί η απογραφική διαδικασία και στις λοιπές επιχειρήσεις της χώρας, που απασχολούν εργαζόμενους μισθωτής εξαρτημένης εργασίας, στις οποίες και θα αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακά ο εν λόγω μηχανισμός.

Με την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας το αναβαθμισμένο πλέον σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ ενημερώνεται σε πραγματικό χρόνο για το ωράριο εργασίας των εργαζομένων και χαρακτηρίζει αυτόματα κάθε ώρα εργασίας ως κανονικό ωράριο, υπερεργασία, υπερωρία ή διευθέτηση, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα διαλείμματα, τα ρεπό και τις άδειες. Κανένα μέρος δεν μπορεί να παρέμβει και να αλλοιώσει τα δεδομένα, κατά συνέπεια θεωρείται πως με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει σεβασμός στο ωράριο των εργαζομένων και πληρωμή των υπερωριών τους. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;

Η αλήθεια είναι πως το μέτρο αυτό συνιστά μια σημαντική προσπάθεια για την εξάλειψη φαινομένων αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας, ωστόσο είναι αμφίβολο, εάν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και τούτο διότι ο μηχανισμός αυτός δεν εμποδίζει τον εκάστοτε εργοδότη να “υποχρεώσει” τον εργαζόμενο να δηλώσει μέσω της ψηφιακής κάρτας εργασίας ότι τελείωσε το ωράριό του και παρά ταύτα να εξακολουθήσει να παρέχει την εργασία του.

Συνεπώς και πάλι το κλειδί για την πάταξη τέτοιων φαινομένων είναι οι συνεχείς και εντατικοί έλεγχοι στις επιχειρήσεις, γεγονός που ούτως ή άλλως ίσχυε και προηγουμένως. Αυτό που στην ουσία αλλάζει είναι ότι διευκολύνεται η δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες πλέον θα γνωρίζουν πριν επισκεφτούν ένα χώρο εργασίας ποιοι εργαζόμενοι πρέπει να βρίσκονται εκεί.

Από την άλλη πλευρά, ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να προκαλέσει δυσκολίες και προβλήματα σε εργοδότες που τηρούν την εργατική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, δεν είναι εύκολο για έναν εργοδότη -ιδίως σε επιχειρήσεις με πολλούς εργαζόμενους- να ελέγχει καθημερινά εάν οι εργαζόμενοι κατά την έναρξη και λήξη του ωραρίου της ενημέρωσαν ορθά το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ. Εάν λοιπόν κάποιοι εργαζόμενοι ξεχνούν ή αμελούν να ενημερώνουν ορθά το σύστημα, αυτό μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες και τσουχτερά πρόστιμα στην επιχείρηση.

Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εργαζόμενοι θα μπορούν να χρησιμοποιούν τις καταγραφές της ψηφιακής κάρτας εργασίας ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον των δικαστηρίων, έχοντας το δικαίωμα ακόμη και για έκδοση διαταγής πληρωμής -η οποία αποτελεί τίτλο εκτελεστό και εκδίδεται άμεσα, χωρίς την ακρόαση του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται-, η καθυστερημένη δήλωση της λήξης παροχής εργασίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιδίκαση υπερωριών που δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

Είναι προφανές ότι η ψηφιακή κάρτα εργασίας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια αναβάθμισης της εργασιακής καθημερινότητας των εργαζομένων και της προστασίας των κατοχυρωμένων εργασιακών τους δικαιωμάτων, ωστόσο μένει να φανεί στην πράξη, εάν είναι το ενδεδειγμένο μέτρο για την αντιμετώπιση των παθογενειών που εντοπίζονται στον εργασιακό τομέα.