Ο ν. 5163/2024 αποτελεί μία εκτενή μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου, η οποία στοχεύει στη βελτίωση των μισθολογικών συνθηκών και στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων. Ωστόσο, η επιτυχία των μέτρων αυτών θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή τους στην πράξη και την ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
Ο ν. 5163/2024 αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στον τομέα του εργατικού δικαίου το τελευταίο διάστημα, καθώς ενσωματώνει την Οδηγία 2022/2041, η οποία επιδιώκει να διασφαλίσει επαρκείς κατώτατους μισθούς και να ενισχύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η ανάγκη για αυτή τη νομοθετική παρέμβαση προέκυψε τόσο από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη όσο και από την επιτακτική ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος καθορισμού του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα. Ο νόμος αυτός εισάγει νέα κριτήρια για τον καθορισμό των μισθών, τροποποιεί τις διαδικασίες αναπροσαρμογής και προβλέπει μέτρα για τη βελτίωση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργαζομένων.
Οι βασικές διατάξεις της Οδηγίας 2022/2041
Η Οδηγία 2022/2041 υιοθετήθηκε με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξασφαλίζοντας ότι οι κατώτατοι μισθοί είναι επαρκείς και ότι υπάρχει ένας ισχυρός μηχανισμός συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τις υποχρεώσεις της ως κράτος-μέλος, ενσωμάτωσε την Οδηγία στον ν. 5163/2024, θεσπίζοντας νέες διαδικασίες για τον καθορισμό και την αναθεώρηση των κατώτατων μισθών.
Η Οδηγία εισάγει σημαντικές αρχές, οι οποίες πλέον αποτελούν μέρος της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας. Πρωτίστως, καθορίζει ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να υπολογίζεται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως η αγοραστική δύναμη, το γενικό επίπεδο μισθών, ο ρυθμός αύξησής τους και η παραγωγικότητα. Η εισαγωγή αυτών των κριτηρίων έχει στόχο να διασφαλίσει ότι οι μισθοί δεν καθορίζονται αυθαίρετα, αλλά βασίζονται σε οικονομικά δεδομένα που αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση της αγοράς.
Επιπλέον, η Οδηγία επιβάλλει στα κράτη-μέλη να προωθήσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, θέτοντας ως κατώτατο όριο την κάλυψη του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Στην Ελλάδα, όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν υποχωρήσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία, αυτή η απαίτηση δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις. Ο ν. 5163/2024 προβλέπει την εκπόνηση σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιάγραμμα εφαρμογής.
Το Σχέδιο Δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Κομβικής σημασίας υποχρέωση για την Ελλάδα από την ενσωμάτωση της Οδηγίας είναι η κάλυψη άνω του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Καθώς στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός καθορίζεται νομοθετικά και όχι μέσω συλλογικής σύμβασης, καθώς η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση δεν δεσμεύει πλέον επί των μισθολογικών όρων, η χώρα υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80% και αυτό δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως η εκπόνηση σχεδίου δράσης.
Το Σχέδιο Δράσης θα διαμορφώνεται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες στρατηγικές για την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Κομβικής σημασίας υποχρέωση για την Ελλάδα από την ενσωμάτωση της Οδηγίας είναι η κάλυψη άνω του 80% των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις

«Για να έχει η Οδηγία θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση και την κοινωνική συνοχή μέσω των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ), απαιτείται εκπαίδευση εργοδοτών και εργαζομένων στη διαπραγμάτευση και η ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης, ώστε και τα δύο μέρη να αντιληφθούν τα οφέλη μίας ΣΣΕ.»
Το Σχέδιο Δράσης προβλέπει τη σταδιακή ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω κινήτρων προς τις επιχειρήσεις, ώστε να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή τους. Άλλωστε, όπως εξηγεί η Χρυσηίς Πουλάκου, Managing Director της Ad Hoc Legal, «το Εθνικό Σχέδιο Δράσης πρέπει να περιλαμβάνει στρατηγικούς στόχους, μέτρα υλοποίησης και παρακολούθησης. Επίσης, να εστιάζει στην εκπαίδευση, στη συνεργασία και σε κίνητρα για αύξηση της συμμετοχής στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Η πολιτεία πρέπει να παρέχει εναλλακτικές λύσεις ώστε να μην επιβαρυνθούν υπερβολικά οι εργοδότες, όπως για παράδειγμα ενίσχυση της διαβούλευσης για μικρές επιχειρήσεις, διαβαθμισμένα μισθολογικά επίπεδα και κίνητρα (φορολογικές/ασφαλιστικές ελαφρύνσεις) για όσους υιοθετούν ΣΣΕ. Ενώ οι υποχρεωτικές ΣΣΕ προστατεύουν τους εργαζόμενους, η ισορροπία με την επιχειρηματική βιωσιμότητα είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της αγοράς και την προώθηση της απασχόλησης».
Κύριο στοιχείο του Σχεδίου Δράσης είναι η δημιουργία ενός εθνικού μηχανισμού παρακολούθησης της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Αυτός ο μηχανισμός θα συλλέγει και θα αναλύει δεδομένα για τη διείσδυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κάθε κλάδο της οικονομίας και θα προτείνει διορθωτικά μέτρα σε περιπτώσεις που η εφαρμογή των συμβάσεων είναι περιορισμένη. Επιπλέον, θα διαμορφωθεί μια κεντρική βάση δεδομένων με πληροφορίες για τις συλλογικές συμβάσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η εύκολη πρόσβαση των εργαζομένων στις ισχύουσες συμφωνίες.
Το Σχέδιο Δράσης περιλαμβάνει επίσης την υποχρέωση εκπόνησης αναλυτικών εκθέσεων κάθε πέντε χρόνια, όπου θα αξιολογείται η πρόοδος στην εφαρμογή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και θα προτείνονται νέες παρεμβάσεις όπου χρειάζεται. Αυτές οι εκθέσεις θα δημοσιοποιούνται και θα κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της χώρας με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις.
Με την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης, η ελληνική αγορά εργασίας αναμένεται να αποκτήσει ένα πιο δυναμικό και συμπεριληπτικό σύστημα διαπραγματεύσεων, στο οποίο οι εργαζόμενοι θα έχουν αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη και οι εργοδότες θα ωφελούνται από ένα σταθερότερο εργασιακό περιβάλλον. Ωστόσο, ο νόμος δεν αλλάζει τις διατάξεις που αφορούν τα χαρακτηριστικά και τις συνέπειες των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οπότε αδιαμφισβήτητα θα απαιτηθούν επιπλέον νομοθετικές ρυθμίσεις στο μέλλον, ώστε να αντιστραφεί η απαξίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που εδραιώθηκε κατά την οικονομική κρίση.

«H ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα απαιτεί συνδυασμό πολιτικών, θεσμικών μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξη κουλτούρας κοινωνικού διαλόγου»
Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος – Εργατολόγος, «σήμερα, οι συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα καλύπτουν περίπου το 25% των εργαζομένων. Τούτο οφείλεται κυρίως στις μεταβολές του νομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης 2010-2018 και μετέπειτα της πανδημίας του COVID 19, αλλά και στα χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς το 99% αυτών είναι πολύ μικρές ή μικρομεσαίες και των οποίων οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι δε συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και τέλος, στην έλλειψη κουλτούρας διαπραγμάτευσης».

«Το άρθρο 5 του Ν. 5163/2024 προβλέπει την υποχρέωση κατάρτισης σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας προϋποθέτει την επανεξέταση ρυθμίσεων που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην αποτελεσματικότητά τους.»
Είναι, λοιπόν, δεδομένο ότι απαιτούνται τομές, για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. «Ενδεικτικά, η νομοθετική ρύθμιση σχετικά με τις συνέπειες μη τήρησης των υποχρεώσεων εγγραφής ή επικαιροποίησης στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. εγείρει σοβαρά ζητήματα, καθώς επιβάλλει δυσανάλογες κυρώσεις, όπως η αναστολή του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, ακόμα και σε νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, παραβιάζουσα την αρχή της αναλογικότητας. Παράλληλα, απαιτείται η ενίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενδεχομένως μέσω αναθεώρησης των κριτηρίων για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και συγκεκριμένα μέσω της μείωσης του ποσοστού κάλυψης (51%) που απαιτείται για την κήρυξη μιας συλλογικής συμφωνίας ως γενικώς υποχρεωτικής» αναφέρει ο Ευστάθιος Ε. Γραμμένος, Δικηγόρος – Εργατολόγος & επισκέπτης Καθηγητής στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό «Διοίκηση Ανθρωπίνου Δυναμικού» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην ίδια λογική, ο Γ. Καρούζος εκτιμά «ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να ενισχυθούν πρώτον με τη νομοθετική διασφάλιση της σταθερότητας ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων για τη διατήρηση ως όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας και την επαναφορά της διάρκειας της μετενέργειας στους 6 μήνες (από τους 3 μήνες που ισχύει σήμερα). Δεύτερον, με τη νομοθετική κατάργηση της αναστολής της συνδικαλιστικής ιδιότητας και της ικανότητας συλλογικής διαπραγμάτευσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων, που δεν έχουν εγγραφεί στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. Τρίτον, με την ανάπτυξη πρακτικής των κοινωνικών εταίρων να αιτούνται από κοινού την επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και τον νομοθετικό επανακαθορισμό του ποσοτικού κριτήριου επέκτασης σε ρεαλιστικό ποσοστό (π.χ. στο 25% από το 51% που ισχύει σήμερα). Τέταρτον, με τη δημιουργία βάσεων δεδομένων για την πληροφόρηση των κοινωνικών εταίρων αναφορικά με κρίσιμα στοιχεία, όπως οι αποδοχές ανά επάγγελμα/ειδικότητα εργαζομένων, τα επίπεδα μισθών βάσει συλλογικών συμβάσεων, την κατανομή απασχόλησης ανά κλάδο, την εξέλιξη του πληθωρισμού και της ανταγωνιστικότητας. Πέμπτον, με την αξιοποίηση του Ο.ΜΕ.Δ. ως του κατάλληλο φορέα, καθώς στους καταστατικούς σκοπούς του συγκαταλέγεται η μελέτη, ενημέρωση και εκπαίδευση των κοινωνικών εταιρών για θέματα συλλογικών εργασιακών σχέσεων και η οικονομία της εργασίας για την εκπόνηση μελετών και ενημερωτικών – εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Οι νέες ρυθμίσεις για τον κατώτατο μισθό
Ο ν. 5163/2024 εισάγει μια νέα, δομημένη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου, με στόχο να διασφαλίσει ένα πιο δίκαιο και διαφανές πλαίσιο. Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού θα πραγματοποιείται σε ετήσια βάση, βάσει αντικειμενικών οικονομικών κριτηρίων. Συγκεκριμένα, λαμβάνονται υπόψη η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και το επίπεδο παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, εξετάζεται η συνολική πορεία των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι χαμηλότεροι μισθοί δεν μένουν στάσιμοι σε σχέση με το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον.
Η διαδικασία καθορισμού και επικαιροποίησης του κατώτατου μισθού ενισχύεται μέσω της συγκρότησης δύο επιτροπών. Η πρώτη είναι η Επιστημονική Επιτροπή για τον κατώτατο μισθό, η οποία απαρτίζεται από οικονομολόγους και ειδικούς στην αγορά εργασίας. Η επιτροπή αυτή αναλαμβάνει τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων για την οικονομία, την απασχόληση και την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, προκειμένου να διαμορφώνει εισηγήσεις για την προσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Παράλληλα, συστήνεται η Επιτροπή Διαβούλευσης, στην οποία συμμετέχουν οι κοινωνικοί εταίροι. Ο ρόλος της είναι να εξετάζει τις προτάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής και να διατυπώνει τη δική της γνώμη, ώστε να διαμορφώνεται μια όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένη πολιτική για τους μισθούς.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο των νέων ρυθμίσεων αφορά τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν δημόσιες συμβάσεις. Ο ν. 5163/2024 επιβάλλει αυστηρότερους ελέγχους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης ειδικά για τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν δημόσιες συμβάσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τηρούνται οι διατάξεις περί κατώτατου μισθού. Έτσι, εισάγονται πρόσθετοι μηχανισμοί επιτήρησης και αυστηρότερες κυρώσεις, ώστε να αποτρέπεται η καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Ειδικοί μηχανισμοί ελέγχου θα διασφαλίζουν ότι οι εργοδότες δεν καταστρατηγούν τα ελάχιστα μισθολογικά δικαιώματα των εργαζομένων, μέσω εντατικών επιθεωρήσεων από την Επιθεώρηση Εργασίας και διασταυρώσεων δεδομένων από φορολογικές και ασφαλιστικές αρχές. Οι κυρώσεις για μη συμμόρφωση περιλαμβάνουν υψηλά διοικητικά πρόστιμα, αποκλεισμό από δημόσιες συμβάσεις, καθώς και ποινικές διώξεις σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων.
Τέλος, μια ακόμα καινοτομία είναι η ενίσχυση των εργαλείων παρακολούθησης της μισθολογικής εξέλιξης. Ο νόμος προβλέπει τη συστηματική συλλογή δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές, έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα για την εφαρμογή του κατώτατου μισθού και των επιπτώσεών του στην αγορά εργασίας, επιτρέποντας τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση που διαπιστωθούν στρεβλώσεις ή αρνητικές συνέπειες.
Επίδραση στον δημόσιο τομέα
Ο ν. 5163/2024 φέρνει σημαντικές αλλαγές και στον δημόσιο τομέα, καθώς επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση των μισθών και τις διαδικασίες διαπραγματεύσεων. Μεταξύ των βασικών παρεμβάσεων είναι η αναπροσαρμογή των μισθολογικών κλιμακίων, η ενίσχυση της διαφάνειας στον καθορισμό των αμοιβών και η εναρμόνιση των αποδοχών με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας.
Η αναπροσαρμογή των μισθολογικών κλιμακίων θα γίνεται βάσει ενός νέου μηχανισμού που λαμβάνει υπόψη οικονομικούς δείκτες και συνθήκες απασχόλησης.
Ο ν. 5163/2024 επιβάλλει αυστηρότερους ελέγχους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης ειδικά για τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν δημόσιες συμβάσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τηρούνται οι διατάξεις περί κατώτατου μισθού
Συγκεκριμένα, η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων θα συνδέεται με την πορεία του ΑΕΠ, τον πληθωρισμό και τη μέση αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δύο τομέων. Ο καθορισμός των αυξήσεων θα γίνεται μέσω ειδικής επιτροπής που θα συνεδριάζει σε ετήσια βάση και θα διαμορφώνει προτάσεις προς το Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργείο Εσωτερικών.
Επιπλέον, για την ενίσχυση της διαφάνειας στον καθορισμό των αμοιβών, ο ν. 5163/2024 προβλέπει τη δημοσίευση των μισθολογικών δεδομένων και των κριτηρίων καθορισμού των μισθών σε μια ειδική πλατφόρμα προσβάσιμη στους δημοσίους υπαλλήλους. Έτσι, κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να έχει σαφή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι αμοιβές στον κλάδο του και να εντοπίζει πιθανές μισθολογικές ανισότητες. Επιπλέον, οι όποιες αναπροσαρμογές των μισθών θα πρέπει να συνοδεύονται από αιτιολογημένη έκθεση, στην οποία θα αναλύονται οι οικονομικοί λόγοι που τις δικαιολογούν.
Ένα ακόμη κομβικό στοιχείο είναι η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στον δημόσιο τομέα. Με τον ν. 5163/2024, θεσπίζεται ένα πιο διαφανές και οργανωμένο πλαίσιο διαλόγου μεταξύ των εκπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων και της κυβέρνησης. Οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται βάσει καθορισμένων χρονοδιαγραμμάτων και διαδικασιών, με υποχρεωτική συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και της πολιτείας.
Επιπλέον, η κυβέρνηση υποχρεούται να παρέχει αναλυτικά οικονομικά δεδομένα και προβλέψεις για τη δημοσιονομική κατάσταση πριν από κάθε διαπραγμάτευση, ώστε να υπάρχει πλήρης ενημέρωση και διαφάνεια ως προς τις δυνατότητες προσαρμογής των μισθών. Οι εργαζόμενοι αποκτούν ενισχυμένο δικαίωμα διαπραγμάτευσης για αυξήσεις μισθών, επιδόματα και βελτιώσεις στις συνθήκες εργασίας, ενώ οι όποιες αποφάσεις προκύπτουν από αυτές τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να τεκμηριώνονται και να δημοσιεύονται επισήμως.