Η πρόσφατη υιοθέτηση της Οδηγίας 2024/2853 αποτελεί σημαντική εξέλιξη στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Η Οδηγία αυτή, που αντικαθιστά την Οδηγία 85/374, ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, καθορίζοντας νέες βάσεις για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων.
Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του δικαίου της ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, καλύπτοντας τόσο τις παραδοσιακές όσο και τις νέες πτυχές της προστασίας των καταναλωτών. Το νέο πλαίσιο επιδιώκει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, ενσωματώνοντας διατάξεις που προωθούν την ασφάλεια, τη διαφάνεια και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η νέα Οδηγία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 18 Νοεμβρίου 2024 και τα κράτη-μέλη της ΕΕ οφείλουν να ενσωματώσουν τις διατάξεις της στο εθνικό τους δίκαιο έως τις 9 Δεκεμβρίου 2026.
Οι προκλήσεις που οδήγησαν στην υιοθέτηση της Οδηγίας
Η ανάγκη εκσυγχρονισμού του πλαισίου για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων προέκυψε από βαθιές αλλαγές στο τεχνολογικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Η Οδηγία 85/374, η οποία υπήρξε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες το κύριο εργαλείο προστασίας των καταναλωτών, αναπτύχθηκε σε μια εποχή κατά την οποία τα προϊόντα ήταν κατά κύριο λόγο απτά, φυσικά αγαθά. Οι σύγχρονες εξελίξεις, ωστόσο, δημιούργησαν νέες κατηγορίες κινδύνων, καθιστώντας το πλαίσιο αυτό αναχρονιστικό.
Καταρχάς, η ψηφιοποίηση της παραγωγής και η ενσωμάτωση λογισμικού σε φυσικά προϊόντα δημιούργησαν σύνθετες σχέσεις μεταξύ προϊόντος, κατασκευαστή και χρήστη. Προϊόντα, όπως τα έξυπνα ρολόγια, τα αυτόνομα οχήματα και οι συνδεδεμένες οικιακές συσκευές (IoT), περιέχουν πλέον ψηφιακά συστήματα που είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία τους. Τυχόν ελαττώματα στα συστήματα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε ατυχήματα ή ζημιές, γεγονός που το προηγούμενο νομικό πλαίσιο αδυνατούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια και έλεγχο στις διασυνοριακές αγορές κατέστησαν απαραίτητη την αναθεώρηση των κανόνων. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και του εμπορίου είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της αλυσίδας εφοδιασμού, καθιστώντας δύσκολη την ταυτοποίηση της ευθύνης σε περίπτωση ζημίας. Η νέα Οδηγία επιχειρεί να καλύψει το κενό αυτό, προσδιορίζοντας με σαφήνεια την ευθύνη όλων των μερών που εμπλέκονται στη διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά.
Οι βασικές διαφορές της σε σχέση με την Οδηγία 85/374
Η Οδηγία 2024/2853 εισάγει ένα αναθεωρημένο και πιο περιεκτικό νομικό πλαίσιο για την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και οικονομίας. Οι διατάξεις της εστιάζουν στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, στην αποσαφήνιση της ευθύνης για όλους τους εμπλεκόμενους στην παραγωγή και διάθεση προϊόντων, καθώς και στην εξασφάλιση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των καταναλωτών και των υποχρεώσεων των κατασκευαστών.

«Η μεγαλύτερη, ίσως, καινοτομία είναι η διεύρυνση της έννοιας του ελαττωματικού προϊόντος και του φάσματος των υπεύθυνων οικονομικών φορέων. Συγκεκριμένα, με την νέα Οδηγία: α) διευρύνεται η έννοια του ελαττώματος, αφού λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο τα υλικά ελαττώματα, αλλά και προβλήματα λογισμικού, κυβερνοασφάλειας, καθώς και αλγοριθμικών αποφάσεων που ενδέχεται να προκαλέσουν ζημία σε φυσικά πρόσωπα και β) επεκτείνεται η ευθύνη σε περισσότερους οικονομικούς φορείς, αφού εκτός από τον κατασκευαστή, ευθύνονται και άλλοι φορείς όπως εισαγωγείς, εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι, πάροχοι υπηρεσιών διεκπεραίωσης (όταν δεν υπάρχει εισαγωγέας εγκατεστημένος στην Ένωση ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος), διανομείς, πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, κλπ. Ιδιαίτερη σημασία, έχει, επίσης, κυρίως πρακτική, το γεγονός ότι στη νέα Οδηγία προβλέπεται η αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες ο ενάγων δεν θα χρειάζεται να αποδείξει ότι το προϊόν ήταν ελαττωματικό, αλλά η επιχείρηση ότι δεν ήταν.»
Όπως τονίζει ο Νικόλας Λιναρδάκης, Δικηγόρος, LL.M. (London), Deputy Managing Partner, Linardakis & Partners Law Firm, «η νέα Οδηγία (ΕΕ) 2024/2853, που καταργεί την προηγούμενη 85/374/ΕΟΚ από την 9/12/2026, ενισχύει την προστασία των καταναλωτών και ταυτόχρονα επιβάλλει αυστηρότερες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις, ειδικά στους τομείς υψηλής τεχνολογίας, αυξάνοντας το κόστος συμμόρφωσής τους, καθώς και την έκθεσή τους σε πιθανές αντιδικίες».
Διεύρυνση της έννοιας του προϊόντος
Μία από τις θεμελιώδεις αλλαγές που εισάγει η Οδηγία είναι η διεύρυνση της έννοιας του προϊόντος. Ενώ η προϋφιστάμενη Οδηγία περιοριζόταν σε φυσικά, απτά προϊόντα, η νέα Οδηγία περιλαμβάνει πλέον και τα προϊόντα που περιέχουν ψηφιακά στοιχεία. Επιπλέον, καλύπτονται και τα ψηφιακά αγαθά ή υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία ενός προϊόντος, ακόμη και αν διατίθενται ξεχωριστά.
Η ψηφιοποίηση της παραγωγής και η ενσωμάτωση λογισμικού σε φυσικά προϊόντα έχουν δημιουργήσει σύνθετες σχέσεις μεταξύ προϊόντος, κατασκευαστή και χρήστη
Ορισμός του ελαττωματικού προϊόντος
Η Οδηγία διατηρεί τη βασική αρχή ότι ένα προϊόν θεωρείται ελαττωματικό, όταν δεν προσφέρει την ασφάλεια που εύλογα αναμένει ο καταναλωτής. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι η έννοια της ασφάλειας δεν περιορίζεται μόνο στη φυσική κατάσταση του προϊόντος, αλλά επεκτείνεται και στη λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών του στοιχείων. Για παράδειγμα, ένα προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ελαττωματικό αν το λογισμικό του περιέχει κενά ασφαλείας που το καθιστούν ευάλωτο σε κυβερνοεπιθέσεις.
Υπεύθυνα πρόσωπα
Η Οδηγία 2024/2853 προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση του πλαισίου ευθύνης, διευρύνοντας τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνα για την ασφάλεια ενός προϊόντος. Ενώ η προϋφιστάμενη Οδηγία 85/374 εστίαζε κυρίως στους κατασκευαστές, το νέο πλαίσιο αναγνωρίζει ότι η σύγχρονη παραγωγή και διάθεση προϊόντων εμπλέκει πολλούς διαφορετικούς φορείς. Έτσι, η ευθύνη πλέον δεν περιορίζεται μόνο στους παραδοσιακούς κατασκευαστές, αλλά περιλαμβάνει και άλλους κρίσιμους παράγοντες της αλυσίδας εφοδιασμού και συντήρησης:
- Προμηθευτές λογισμικού: Η νέα Οδηγία αναγνωρίζει τη θεμελιώδη σημασία του λογισμικού για τη λειτουργία των σύγχρονων προϊόντων και καθιστά τους προμηθευτές λογισμικού υπεύθυνους σε περιπτώσεις όπου το λογισμικό που συνοδεύει το προϊόν αποδεικνύεται ελαττωματικό. Έτσι, για παράδειγμα, αν το λογισμικό ενός αυτόνομου οχήματος περιέχει σφάλμα που προκαλεί λανθασμένες αποφάσεις στο σύστημα πλοήγησης, ο προμηθευτής του λογισμικού μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις ζημιές που θα προκύψουν.
- Εισαγωγείς: Σε περιπτώσεις όπου ένα προϊόν εισάγεται στην αγορά της ΕΕ και αποδεικνύεται ελαττωματικό, ο εισαγωγέας μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις ζημιές που προκαλούνται. Αυτό συμβαίνει επειδή ο εισαγωγέας είναι το πρώτο σημείο επαφής μεταξύ του προϊόντος και της ευρωπαϊκής αγοράς. Η Οδηγία απαιτεί από τους εισαγωγείς να διεξάγουν ελέγχους για την ποιότητα και την ασφάλεια των προϊόντων, ενώ παράλληλα τους υποχρεώνει να τηρούν τεχνικούς φακέλους που να αποδεικνύουν τη συμμόρφωση των προϊόντων με τις ευρωπαϊκές κανονιστικές απαιτήσεις.
- Πάροχοι υπηρεσιών συντήρησης ή αναβάθμισης: Η Οδηγία επεκτείνει την ευθύνη και στους παρόχους υπηρεσιών συντήρησης ή αναβάθμισης, αναγνωρίζοντας ότι οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την ασφάλεια ενός προϊόντος. Στη σύγχρονη εποχή, όπου πολλά προϊόντα βασίζονται σε τακτικές ενημερώσεις λογισμικού ή τεχνικές παρεμβάσεις, οι πάροχοι αυτών των υπηρεσιών διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της ασφάλειας και της λειτουργικότητας των προϊόντων.
Αυτή η διεύρυνση αποσκοπεί στη διασφάλιση ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν από τον πραγματικό υπαίτιο της ζημίας, ανεξαρτήτως της πολυπλοκότητας της αλυσίδας εφοδιασμού.
Ενίσχυση της βιωσιμότητας
Η Οδηγία περιλαμβάνει διατάξεις που ενθαρρύνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών. Οι κατασκευαστές υποχρεώνονται να λαμβάνουν υπόψη την ανθεκτικότητα και τη δυνατότητα επισκευής των προϊόντων κατά τη φάση του σχεδιασμού τους. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο προστατεύει τους καταναλωτές αλλά συμβάλλει και στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της παραγωγής.
Οι κυριότερες διατάξεις της Οδηγίας στην ψηφιακή εποχή
Η Οδηγία 2024/2853 περιλαμβάνει διατάξεις που αντανακλούν την ανάγκη προσαρμογής του δικαίου στις σύγχρονες ψηφιακές απαιτήσεις. Ένα από τα κύρια στοιχεία της είναι η αναγνώριση του λογισμικού ως αναπόσπαστου μέρους του προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν ελαττώματα στο λογισμικό, όπως οι αποτυχίες ασφαλείας ή οι λανθασμένες αναβαθμίσεις, αντιμετωπίζονται ισότιμα με τα φυσικά ελαττώματα.
Ένα προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ελαττωματικό αν το λογισμικό του περιέχει κενά ασφαλείας που το καθιστούν ευάλωτο σε κυβερνοεπιθέσεις
Επιπλέον, η Οδηγία καλύπτει και περιπτώσεις όπου το προϊόν καθίσταται ελαττωματικό λόγω ανεπαρκούς υποστήριξης ή διακοπής της παροχής κρίσιμων υπηρεσιών. Για παράδειγμα, εάν ένας κατασκευαστής σταματήσει να παρέχει αναβαθμίσεις ασφαλείας για ένα αυτόνομο όχημα, μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για ζημιές που προκύπτουν από κυβερνοεπιθέσεις ή ατυχήματα που σχετίζονται με ανεπαρκή προστασία.
Η ενσωμάτωση τεχνητής νοημοσύνης στα προϊόντα εισάγει νέα πρότυπα ευθύνης. Τα συστήματα που βασίζονται στην AI υποχρεούνται να συνοδεύονται από τεκμηρίωση που αποδεικνύει την ασφάλεια και την αξιοπιστία τους. Η Οδηγία απαιτεί από τους κατασκευαστές να ενσωματώνουν μηχανισμούς πρόληψης κινδύνων, προλαμβάνοντας έτσι απρόβλεπτες ή επικίνδυνες συμπεριφορές.
Μια ακόμη καινοτομία είναι η υποχρέωση παρακολούθησης του προϊόντος μετά την πώληση. Οι κατασκευαστές και οι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους παραμένουν ασφαλή καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής τους, πραγματοποιώντας τακτικούς ελέγχους και ενημερώσεις. Ειδικά για τα προϊόντα που συνδέονται με δίκτυα, η συνεχής παρακολούθηση και η γρήγορη αντιμετώπιση των ευπαθειών ασφαλείας καθίστανται κρίσιμα στοιχεία για την αποφυγή ζημιών.
Η ευθύνη για τη ζημία
Η Οδηγία 2024/2853 διατηρεί την αρχή της αντικειμενικής ευθύνης για ζημίες που προκαλούνται από ελαττωματικά προϊόντα, διασφαλίζοντας ένα υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές. Η αντικειμενική ευθύνη, όπως ορίζεται στο πλαίσιο αυτό, σημαίνει ότι ο υπεύθυνος για το προϊόν δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι ενήργησε με δόλο ή αμέλεια, καθώς αρκεί η απόδειξη ότι το προϊόν ήταν ελαττωματικό και ότι το ελάττωμα αυτό προκάλεσε τη ζημία.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι ο υπεύθυνος ενήργησε με αμέλεια, αλλά μόνο ότι το προϊόν ήταν ελαττωματικό και ότι το ελάττωμα αυτό συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία που υπέστη. Αυτός ο κανόνας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές δεν έχουν πρόσβαση σε εξειδικευμένη τεχνογνωσία, για να αποδείξουν την υπαιτιότητα του υπεύθυνου.
Η νέα Οδηγία εισάγει ορισμένες σημαντικές καινοτομίες που αφορούν το βάρος απόδειξης και τις περιπτώσεις απαλλαγής από την ευθύνη με κυριότερη την ενίσχυση της προστασίας του καταναλωτή στις σύνθετες τεχνολογικές περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις που η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας δεν μπορεί να αποδειχθεί με σαφήνεια λόγω της πολυπλοκότητας των τεχνολογιών (όπως τα προϊόντα που περιέχουν τεχνητή νοημοσύνη), η Οδηγία επιτρέπει τη χρήση έμμεσων αποδεικτικών στοιχείων.
Επιπλέον, η Οδηγία επιβάλλει στους κατασκευαστές, τους εισαγωγείς και τους παρόχους λογισμικού την υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες και τεχνικούς φακέλους που να διευκολύνουν τον καταναλωτή να υποστηρίξει την αξίωσή του. Αυτό καθιστά πιο δίκαιη την κατανομή του βάρους απόδειξης, ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές δεν διαθέτουν πρόσβαση σε εξειδικευμένα δεδομένα.
Τέλος, ένα σημαντικό νέο στοιχείο είναι ότι η Οδηγία θεωρεί το προϊόν ελαττωματικό ακόμη και αν το ελάττωμα προκύψει μετά τη διάθεσή του στην αγορά, λόγω ανεπαρκών ή λανθασμένων αναβαθμίσεων λογισμικού. Για παράδειγμα, αν μια ενημέρωση ασφαλείας δεν εφαρμοστεί σωστά και το προϊόν καταστεί ευάλωτο σε κινδύνους, ο κατασκευαστής ή ο πάροχος λογισμικού μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος.
Βέβαια, παρόλο που η Οδηγία ενισχύει την προστασία του καταναλωτή, αναγνωρίζει επίσης ορισμένες περιπτώσεις απαλλαγής από την ευθύνη, οι οποίες στοχεύουν στην ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, ο υπεύθυνος μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη αν αποδείξει ότι:
- Το ελάττωμα δεν υπήρχε όταν το προϊόν διατέθηκε στην αγορά: Αν ο υπεύθυνος καταφέρει να αποδείξει ότι το προϊόν ήταν ασφαλές κατά τον χρόνο της κυκλοφορίας του και το ελάττωμα προέκυψε μεταγενέστερα λόγω εξωτερικών παραγόντων ή κακής χρήσης από τον καταναλωτή, τότε δεν φέρει ευθύνη.
- Το ελάττωμα οφείλεται σε συμμόρφωση με υποχρεωτικούς κανονισμούς: Αν ο υπεύθυνος απέδειξε ότι η κατασκευή ή ο σχεδιασμός του προϊόντος ήταν αποτέλεσμα υποχρεωτικής συμμόρφωσης με κανονισμούς που επιβάλλονται από δημόσιες αρχές, μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη.
- Η ζημία προκλήθηκε από ακατάλληλη χρήση του προϊόντος: Σε περιπτώσεις όπου ο καταναλωτής χρησιμοποίησε το προϊόν με τρόπο που δεν ήταν προβλεπόμενος ή παρέβλεψε σαφείς οδηγίες χρήσης, ο υπεύθυνος δεν φέρει ευθύνη για τις ζημιές.
- Το ελάττωμα δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον χρόνο της διάθεσης του προϊόντος στην αγορά: Αν το ελάττωμα οφείλεται σε τεχνογνωσία ή επιστημονική γνώση που δεν ήταν διαθέσιμη κατά τον χρόνο παραγωγής, ο υπεύθυνος μπορεί να επικαλεστεί τη λεγόμενη “άμυνα εξέλιξης” (development risk defense).
Εισαγωγή νέων υποχρεώσεων για τους κατασκευαστές
Η Οδηγία 2024/2853 θέτει στο επίκεντρο τη διαφάνεια και την πληροφόρηση, εισάγοντας αυξημένες υποχρεώσεις για τους κατασκευαστές όσον αφορά τη διάθεση πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά. Αυτές οι υποχρεώσεις αποσκοπούν όχι μόνο στη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών αλλά και στη μείωση των κινδύνων που συνδέονται με την ατελή ενημέρωση, τα τεχνικά ελαττώματα ή τις παραλείψεις.
Υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τον κύκλο ζωής του προϊόντος
Η Οδηγία απαιτεί από τους κατασκευαστές να παρέχουν αναλυτικές πληροφορίες για τον κύκλο ζωής των προϊόντων τους, ξεκινώντας από τη φάση του σχεδιασμού και της παραγωγής, έως τη χρήση, τη συντήρηση και την τελική απόσυρση. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν:
- Διάρκεια ζωής: Οι κατασκευαστές οφείλουν να ενημερώνουν για την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του προϊόντος, δηλαδή για το διάστημα κατά το οποίο το προϊόν αναμένεται να παραμένει ασφαλές και λειτουργικό υπό κανονικές συνθήκες χρήσης.
- Δυνατότητες συντήρησης και επισκευής: Οι πληροφορίες αυτές αφορούν την προσβασιμότητα των ανταλλακτικών, την παροχή οδηγιών για τη συντήρηση και τις δυνατότητες επισκευής του προϊόντος. Η διάθεση τέτοιων πληροφοριών ενισχύει την ανθεκτικότητα των προϊόντων και μειώνει τα περιστατικά ελαττωμάτων που προκύπτουν από κακή ή ατελή συντήρηση.
- Οδηγίες για ασφαλή απόρριψη ή ανακύκλωση: Οι κατασκευαστές υποχρεούνται να παρέχουν οδηγίες για τη σωστή διαχείριση του προϊόντος στο τέλος του κύκλου ζωής του, εστιάζοντας στη βιωσιμότητα και τη μείωση των περιβαλλοντικών κινδύνων.
Αναβαθμίσεις λογισμικού και ενημερώσεις ασφαλείας
Η νέα Οδηγία αναγνωρίζει τη σημασία των αναβαθμίσεων λογισμικού και των ενημερώσεων ασφαλείας, ιδίως για προϊόντα που περιέχουν ψηφιακά στοιχεία ή συνδέονται στο διαδίκτυο. Στο πλαίσιο αυτό, οι κατασκευαστές υποχρεώνονται να:
- Παρέχουν σαφείς πληροφορίες για τις αναβαθμίσεις: Οι καταναλωτές πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων για τις αναμενόμενες αναβαθμίσεις λογισμικού, τη διάρκειά τους και τις πιθανές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα του προϊόντος. Για παράδειγμα, εάν μια ενημέρωση ασφαλείας ενδέχεται να μειώσει την ταχύτητα ενός προϊόντος, αυτή η πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται.
- Εξασφαλίζουν την ασφαλή εγκατάσταση ενημερώσεων: Οι κατασκευαστές είναι υπεύθυνοι για τη διάθεση ενημερώσεων που διασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του προϊόντος, ενώ παράλληλα παρέχουν σαφείς οδηγίες για τη διαδικασία εγκατάστασης.
- Αποφεύγουν τη διακοπή υποστήριξης: Η Οδηγία επισημαίνει ότι η ξαφνική διακοπή της παροχής κρίσιμων ενημερώσεων, ιδίως για ζητήματα ασφάλειας, μπορεί να καταστήσει το προϊόν ελαττωματικό. Οι κατασκευαστές οφείλουν να εξασφαλίζουν την παροχή ενημερώσεων για ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά την πώληση του προϊόντος.
Η ευθύνη πλέον δεν περιορίζεται μόνο στους παραδοσιακούς κατασκευαστές, αλλά περιλαμβάνει και άλλους κρίσιμους παράγοντες της αλυσίδας εφοδιασμού και συντήρησης
Πληροφόρηση για πιθανούς κινδύνους
Οι κατασκευαστές έχουν την υποχρέωση να παρέχουν στους καταναλωτές πλήρη και κατανοητή πληροφόρηση σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από τη χρήση των προϊόντων τους. Αυτή η πληροφόρηση περιλαμβάνει:
- Προειδοποιήσεις κινδύνου: Τα εγχειρίδια χρήσης και τα παρεχόμενα έγγραφα πρέπει να περιέχουν σαφείς και εμφανείς προειδοποιήσεις σχετικά με ενδεχόμενους κινδύνους. Για παράδειγμα, για προϊόντα που περιέχουν μπαταρίες λιθίου, οι οδηγίες πρέπει να αναφέρουν τους κινδύνους υπερθέρμανσης ή έκρηξης.
- Ειδικές συνθήκες χρήσης: Οι καταναλωτές πρέπει να ενημερώνονται για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το προϊόν μπορεί να παρουσιάσει δυσλειτουργίες. Για παράδειγμα, οι συσκευές IoT που απαιτούν σταθερή σύνδεση στο διαδίκτυο πρέπει να συνοδεύονται από οδηγίες για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων συνδεσιμότητας.
- Αντιμετώπιση τεχνικών προβλημάτων: Οι κατασκευαστές υποχρεώνονται να παρέχουν σαφείς κατευθύνσεις για την αναγνώριση και την επίλυση τεχνικών προβλημάτων, είτε μέσω γραπτών οδηγιών είτε μέσω ψηφιακών εργαλείων υποστήριξης.
Ενίσχυση της λογοδοσίας και της διαφάνειας
Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών δεν περιορίζεται μόνο στους καταναλωτές, αλλά επεκτείνεται και στις αρχές εποπτείας. Οι κατασκευαστές καλούνται να διατηρούν τεχνικούς φακέλους για τα προϊόντα τους, οι οποίοι περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τον σχεδιασμό, την παραγωγή, τη συντήρηση και τη διαχείριση κινδύνων. Οι φάκελοι αυτοί πρέπει να είναι διαθέσιμοι στις αρμόδιες αρχές σε περίπτωση ελέγχου ή καταγγελίας.
Με τον τρόπο αυτό, η Οδηγία 2024/2853 εισάγει ένα ισχυρό πλαίσιο λογοδοσίας για τους κατασκευαστές, διασφαλίζοντας ότι οι καταναλωτές προστατεύονται σε κάθε στάδιο της ζωής του προϊόντος. Αυτή η νέα προσέγγιση ενισχύει την εμπιστοσύνη στην αγορά, προωθώντας παράλληλα τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη μακροχρόνια ασφάλεια.
Οι κατασκευαστές και οι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους παραμένουν ασφαλή καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής τους, πραγματοποιώντας τακτικούς ελέγχους και ενημερώσεις
Συμπερασματικά
Η Οδηγία 2024/2853 εισάγει μια νέα εποχή στην προστασία των καταναλωτών, αναγνωρίζοντας τη σημασία της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή. Μέσω του εκσυγχρονισμού της έννοιας του προϊόντος, της διεύρυνσης του πεδίου ευθύνης και της ενίσχυσης της διαφάνειας, το νέο πλαίσιο αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου περιβάλλοντος για τους καταναλωτές. Παράλληλα, οι διατάξεις που αφορούν την παρακολούθηση του κύκλου ζωής των προϊόντων και την ευθύνη για ψηφιακές υπηρεσίες ενισχύουν τη βιωσιμότητα και την εμπιστοσύνη στην αγορά.
Με την υιοθέτηση της Οδηγίας 2024/2853, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της για την προστασία των καταναλωτών, προσαρμόζοντας το νομικό της πλαίσιο στις σύγχρονες προκλήσεις. Οι επόμενες δεκαετίες θα δείξουν πώς οι διατάξεις αυτές θα εφαρμοστούν στην πράξη, θέτοντας τις βάσεις για την επόμενη γενιά κανονισμών στον τομέα της ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων.