Whistleblowing Directive: Η νέα Οδηγία της ΕΕ για την αναφορά και καταγγελία παραβιάσεων του ευρωπαϊκού δικαίου

Σε ισχύ τίθεται η νέα Οδηγία της ΕΕ για την προστασία των μαρτύρων/πληροφοριοδοτών παραβιάσεων του ευρωπαϊκού νόμου εντός των επιχειρήσεων, των whistleblower, προσώπων δηλαδή τα οποία υπό συγκεκριμένες συνθήκες καταγγέλλουν (blow) παραβιάσεις από οργανισμούς. Συγκεκριμένα, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εντάσσονται παραβιάσεις που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, την περιβαλλοντική προστασία, την προστασία του καταναλωτή, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά ακόμη και ποινικά αδικήματα, παρακώλυση της δικαιοσύνης, απάτη, πρόκληση κινδύνου για την υγεία και τη ζωή.

Η Οδηγία στοχεύει στη θέσπιση ενός ενιαίου ελαχίστου επιπέδου προστασίας των πληροφοριοδοτών με την παροχή νομικής προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων από τους εργοδότες ή τους συναδέλφους τους καθώς, μέχρι στιγμής στην Ευρώπη, είναι λίγες οι χώρες που έχουν υιοθετήσει νομοθεσία για την προστασία των πληροφοριοδοτών. Στην προκειμένη περίπτωση και καθώς πρόκειται για Οδηγία, σε αντίθεση με τους Κανονισμούς που έχουν άμεση εφαρμογή, τα κράτη-μέλη πρέπει να προσαρμόσουν και να ενσωματώσουν την Οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο.

Ποιος προστατεύεται από τις διατάξεις
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας, ως πληροφοριοδότης νοείται ένα φυσικό πρόσωπο που αναφέρει ή δημοσιοποιεί πληροφορίες που έχουν υποπέσει στην αντίληψή του λόγω της εργασίας του και αφορούν παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου. Στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μέτοχοι, το προσωπικό εργολάβων, υπεργολάβων και προμηθευτών, πρώην εργαζόμενοι, υποψήφιοι εργαζόμενοι, εθελοντές, αλλά ακόμη και τα πρόσωπα που συνδράμουν ή συνδέονται με τον πληροφοριοδότη, όπως για παράδειγμα συνάδελφοι ή μέλη της οικογένειας. Η αναφορά μπορεί να γίνει τόσο εγγράφως όσο και προφορικά, ενώ η ταυτότητα του πληροφοριοδότη πρέπει να παραμείνει κρυφή.

Η Οδηγία δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, πέραν των προτύπων που υιοθετούνται στο πλαίσιό της, να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα κατά την ενσωμάτωσή της στην εθνική νομοθεσία και να θεσπίσουν επιπλέον κανόνες προστασίας για τους πληροφοριοδότες. Πολλά κράτη σκοπεύουν στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας, εντάσσοντας σε αυτό και την παραβίαση των εθνικών νόμων εκτός από τους ευρωπαϊκούς. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι οι μικρές και μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δημιουργία 27 διαφορετικών εκδοχών αυτής.

Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αποφασίσουν σύντομα τον τρόπο συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις του νόμου. Η Οδηγία έχει εφαρμογή τόσο σε ιδιωτικές, όσο και σε δημόσιες οντότητες που απασχολούν αριθμό εργαζομένων που ξεπερνάει τους 50 και δραστηριοποιούνται στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, για τους οργανισμούς που απασχολούν 50 έως 249 εργαζόμενους έχει δοθεί μια περίοδος χάριτος μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 2023 για την εφαρμογή των ρυθμίσεων, ενώ για οργανισμούς με 250 εργαζόμενους και άνω η προθεσμία συμμόρφωσης ήταν η 17η Δεκεμβρίου 2021.

Οι καταγγελίες που καλύπτονται από την προστασία που παρέχει η Οδηγία πρέπει να αφορούν αποκλειστικά παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου και όχι άλλων νόμων. Ακόμη, τίθενται χρονικά περιθώρια για τη διαχείριση των καταγγελιών. Για παράδειγμα, ο οργανισμός πρέπει εντός 7 ημέρων από την υποβολή της καταγγελίας να βεβαιώσει τη λήψη της και να απαντήσει σχετικά στον καταγγέλλοντα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που δεν πρέπει να ξεπερνάει το διάστημα των τριών μηνών.

Προκειμένου να εμπίπτει ένας πληροφοριοδότης στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και να μπορεί να λάβει τη σχετική προστασία, πρέπει να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, ήτοι:

  • Να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους να θεωρεί ότι κατά την χρονική στιγμή της αναφοράς τελούνταν ή είχε τελεστεί παραβίαση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.
  • Η καταγγελία πρέπει να γίνεται εσωτερικά ή εξωτερικά της επιχείρησης ή να γίνεται δημόσια, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι αναφοράς που να επιβάλλονται από την Οδηγία. Προβλέπεται, παρ’ όλα αυτά, η δημιουργία σχετικών ασφαλών καναλιών αναφοράς (άρθρο 7) που μπορούν να διευκολύνουν την καταγγελία. Σαφείς και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες για τα σχετικά κανάλια αναφοράς πρέπει να δίνονται στους εργαζόμενους/καταγγέλλοντες.

Ο πληροφοριοδότης προστατεύεται (άρθρο. 19 επ.) σε περίπτωση αποκάλυψης κάποιας παραβίασης τόσο από αντίποινα, όσο και από απόπειρες αντιποίνων, δηλαδή απόλυση, αλλαγή των συνθηκών και των όρων εργασίας, δημιουργία “μαύρης λίστας” του ίδιου ή προσώπων που συνδέονται με αυτόν. Για την προστασία του σε αυτές τις περιπτώσεις προβλέπεται η πρόσβαση σε κατάλληλα διορθωτικά μέτρα (π.χ. μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων), αλλά και αντιστροφή του βάρους απόδειξης, ήτοι, σε περίπτωση επερχόμενης ζημίας μετά την αναφορά, το πρόσωπο που έλαβε τα επιζήμια μέτρα κατά του πληροφοριοδότη καλείται να αποδείξει τους βάσιμους λόγους που τα δικαιολογούν και που δεν πρέπει να σχετίζονται με το γεγονός της αποκάλυψης πληροφοριών.

Οι πρακτικές δυσκολίες για τις επιχειρήσεις
Δυσκολίες αναμένεται να υπάρξουν για τους οργανισμούς με διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν σειρά προκλήσεων, όταν κληθούν να εφαρμόσουν πληθώρα διαφορετικών ρυθμίσεων και νομοθεσιών για το ζήτημα της αναφοράς πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα, ένα από τα ερωτήματα τα οποία θα κληθούν να απαντήσουν οι επιχειρήσεις είναι το κατά πόσον θα επιλέξουν να υιοθετήσουν ένα ενιαίο πλαίσιο πολιτικής καταγγελιών ή αν θα διαφοροποιήσουν τις ρυθμίσεις ανά χώρα ή περιοχή.

Οι οργανισμοί που θα επιλέξουν την εφαρμογή ενός ενιαίου πλαισίου θα πρέπει να εφαρμόσουν τις αυστηρότερες ρυθμίσεις που πρόκειται να παρέχονται σε κάθε κράτος-μέλος, προκειμένου να εξασφαλίσουν το ύψιστο επίπεδο προστασίας. Ειδικότερα στην εποχή της τηλεργασίας, ένα βασικό ζήτημα που τίθεται είναι η διαχείριση καταγγελιών που γίνονται από εργαζόμενους που μετακινούνται από χώρα σε χώρα, καθώς τίθεται το ερώτημα επιλογής της εθνικής νομοθεσίας που θα πρέπει να εφαρμοστεί για τον καταγγέλλοντα.

Οι οργανισμοί θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι παρέχουν στους εργαζομένους τους την απαραίτητη πληροφόρηση και εκπαίδευση για την εφαρμογή της Οδηγίας.

Προτεινόμενα βήματα για τις επιχειρήσεις
Για τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς, ακόμη και το αν κράτος-μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι δεν έχει προβεί σε ενσωμάτωση της Οδηγίας, προτείνεται η συμμόρφωση με αυτή και η περαιτέρω προσαρμογή μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία. Συνεπώς, τα επόμενα βήματα που προτείνονται αναφορικά με την συμμόρφωση με την Οδηγία είναι τα εξής:

  • Αναθεώρηση των υφιστάμενων πολιτικών, εάν υπάρχουν, για την προστασία των πληροφοριοδοτών αλλά και των καναλιών αναφοράς, ώστε να εξασφαλιστεί σε ένα αρχικό στάδιο η συμμόρφωση με την Οδηγία, με συμπερίληψη των ρυθμίσεων που θέτουν τα σχετικά χρονικά περιθώρια ανταπόκρισης και τις κατηγορίες των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας
  • Δημιουργία πολιτικών και καναλιών αναφοράς, αν απαιτούνται και εφόσον δεν υπάρχουν
  • Πρόσληψη ή διορισμός προσώπων που θα λαμβάνουν και θα διαχειρίζονται τις αναφορές και τις καταγγελίες
  • Συνεργασία με τους εργαζομένους ή τα συμβούλια εργαζομένων, έτσι ώστε να είναι όλοι ενήμεροι για τις αλλαγές και τις ρυθμίσεις που επιβάλλει η νομοθεσία, προκειμένου κάθε πρόσωπο να γνωρίζει τις διαδικασίες της καταγγελίας.
  • Παρακολούθηση των αλλαγών στα λοιπά κράτη-μέλη και προσαρμογή.

Η ευρωπαϊκή εικόνα
Μέχρι στιγμής παρατηρείται ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη δεν έχουν προβεί σε ενέργειες ή έχουν κάνει πολύ μικρή πρόοδο αναφορικά με τη μεταφορά της Οδηγίας στην εσωτερική νομοθεσία, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός κρατών έχουν σημειώσει ουσιαστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Τα κράτη που έχουν ήδη προβεί σε ενσωμάτωση της Οδηγίας είναι μόνο τέσσερα, η Δανία, η Σουηδία, η Πορτογαλία και η Λιθουανία, ενώ κράτη που βρίσκονται σε διαδικασία ενσωμάτωσης και έχουν καταρτίσει ένα πρώτο κείμενο του νόμου είναι η Κροατία, η Τσεχία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Λετονία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία.

Από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη που δεν έχουν ακόμη κάποιο σχέδιο νόμου, αλλά έχουν προβεί σε δηλώσεις αναφορικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και η Ισπανία. Σε ακόμη πιο πρώιμο στάδιο βρίσκονται η Κύπρος και η Ουγγαρία.

Η Επιτροπή, όπως έχει αναφερθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών της Ολλανδίας, έχει ήδη αρχίσει την αποστολή επιστολών προς τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, προκειμένου να τις ενημερώσει για την ανάγκη λήψης όλων των απαραίτητων μέτρων για την ενσωμάτωση της Οδηγίας άμεσα μετά την 17η Δεκεμβρίου 2021, αλλά και για την πιθανότητα λήψης μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση έναντι των κρατών-μελών, όπως είναι για παράδειγμα η επιβολή προστίμων και κυρώσεων.

Ζήτημα που έχει τεθεί αποτελεί η υιοθέτηση της Οδηγίας από τα κράτη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου στον οποίο, πέραν των 27 κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβάνονται και η Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία και με αυτόν τον τρόπο μετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ενιαία Αγορά. Αναμένεται η Οδηγία να εφαρμοστεί και από αυτά τα κράτη, με τη Νορβηγία να πρωτοστατεί προς αυτή την κατεύθυνση κυρίως επηρεασμένη και υποκινούμενη από τις στενές της σχέσεις και την εγγύτητα με τις ευρωπαϊκές βόρειες χώρες.

Η αποτυχία μεταφοράς της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και την εσωτερική νομοθεσία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και την επιβολή προστίμου στο εν λόγω κράτος-μέλος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αποφανθεί σε κάποιες υποθέσεις ότι μια Οδηγία μπορεί κατ’ εξαίρεση να παράγει έννομα αποτελέσματα σε εθνικό επίπεδο, στην περίπτωση απουσίας μεταβατικού νόμου ή στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία έχει αποτύχει στην μεταφορά της Οδηγίας.

Όταν η Οδηγία παρέχει στους ιδιώτες σαφή και ξεκάθαρα δικαιώματα χωρίς προϋποθέσεις, τότε οι πολίτες ενδέχεται να έχουν αξιώσεις έναντι των κρατών-μελών (ECJ, C-6/90 και C-9/90, [1991] ECR 5357ff), αν και δεν θα έχουν την δυνατότητα να προβούν στην προβολή αξιώσεων έναντι άλλων ιδιωτών στο πλαίσιο της Οδηγίας που δεν έχει επαρκώς ή αποτελεσματικά μεταφερθεί.

Σε κάθε περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα ερμηνείας της ήδη υφιστάμενης νομοθεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας μετά τη λήξη της περιόδου ενσωμάτωσης αυτής στην εθνική νομοθεσία, έτσι ώστε να συμβάλουν στην επίτευξη της όσο δυνατόν μεγαλύτερης αποτελεσματικότητάς της (effet), ακόμη και χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η ενσωμάτωση και μεταφορά της.

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τα πρότυπα που τίθενται από την Οδηγία κατά την εξέταση τυχόν απολύσεων εργαζομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Εξαίρεση τίθεται όταν ο εθνικός νόμος είναι σαφώς αντίθετος με τις διατάξεις της Οδηγίας.

Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της εταιρικής κουλτούρας και της ολοένα αυξανόμενης πίεσης προς τους εργοδότες για υπευθυνότητα δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη σημασία της θέσπισης νομοθεσίας και της εφαρμογής της από τις επιχειρήσεις, που μπορεί να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τον νόμο και την τήρηση της νομιμότητας κατά την παροχή υπηρεσιών και τις οικονομικές συναλλαγές των επιχειρήσεων. Κάτι τέτοιο αναμένεται να συμβάλει στη βελτιστοποίηση της οικονομικής συναλλακτικής ζωής με όφελος τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους καταναλωτές.

  • Έχετε διαμορφώσει ένα πλαίσιο πολιτικής καταγγελιών σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2019/1937 (Whistleblowing); Θεωρείτε ότι είναι προτιμότερη η ύπαρξη ενός ενιαίου πλαισίου καταγγελιών ή ότι έχει περισσότερα οφέλη η διαφοροποίηση των ρυθμίσεων ανά χώρα;

Όλγα Παπαδόγιαννη, General Counsel Europe, Coca-Cola
Στο πλαίσιο της επίτευξης υψηλού βαθμού συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία η The Coca-Cola Company και οι θυγατρικές της ανά τον κόσμο (μεταξύ αυτών και η Coca-Cola Hellas AE) έχουν υιοθετήσει έναν ενιαίο Κώδικα Συμπεριφοράς εδώ και πολλά χρόνια ο οποίος μεταξύ άλλων προβλέπει και ένα σύστημα υποβολής καταγγελιών (whistleblowing) για πιθανές παραβάσεις της νομοθεσίας. Το σύστημα καταγγελιών παρέχει τη δυνατότητα υποβολής και ανώνυμων ερωτημάτων/καταγγελιών προς διερεύνηση.

Τα οφέλη ενός ενιαίου συστήματος ανά τον κόσμο αφορούν όχι μόνο σε οικονομίες κλίμακος αλλά και στην εμπέδωση μιας ενιαίας κουλτούρας συμμόρφωσης για το σύνολο των εργαζομένων στον όμιλο χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.

Το σύστημα καταγγελιών που έχει τεθεί σε ισχύ εντός του ομίλου εδώ και πάνω από 2 δεκαετίες αποτελεί τη βάση συμμόρφωσης της εταιρίας και στις νέες διατάξεις της Οδηγίας 2019/1937. Κάποιες αναγκαίες προσαρμογές στις επιμέρους διατάξεις της Οδηγίας δεν αναμένεται να αλλάξουν τη φιλοσοφία και τον σκελετό του συστήματος καταγγελιών. Η εταιρική μας δέσμευση για πλήρη συμμόρφωση σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη θα συνεχίσει να φωτίζει το δρόμο του επιχειρείν μας.

Ιωάννης Αψούρης, Γενικός Διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών Ομίλου ΕΛΠΕ
Ο Όμιλος ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ διαθέτει από το 2012 Κώδικα Δεοντολογίας που προβλέπει διαδικασία καταγγελιών στην Υπηρεσία Κανονιστικής Συμμόρφωσης. Ο Κώδικας τελεί υπό αναθεώρηση, η οποία αποσκοπεί αφενός στην αξιοποίηση της σχεδόν δεκαετούς λειτουργίας του και αφετέρου στην εναρμόνιση προς νεότερες νομοθετικές εξελίξεις, όπως ο ν. 4808/2021, ο οποίος μεταξύ των άλλων κυρώνει τη Σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας και προβαίνει στην υιοθέτηση σχετικών μέτρων και ρυθμίσεων και βεβαίως η Οδηγία 2019/1937, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης (Whistleblowing).

Ο λόγος μάλιστα που δεν έχει ολοκληρωθεί η τροποποίηση του Κώδικα είναι η αναμονή της εναρμόνισης του εθνικού δικαίου προς τις διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας. Η προθεσμία που προβλέπει η Οδηγία για τη συμμόρφωση των δικαίων των κρατών-μελών έληξε στις 17/12/2021, ωστόσο η χώρα μας δεν είναι η μόνη που δεν έχει ακόμη προβεί στη σχετική προσαρμογή.

Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, αναφερόμενος κατά κύριο λόγο στις εσωτερικές αναφορές, δηλαδή αυτές που αφορούν σε παραβάσεις στο εσωτερικό των εταιρειών, φρονώ ότι είναι ορθή η στόχευση του ενωσιακού νομοθέτη να αντιμετωπίσει την ανομοιογένεια και τον κατακερματισμό των εθνικών διατάξεων που προστατεύουν τους αναφέροντες τις παραβάσεις αυτές.

Η πρόβλεψη ενός ενιαίου πλαισίου που προβλέπει ικανοποιητικά minima προστασίας των αναφερόντων – μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος είναι σημαντική, ώστε τα πρόσωπα αυτά να μην αποθαρρύνονται να αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις, φοβούμενοι αντίποινα.

Ευελπιστώ να λάβει χώρα σύντομα δράση της Πολιτείας για την εναρμόνιση του δικαίου της χώρας μας προς την Οδηγία 2019/1937, καθώς τα άτομα που αναφέρουν εντός του οργανισμού των εταιρειών ή σε εξωτερική αρχή πληροφορίες, τις οποίες απέκτησαν σε εργασιακό πλαίσιο και που αφορούν αξιόποινες πράξεις, συμβάλλουν καθοριστικά στην πρόληψη και στον εντοπισμό απειλών για τα συμφέροντα των εταιρειών αλλά και για το δημόσιο συμφέρον.

Ελένη Σταθάκη, Head of Legal, Upstream
Η εταιρία διαθέτει ήδη διαδικασία πολιτικής καταγγελιών στο πλαίσιο της πολιτικής του ομίλου κατά της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Συνεπώς, αυτή τη στιγμή επεξεργαζόμαστε την υπάρχουσα διαδικασία, ώστε να τη διευρύνουμε και να την επικαιροποιήσουμε σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας, οι οποίες πάντως είναι αρκετά πιο εξειδικευμένες και λεπτομερείς. Σε κάθε περίπτωση, ο θεσμός του whistleblowing δεν είναι κάτι πρωτοφανές ή άγνωστο για την εταιρική μας κουλτούρα.

Γενικά, θεωρώ προτιμότερη την ύπαρξη ενός ενιαίου πλαισίου καταγγελιών για τους εξής λόγους: Πρώτον, ένα τέτοιο πλαίσιο θα ευνοούσε την εναρμόνιση που είναι άλλωστε ο απώτερος σκοπός της Οδηγίας. Βέβαια, στην εναρμόνιση βοηθούν και οι διατάξεις ελάχιστου επιπέδου προστασίας, ενόψει τυχόν διαφοροποιήσεων σε εθνικό επίπεδο.

Σε πρακτικό επίπεδο, ένα ενιαίο πλαίσιο θα διευκόλυνε πολύ την εφαρμογή των διατάξεων ιδίως για επιχειρήσεις με δραστηριότητα και προσωπικό σε παραπάνω από ένα ευρωπαϊκά κράτη, οι οποίες θα μπορούσαν έτσι να έχουν ένα κεντρικό σύστημα διαχείρισης των σχετικών διαύλων. Καταλαβαίνω, ωστόσο, ότι μέχρι στιγμής μόνο δύο κράτη έχουν ενσωματώσει την Οδηγία, οπότε θα πρέπει να παρακολουθούμε και τις νομοθετικές εξελίξεις αλλά και τις τυχόν οδηγίες από την Επιτροπή και να προσαρμοστούμε ανάλογα.

Νικόλαος Ζάχος, Head of Legal, INTRACOM HOLDINGS S.A.
Η οριστική διαμόρφωση των επιμέρους παραμέτρων της πολιτικής αναφορών της εταιρείας μας βρίσκεται σε εξέλιξη υπό το φως των ρυθμίσεων της Οδηγίας 2019/1937 και εν αναμονή της ήδη εκπρόθεσμης ενσωμάτωσης των διατάξεων αυτής στο εθνικό δίκαιο, κυρίως δε των ρυθμιστικών επιλογών του εθνικού νομοθέτη. Το ενωσιακό δίκαιο κινήθηκε με γνώμονα κυρίως την προστασία των αναφερόντων και την καθιέρωση ελαχίστων κοινών διασφαλίσεων εμπιστοσύνης και προστασίας έναντι αντιποίνων, αφήνοντας τη διαμόρφωση σημαντικών διαδικαστικών και ουσιαστικών διαστάσεων στον εθνικό νομοθέτη.

Μία τέτοια δικαιοπολιτική επιλογή, βρίσκοντας άλλωστε έκφραση στην ίδια τη φύση μίας Οδηγίας, δείχνει να εκτιμά ορθά, ότι, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων προηγούμενης εισαγωγής διαύλων αναφοράς δυνάμει ειδικότερων τομεακών ρυθμίσεων που έχουν δημιουργήσει τις βάσεις για ενοποιημένη ρυθμιστικώς αντιμετώπιση του ζητήματος ακόμη και μέσω μηχανισμών συνεργασίας, το εναπομένον πεδίο είναι περισσότερο εκτεθειμένο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε έννομης τάξης και στην εντός αυτής θεσμική αντιμετώπιση μίας καταγγελίας περί παράβασης νομοθετικών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους της κοινωνικής και νομικής κουλτούρας.

Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει την αντικειμενική δυσχέρεια ομογενούς αντιμετώπισης μίας αναφοράς εντός των διαφοροποιημένων δικαιϊκών συστημάτων και εισάγει ένα συνεκτικό κοινό υπόβαθρο αρχών και κατευθύνσεων ως θεμελιώδες σημείο αναφοράς που μπορεί να αξιοποιείται για τη σταδιακή εξάλειψη του κατακερματισμού και της ανομοιομορφίας.