Το καθεστώς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων μεταξύ ΗΒ & ΕΕ μετά το BREXIT

Βασίλειος Δημητρούκας, Δικηγόρος Παρ' Αρείω Πάγω, LL.M Maritime Law, LL.M German Law, PGDip History & Theory of Law, MICS

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (εφεξής ΕΕ) και το Ηνωμένο Βασίλειο (εφεξής ΗΒ) κατέληξαν σε συμφωνία μετά το Brexit, τη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας (Trade & Cooperation Agreement(εφεξής ΣΕΣ), την Παραμονή των Χριστουγέννων 2020. Οι διατάξεις της ΣΕΣ έγιναν νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου (EU Future Relationships Act 2020 ) στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Παρόλο που η ΣΕΣ προέβλεπε δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, δεν έκανε ωστόσο καμία αναφορά σε δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις καθώς και στη δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαδικασίες.

Εν ολίγοις δεν επιτεύχθηκε άμεση συμφωνία για την αντικατάσταση του καθεστώτος του κανονισμού των Βρυξελλών (1215/2012). Ο κανονισμός αυτός παρέχει μια απλοποιημένη διαδικασία για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ. Από την 1η Ιανουαρίου 2021, επομένως, το καθεστώς του Κανονισμού των Βρυξελλών δεν ισχύει πλέον για το ΗΒ. Όσον αφορά λοιπόν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων του ΗΒ και την εκτέλεση αποφάσεων μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ και του ΗΒ εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τελικά επικράτησε ένα «σκληρό Brexit», καθόσον παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα.

Ωστόσο, φαίνεται ότι η απάντηση βρίσκεται καταρχάς στις – διμερείς ή πολυμερείς – συνθήκες που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη και θα υπογράψει μετά το Brexit. Περαιτέρω το αποτέλεσμα μετριάζεται από την αίτηση του ΗΒ για προσχώρηση στη Σύμβαση του Λουγκάνο του 2007 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αλλά και την ένταξή του μονομερώς, όπως άλλωστε είχε δικαίωμα, στη Σύμβαση της Χάγης του 2005 για τις συμφωνίες παρέκτασης της δικαιοδοσίας (Hague Convention on Choice of Court Agreements – HCCCA).

Σύμβαση του Λουγκάνο

Η Σύμβαση του Λουγκάνο του 2007 για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διέπει τη δικαιοδοσία και την αμοιβαία εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τριών χωρών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (European Free Trade Association ή EFTA, εφεξής ΕΖΕΣ), της Ισλανδίας, Νορβηγίας και Ελβετίας. Η σύμβαση του Λουγκάνο λειτουργεί ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο, όπως και o Κανονισμός των Βρυξελλών,  μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετείχε στη Σύμβαση του Λουγκάνο λόγω της ένταξής του στην ΕΕ. Τώρα που το ΗΒ δεν είναι μέλος της ΕΕ, τα συμβαλλόμενα μέρη θα μπορούσαν να συμφωνήσουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να προσχωρήσει στη Σύμβαση του Λουγκάνο ως ανεξάρτητο συμβαλλόμενο μέρος. Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη εγκρίνει την προσχώρηση του HBστη Σύμβαση του Λουγκάνο.

Το ΗΒ υπέβαλε την αίτησή του να προσχωρήσει στη Σύμβαση του Λουγκάνο στις 8 Απριλίου 2020. Ωστόσο, η προσχώρηση απαιτεί τη συγκατάθεση όλων των συμβαλλομένων μερών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ. Η Ισλανδία, η Νορβηγία και η Ελβετία έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους για την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά η θέση της ΕΕ δεν είναι ακόμη σαφής και η ΣΕΣ σιωπά για αυτό το θέμα.

Η αποδοχή της προσχώρησης στη Σύμβαση του Λουγκάνο θεωρείται γενικά ως η προτιμώμενη επιλογή για το ΗΒ, καθώς οι αποφάσεις των δικαστηρίων του ΗΒ θα συνεχίσουν να αναγνωρίζονται και να είναι άμεσα εκτελεστές σε ολόκληρη την ΕΕ και στις χώρες της ΕΖΕΣ (EFTA) – και το αντίστροφο – και οι ρήτρες περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων του ΗΒ θα εξακολουθούν να γίνονται σεβαστές σε αυτές τις χώρες.

Συγκεκριμένα, η Σύμβαση του Λουγκάνο εξαλείφει την ανάγκη πολλαπλών νομικών ενεργειών σε διαφορετικές χώρες και δημιουργεί περαιτέρω βεβαιότητα για τους καταναλωτές που αγοράζουν διασυνοριακά επιτρέποντάς τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στη χώρα όπου κατοικούν. Σε περίπτωση μη ένταξης του ΗΒ στη Σύμβαση του Λουγκάνο, από την άλλη πλευρά, η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων δεν θα πραγματοποιείται πλέον αυτόματα, γεγονός που θα δημιουργήσει περαιτέρω αβεβαιότητα και μεγαλύτερο βάρος όσον αφορά τη διαδικασία, το χρόνο και το κόστος.

Σύμβαση της Χάγης

Η Σύμβαση της Χάγης του 2005 εφαρμόζεται μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, του Μεξικού, της Σιγκαπούρης και του Μαυροβουνίου. Η Σύμβαση της Χάγης άρχισε να ισχύει για το ΗΒ όταν προσχώρησε στη Σύμβαση η ΕΕ την 1η Οκτωβρίου 2015 και το ΗΒ προσχώρησε εκ νέου μετά το Brexit μονομερώς, χωρίς να λάβει άδεια από την ΕΕ, ως ανεξάρτητο συμβαλλόμενο κράτος από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Το ΗΒ υποστηρίζει και έχει νομοθετήσει για το γεγονός, ότι η Σύμβαση της Χάγης εφαρμόζεται σε διεθνείς συμβάσεις που υπογράφηκαν μετά την 1η Οκτωβρίου 2015, όταν τέθηκε η Σύμβαση σε ισχύ σε ολόκληρη την ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαφωνεί, υποστηρίζοντας ότι ισχύει μεταξύ ΗΒ και ΕΕ μόνο για συμβάσεις που υπογράφηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2021.

Όπου εφαρμόζεται η Σύμβαση της Χάγης, οι αποφάσεις των δικαστηρίων του ΗΒ θα είναι άμεσα εκτελεστές σε ολόκληρη την ΕΕ (και στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη της Σύμβασης της Χάγης, που είναι το Μεξικό, το Μαυροβούνιο και τη Σιγκαπούρη). Ωστόσο, η Σύμβαση της Χάγης ισχύει μόνο όταν υπάρχει ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας που τέθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης για το ενδιαφερόμενο κράτος. Ειδικότερα ισχύει μόνο όταν:

  • Η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης όπως προβλέπεται στο Άρθρο 2 – π.χ. η Σύμβαση δεν ισχύει για εργατικές ή καταναλωτικές διαφορές ή αξιώσεις η για αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης
  • Υπάρχει ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 3 και
  • Η ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας τίθεται σε ισχύ μετά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης για το ενδιαφερόμενο κράτος του οποίου τα δικαστήρια έχουν επιληφθεί της διαφοράς κατά την έννοια του Άρθρου 16.

Υπό το ανωτέρω πρίσμα συμπεραίνουμε ότι η Σύμβαση της Χάγης καλύπτει μόνο ένα σχετικά στενό φάσμα διαφορών σε σύγκριση με τη Σύμβαση του Λουγκάνο και αφήνει ένα πιθανό κενό.

Όπως είναι φυσικό, η μη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΒ ως προς το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος της Σύμβασης της Χάγης, γεννά αβεβαιότητα κυρίως σε σχέση με την εξωτερική εκτέλεση, δηλαδή των αποφάσεων των δικαστηρίων του ΗΒ που τίθενται σε εκτέλεση εντός της ΕΕ.

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο της ΕΕ είναι απίθανο να αποσαφηνίσει το ζήτημα σύντομα, είναι καλύτερο να υποθέσουμε ότι η άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (για εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης μεταξύ ΗΒ και ΕΕ μόνο για συμβάσεις που υπογράφηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2021) θα επικρατήσει για το άμεσο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι, από τη σκοπιά ενός δικαστή στην ΕΕ, πολύ λίγες διαφορές θα εμπίπτουν στο χρονικό πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης.

Διμερείς Συμβάσεις – Η περίπτωση της Νορβηγίας

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω το ΗΒ έχει ήδη προχωρήσει σε διμερείς συμβάσεις αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Χαρακτηριστική είναι η συμφωνία με τη Νορβηγία. Το ΗΒ και η Νορβηγία έχουν καταλήξει σε συμφωνία που επεκτείνει και ενημερώνει μια παλιά συνθήκη αμοιβαίας επιβολής, τη Σύμβαση του 1961 για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις μεταξύ του ΗΒ και της Νορβηγίας (Convention for the Reciprocal Recognition and Enforcement of Judgements in Civil Matters 1961), η οποία θα εφαρμοστεί εάν το ΗΒ δεν προσχωρήσει τελικά στη Σύμβαση του Λουγκάνο. Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας είναι ότι οι αποφάσεις θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται αμοιβαία μεταξύ του ΗΒ και της Νορβηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, η Σύμβαση της Χάγης θα διαδραματίσει έναν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο με την πάροδο του χρόνου και εν αναμονή οποιασδήποτε συμφωνίας σχετικά με τη προσχώρηση ή μη του ΗΒ στη Σύμβαση του Λουγκάνο.

Συνολικά, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξακριβωθεί η επίδραση του Brexit. Θεωρείται, ωστόσο, σχεδόν σίγουρο ότι ορισμένες πτυχές του εμπορικού νομικού τοπίου του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα επηρεαστούν. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να δούμε πώς θα επηρεαστεί αρνητικά η διαιτησία του Λονδίνου, τόσο λόγω των προφανών και χρόνιων πλεονεκτημάτων της, συμπεριλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας, της ικανότητας ελέγχου της διαδικασίας και της δυνατότητας επιλογής διαιτητών ιδιαίτερα πεπειραμένων, όσο ιδίως λόγω των «αλμάτων» που έχουν επιτευχθεί στη διεξαγωγή πλέον ψηφιακών ακροάσεων υπό το φως της πανδημίας.