Τέλη χαρτοσήμου: μια νομοθεσία που χρήζει άμεσης φορολογικής μεταρρύθμισης

Της Κωνσταντίνας Ν. Καλάκου, LL.M. in Taxation, London School of Economics, Δικηγόρος

Τα τελευταία χρόνια και δη τους τελευταίους μήνες, υπό το πρίσμα και των συνεχιζόμενων προκλήσεων που έθεσε η κρίση του Covid-19, οι πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί, μεταξύ άλλων, και σε επίπεδο φορολογικής νομοθεσίας αποτελούν αδιαμφισβήτητα μια σημαντική προσπάθεια εκσυγχρονισμού του φορολογικού πλαισίου στην Ελλάδα.

Η εν λόγω μεταρρύθμιση της φορολογικής νομοθεσίας συμπορεύεται, δε, με την ενσωμάτωση σωρείας Διεθνών και Ευρωπαϊκών διατάξεων (κυρίως στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσεων του ΟΟΣΑ για την Αποφυγή Διάβρωσης της Φορολογητέας Βάσης και της Μεταφοράς Κερδών – BEPS Project).

Λαμπρό πρόσφατο παράδειγμα συνιστά ο νέος αναπτυξιακός νόμος 4714/2020, δυνάμει του οποίου ενσωματώθηκαν στην Ελληνική νομοθεσία σημαντικά Ευρωπαϊκά νομοθετήματα και, κατά κύριο λόγο, η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1852, αφορώσα στη θέσπιση μηχανισμών επίλυσης φορολογικών διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Οδηγία (ΕΕ)2016/1164 για τη θέσπιση κανόνων φορολόγησης κατά την έξοδο και κανόνων περί υβριδικών ασυμφωνιών.

Παράλληλα, γίνονται και αξιόλογες προσπάθειες ψηφιοποίησης διάφορων διαδικασιών, που προγενεστέρως απαιτούσαν τη φυσική παρουσία των φορολογουμένων στις αρμόδιες ΔΟΥ.

Όλα τα ανωτέρω ευλόγως δημιουργούν προσδοκίες για τον, καιρό τώρα, αναμενόμενο εκσυγχρονισμό (αν όχι ακόμη και την πλήρη κατάργηση) της παρωχημένης νομοθεσίας περί τελών χαρτοσήμου, ενός κώδικα που χρονολογείται από το 1931 και αποτελεί ακόμα και σήμερα πηγή αντιδικιών με το Ελληνικό Δημόσιο, ειδικά δεδομένων των συχνών καταλογισμών από τις ελεγκτικές αρχές, καθότι τα τέλη χαρτοσήμου επιβάλλονται ανεξαρτήτως κερδοφορίας χρήσεων.

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί τελών χαρτοσήμου έχει διαχρονικά δημιουργήσει σημαντική ανασφάλεια δικαίου, καθότι η εφαρμογή του δεν γίνεται με συνοχή ή/και συνέπεια, αλλά με λογική «φορολογικής αφαίμαξης»

Το τέλος χαρτοσήμου επιβάλλεται σε μια σειρά συναλλαγών και συμβάσεων με δύο κατά κύριο λόγο συντελεστές, 2,4% και 3,6% (οι βασικοί συντελεστές είναι 2% και 3%, επιβαλλόμενης, όμως, και εισφοράς 20% επί του χαρτοσήμου υπέρ του ΟΓΑ). Το ισχύον, όμως, νομοθετικό πλαίσιο περί τελών χαρτοσήμου έχει διαχρονικά δημιουργήσει σημαντική ανασφάλεια δικαίου, καθότι η εφαρμογή του από τις ελεγκτικές φορολογικές αρχές δεν γίνεται με συνοχή ή/και συνέπεια, αλλά με λογική «φορολογικής αφαίμαξης», ενώ η πλειοψηφία των σχετικών καταλογισμών τελών χαρτοσήμου έχει οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες και ως επί το πλείστον αυτοί έχουν ανατραπεί, με δυσάρεστες δημοσιονομικά συνέπειες.

Σημειώνεται, ωστόσο, για σκοπούς πληρότητας ότι πέραν των καταλογισμών που έχουν ανατραπεί υπέρ των φορολογουμένων, έχει διαμορφωθεί νομολογία και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, αναφορικά με την καταχρηστική εφαρμογή της αρχής της χωρικότητας εκ μέρους των φορολογουμένων σε συμβάσεις (κυρίως δανειακής φύσεως), που έχουν συναφθεί στο εξωτερικό.

Ειδικότερα, δεδομένου ότι το τέλος χαρτοσήμου οφείλεται σε συμβάσεις καταρτισθείσες και εκτελεσθείσες στην Ελλάδα (αρχή χωρικότητας) και επομένως συμβάσεις οι οποίες καταρτίζονται και εκτελούνται στην αλλοδαπή και δεν υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου, η πρακτική πολλών επιχειρήσεων μέχρι σήμερα ήταν να υπογράφεται η δανειακή σύμβαση μεταξύ του αλλοδαπού δανειστή και της Ελληνικής δανειολήπτριας επιχείρησης στο εξωτερικό και να γίνεται η αρχική κατάθεση του δανείου και η μετέπειτα αποπληρωμή του μέσω τραπεζικού λογαριασμού της δανειολήπτριας στην αλλοδαπή.

Η εν λόγω πρακτική, όμως, δυνάμει νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), έχει κριθεί ως καταχρηστική, δικαιώνοντας τις φορολογικές αρχές, δεδομένου ότι τελικώς εκρίνετο ότι οι εν λόγω συμβάσεις δεν είχαν εν τοις πράγμασι εκτελεστεί στην αλλοδαπή και, ως εκ τούτου, ορθώς είχε επιβληθεί τέλος χαρτοσήμου.

Περαιτέρω, δυνάμει πρόσφατων νομολογιακών εξελίξεων, ήτοι των αποφάσεων υπ’ αριθμόν 432 και 433/2020 του ΣτΕ, επιλύθηκε πλέον οριστικά ένα άλλο ζήτημα μείζονος σημασίας, αυτό της προθεσμίας παραγραφής του οφειλόμενου τέλους χαρτοσήμου και της εισφοράς υπέρ ΟΓΑ. Ειδικότερα, κρίθηκε πλέον οριστικά, ότι η αξίωση του Δημοσίου για την επιβολή τελών χαρτοσήμου (και της συνακόλουθης εισφοράς υπέρ ΟΓΑ) υπόκειται σε πενταετή προθεσμία παραγραφής, από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννάται η υποχρέωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου και, μόνο κατ’ εξαίρεση, σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής, με την αυτή αφετηρία, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις (εάν δηλαδή συντρέχουν συμπληρωματικά στοιχεία).

Αντίθετα, δεν τυγχάνει εφαρμογής η εικοσαετής παραγραφή του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι αυτή αφορά αστικές σχέσεις και δικαιώματα και δεν διέπει φορολογικές διαφορές. Επίσης, δεν εφαρμόζεται ούτε η δεκαπενταετής παραγραφή (για οφειλόμενα τέλη μέχρι 31.12.2013) σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης, παρά μόνο στην περίπτωση που το τέλος χαρτοσήμου καταβάλλεται με τον φόρο εισοδήματος (βλ. περίπτωση χαρτοσήμου επί μισθωμάτων).

Άλλωστε, και με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν ρητώς και τα τέλη χαρτοσήμου, ο φορολογικός νομοθέτης, από 1.1.2014, θέσπισε ως γενικό πλέον κανόνα την πενταετή προθεσμία παραγραφής, η οποία στην περίπτωση των τελών χαρτοσήμου εκκινάται από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννάται η υποχρέωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου.

Κρίνεται απαραίτητη και πλέον επίκαιρη η άμεση μεταρρύθμιση της εν λόγω παρωχημένης νομοθεσίας περί τελών χαρτοσήμου

Δυνάμει της ανωτέρω νομολογίας του ΣτΕ και σε απόλυτη συνάρτηση και με μια από τις βασικές προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη, που εστιάζει μεταξύ άλλων στην απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, με τη θέσπιση ειδικού θεσμού (στο πρότυπο του Office for Tax Simplification του Ηνωμένου Βασίλειου), κρίνεται απαραίτητη και πλέον επίκαιρη η άμεση μεταρρύθμιση της εν λόγω παρωχημένης νομοθεσίας περί τελών χαρτοσήμου. Μια τέτοια μεταρρύθμιση, άλλωστε, επιτάσσεται και από τις σύγχρονες τάσεις στο εγχώριο φορολογικό γίγνεσθαι, που δεν είναι άλλες από τον εναρμονισμό με τις παγκόσμιες φορολογικές εξελίξεις και την ανάγκη αποκατάστασης της ασφάλειας δικαίου.