Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αντίδραση των οργάνων της ΕΕ στην πανδημία με τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος και εν γένει της οικονομίας μας εντυπωσίασε θετικά για την ταχύτητα και την ευελιξία της. Το αίνιγμα τώρα είναι πώς θα μπορέσει να γίνει σταδιακά η άρση των υποστηρικτικών μέτρων χωρίς να οδηγηθούμε σε απότομη πτώση της σταθερότητας που με τόσο κόπο επιτεύχθηκε.
Τον Μάρτιο του 2020, η ευρωπαϊκή οικονομία εισήλθε σε απότομη ύφεση λόγω της επιβολής αυστηρών lockdowns σε όλες σχεδόν τις χώρες στην ΕΕ. Από την αρχή αυτής της ύφεσης, ο στόχος των κρατών-μελών και της ΕΚΤ ήταν η υποστήριξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας μέσω της συνεχούς παροχής πιστώσεων και διαφόρων εθνικών δημοσιονομικών μέτρων, όπως η επιχορήγηση μισθών και η αναστολή των φορολογικών υποχρεώσεων. Τα κράτη-μέλη υλοποίησαν σημαντικά πακέτα στήριξης, τα οποία στηρίζονταν στην αναστολή των δανειακών υποχρεώσεων και την παροχή εγγυήσεων για δανεισμό, ειδικότερα για τις μικρές επιχειρήσεις.
Τα πακέτα αυτά πλαισιώθηκαν από την αύξηση των κεφαλαίων και τη χαλάρωση της εποπτείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε τα εθνικά μέτρα στήριξης να μη συσχετιστούν με πιθανή αφερεγγυότητα. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό: η βαθύτερη ύφεση που γνώρισε η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε μια μικρή μόνο αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη. Το θέμα, βέβαια, είναι αν η ευελιξία αυτή έχει τον κίνδυνο υπονόμευσης του τραπεζικού συστήματος μέσω της ανοχής μεγαλύτερων πιστωτικών κινδύνων και τη μείωση της διαφάνειας, αλλά και με ποιον τρόπο μπορεί να αποσυρθεί σταδιακά η στήριξη κατά την επιστροφή στην κανονικότητα.
Τα εθνικά μέτρα στήριξης στο τραπεζικό σύστημα
Η απρόσκοπτη παροχή πιστώσεων στην Ευρωζώνη το 2020 έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τη συρρίκνωση της πίστωσης που ακολουθήθηκε στις αρχές του 2010, όταν η προσέγγιση σε μια εντελώς διαφορετική κρίση είχε προφανώς άλλα χαρακτηριστικά. Καθώς ο κύριος στόχος των μέτρων προληπτικής και νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ ήταν να εξουδετερώσουν το σοκ από την πανδημία του Covid-19, δόθηκε σημασία στην ταχύτατη διεύρυνση των όρων αναχρηματοδότησης των τραπεζών και χορήγησης κεφαλαίων.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επέκτειναν τα προγράμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO) και του προγράμματος αγοράς στοιχείων του ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP). Καίριας σημασίας ήταν το γεγονός ότι με τη δέσμη μέτρων της ΕΚΤ που ανακοινώθηκε στις 12 Μαρτίου 2020 επετράπη στις τράπεζες να λειτουργούν κάτω από τα συμφωνημένα με τον Πυλώνα ΙΙ κεφαλαιακά επίπεδα.
Παράλληλα, οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές διευκόλυναν τα διάφορα εθνικά πακέτα στήριξης, τα οποία υλοποιήθηκαν με πρωτοφανή ταχύτητα κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown και είχαν ως στόχο τη διατήρηση επαρκούς ρευστότητας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που επλήγησαν από το αναπάντεχο πάγωμα στις οικονομικές δραστηριότητες. Η αναστολή των δανειακών υποχρεώσεων δόθηκε ανεξάρτητα από την πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη για 9 μήνες με απώτατο ορίζοντα επαναφοράς το τέλος του 2021.
Επιπλέον, οι πιστωτικές εγγυήσεις κατέστησαν δυνατές με την απαλλαγή από τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Παρόλο που, κατά κανόνα, οι δημόσιες εγγυήσεις απαγορεύονται σύμφωνα με το άρθρο 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), δόθηκε η δυνατότητα ευρείας απαλλαγής. Έτσι, τα εθνικά συστήματα πιστωτικών εγγυήσεων κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της επέκτασης της πίστωσης στην Ευρωζώνη το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2020, ενώ υπήρξε και μια απότομη πτώση του ποσοστού απόρριψης των αιτήσεων δανείων, καθώς οι τράπεζες λειτούργησαν σε καθεστώς μέτριου κινδύνου χάρη στις εγγυήσεις.
Βέβαια, αυτή η ανοχή του κινδύνου από τις τράπεζες δεν διατηρήθηκε για πολύ, καθώς αυτές εμφανίστηκαν στο τελευταίο τρίμηνο του έτους απρόθυμες να συνεχίσουν με τα ίδια πιστωτικά πρότυπα και έθεσαν ως βασικούς παράγοντες αυστηροποίησης των πιστωτικών προτύπων την οικονομική προοπτική των επιχειρήσεων και τον μειωμένο κίνδυνο, έτσι ώστε να μην αυξηθούν κατακόρυφα τα μη εξυπηρετούμενα εταιρικά δάνεια.
Τα μέτρα στήριξης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και εποπτείας
Η αναστολή των χρεών και τα συστήματα δημόσιων εγγυήσεων περιείχαν τον σαφή κίνδυνο να οδηγήσουν σε ταξινομήσεις αθέτησης και αφερεγγυότητας. Παρόλο που οι τράπεζες επωφελήθηκαν από τις ουσιαστικές εγγυήσεις των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις κάλυψαν έως και το 100% της έκθεσης, υπήρχε η πιθανότητα σε μια εποχή μικρότερης ανοχής στον κίνδυνο οι δανειστές να μην ανέχονταν ούτε μικρή έκθεση στον κίνδυνο και να προέκυπτε πιστωτική κρίση.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η ΕΚΤ υποστήριξαν με σειρά δηλώσεων και κατευθυντήριων γραμμών τα εθνικά προγράμματα παροχής πίστωσης και προσάρμοσαν τις υπάρχουσες κανονιστικές και εποπτικές προϋποθέσεις. Ήδη από τον Μάρτιο του 2020, η ΕΑΤ εξέδωσε δήλωση σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου προληπτικής εποπτείας αναφορικά με τα μέτρα των κρατών-μελών για τον Covid-19.
Στις αρχές Απριλίου, η ΕΑΤ εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές, με τις οποίες διευκρίνισε ότι οι αναστολές πληρωμών που καλύπτουν ορισμένα κριτήρια, όπως ότι δεν διαφοροποιούνται με βάση την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα αφερεγγυότητας και επομένως οι δανειολήπτες που εκμεταλλεύονται το μορατόριουμ δεν θα θεωρούνται αυτομάτως ως αφερέγγυοι.
Ωστόσο, οι τράπεζες ενθαρρύνθηκαν να αξιολογήσουν κάθε δανειολήπτη ξεχωριστά, έτσι ώστε να αναγνωριστούν τα πραγματικά προβλήματα φερεγγυότητας. Η χαλάρωση αυτή μειώθηκε σταδιακά τον Σεπτέμβριο του 2020, όμως επανήλθε τον Δεκέμβριο, όταν το δεύτερο κύμα της πανδημίας οδήγησε τις περισσότερες χώρες σε επαναφορά των περιοριστικών μέτρων και των lockdowns.
Όσον αφορά στις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, το κυριότερο μέτρο ήταν η τροποποίηση του Κανονισμού ΕΕ 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (Capital Requirements Regulation), με το λεγόμενο “quick fix” (ΕΕ 873/2020) το οποίο παρείχε χαλάρωση στις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, προέβλεπε ευνοϊκή μεταχείριση της δανειοδότησης σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και διευκόλυνε ορισμένες απαιτήσεις γνωστοποίησης.
Η ερμηνεία του πλαισίου προληπτικής εποπτείας από την ΕΑΤ και την Επιτροπή αντανακλάται και στην εποπτεία της ΕΚΤ επί των μεγαλύτερων τραπεζών στην Ευρωζώνη. Οι σχετικές δηλώσεις της καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ και υπογραμμίζουν ότι οι αναστολές των δανειακών υποχρεώσεων δεν θα θεωρηθούν ως αθετήσεις πληρωμών.
Επιπλέον, οι τράπεζες ενθαρρύνθηκαν να επωφεληθούν από τις μεταβατικές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του Διεθνούς Πλαισίου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 και να προχωρήσουν σε μακροπρόθεσμες μακροοικονομικές προβλέψεις, βάσει αξιόπιστων πηγών, όπως η ίδια η ΕΚΤ. Επιπλέον, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα είναι ευέλικτη ως προς την αξιολόγηση των στρατηγικών μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εξετάζοντας μέτρα όπως η προσαρμογή των χρονοδιαγραμμάτων, των διαδικασιών και των προθεσμιών.
Η άρση των μέτρων στήριξης
Τα μέτρα στήριξης και χαλάρωσης της εποπτείας των τραπεζών έχουν συμβάλλει καθοριστικά στη μακροοικονομική σταθεροποίηση από την έναρξη των lockdowns. Όμως, η απότομη απόσυρση αυτών των μέτρων μπορεί να οδηγήσει στο φαινόμενο κατακρήμνισης (cliff-edge). Ο βασικότερος κίνδυνος σχετίζεται με τη λήξη της αναστολής των δανειακών υποχρεώσεων και την ξαφνική περιέλευση πολλών δανειοληπτών σε καθεστώς αφερεγγυότητας.
Επιπλέον, αν τα κριτήρια εποπτείας της ΕΚΤ και της ΕΑΤ περάσουν απότομα από το καθεστώς χαλάρωσης σε αυτό της αυστηρότητας είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένας μεγάλος όγκος δανείων θα χαρακτηριστούν μη εξυπηρετούμενα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιολόγηση των τραπεζών και τη δυνατότητα συνέχισης της παροχής πίστωσης.
Πιο συγκεκριμένα, το πρότυπο αξιολόγησης των περιουσιακών στοιχείων που υιοθετήθηκε από την ΕΑΤ το 2014 σήμανε μια σημαντική αλλαγή, στον τρόπο με τον οποίο ταξινομούνταν τα δάνεια και κατατάσσονταν ως μη εξυπηρετούμενα. Με βάση το νέο τότε πρότυπο, το οποίο έδωσε την ευκαιρία για ύπαρξη συγκρίσιμων στοιχείων μεταξύ των κρατών, ένα δάνειο χαρακτηρίζεται ως μη εξυπηρετούμενο αν ο δανειολήπτης καθυστερήσει για παραπάνω από 90 ημέρες την πληρωμή του ή αν το δάνειο αξιολογηθεί ως μη πιθανό να πληρωθεί.
Επιπλέον, οι προϋποθέσεις αναδιάρθρωσης του δανείου και οι συνθήκες, υπό τις οποίες ένα προηγουμένως μη εξυπηρετούμενο δάνειο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ξανά ως εξυπηρετούμενο, περιγράφηκαν επαρκώς. Αυτή η κοινή κατανόηση του ορισμού της ποιότητας των δανείων αποτέλεσε ουσιαστική προϋπόθεση για την αξιοπιστία της συνολικής αξιολόγησης του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης και έδωσε τη δυνατότητα για συγκρίσιμα αποτελέσματα, ενώ ο Πυλώνας ΙΙ της Συνθήκης της Βασιλείας αποσκοπεί στην επιβολή πειθαρχίας με βάση τις προϋποθέσεις επαρκούς γνωστοποίησης.
Τα πρότυπα αυτά χαλάρωσαν, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και συνεπώς η αναστολή πληρωμής δεν χαρακτηρίζει τα δάνεια αυτόματα ως μη εξυπηρετούμενα. Όμως, με το τέλος της περιόδου χάριτος της αναστολής πληρωμών, οι τράπεζες θα πρέπει να ταξινομήσουν όλα τα δάνεια ως εξυπηρετούμενα και μη εξυπηρετούμενα, ενώ παράλληλα θα επανέλθουν οι απαιτήσεις διαφάνειας και γνωστοποίησης.
Παράλληλα, με την επέκταση της πίστωσης και τη χαλάρωση των πιστωτικών προτύπων να αποτελούν τον κανόνα από τον Μάρτιο του 2020, η διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου έχει γίνει τώρα μία από τις κυριότερες προτεραιότητες της ΕΚΤ για τον νέο κύκλο εποπτείας το 2021 και το 2022.
Με επιστολή της προς τους διευθύνοντες συμβούλους ήδη από τον Δεκέμβριο του 2020 η ΕΚΤ προέτρεψε τις εποπτευόμενες τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση του κίνδυνου που συνδέεται με τον δανειολήπτη, αναγνωρίζοντας ότι η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιβράδυνε τον ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης το 2021 μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο του φαινομένου cliff-edge. Ως εκ τούτου, η αρχική υποστήριξη που δόθηκε στην ευέλικτη λογιστική αντιμετώπιση των απωλειών που σχετίζονται με την πανδημία έχει πλέον αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό.
Πάντως, είναι αναμενόμενο ότι θα πρέπει να υπάρξει ανοχή στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το προσεχές διάστημα. Παρόλο που μετά την προηγούμενη οικονομική κρίση του 2010 δόθηκε έμφαση στη σύγκλιση των επιπέδων μη εξυπηρετούμενων δανείων στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με την αυστηροποίηση των ελέγχων και την υιοθέτηση συγκεκριμένων στρατηγικών διαχείρισής τους, η ευελιξία που παρατηρήθηκε τους μήνες των lockdowns είναι εξαιρετικά πιθανό να φέρει αυτό το αποτέλεσμα.
Βέβαια, η εξέλιξη των επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά το πέρας της πανδημίας θα καθοριστεί από μια σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού της οικονομικής ανάκαμψης. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στα περισσότερα κράτη-μέλη, όπως και στην Ελλάδα, οι πτωχευτικοί νόμοι έχουν μεταρρυθμιστεί σε συμμόρφωση προς την Οδηγία ΕΕ 1023/2019 για την προληπτική αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, καθίσταται πιθανότερη η διάσωση χωρίς πτώχευση των βιώσιμων επιχειρήσεων, κάτι που θα επιτρέψει τη χαλάρωση της πίεσης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Συμπερασματικά
Το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη σταθεροποίηση των οικονομιών των κρατών-μελών κατά τη διάρκεια των lockdowns. Τα εθνικά μέτρα αναστολής των πληρωμών και δημόσιων εγγυήσεων σε συνδυασμό με την απαραίτητη στήριξη που δόθηκε σε αυτά από την ΕΚΤ απέτρεψαν μια σαρωτική κρίση που θα υπονόμευε τα περισσότερα οικονομικά και κοινωνικά κεκτημένα στην ΕΕ.
Τώρα που αυτές οι υποστηρικτικές πολιτικές πρέπει να λήξουν, το ζητούμενο είναι πώς θα αποτραπεί ένα φαινόμενο ολικής κατακρήμνισης στους δείκτες. Η βελτίωση της διαφάνειας των τραπεζών είναι προϋπόθεση για μια υγιή μακροπροληπτική πολιτική εποπτείας με εστίαση στις πρακτικές διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμα διάφορα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα πώς θα αξιολογήσει η ΕΚΤ την ετοιμότητα και την επιχειρησιακή ικανότητα των τραπεζών αναφορικά με τους αφερέγγυους δανειολήπτες αλλά και πώς θα εφαρμοστούν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου. Αναμένουμε τις εξελίξεις με ενδιαφέρον αλλά και αρκετή ανησυχία.
Δημήτρης Εμβαλωμένος, Δικηγόρος LL.M., Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπ. Δικαιοσύνης & του Centre of Effective Dispute Resolution (CEDR) του Λονδίνου, Αναπλ. Διευθύνων Εταίρος στη Δικηγορική Εταιρία Μπαχάς, Γραμματίδης & Συνεταίροι & Μαρία Τρανούδη, Δικηγόρος LL.M., Senior Associate στη Δικηγορική Εταιρία Μπαχάς, Γραμματίδης & Συνεταίροι
-Πώς κρίνετε τα μέτρα στήριξης στο τραπεζικό σύστημα; Θεωρείτε ότι τα οφέλη από την παροχή ρευστότητας υπερτερούν των κινδύνων από την ευελιξία και την χαλάρωση της εποπτείας στις τράπεζες;
H υγειονομική κρίση Covid-19 διατάραξε σημαντικά, μεταξύ άλλων, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Προέκυψε συνεπώς η ανάγκη λήψης κατεπειγόντων μέτρων (δημοσιονομικών, νομισματικών και εποπτικών) από τις αρμόδιες αρχές, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ευρωζώνης, για την άμεση στήριξη του τραπεζικού συστήματος και κατ’ επέκταση της οικονομίας των κρατών-μελών και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να μετριασθεί ο αρνητικός αντίκτυπος από την πανδημία.
Τα μέτρα που ελήφθησαν για τις τράπεζες από το ευρω-σύστημα -ενδεικτικά, η προσωρινή χρήση αποθεματικών ρευστότητας και κεφαλαίου, η λειτουργία πολύ κάτω από τα απαιτούμενα επίπεδα του Πυλώνα 2 (P2G)- και τις εθνικές αρχές (όπως η μείωση μακρο-προληπτικών απαιτήσεων για αποθεματικά κεφαλαίου) συνέβαλαν καθοριστικά στην ενίσχυσή τους και δη στη μεγιστοποίηση της δανειοδοτικής ικανότητας των τραπεζών, ώστε οι τελευταίες να μπορέσουν να διαδραματίσουν τον ρόλο τους στην αντιμετώπιση της κρίσης Covid-19.
Τα οφέλη από την παροχή ρευστότητας σαφώς υπερτερούν των κινδύνων από την ευελιξία και την χαλάρωση της εποπτείας στις τράπεζες. Μέσω της έκτακτης αυτής παροχής ρευστότητας και τουλάχιστον προς το παρόν, διατηρήθηκε η χρηματοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών, ενδυναμώθηκε η πραγματική οικονομία και αντισταθμίσθηκαν αποτελεσματικά οι αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης. Οι τράπεζες, υπό τις τρέχουσες περιστάσεις, κατόρθωσαν να απορροφήσουν τις πρόσθετες ζημίες που δημιούργησε η πανδημία ενισχύοντας μάλιστα την παροχή χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και ιδιώτες (νοικοκυριά) που επλήγησαν περισσότερο και έχουν αυξημένες ανάγκες σε κεφάλαια.
-Ποια εποπτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν, ώστε να γίνει ομαλά η μετάβαση στην κανονικότητα;
Για το άμεσο μέλλον και με στόχο την κατά το δυνατό ομαλή μετάβαση στην κανονικότητα θεωρούμε πως δεν θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν νέα εποπτικά μέτρα και, κατ’ αρχήν θα πρέπει να διατηρηθούν τα υφιστάμενα. Εν συνεχεία, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν κίνδυνος ακραίων επιδράσεων (cliff effects), θα πρέπει να υπάρξει σταδιακή άρση των έκτακτα ληφθέντων μέτρων σε συνδυασμό με την εξέλιξη των οικονομικών συνθηκών.
Ειδικότερα, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν την ίδια ευελιξία που επέδειξαν κατά την περίοδο της πανδημίας, κυρίως όσον αφορά τον εποπτικό χειρισμό των πιστούχων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών τόκων ή/ και κεφαλαίου (moratoria) αλλά και τη δυνατότητα χρήσης από τις τράπεζες των κεφαλαιακών περιθωρίων μέχρι τα όρια της κεφαλαιακής απαίτησης του Πυλώνα 2, προκειμένου να διατηρήσουν απρόσκοπτη την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης δεδομένη είναι και η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα κάνουν την εμφάνισή τους με επίταση μετά την άρση των κρατικών μέτρων στήριξης. Καθίσταται συνεπώς πρόδηλο ότι θα πρέπει να συνεχίσουν οι Τράπεζες να παράσχουν την δυνατότητα ρυθμίσεων αναστολής των πληρωμών των δανείων των οφειλετών που έχουν πληγεί σημαντικά από τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Νικόλας Κατσαρός, Εταίρος, Papapolitis & Papapolitis.
-Πώς κρίνετε τα μέτρα στήριξης στο τραπεζικό σύστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Θεωρείτε ότι τα οφέλη από την παροχή ρευστότητας υπερτερούν των κινδύνων από την ευελιξία και την χαλάρωση της εποπτείας στις τράπεζες;
Με την παραδοχή ότι δεν έχω ιδιότητα οικονομολόγου αλλά νομικού, νομίζω ότι, τόσο σε εθνικό επίπεδο, με τη θέσπιση εξαιρετικών και έκτακτων μέτρων για την άμβλυνση των αναγκών ρευστότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, όσο και σε ευρωπαϊκό, με την επιτρεπόμενη χαλάρωση, από την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, των μακροπροληπτικών κεφαλαίων ασφαλείας, επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό το κυρίως ζητούμενο, ήτοι, η αποφυγή ενός ξαφνικού και ολοκληρωτικού θανάτου της πραγματικής οικονομίας, διότι οι συνέπειες θα ήταν αναμφίβολα καταστροφικές τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο, κατά τη γνώμη μου, ακόμη και σε επίπεδο συγκρότησης της ίδιας της έννομης και πολιτειακής τάξης.
Οπότε, δεδομένης της πρωτόγνωρης αυτής κατάστασης, τα μέτρα ήταν ικανά και πρόσφορα ως προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα φυσικά και δεν πρέπει να παραβλέπονται, ιδίως στην περίπτωση της χώρας μας μετά τη δεκαετία κρίσης που προηγήθηκε και της οποίας οι συνέπειες δεν έχουν πλήρως θεραπευθεί, αλλά, στο ισοζύγιο προτεραιοτήτων, σίγουρα έχει προβάδισμα η ανάγκη αποφυγής της ολικής οικονομικής ασφυξίας και έτσι συγχωρείται η προσωρινή χαλάρωση τεχνικών δεικτών, ώστε να είναι δυνατή η παροχή οξυγόνου στην οικονομία. Επίσης, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, διαφαίνεται ότι η περίοδος της πανδημίας δεν είχε, γενικώς μιλώντας, επικίνδυνη επίπτωση στα εποπτικά κεφάλαια.
-Ποια εποπτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν, ώστε να γίνει ομαλά η μετάβαση στην κανονικότητα;
Σε ένα δυσμενές σενάριο αργής ανάκαμψης το 2021/22, ο κίνδυνος διάβρωσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών θα ενταθεί, ιδιαίτερα εάν η ανάκληση των μέτρων στήριξης είναι πρώιμη και αυξηθούν εξ αυτού του λόγου τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια. Ως εκ τούτου, θα πρέπει μάλλον να διατηρηθούν τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών έως ότου η ανάκαμψη σταθεροποιηθεί με βεβαιότητα. Φυσικά, στο μέτρο που η ανάκαμψη κερδίζει έδαφος, θα πρέπει να υπάρξει μια σταδιακή αυστηροποίηση των κριτηρίων ένταξης στα μέτρα στήριξης, αλλά τα ευάλωτα νοικοκυριά καθώς και οι βιώσιμες επιχειρήσεις με προσωρινά προβλήματα ρευστότητας θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζονται στην παρούσα φάση.
Από την άλλη μεριά, αναφορικά με τις τράπεζες, θα πρέπει να επιτραπεί η αναπλήρωση των κεφαλαίων ασφαλείας με σταδιακό ρυθμό, σε βάθος χρόνου, ώστε να μην μειωθεί η ικανότητά παροχής νέου δανεισμού από αυτές. Αυτό θα πρέπει βέβαια να επιτραπεί σε συνδυασμό με τη συνεχή αξιολόγηση, μέσω stress tests, του εύρους και της έντασης των συνεπειών από ένα πιθανό νέο κύμα πτωχεύσεων ή μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο τυχόν ακολουθήσει λόγω της σταδιακής ανάκλησης των μέτρων στήριξης ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο η συστημική σταθερότητα που επετεύχθη, με μεγάλο κόπο, την προηγούμενη δεκαετία.
Ιωάννης Ψωμάς, Managing Partner, G+P LAW FIRM
-Θεωρείτε ότι τα υποστηρικτικά μέτρα των κρατών και η χαλάρωση της εποπτείας στις τράπεζες πέτυχαν τον στόχο τους να μειώσουν τους κινδύνους αφερεγγυότητας πολλών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή οι κίνδυνοι από αυτή τη χαλάρωση υπερτερούν των οφελών;
Είναι γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία βιώνει τη χειρότερη ύφεση εν καιρώ ειρήνης μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Προς τον σκοπό καταπολέμησης της οικονομικής αυτής κρίσης, η λήψη έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων και η εφαρμογή προσαρμοστικών νομισματικών πολιτικών φαίνεται να έχει συμβάλλει σημαντικά στη στήριξη των πιστωτικών ροών προς τις επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στη μείωση των κινδύνων αφερεγγυότητάς τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Είναι χαρακτηριστική η χαλάρωση της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, με τη νομισματική χαλάρωση των μεγάλων κεντρικών τραπεζών να έχει διατηρήσει τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κάτι που δίνει στον επιχειρηματικό κόσμο το βήμα να ανακτήσει την πρόσβαση στην αγορά δανειακών κεφαλαίων παρά τη δυσμενή οικονομική συγκυρία.
Ωστόσο, παρά τις εγχώριες αλλά και διεθνείς προσπάθειες για στήριξη των επιχειρήσεων στο μέτρο του μεγαλύτερου δυνατού, η μακροοικονομική σταθερότητα έχει ήδη διαταραχθεί και η δυναμική άκρως κερδοφόρων επιχειρήσεων έχει πληγεί ιδιαιτέρως, ενώ η πολυπόθητη ανάκαμψη προβλέπεται δύσκολη. Οι κίνδυνοι, λοιπόν, που ελλοχεύουν από τη δημοσιονομική και νομισματική χαλάρωση είναι ορατοί, καθώς η χαλάρωση αυτή και τα τεράστια δημοσιονομικά κίνητρα σε παγκόσμιο επίπεδο ενδέχεται να επιφέρουν σημαντική μακροοικονομική αστάθεια με περαιτέρω επιπτώσεις στο επιχειρηματικό προσκήνιο.
-Ποιοι είναι οι κίνδυνοι για την επόμενη μέρα, όταν τα μέτρα αυτά πάψουν να υφίστανται; Πώς μπορεί να γίνει η ομαλή μετάβαση στην κανονικότητα;
Η έξαρση της πανδημίας Covid-19, προκάλεσε πέραν της ευρείας υγειονομικής κρίσης, μία γενικότερη κοινωνικοοικονομική αναταραχή και αίσθηση ανασφάλειας, διαταράσσοντας την καθημερινότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων στο παγκόσμιο περιβάλλον. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι με την παύση της ύπαρξης των υποστηρικτικών προς τις επιχειρήσεις μέτρων, οι τελευταίες θα κληθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και η πρόκληση της διατήρησης της βιωσιμότητάς τους θα είναι μεγάλη.
Προς την κατεύθυνση αυτή κρίσιμη θα αποδειχθεί μια μετάβαση των επιχειρήσεων από τις κλασικές, παραδοσιακές μεθόδους σε μια νέα πραγματικότητα, στην οποία θα κυριαρχεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των τεχνολογικών εφαρμογών. Η αναδιοργάνωση των μεθόδων άσκησης ελέγχου και εποπτείας των επιχειρησιακών οργανισμών με στόχο την ψηφιακή ολοκλήρωση, της οποίας η αναγκαιότητα αναδείχθηκε έντονα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα αποτελέσουν διακύβευμα για τις επιχειρήσεις και έναν αδιαμφισβήτητα σημαντικό δίαυλο για την ομαλή μετάβαση στην κανονικότητα.
Βάλια Μπάμπη, PhD & LLM (Cambridge), Solicitor (England & Wales), Δικηγόρος (ΔΣΑ), Σύμβουλος στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, Τράπεζα της Ελλάδος
*οι κατωτέρω απόψεις ανήκουν στην γράφουσα και δεν εκφράζουν απαραίτητα την Τράπεζα της Ελλάδος
-Πώς κρίνετε τα μέτρα στήριξης στο τραπεζικό σύστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας;
Κατά την διάρκεια της πανδημίας η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και οι εθνικές αρχές έλαβαν δραστικά μέτρα, προκειμένου να ενισχυθούν οι τράπεζες και η ευρύτερη οικονομία. Πρόκειται για μέτρα νομισματικής πολιτικής (όπως απευθείας αγορές ομολόγων και διευκόλυνση δανεισμού σε τράπεζες) καθώς και μέτρα εποπτείας (όπως χαλάρωση στις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, δυνατότητα χρήσης αποθεμάτων, ευελιξία ως προς την αναγνώριση μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και προνομιακή μεταχείριση ΜΕΔ που καλύπτονται από δημόσιες εγγυήσεις).
Τα μέτρα αυτά απέδωσαν καρπούς και περιόρισαν το πλήγμα που δέχτηκε ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας. Χαρακτηριστικά, τον Σεπτέμβριο του 2020, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των μεγάλων τραπεζών της Ευρωζώνης ήταν 15.2% (σημειώνοντας μικρή άνοδο από το 2019) και ο δείκτης μόχλευσης (leverage ratio) παρέμεινε στα επίπεδα του 2019. Επιπλέον, τα μέτρα ενίσχυσαν σημαντικά τη ρευστότητα των τραπεζών, οι οποίες παρά τις πιέσεις του 2020, αύξησαν τα αποθεματικά τους σε σχέση με το 2019. Συνολικά, τα μέτρα επέτρεψαν στις τράπεζες να ανταποκριθούν στην κρίση και να εξακολουθήσουν να χρηματοδοτούν την οικονομία.
Ωστόσο, κίνδυνοι μπορεί να ανακύψουν στους ισολογισμούς των τραπεζών σε δεύτερο χρόνο. Υψηλός παραμένει ο κίνδυνος περαιτέρω αύξησης των ΜΕΔ (τα οποία ήδη ήταν σε υψηλά επίπεδα στην Ευρωζώνη προ κορωνοϊού). Οι κίνδυνοι μπορεί να ενταθούν από την αποκλιμάκωση των μέτρων στήριξης οδηγώντας τις τράπεζες σε φαινόμενο κατακρήμνισης (cliff-edge effect). Είναι βασικό λοιπόν η αποκλιμάκωση να γίνει με τρόπο σταδιακό, ελεγχόμενο και συντονισμένο.
-Θεωρείτε ότι τα οφέλη από την παροχή ρευστότητας υπερτερούν των κινδύνων από την ευελιξία και την χαλάρωση της εποπτείας στις τράπεζες;
Η λογική του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου, όπως διαμορφώθηκε από την Βασιλεία 3 μετά την κρίση του 2008, είναι ότι οι τράπεζες «χτίζουν» αποθέματα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας σε καλές οικονομικές συνθήκες, τα οποία χρησιμοποιούνται σε περιόδους κρίσης. Η χαλάρωση εποπτικών απαιτήσεων, η δυνατότητα χρησιμοποίησης των αποθεματικών και τα ενισχυτικά μέτρα νομισματικής πολιτικής ήταν απαραίτητα, για να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Τα μέτρα αυτά είναι προσωρινά και η σωστή, σταδιακή και έγκαιρη άρση τους πρέπει να συμβαδίζει με τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.