Τα μάρμαρα του Παρθενώνα

Μια σύντομη επισκόπηση του ζητήματος των μαρμάρων του Παρθενώνα και η δημοσίευση του εγγράφου της βρετανικής εφημερίδας Telegraph.

Ήταν περί τα 1799 όταν ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν διορίστηκε Πρέσβης της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αγάπη του Έλγιν για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική αποτελεί την αιτία ενός από τα πιο πολυσυζητημένα ζητήματα παγκοσμίως αναφορικά με τη διαχείριση και την προστασία της πολιτισμικής κληρονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, ο Λόρδος Έλγιν προέβη στην αφαίρεση μαρμάρων από τα αετώματα, τις μετώπες και τη ζωφόρο του Παρθενώνα που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ½ από ό,τι έχει απομείνει από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που διασώζεται. Η άποψη που θέλει τον Έλγιν να καταφέρνει την έκδοση φιρμανίου από τον Σουλτάνο με περιεχόμενο την αποκαθήλωση των μαρμάρων από τον Παρθενώνα αμφισβητείται.

Ανεξαρτήτως όμως της ύπαρξης ή μη φιρμανίου, ο Λόρδος Έλγιν απέκτησε πρόσβαση στην Ακρόπολη και προέβη στην αφαίρεση των μαρμάρων από τον κεντρικό ναό. Θα περάσουν δύο χρόνια μέχρι να καταφέρει τη μεταφορά τους στην Σκωτία, καθώς το μισθωμένο πλοίο “Μέντωρ” με το οποίο επιδίωξε τη μεταφορά τους, καταποντίστηκε ανοιχτά των Κυθήρων και χρειάστηκε αρκετός χρόνος για την ανάσυρσή τους από τον βυθό, με τη βοήθεια Ελλήνων δυτών.

Ο Έλγιν κατάφερε να μεταφέρει μέρος των μαρμάρων που είχαν αφαιρεθεί και να τα τοποθετήσει, όπως αναφέρουν οι πηγές, ως διακοσμητικά στο εξοχικό του στη Σκωτία. Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε περί το 1816 τον οδήγησαν στο να πουλήσει τα μάρμαρα στο Βρετανικό Στέμμα έναντι 35.000 βρετανικών λιρών.

Στη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου που αποφάσισε την αγορά των μαρμάρων από τον Έλγιν με 82 ψήφους υπέρ και 30 κατά, διατυπώθηκαν απόψεις για την επιστροφή τους, καθώς αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κτήσης τους. Χαρακτηριστικό των αντιδράσεων είναι και η διάσημη φράση του Λόρδου Μπάυρον, ο οποίος αναφερόμενος στις πράξεις του Έλγιν ανέφερε: “Ακόμα και τα κύματα αρνήθηκαν να γίνουν συνένοχοι της ιεροσυλίας του”.

Έκτοτε οι προσπάθειες της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης για επιστροφή των μαρμάρων πέφτουν σταθερά στο κενό. Ακόμη και το αίτημα της UNESCO προς τη Βρετανία για διαπραγμάτευση του ζητήματος με την Ελλάδα έχει έρθει αντιμέτωπο με την άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αντίστοιχα, πληθώρα δημοσκοπήσεων στη Μεγάλη Βρετανία καταδεικνύουν την ταύτιση του βρετανικού κοινού με το ελληνικό αίτημα.

Νέα εξέλιξη στο ζήτημα αποτελεί έγγραφο που έφερε στο φως η βρετανική εφημερίδα Telegraph. Το αποχαρακτηρισμένο έγγραφο θέτει ζήτημα αναφορικά με το βασικό επιχείρημα της βρετανικής πλευράς βάσει του οποίου, όπως ορίζει βρετανικός νόμος του 1963, το Βρετανικό Μουσείο απαγορεύεται να παραχωρήσει κομμάτια της συλλογής του.

Στο έγγραφο περιλαμβάνεται η προ 30 ετών θέση του Βρετανού Πρέσβη στην Αθήνα, ο οποίος παραδέχεται ότι το θέμα των μαρμάρων του Παρθενώνα είναι “Κάτι που δεν μπορούμε να κερδίσουμε. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι  να κρατάμε όσο το δυνατόν πιο μετριοπαθή στάση και να αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε επιθετικά επιχειρήματα που θα ακούγονται κούφια στα αυτιά των Ελλήνων. Οι Έλληνες γνωρίζουν ότι θα μπορούσαμε, αν θέλουμε, να χαράξουμε ειδική νομοθεσία για την επιστροφή. Το πρόβλημα είναι ότι δεν θέλουμε. Το έγγραφο περιλαμβάνεται σε φάκελο που αφορά επίσκεψη του Βρετανού Υπουργού Πολιτισμού Τίμοθι Ρέντον το 1991 και αποτελεί ενδεικτικό της πολυπλοκότητας του ζητήματος που απαιτεί όχι μόνο νομική αλλά και ουσιαστικά πολιτική και διπλωματική προσέγγιση, προκειμένου να επιλυθεί.