Tραπεζικό σύστημα: Γεμάτη προκλήσεις η επιστροφή στην κανονικότητα

Με την πανδημία να υποχωρεί μεν αλλά να παραμένει στη ζωή μας, η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία μελετούν τα σενάρια της επόμενης μέρας, δεδομένου ότι το πέρασμα στη λεγόμενη «κανονικότητα» απαιτεί την απόσυρση των μέτρων στήριξης των κεντρικών τραπεζών, αλλά με τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα.

Παναγιώτης-Δαμιανός Σταύρου, Συνεργάτης Δικηγόρος στην δικηγορική εταιρεία «Βασιλογεώργης & Συνεργάτες»

«Απαραίτητη η απόσυρση των μέτρων στήριξης, αλλά κρύβει κινδύνους»
Η ΕΚΤ, μέσω της νομισματικής της πολιτικής, μπορεί να επηρεάσει το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των πολιτών της Ένωσης, αλλά και τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, το οικονομικό περιβάλλον της Ένωσης χαρακτηριζόταν από προβλήματα ρευστότητας, υποτονική ανάπτυξη και χαμηλό πληθωρισμό. Πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών, η οποία σύμφωνα με την αναθεωρημένη στρατηγική της, διατηρείται καλύτερα όταν το ευρωσύστημα επιδιώκει πληθωρισμό σε ένα συμμετρικό στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα» επισημαίνει στο Lawyer ο Παναγιώτης-Δαμιανός Σταύρου, συνεργάτης δικηγόρος στην δικηγορική εταιρεία «Βασιλογεώργης & Συνεργάτες», σχολιάζοντας τις πρωτοβουλίες της ΕΚΤ μέσα στην πανδημία. Όπως επισημαίνει, προς επίτευξη του παραπάνω σκοπού αυτού, η ΕΚΤ εκτός από τα συμβατικά μέτρα που χρησιμοποιεί για να επηρεάσει τον πληθωρισμό, όπως ο καθορισμός των βασικών επιτοκίων, έχει στη φαρέτρα της και μη συμβατικά μέτρα, όπως είναι η αγορά στοιχειών ενεργητικού, μέτρο το οποίο βρίσκει νόμιμο έρεισμα στο άρθρο 18.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ/ΕΚΤ. Ο Π. Σταύρου επισημαίνει ότι τόσο το διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (APP), όσο και το μεταγενέστερο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP) συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, στην στήριξη της ρευστότητας των τραπεζών, οι οποίες χορηγώντας περισσότερα δάνεια και πιστώσεις συνέβαλαν σε κάποιο βαθμό στην αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και επενδύσεων, επηρεάζοντας έτσι τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες. Ο Παναγιώτης-Δαμιανός Σταύρου συμφωνεί μεν με την ανάγκη σταδιακής απόσυρσης των παραπάνω μέτρων, δεδομένου ότι αυτά δημιουργούν πληθωρισμό, ωστόσο εκτιμά ότι η απόσυρσή τους εγκυμονεί κινδύνους για τον πραγματικό τομέα της οικονομίας λόγω της επαπειλούμενης μείωσης της ρευστότητας των τραπεζών και εν τέλει των επιχειρήσεων. Όπως τονίζει, είναι ορατός ο κίνδυνος αύξησης ξανά των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) λόγω της πανδημίας. Και καταλήγει: «Η ΕΚΤ, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, ως νομισματική αρχή, αλλά και ως επόπτης των τραπεζικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο του SSM, οφείλει να ενεργήσει με στοχευμένα μέτρα για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης του πραγματικού τομέα της οικονομίας με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Μέτρα ελάφρυνσης των αυστηρών κεφαλαιακών υποχρεώσεων των τραπεζών στο πλαίσιο του εφικτού και η παροχή κινήτρων σ’ αυτές για την διευκόλυνση της παροχής πιστώσεων αποτελούν τα ενδεδειγμένα μέτρα. Κρίσιμη επομένως είναι η εγρήγορση και αποτελεσματική δράση της ΕΚΤ στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής μας».


Hεξίσωση παραμένει δύσκολη δεδομένου ότι στο τέλος Φεβρουαρίου και ενώ οι προσδοκίες των αγορών για άμεση ανάκαμψη μετά την περιπέτεια της πανδημίας Covid-19 μεγάλωναν, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα. Είναι προφανές πλέον ότι τόσο η παγκόσμια όσο και η ευρωπαϊκή οικονομία πορεύονται εκ νέου σε αχαρτογράφητα νερά, αλλά αυτή τη φορά πιο έμπειρες, δεδομένης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που βίωσαν και αντιμετώπισαν από το 2008 και για 10 και πλέον χρόνια.

H στρατηγική της ΕΚΤ
«Οι έκτακτες περιστάσεις απαιτούν και έκτακτη δράση. Η δέσμευσή μας στο ευρώ δεν έχει όρια», είχε δηλώσει η Christine Lagarde, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), κάτι που απεδείχθη και στην πράξη, αφού τα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ κατά την περίοδο της πανδημίας ήταν πρωτοφανούς έντασης και έκτασης. «Σε αντίθεση με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι τράπεζες δεν αποτελούν αυτήν τη φορά την πηγή του προβλήματος. Πρέπει όμως να εξασφαλίσουμε ότι μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης» ανέφερε στο ίδιο μήκος κύματος ο Andrea Enria, Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δίνοντας το στίγμα των επόμενων κινήσεων της ΕΚΤ και αναδεικνύοντας τις διαφορές της παρούσας κρίσης με εκείνη του 2008, όταν το πρόβλημα ξεκίνησε από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αρχίσει να καταργεί σταδιακά μέτρα χαλάρωσης που συνδέονται με την πανδημία άμεσα, ενώ θα συνεχίσει να δέχεται ελληνικά ομόλογα μέχρι να λήξει η περίοδος επανεπένδυσης του προγράμματος αγοράς ομολόγων του κορωνοϊού. Στο τέλος του προηγούμενου Μαρτίου, η ΕΚΤ αποφάσισε τη συνέχιση της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων και μετά τη λήξη του προγράμματος PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme), για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μια θετική εξέλιξη για τη χώρα μας, που σαφώς δίνει χρόνο στην ελληνική οικονομία να ανασυνταχθεί.

Η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι τα μέτρα που εισήχθησαν τον Απρίλιο του 2020 για τη διευκόλυνση της πιστοληπτικής ικανότητας στη διαθεσιμότητα εξασφαλίσεων – ειδικά εν μέσω κινδύνων που σχετίζονται με υποβαθμίσεις πιστώσεων που προκαλούνται από την κρίση του Covid-19 – θα καταργηθούν σταδιακά σε μια διαδικασία τριών σταδίων μεταξύ Ιουλίου 2022 και Μαρτίου 2024. Η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει όσον αφορά στο πρώτο στάδιο, ενώ το δεύτερο θα ακολουθήσει τον Ιούνιο του 2023 και το τρίτο τον Μάρτιο του 2024.

Το υπερόπλο Pandemic Emergency Purchase Programme
Στη μάχη στήριξης των ευρωπαϊκών οικονομιών, η ΕΚΤ έριξε για πρώτη φορά ένα υπερόπλο που ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Η αναφορά στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP), ύψους 1.350 δισ. ευρώ, το οποίο είχε ως στόχο τη μείωση του κόστους δανεισμού και την αύξηση των χορηγήσεων στη ζώνη του ευρώ την περίοδο της πανδημίας. Το σημαντικό αυτό εργαλείο βοήθησε τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις να έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα κεφάλαια που χρειάστηκαν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της τελευταίας. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα το οποίο αποτελεί συνέχεια των προγραμμάτων αγοράς στοιχείων ενεργητικού που έχει εφαρμόσει η ΕΚΤ από το 2014.

Μέσω αυτού, η ΕΚΤ αγοράζει πολλά διαφορετικά είδη στοιχείων ενεργητικού. Για παράδειγμα, αγοράζοντας ομόλογα απευθείας από τις τράπεζες, θέτει στη διάθεσή τους περισσότερα κεφάλαια ώστε να μπορούν να χορηγούν δάνεια σε νοικοκυριά ή επιχειρήσεις. Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να αγοράσει εταιρικά ομόλογα, παρέχοντάς έτσι στις επιχειρήσεις μια πρόσθετη πηγή πιστώσεων. Και τα δύο είδη αγορών βοηθούν στην τόνωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, με σκοπό τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε η ΕΚΤ όσον αφορά και στα επιτόκια, τα οποία διατήρησε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κρατώντας το κόστος δανεισμού χαμηλά.

Την ίδια στιγμή αύξησε την ποσότητα χρήματος που οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν από αυτή και τις έχει διευκολύνει να δανείζονται με σκοπό να χορηγούν δάνεια σε όσους πλήττονται εντονότερα από την εξάπλωση του ιού, μεταξύ άλλων και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ένας από τους τρόπους με τους οποίους διευκόλυνε τον δανεισμό είναι η χαλάρωση των κριτηρίων για τις εξασφαλίσεις που παρέχουν στην ΕΚΤ οι τράπεζες ως εγγύηση για τα δάνεια που τους χορηγεί η τελευταία.

Προς την κατεύθυνση αυτή, η ΕΚΤ διεύρυνε προσωρινά τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν ως εξασφαλίσεις, ενώ ήταν λιγότερο αυστηρή με τη μέτρηση που εφαρμόζει για να προσδιορίσει την αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων, γνωστή ως «περικοπή αποτίμησης». Όσο η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκονταν στην καρδιά της πανδημίας, η ΕΚΤ εφάρμοσε λιγότερο αυστηρούς κανόνες σχετικά με την ποσότητα χρήματος ή το «κεφάλαιο» που οι τράπεζες πρέπει να διακρατούν ως δίχτυ ασφαλείας σε δύσκολες περιόδους, παρέχοντας παράλληλα σε αυτές περισσότερη ευελιξία ως προς τα εποπτικά χρονοδιαγράμματα και τις εποπτικές προθεσμίες και διαδικασίες. Απώτερος στόχος όλων των παραπάνω πρωτοβουλιών ήταν να βοηθήσουν τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ να επικεντρωθούν στη ζωτική τους λειτουργία, δηλαδή τη χορήγηση δανείων, σε αυτές τις έκτακτες περιστάσεις.

SSM: Επίτευγμα η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ευρωπαϊκές τράπεζες κλήθηκαν να διαφυλάξουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε μια περίοδο που η οικονομική δραστηριότητα είχε ουσιαστικά παύσει ή λειτουργούσε σε safe mode. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της λειτουργίας και της δομής τους ωστόσο επέτρεψε την αποτελεσματική διαχείριση των κλυδωνισμών, κάτι που πρόσφατα επιβεβαίωσε και ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού SSM (Single Supervisory Mechanism) Αndrea Enria, o oποίος απέδωσε τα εύσημα στις τράπεζες που είχαν πολλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια και κατάφεραν εν μέσω πανδημίας, να τα μειώσουν μέσω τιτλοποιήσεων, πωλήσεων και διαγραφών, εκτιμώντας παράλληλα ότι η κορύφωση των NPLs είναι πίσω μας. «Για να είμαι ειλικρινής, ενάμιση χρόνο πριν, όταν χτύπησε η πανδημία, ήμουν ανήσυχος ότι αυτή θα διέκοπτε την πρόοδο στο ξεκαθάρισμα και στην ενίσχυση των ισολογισμών τραπεζών που ήταν χτυπηθεί ιδιαίτερα σκληρά στο παρελθόν από την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του δημόσιου χρέους σε όρους ποιότητας ενεργητικού» ανέφερε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, για τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) των ευρωπαϊκών τραπεζών για το 2021, αναφέροντας συγκεκριμένα τις περιπτώσεις των τραπεζών στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα.

Η ευρωπαϊκή οικονομία μετά την πανδημία δεν έχει την αναπτυξιακή δυναμική που θα μπορούσε να δώσει διέξοδο, ενώ είναι πολύ πιο ευάλωτη στα εξωτερικά σοκ που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό

Εστίαση στον έλεγχο του πιστωτικού κινδύνου
Την ίδια στιγμή ωστόσο, ο Αndrea Enria τόνισε την ανάγκη οι τράπεζες να εστιάσουν στον έλεγχο του πιστωτικού κινδύνου και να αντιμετωπίσουν εγκαίρως ζητήματα που μπορεί να προκύψουν με την άρση των μέτρων στήριξης που δόθηκαν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι τράπεζες, όπως είπε, πρέπει να διασφαλίσουν ότι κατηγοριοποιούν σωστά τα δάνεια και αξιολογούν ορθά τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης. Αναφερόμενος στα moratoria πληρωμών δανείων, ο επικεφαλής του SSM είπε ότι μόλις 0,3% των δανείων παραμένουν σε προγράμματα αναστολής πληρωμών και «σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό διότι ζητήσαμε από τις τράπεζες να δουν εις βάθος τα δάνεια σε moratoria και να αξιολογήσουν την ποιότητα των αντισυμβαλλομένων τους ασχέτως μέτρων στήριξης». Ο επικεφαλής του SSM είπε ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες παρέμειναν ανθεκτικές, με εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, καθώς οι περισσότερες από αυτές λειτουργούν με κεφάλαια τα οποία είναι υψηλότερα από όσα ορίζουν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις. «Το μέσο συνολικό σκορ της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης για τις εποπτευόμενες τράπεζες παρέμεινε σταθερό το 2021 συγκριτικά με το 2019. Και είναι δίκαιο να πούμε ότι αυτά τα αποτελέσματα είναι καλύτερα από τα αναμενόμενα, αφού εποπτικές αρχές και τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με τεράστια αβεβαιότητα όταν ξέσπασε η πανδημία» ανέφερε. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία που παρουσίασε, οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις για τις τράπεζες αυξήθηκαν ελαφρώς για το 2022 και διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο σε περίπου 15,1% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (risk-weighted assets – RWA), έναντι 14,9% στο πλαίσιο της ρεαλιστικής αξιολόγησης που εφαρμόστηκε στο SREP 2020. Τέλος, το μέσο ύψος των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων και κατευθύνσεων όσον αφορά στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) αυξήθηκε σε περίπου 10,6% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, από 10,5%.

Στην πανδημία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες κλήθηκαν να διαφυλάξουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε μια περίοδο που η οικονομική δραστηριότητα λειτουργούσε σε safe mode. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός τους ωστόσο, επέτρεψε την αποτελεσματική διαχείριση των κλυδωνισμών

Γ. Στουρνάρας: Η ΕΚΤ ετοιμάζει εργαλείο κατά του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων
Μιλώντας στο πλαίσιο του Διεθνούς Σεμιναρίου Μακροοικονομίας του National Bureau of Economic Research που φιλοξένησε η Τράπεζα της Ελλάδος, ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ (δηλαδή ο τερματισμός των αγορών ομολόγων και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων) αποτελεί μία αναγκαιότητα μετά την άνοδο του πληθωρισμού. Ωστόσο, όπως εκτίμησε, η προσαρμογή αυτή της νομισματικής πολιτικής προς την κανονικότητα, μπορεί να γίνει σταδιακά. Και τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση την πεποίθησή του ότι η ΕΚΤ θα εφαρμόσει με ευελιξία την επανεπένδυση των ομολόγων που λήγουν τα οποία βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο (ΡΕΡΡ) του προγράμματος πανδημίας, «με σκοπό να διατηρηθεί η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, κάτι που είναι σημαντικό για την εκπλήρωση της εντολής που έχει λάβει η ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών». Μάλιστα, στην ίδια ομιλία του ο Γ. Στουρνάρας έδωσε και μια είδηση, αναφέροντας ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επεξεργάζεται τη δημιουργία ενός νέου οργάνου προκειμένου να μετριάσει τα όποια φαινόμενα κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων, το οποίο αναμένεται να είναι έτοιμο μέχρι το τέλος του ερχόμενου Σεπτεμβρίου. Τα οποία όπως εκτίμησε είναι πιθανόν να προκληθούν εξαιτίας και της υψηλής αβεβαιότητας λόγω των οικονομικών και χρηματοοικονομικών συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, «σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ζώνη του ευρώ είναι μια πλήρης νομισματική ένωση, αλλά μια ελλιπής δημοσιονομική, τραπεζική ένωση και κεφαλαιαγορά, δηλαδή μια ελλιπής οικονομική ένωση».

Προβληματισμοί αντί για ευφορία
Το νέο εργαλείο κατά του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων της ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι ανέρχεται σε 200 δις. ευρώ μέχρι το τέλος του 2022, δεν προκάλεσε ιδιαίτερα θετικές αντιδράσεις από τις αγορές, αντίθετα ενίσχυσε τις ανησυχίες τους. Μόλις έγινε η σχετική ανακοίνωση, τα κρατικά ομόλογα των χωρών-μελών ενισχύθηκαν, όπως π.χ. η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου που ενισχύθηκε στο 3,83% από το 3,77%, παραμένοντας, ωστόσο, αρκετά κάτω από το υψηλό ημέρας του 4,18%. Η απόδοση του γερμανικού bund την ίδια ημέρα, κατέγραψε άνοδο στο 1,67% από 1,63%, ενώ άγγιξε και το 1,77%. Με άρθρο του στην Welt με τίτλο «Η αναπόφευκτη επιστροφή της κρίσης του ευρώ», ο οικονομικός συντάκτης Daniel Eckert εκτίμησε ότι με την προαναγγελία του τέλους του προγράμματος αγοράς ομολόγων η ΕΚΤ θεωρεί ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος του κατακερματισμού και μιας «αδικαιολόγητης» αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων, αν και οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης παρουσιάζουν διαφορές ως προς το χρέος: το μεν ελληνικό χρέος ανέρχεται στο 193% του ΑΕΠ και το ιταλικό στο 151%, ενώ το χρέος της Γερμανίας κυμαίνεται στο 70% του ΑΕΠ. «Η διαφορετική αναπτυξιακή δυναμική των οικονομιών της ευρωζώνης δυσχεραίνει την άσκηση μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής, ενώ και ο πληθωρισμός βρίσκεται στα ανώτερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών» ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Σχολιάζοντας στο Reuter τον σχεδιασμό του νέου εργαλείου της ΕΚΤ, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι εκτίμησε ότι η τελευταία είναι αναπόφευκτο να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων, ωστόσο θεωρεί ότι οι αυξήσεις θα είναι πιο σταδιακές από αυτών της Fed, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ υπάρχει πλήρης απασχόληση και υψηλός δομικός πληθωρισμός. «Για τον λόγο αυτό, ενώ οι αυξήσεις επιτοκίων στην ευρωζώνη είναι αναπόφευκτες, ο ρυθμός της προσαρμογής θα είναι πιο σταδιακός» κατέληξε στο σχόλιό του ο Μ. Ντράγκι.

Οι εκτιμήσεις της Goldman Sachs
Η Goldman Sachs, χρησιμοποιώντας τις δικές της εκτιμήσεις για τις επανεπενδύσεις του προγράμματος PEPP κατά τα επόμενα χρόνια, προβαίνει σε μια εκτίμηση στην επίδραση αυτού του εργαλείου στα κρατικά spreads, ειδικά των χωρών του Νότου. Σύμφωνα με αυτές, η Ελλάδα θα έχει τη μεγαλύτερη θετική επίδραση από όλες τις εμπλεκόμενες χώρες που εξετάζει η Goldman Sachs. «Με την πλήρη μετατόπιση των επανεπενδύσεων του προγράμματος PEPP του 2022 και του 2023 στις χώρες της περιφέρειας, ανάλογα με τη βαρύτητά τους επί των κεφαλαίων τους, μπορούμε στη συνέχεια να αντιστοιχίσουμε τις μεταβολές των spreads των ομολόγων».

«Η ΕΚΤ οφείλει να ενεργήσει με στοχευμένα μέτρα για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης του πραγματικού τομέα της οικονομίας, ελαφρύνοντας τις αυστηρές κεφαλαιακές υποχρεώσεις των τραπεζών στο πλαίσιο του εφικτού και παρέχοντας κίνητρα σ’ αυτές για την διευκόλυνση της παροχής πιστώσεων»

Αυτή η άσκηση δείχνει μια επίδραση της επανεπένδυσης των ποσών του ΡΕΡΡ, 5 δισ. ευρώ για την περίπτωση της Ελλάδας, ευελιξίας της τάξης των 30-40 μονάδων βάσης στην Ιταλία και την Ισπανία και 83,6 μονάδες βάσης περίπου για την Ελλάδα. Η επίδραση για την Ελλάδα είναι υψηλότερη γιατί το ποσοστό εγχώριου χρέους σε ελεύθερη διασπορά είναι υψηλότερο για τη χώρα μας. Με τις επαναγορές του ΡΕΡΡ πλήρως προσαρμοσμένες στις χώρες της περιφέρειας, το ποσό ανεβαίνει σε 13 δισ. ευρώ και 12,9% ως ποσοστό του ελεύθερου σε διασπορά χρέους, προκαλώντας την οιωνεί πτώση του spread κατά 83,6 μονάδες βάσης.

«Ο αντίκτυπος σε συνθήκες πίεσης θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος, αλλά, αντίθετα, οι αγορές είναι απίθανο να τιμολογήσουν μια πλήρη εκτροπή των επανεπενδύσεων του 2022-23 προς την περιφέρεια, χωρίς πρώτα η ΕΚΤ να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τον σχεδιασμό. Η ανάλυση αυτή δείχνει ότι ενώ η πλήρης κινητοποίηση της ευελιξίας στις επανεπενδύσεις θα μπορούσε να προσφέρει κάποια ανακούφιση στα spreads των ομολόγων της περιφέρειας, αυτή δεν δείχνει να είναι επαρκής ως εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης», αναφέρει η αμερικανική επενδυτική τράπεζα στην ανάλυσή της και για αυτό αναμένει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός νέου μηχανισμού στήριξης που θα είναι περισσότερο ουσιαστικός για τη συγκράτηση των κρατικών αποδόσεων.

Λήξη του προγράμματος ΑPP
Μια ακόμα πρωτοβουλία της ΕΚΤ για την επαναφορά της ευρωπαϊκής οικονομίας στην κανονικότητα είναι η διακοπή της λειτουργίας του ΑPP (πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού), εξέλιξη που αναμένεται να ακολουθηθεί από την αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο η παγίδα εδώ είναι ότι η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων, ως απάντηση στον πληθωρισμό στην Ευρώπη, αναμένεται να επαναφέρει το θέμα της κρίσης του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη. Μια εξέλιξη που θα δοκιμάσει εκ νέου τις οικονομίες με υψηλό χρέος όπως είναι η ελληνική και η ιταλική, ανεβάζοντας σημαντικά τα speads δανεισμού τους. Βέβαια, οι ανώτατοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ σε δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα επισημαίνουν ότι «στις τρέχουσες συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει την ευχέρεια επιλογής, τη σταδιακή αλλαγή και την ευελιξία κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής». Κάτι που για την Ελλάδα σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να διατηρεί ευέλικτη στάση. Όπως αναφέρει η ΕΚΤ σε σχετική της ανακοίνωση, «η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας».

Κλειδί ανάπτυξης η μείωση των κόκκινων δανείων
Για τις ελληνικές τράπεζες, κομβικό σημείο για το πέρασμά τους σε μια νέα αναπτυξιακή περίοδο – το οποίο μάλιστα είχε καταλυτική συμβολή στην πρόσφατη έξοδο της Ελλάδας από την μεταμνημονιακή εποπτεία -, ήταν η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων μέσω του προγράμματος «Ηρακλής». Σύμφωνα με τα στοιχεία, στο τέλος του 2021 το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) υποχώρησε στα 18,4 δισ. ευρώ από 47,2 δισ. στο τέλος του 2020, όταν το 2016 είχαν φτάσει και τα 108 δισ. ευρώ. Η ΤτΕ σε σχετική της ενημέρωση επισημαίνει ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Όπως αναφέρει, η τελική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως σαφώς πηγή ανησυχίας. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες στη χώρα μας έχουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της χαμηλής οργανικής κερδοφορίας και της ποιότητας των κεφαλαίων που διαθέτουν. Στο ίδιο σημείωμα, η ΤτΕ επισημαίνει ότι η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα. Με δεδομένη την επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω των συνεχιζόμενων προσπαθειών εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωσή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση της χρηματοδότησης.

Όσον αφορά στην περίοδο κανονικότητας που αναμένεται να περάσουν οι τράπεζες, η ΤτΕ αναφέρει ότι η απόσυρση των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Σε σχέση με την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, η ΤτΕ αναφέρει ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου από τυχόν νέα ΜΕΔ.