Σταύρος Μπρεκουλάκης | Καθηγητής Διεθνούς Διαιτησίας και Εμπορικού Δικαίου, Queen Mary University of London, Δικηγόρος, Διαιτητής, 3 Verulam Buildings (Gray’s Inn)

Η Διαιτησία ως ένας από τους πιο προοδευτικούς και γόνιμους τομείς του διεθνούς εμπορικού δικαίου

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Lawyer, ο Σταύρος Μπρεκουλάκης μας συστήνει τον θεσμό της Διαιτησίας, τα οφέλη και την ευελιξία που προσφέρει στα μέρη, μας εξηγεί τη διστακτικότητα που παρατηρείται απέναντι στο θεσμό και μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για τις προοπτικές της Διεθνούς Διαιτησίας.

Μιλήστε μας για εσάς και την επαγγελματική σας πορεία μέχρι σήμερα. Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το αντικείμενο της Διεθνούς Διαιτησίας;

Ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Νομική Αθηνών, είχα επιδείξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εξωδικαστικές διαδικασίες επίλυσης εμπορικών διαφορών. Όταν, λοιπόν, με τη βοήθεια της υποτροφίας του ΙΚΥ έφυγα για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στο Λονδίνο, είχα την τύχη να έχω ως καθηγητή ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο της διεθνούς διαιτησίας, τον καθηγητή Julian Lew. Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που προσεγγίζουν τη διαιτησία στο εξωτερικό και αντιλήφθηκα γρήγορα ότι πρόκειται για έναν από τους πιο προοδευτικούς και γόνιμους τομείς του διεθνούς εμπορικού δικαίου.

Στην Νομική Αθηνών, τουλάχιστον στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 όταν ήμουν φοιτητής, η αντίληψη περί διαιτησίας ήταν ότι πρόκειται για ένα, μάλλον περιορισμένο, κομμάτι της πολιτικής δικονομίας που ήταν κατά βάση προσανατολισμένο στο γερμανικό δόγμα. Αντίθετα, διεθνώς η διαιτησία επισκοπείται συγκριτικά και διατρέχει όλο το φάσμα του διεθνούς δικαίου συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού διεθνούς, δημοσίου διεθνούς, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου.

Τώρα τελευταία μάλιστα, ο θεσμός της διαιτησίας προσεγγίζεται, τόσο μεθοδολογικά όσο και δογματικά, από θεωρίες πέραν της νομικής επιστήμης, όπως για παράδειγμα κοινωνιολογικές θεωρίες ή θεωρίες οικονομικής και πολιτικής επιστήμης. Αυτή η συγκριτική και πολυεπίπεδη εξέταση της διαιτησίας μου φάνηκε συναρπαστική και αποφάσισα ότι με ενδιαφέρει να ασχοληθώ ενεργά σε ερευνητικό επίπεδο.

Σε επίπεδο πρακτικό, η ενασχόληση με σύνθετες διαφορές και διεθνείς συμβάσεις, καθώς και η κοσμοπολίτικη φύση της διαιτησίας που σε φέρνει σε επαφή με διαιτητές, δικηγόρους και διάδικα μέρη από διαφορετικές νομικές και πολιτισμικές κουλτούρες μου φάνηκαν επίσης συναρπαστικά και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να επικεντρώσω την πρακτική μου ενασχόληση σε αυτόν τον χώρο.

Ποια είναι εκείνα τα είδη διαφορών, στα οποία θεωρείτε ότι ενδείκνυται περισσότερο η επιλογή της Διαιτησίας ως μεθόδου επίλυσης αυτών;

Σήμερα, σχεδόν όλο το φάσμα των εμπορικών και επενδυτικών διαφόρων, ακόμα και αυτών που άπτονται της δημόσιας τάξης, μπορούν πλέον να επιλύονται από διαιτητικά δικαστήρια.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια συντελείται μία σταδιακή επανάσταση στο θεσμό της διεθνούς διαιτησίας. Ενώ αρχικά, ένα μικρό μόνο κομμάτι εμπορικών διαφορών ήταν επιδεκτικά επίλυσης μέσω διαιτησίας («διαιτητευσιμότητα» ή “Arbitrability”), σήμερα, και μετά από μία σειρά προοδευτικών νομοθετικών παρεμβάσεων σε όλον το κόσμο αλλά και στην Ελλάδα, σχεδόν όλο το φάσμα των εμπορικών και επενδυτικών διαφόρων, ακόμα και αυτών που άπτονται της δημόσιας τάξης, μπορούν πλέον να επιλύονται από διαιτητικά δικαστήρια.

Κατά συνέπεια, η επιλογή της διαιτησίας ενδείκνυται για όλες τις διαφορές, τις οποίες τα διάδικα μέρη δεν θέλουν να επιλύουν με βάση εθνικούς, και κατ΄ ουσίαν, τυποποιημένους δικονομικούς κανόνες, αλλά θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν μια ευέλικτη και αποτελεσματική διαδικασία που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της εκάστοτε επίδικης διαφοράς. Η διαδικαστική ευελιξία και αυτονομία των μερών είναι σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η διαιτησία είναι δημοφιλής διεθνώς.

Ένα επίσης σημαντικό όφελος του θεσμού της διαιτησίας έγκειται στην δυνατότητα επιλογής των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου, στα οποία τα διάδικα μέρη θέλουν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη όχι μόνο σε σχέση με την θεωρητική νομική τους κατάρτιση, αλλά κυρίως σε σχέση με την πρακτική εμπειρία τους και αντίληψη για το πώς λειτουργούν οι εμπορικές συναλλαγές εν τοις πράγμασι. Η πρακτική προσέγγιση των διαιτητών στην επίλυση διαφορών είναι κάτι το οποίο τα διάδικα μέρη δεν βρίσκουν πάντα στον εκάστοτε δικαστή που θα τύχει να επιληφθεί της επίδικης διαφοράς τους.

Στον πυρήνα της Διαιτησίας βρίσκεται ο συναινετικός της χαρακτήρας – ποιος ο ρόλος των τρίτων μερών που δεν έχουν συναινέσει στην υπαγωγή μιας διαφοράς σε Διαιτησία, των οποίων, ωστόσο, τα συμφέροντα επηρεάζονται από την έκβαση της διαδικασίας;

Έχετε δίκιο να επισημαίνετε ότι η συναίνεση των μερών στην διαιτησία είναι ίσως η πιο θεμελιώδης αρχή που διέπει το θεσμό. Το κλασσικό μοντέλο μιας διαιτητικής σύμβασης περιλαμβάνει δύο μόνο συμβαλλόμενα μέρη σε μία διμερή σύμβαση. Όμως, οι σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές είναι στην πράξη πολύ πιο σύνθετες και περιλαμβάνουν τη συμμετοχή πολλών τρίτων μερών.

Υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων σύνθετων και πολυπρόσωπων εμπορικών συναλλαγών που εκφεύγουν του τυπικού μοντέλου της διμερούς διαιτητικής σύμβασης, κυρίως στον κατασκευαστικό χώρο ή στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό χώρο. Εκεί, πράγματι, υπάρχει μία σύγκρουση μεταξύ του κλασικού δόγματος περί συναινετικού χαρακτήρα και της εμπορικής πραγματικότητας. Η θεωρία και πρακτική της διαιτησίας αρχικά δυσκολεύτηκε να τοποθετηθεί σε αυτή την σύγκρουση και να βρει ένα τρόπο να προστατεύσει τρίτα μέρη που, ενώ δε δεσμεύονται από τη διαιτητική σύμβαση, έχουν ένα ξεκάθαρο έννομο αλλά και εμπορικό συμφέρον για να συμμετάσχουν στη διαιτητική διαδικασία.

Τα τελευταία χρόνια όμως, έχουν αναδειχθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες δογματικές και κυρίως αποτελεσματικές προσεγγίσεις που επιτρέπουν, υπό προϋποθέσεις, τη συμμετοχή τρίτων μερών στη διαιτησία, ειδικά στην περίπτωση που τα τρίτα μέρη έχουν επιδείξει ενεργό συμμετοχή στο ουσιαστικό κομμάτι της εμπορικής συναλλαγής. Ομολογώ, πάντως, ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά δογματικά προβλήματα σε αυτό το ζήτημα για το οποίο διαφορετικά κρατικά δικαστήρια έχουν λάβει διαμετρικά αντίθετες αποφάσεις.

Στην Ελλάδα, εν συγκρίσει με άλλες χώρες, ο θεσμός της Διαιτησίας δεν είναι αρκετά «δημοφιλής». Ποια είναι, κατά την κρίση σας, εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν τα μέρη πιο «διστακτικά» στην υπαγωγή τυχόν διαφοράς τους σε Διαιτησία;

Είναι πραγματικά ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα γιατί στην Ελλάδα, με την εξαιρετικά αργή και χρονοβόρα διαδικασία επίλυσης εμπορικών διαφορών από τα κρατικά δικαστήρια, ο θεσμός της διαιτησίας δεν έχει λάβει την εκτεταμένη μορφή που βλέπουμε διεθνώς. Και αναφέρομαι εδώ κυρίως στις μικρότερες ή μεσαίες εμπορικές διαφορές, μέχρι ένα ή δύο εκατομμύρια Ευρώ. Γιατί στα μεγάλα επενδυτικά και κατασκευαστικά έργα, καθώς και τις μεγάλες εμπορικές συμβάσεις, ιδίως σε αυτές στις οποίες συμμετέχουν μεγάλες αλλοδαπές εταιρείες οι διαιτητικές ρήτρες είναι σχεδόν μία αυτονόητη επιλογή.

Αναμένω ότι σπουδαίο ρόλο στην περαιτέρω διάδοση του θεσμού στην Ελλάδα θα διαδραματίσει και ο νέος, προοδευτικός και πρωτοπόρος, νόμος περί διαιτησίας που επεξεργάζεται μία εξαίρετη νομοπαρασκευαστική επιτροπή.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι για τις μικρές και μεσαίες εμπορικές διαφορές, η διστακτικότητα οφείλεται κατά βάση σε μία έλλειψη εξοικείωσης με το θεσμό της διαιτησίας. Θεωρώ όμως, επίσης, ότι με το μεγάλο αριθμό των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζει τα τελευταία 10-15 χρόνια διαιτησία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, οι νέες γενιές δικηγόρων θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των διαιτητικών ρητρών ακόμα και σε μικρότερες εμπορικές συμβάσεις. Βλέποντας το εξαιρετικό επίπεδο και ενδιαφέρον των Ελλήνων φοιτητών για την διαιτησία, διατελώ εξαιρετικά αισιόδοξος για το μέλλον της διαιτησίας την Ελλάδα.

Αναμένω, επίσης, ότι σπουδαίο ρόλο στην περαιτέρω διάδοση του θεσμού στην Ελλάδα θα διαδραματίσει και ο νέος, και όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω προοδευτικός και πρωτοπόρος, νόμος περί διαιτησίας που αυτή τη στιγμή επεξεργάζεται μία πράγματι εξαίρετη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, με επικεφαλής τον κορυφαίο καθηγητή και νομικό διαιτησίας κ. Κωνσταντίνο Καλαβρό.

Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού στη Διαιτησία και, εν γένει, στην επίλυση διαφορών; Πιστεύετε ότι θα αυξηθούν οι αξιώσεις επενδυτών σε βάρος των Κυβερνήσεων (σύμφωνα με το σύστημα ISDS) για τις οικονομικές απώλειες που επέφερε η λήψη μέτρων για τη αντιμετώπιση του κορωνοϊού;

Είναι ξεκάθαρο ότι θα αυξηθούν οι αξιώσεις των επενδυτών κατά των κυβερνήσεων, όχι μόνο με το σύστημα και την διαδικασία της επενδυτικής διαιτησίας, αλλά και της εμπορικής διαιτησίας μέσω τυπικών διαιτητικών ρητρών σε συμβάσεις παραχώρησης. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρωτοφανές οικονομικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη πανδημία, το οποίο έχει προκαλέσει ξεκάθαρες οικονομικές συνέπειες σε ένα ευρύ φάσμα εμπορικών δραστηριοτήτων ιδίως στον κατασκευαστικό τομέα.

Ο θεσμός της διαιτησίας μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά στην γρήγορη επίλυση αυτών των διαφορών κάτι που θα είναι προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων όσο και της γενικής οικονομίας και κατά συνέπεια του ίδιων των κρατών. Θεωρώ, λοιπόν, ότι εν τέλει η διαιτησία θα συμβάλλει θετικά στην όσο το δυνατόν γρηγορότερη διέξοδο από την οδυνηρή διαδικασία των εμπορικών διαφορών που έχουν δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού.

Ποιες είναι οι προοπτικές και οι μελλοντικές προκλήσεις της Διεθνούς Διαιτησίας;

Η μεγάλη πρόκληση της διεθνούς διαιτησίας έχει να κάνει με το αν θα μπορέσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κρατικών κυβερνήσεων αλλά και της ευρύτερης κοινής γνώμης, οι οποίες εμφανίζονται ιδιαίτερα διστακτικές, αν όχι επικριτικές, στην δυνατότητα επίλυσης μεγάλων επενδυτικών διαφόρων από διαιτητικά και όχι εθνικά δικαστήρια.

Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι σε σχέση με τα επιτρεπτά όρια ανάμεσα στην άσκηση κρατικής πολιτικής για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, από την μια πλευρά, και την εύλογη αποζημίωση της επενδυτικής βλάβης που υφίσταται ένας επενδυτής από τα κρατικά μέτρα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, από την άλλη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πολλές εθνικές κυβερνήσεις θεωρούν ότι αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να λύνονται από διαιτητικά δικαστήρια, αλλά αποκλειστικά από κρατικά δικαστήρια.

Ανεξάρτητα από το αν η θέση και το πλάνο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να καταργήσει το θεσμό της επενδυτικής διαιτησίας είναι θεμιτή, υπάρχει ο κίνδυνος ώστε η κριτική κατά της επενδυτικής διαιτησίας να επεκταθεί στο μέλλον και στον θεσμό της εμπορικής διαιτησίας και να οδηγήσει σε μια επαναφορά παρωχημένων αντιλήψεων περί περιορισμού της διαιτητευσιμότητας. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν, εν δυνάμει, καταστροφική για το μέλλον της διαιτησίας και θεωρώ ότι είναι η μεγάλη πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει ο θεσμός στο μέλλον.