Πτωχευτικός Κώδικας: Εφαρμογή και προκλήσεις ένα χρόνο μετά την ψήφισή του

Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας (ν. 4738/2020), ο οποίος αποσκοπεί σε μια συνολική ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους τόσο στα νομικά όσο και στα φυσικά πρόσωπα, ψηφίστηκε μεν πριν περίπου ένα χρόνο, όμως τέθηκε σε ισχύ αρκετά πρόσφατα. Συγκεκριμένα, ενώ η αρχική πρόβλεψη ήταν να τεθεί σε ισχύ την 1ηΙανουαρίου 2021, με τροπολογία δόθηκε παράταση στην έναρξη ισχύος του, η οποία καθορίστηκε την 1ηΜαρτίου 2021 για τα νομικά πρόσωπα και την 1η Ιουνίου 2021 για τα φυσικά πρόσωπα.

Κάνοντας, λοιπόν, «πρεμιέρα» σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για τις επιχειρήσεις εν μέσω lockdownκαι τεράστιων οικονομικών πληγμάτων, αλλά και φέρνοντας στο επίκεντρο του ευάλωτους οφειλέτες, ο Πτωχευτικός Κώδικας στους λίγους μήνες εφαρμογής του έχει εγείρει σημαντικά ερωτήματα κυρίως ως προς τον μηχανισμό ρύθμισης οφειλών και την αντιμετώπιση των ευάλωτων οφειλετών.

Η εφαρμογή του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών έχει ως στόχο τη διατήρηση της επιχείρησης και της περιουσίας του φυσικού προσώπου. Στα θετικότερα χαρακτηριστικά της είναι ότι αφορά όλους τους φορείς, δηλαδή τόσο τους ιδιωτικούς όσο και τους δημόσιους με δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών σε 240 δόσεις προς το Δημόσιο και 420 δόσεις προς τους ιδιωτικούς χρηματοδοτικούς φορείς.

Η υπαγωγή στον μηχανισμό ρύθμισης οφειλών αποκλείεται όταν το σύνολο των οφειλών δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ ή το 90% των οφειλών οφείλεται σε έναν μόνο χρηματοδοτικό φορέα. Το ίδιο ισχύει, όταν εκκρεμούν αιτήσεις στο δικαστήριο που σχετίζονται με προγενέστερες συναφείς διαδικασίες, όπως για ένταξη στον ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, στον ν. 4605/2019 για την προστασία κύριας κατοικίας ή στον ν. 4469/2017 για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, όπως επίσης και αν εκκρεμεί αίτημα για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης ή κήρυξης σε πτώχευση με βάση τον προηγούμενο Πτωχευτικό Κώδικα, εκτός αν ο οφειλέτης παραιτηθεί έγκυρα από αυτές τις διαδικασίες.

Εφόσον εκκρεμεί η έκδοση απόφασης σε αυτές τις διαδικασίες ή δεν έχουν παρέλθει πάνω από 15 μήνες από την απόφαση υπαγωγής ή 12 μήνες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, ο οφειλέτης δεν έχει καμία δυνατότητα υπαγωγής στις διατάξεις του νέου νόμου.

Παράλληλα, ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για φοροδιαφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, δωροληψία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, χρεοκοπία ή απάτη σε βαθμό κακουργήματος. Επιπλέον, οι οφειλέτες με εξυπηρετούμενες ή ενήμερες οφειλές προς το σύνολο των πιστωτών θα πρέπει να επικαλούνται γεγονότα, από τα οποία να προκύπτει η επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης λόγω είτε μείωσης των εσόδων είτε αύξησης των δαπανών σε ποσοστό 20%.

Από την 1η Ιουνίου 2021, η διαδικασία ρύθμισης των οφειλών ξεκίνησε να γίνεται ηλεκτρονικά μέσω της πλατφόρμας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Ο αλγόριθμος της πλατφόρμας προτείνει λύσεις ρύθμισης, οι οποίες βασίζονται στην ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη αλλά και την αρχή της μη χειροτέρευσης του πιστωτή. Τη διαδικασία μπορεί να εκκινήσει είτε ο οφειλέτης είτε κάποιος από τους δανειστές.

Για να καταλήξει η πρόταση στην υπογραφή σύμβασης αναδιάρθρωσης των οφειλών, θα πρέπει να δοθεί η συναίνεση τόσο του οφειλέτη όσο και της πλειοψηφίας των χρηματοδοτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού των πιστωτών με ειδικό προνόμιο, όπως προσημείωση ή υποθήκη. Αν τη διαδικασία εκκινήσουν οι πιστωτές και ο οφειλέτης δεν συμφωνεί με την πρόταση, δύναται εντός 10 ημερολογιακών ημερών να καταθέσει αίτημα διαμεσολάβησης, το οποίο πρέπει να γίνει δεκτό από την πλειοψηφία των δανειστών, έτσι ώστε να αναλάβει την ευθύνη ο διαμεσολαβητής. Εφόσον μέσα σε 30 ημέρες από την υποβολή του αιτήματος δεν έχει υπογραφεί σύμβαση αναδιάρθρωσης των οφειλών, η διαδικασία θεωρείται λήξασα.

Με την ηλεκτρονική αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη

Η κυριότερη συνέπεια που έχει ήδη οδηγήσει πολλούς οφειλέτες στην ηλεκτρονική αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών είναι ότι από την υποβολή της αίτησης μέχρι την περάτωση της διαδικασίας, ήτοι για διάστημα κατά το μέγιστο δύο μηνών, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης ισχύει φυσικά και στην περίπτωση που επιτευχθεί συμφωνία αναδιάρθρωσης των οφειλών.

Η διαδικασία εξυγίανσης
Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί πλέον τη μοναδική συλλογική προπτωχευτική διαδικασία και σε αντίθεση με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών μπορεί να προχωρήσει και χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Αφορά όλα τα πρόσωπα, τα οποία ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, ακόμα και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αλλά απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητας.

Βέβαια, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει μόνο αν υφίσταται παύση πληρωμών. Διαφορετικά, εφόσον δηλαδή υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη, η συμφωνία εξυγίανσης απαιτεί επικύρωση από το 50% των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο και το 50% των λοιπών απαιτήσεων.

Ενδιαφέρουσα απόκλιση από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς είναι ότι η συναίνεση των δημόσιων φορέων τεκμαίρεται, εφόσον οι βεβαιωμένες οφειλές του οφειλέτη δεν ξεπερνούν τα 15 εκατομμύρια ευρώ, ο δημόσιος φορέας δεν θα περιέλθει με τη συμφωνία εξυγίανσης σε χειρότερη θέση σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρισκόταν στο ενδεχόμενο πτώχευσης και το σύνολο των απαιτήσεων των δημόσιων φορέων δεν ξεπερνά το σύνολο των ιδιωτών πιστωτών. Με αυτή τη διάταξη αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της μη συναίνεσης του Δημοσίου κυρίως λόγω κωλυσιεργίας.

Η συμφωνία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από έκθεση εμπειρογνώμονα, έτσι ώστε να υπάρχει μια σαφής εικόνα για την κατάσταση της επιχείρησης του οφειλέτη και το προβλεπόμενο επιχειρηματικό σχέδιο. Μάλιστα, η Υπουργική Απόφαση 26400 ΕΞ 2021 καθορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της έκθεσης του εμπειρογνώμονα, το οποίο αποτελείται από την παρουσίαση του οφειλέτη, την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, τις οφειλές ανά κατηγορία πιστωτή, την επισκόπηση του επιχειρηματικού σχεδίου ως προς τις παραδοχές και τις προβλέψεις του, την εκτίμηση του βαθμού ικανοποίησης των πιστωτών σε περίπτωση πτώχευσης, τις βασικές αρχές της προτεινόμενης συμφωνίας εξυγίανσης και τη γνώμη του εμπειρογνώμονα.

Οι  ανωτέρω θεματικές δεν διαφέρουν σε σχέση με την παλαιότερη νομοθεσία, όμως αυτό που αλλάζει είναι το βάθος και το εύρος των πληροφοριών που απαιτούνται σε κάθε κεφάλαιο. Έτσι, γίνεται εκτεταμένη ανάλυση των επιχειρηματικών δεδομένων, των εταιρικών γεγονότων και συναλλαγών σε βάθος πενταετίας, ώστε να απεικονίζεται ορθά η δυνατότητα ανάκαμψης της εταιρείας και οι δανειστές να γνωρίζουν επαρκώς και εκ των προτέρων ποιες επιχειρήσεις θα στηρίξουν, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος περαιτέρω ανάγκης αναδιάρθρωσης του χρέους στο μέλλον.

Η συμφωνία εξυγίανσης επικυρώνεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ ήδη από την κατάθεσή της προς επικύρωση αναστέλλονται όλα τα μέτρα ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και των ασφαλιστικών μέτρων κατά του οφειλέτη.

Το δικαστήριο προχωρεί και σε έλεγχο σκοπιμότητας της συμφωνίας πέρα από τον έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων, αφού την επικυρώνει μόνο εφόσον πιθανολογείται ότι διαμορφώνει εύλογη προοπτική βιωσιμότητας της επιχείρησης και πληρούται η αρχή της μη χειροτέρευσης των πιστωτών, αλλά και εφόσον αντιμετωπίζει τους πιστωτές με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης.

Η αντιμετώπιση των ευάλωτων οφειλετών
Η προστασία των ευάλωτων οφειλετών στον νέο Πτωχευτικό Κώδικα επικεντρώνεται στην προστασία της κύριας κατοικίας, με στόχο να διασφαλιστεί ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης σε όσους πτωχεύουν ή βρίσκονται αντιμέτωποι με τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης στην περιουσία τους.

Ο ν. 4738/2020 δεν αναφέρει ο ίδιος τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός οφειλέτη ως ευάλωτου, αλλά παραπέμπει στον ν. 4472/2017. Σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού του νόμου, ως «ευάλωτος οφειλέτης» νοείται αυτός, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν εισοδηματικά, περιουσιακά και λοιπά κριτήρια και συγκεκριμένα συνολικό ετήσιο εισόδημα από 7.000 έως 21.000 ευρώ (ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειάς του, καθώς για κάθε μέλος υπάρχει προσαύξηση 3.500 ευρώ στο όριο), συνολική φορολογητέα αξία ακίνητης περιουσίας από 120.000 έως 180.000 ευρώ με προσαύξηση 15.000 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος και σύνολο τραπεζικών καταθέσεων από 7.000 έως 21.000 ευρώ με προσαύξηση 3.5000 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος.

Εφόσον, λοιπόν, ένας τέτοιος ευάλωτος οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση και ρευστοποιείται η κύρια κατοικία του ή σε βάρος αυτής, επειδή ο οφειλέτης δεν πτώχευσε, επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο δανειστή, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτημα μεταβίβασης και μίσθωσης της κύριας κατοικίας στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, η λειτουργία του οποίου προβλέπεται στο άρθρο 218 του Πτωχευτικού Κώδικα.

Ο φορέας αυτός, ο οποίος είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, καταβάλλει το τίμημα μεταβίβασης, όπως αυτό έχει καθοριστεί από πιστοποιημένο εκτιμημένη ή με βάση την πρώτη προσφορά, στον σύνδικο ή τον υπάλληλο πλειστηριασμού, με αποτέλεσμα να ματαιώνεται ο πλειστηριασμός. Στη συνέχεια, μισθώνει το ακίνητο στον οφειλέτη για δώδεκα έτη.

Το μίσθωμα προκύπτει με βάση την αξία του ακινήτου, η οποία καθορίζεται με πραγματογνωμοσύνη, και το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με τις σχετικές αναπροσαρμογές αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Δεν έχει γίνει ακόμα σαφές αν το μίσθωμα θα ακολουθεί την τάση ανόδου της αγοράς ή θα είναι σε ευνοϊκότερο ύψος για τον οφειλέτη, όμως θα αναθεωρείται σε ετήσια βάση. Ο οφειλέτης, δεδομένου ότι είναι ευάλωτος, δικαιούται επιδότησης ενοικίου, όμως θα υπόκειται σε άρση του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου για τον διαρκή έλεγχο της πλήρωσης των προϋποθέσεων για παροχή του επιδόματος.

Ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης δεν έχει ακόμα συσταθεί, αλλά αναμένεται να ξεκινήσει τη λειτουργία του το καλοκαίρι του 2022, αν και οι πλειστηριασμοί έχουν ήδη ξεκινήσει

Ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης δεν έχει ακόμα συσταθεί. Η εταιρεία που θα αναλάβει αυτή τη διαδικασία θα είναι μοναδική και θα επιλεγεί μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών και σχημάτων ιδιωτικών κεφαλαίων με διεθνή διαγωνισμό, ο οποίος αναμένεται να προκηρυχθεί στις αρχές του 2022. Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία του Φορέα δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από το καλοκαίρι της νέας χρονιάς.

Προς το παρόν, έχει μόνο τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, η οποία έληξε στις 13 Ιουλίου, η προκήρυξη της σύμβασης παραχώρησης, στην  οποία αναφέρεται ότι ο φορέας θα δεσμεύεται να δαπανήσει 2 δισ. ευρώ για την αγορά πρώτων κατοικιών ευάλωτων οφειλετών. Μέχρι, όμως, να οριστικοποιηθεί η πρόσκληση υποβολής δεσμευτικών προσφορών, δεν γνωρίζουμε αν το ποσό αυτό θα αυξηθεί, αν θα υπάρξει άμεση ή έμμεση κρατική εγγύηση και γενικά δεν έχουμε λεπτομέρειες για το ακριβές πλαίσιο λειτουργίας του φορέα.

Το πρόβλημα που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι ότι οι πλειστηριασμοί έχουν ξεκινήσει ήδη από την 1ηΣεπτεμβρίου, οπότε χωρίς την ύπαρξη του φορέα οι ευάλωτοι οφειλέτες δεν προστατεύονται ως προς την πρώτη κατοικία τους.

Αυτό το κενό προστασίας καλούνται να καλύψουν οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης, οι οποίες έχουν συμφωνήσει να κρατήσουν τα ακίνητα των δανειοληπτών στους ισολογισμούς τους και να ικανοποιούν εν μέρει τις απαιτήσεις τους από τη δόση του οφειλέτη σε συνδυασμό με το στεγαστικό επίδομα που παρέχει το κράτος στους ευάλωτους οφειλέτες.

Πρόκειται για ένα ξεκάθαρα μεταβατικό καθεστώς, το οποίο σε πρώτη φάση έχει ορίζοντα ισχύος μέχρι την 31η Μαρτίου 2021, όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι αυτή την ημερομηνία ο φορέας θα είναι καθ’ όλα έτοιμος να λειτουργήσει.

Οι τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τους πλειστηριασμούς
Ο νέος νόμος του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Ταχεία Πολιτική Δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας για την Ψηφιοποίηση της Πολιτικής Δικαιοσύνης και άλλες Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας», ο οποίος ψηφίστηκε πριν λίγες ημέρες και στοχεύει στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα, επικεντρώνεται κυρίως στον θεσμό της πιλοτικής δικής στον Άρειο Πάγο, όμως περιλαμβάνει και σημαντικές διατάξεις για τους πλειστηριασμούς.

Οι ρυθμίσεις αυτές εναρμονίζονται με το συνολικό πνεύμα του νέου πτωχευτικού δικαίου για απλοποίηση των διαδικασιών και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και ταχύτερη οικονομική επιτυχία κάθε βήματος της πτώχευσης.

Η κυριότερη αλλαγή στον ΚΠολΔ αναφορικά με τους πλειστηριασμούς που έχει επικριθεί αρκετά είναι η αυτόματη μείωση της τιμής του ακινήτου σε διαδοχικούς πλειστηριασμούς χωρίς τη μεσολάβηση δικαστικής κρίσης

Πιο συγκεκριμένα, η αλλαγή, η οποία έχει επικριθεί σε σημαντικό βαθμό, είναι η αυτόματη σταδιακή μείωση της τιμής του ακινήτου σε διαδοχικούς πλειστηριασμούς χωρίς τη μεσολάβηση δικαστικής κρίσης. Έτσι, μετά από δύο αρχικές ματαιώσεις, η τιμή πρώτης προσφοράς μειώνεται αυτόματα κατά 20%, ενώ αν πάλι δεν υπάρξει ενδιαφέρον και ματαιωθεί και ο τρίτος πλειστηριασμός, τότε μειώνεται αυτόματα η τιμή επιπλέον 15%.

Προφανής σκοπός της αυτόματης μείωσης είναι η προσέλκυση περισσότερων πλειοδοτών σε περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει σημαντική έλλειψή τους, καθώς προϋποτίθεται ότι αυτή η έλλειψη φανερώνει ότι η αρχική τιμή δεν είναι αντίστοιχη με τις συνθήκες στην αγορά.

Επιπλέον, αναμένεται ότι θα επιτευχθεί και αποσυμφόρηση των πολιτικών δικαστηρίων, αφού αυτά πλέον δεν θα εμπλέκονται σε αυτό το στάδιο της μείωσης της πρώτης προσφοράς. Μάλιστα, απαλείφεται και η δυνατότητα ελεύθερης εκποίησης του ακινήτου σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση ή σε τρίτον, µε τίμημα που ορίζεται από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αποξένωση της πολιτικής δικαιοσύνης από τη διαδικασία καθορισμού της τιμής του ακινήτου.

Το πρόβλημα που ανακύπτει, ωστόσο, είναι ότι μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά χαμηλότερη τελική τιμή εκπλειστηρίασης του ακινήτου, καθώς ακόμα και ενδιαφερόμενοι πλειοδότες θα περιμένουν απλώς την αυτόματη μείωση από τον τρίτο πλειστηριασμό και έπειτα. Έτσι, θίγεται ο οφειλέτης ο οποίος μπορεί τελικά να δει το ακίνητό του να εκπλειστηριάζεται για πολύ χαμηλή τιμή, χωρίς να έχει το δικαίωμα έννομης προστασίας επ’ αυτού.

Μία ακόμα καινοτομία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι ότι επιτρέπει τη συμμετοχή περισσότερων πλειοδοτών από κοινού, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο από τους υπόλοιπους και το καταθέτει πριν την έναρξη του πλειστηριασμού. Εφόσον γίνει η κατακύρωση σε αυτούς, οι συμπλειοδότες ενέχονται εις ολόκληρον για την καταβολή του πλειστηριάσματος. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνονται οι πιθανότητες επιτυχούς πλειστηριασμού ακινήτων μεγάλης αξίας, για τα οποία μέχρι τώρα δεν υπήρχε ενδιαφέρον λόγω του υψηλού τιμήματός τους.

Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς ακριβώς θα εφαρμοστούν αυτές οι διατάξεις, οι οποίες φυσικά δεν αφορούν τους τρέχοντες πλειστηριασμούς, και αν τελικά θα καταφέρουν να συνδυάσουν με τον βέλτιστο τρόπο την ταχύτητα της διαδικασίας με το οικονομικό συμφέρον τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή.

Βασιλική Σαλακά, Partner, Karatzas & Partners Law Firm
«Διανύουμε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία η αγορά εξοικειώνεται με τους νέους θεσμούς, ενώ το καθεστώς αναστολής των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που ίσχυσε μέχρι τον Ιούλιο 2021 λόγω της πανδημίας λειτούργησε αποτρεπτικά ως προς την κατάθεση αιτήσεων πτώχευσης και εξυγίανσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει επί του παρόντος ασφαλές δείγμα, προκειμένου να αξιολογηθεί η εφαρμογή του νέου πλαισίου. 

Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου είχαν κατατεθεί μόνο 24 αιτήσεις πτώχευσης, 23 αιτήσεις προληπτικών μέτρων και 13 αιτήσεις επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης. Τα στοιχεία όμως που παρέχει η πλατφόρμα του  εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών είναι άκρως ενθαρρυντικά, καθώς σε διάστημα μόλις τριών μηνών οι είσοδοι στην πλατφόρμα ξεπέρασαν τις 33.000. Είναι δεδομένο ότι για την εδραίωση του νέου πλαισίου απαιτείται να συντελεσθεί μια συνολική αλλαγή κουλτούρας στην αγορά, που αφορά και στις πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες  φαίνεται να συνεχίζουν να  προτιμούν  τον  θεσμό της ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης έναντι της πτώχευσης.»

Φώτης Κουρμούσης, Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, Υπουργείο Οικονομικών

  • Ποιές είναι οι βελτιώσεις της διαδικασίας εξυγίανσης, σε σχέση με το παρελθόν και προσελκύουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την αγορά;

Οι βασικότερες καινοτομίες που επέφερε ο νέος Νόμος 4738/2020 στη διαδικασία της εξυγίανσης επιχειρήσεων είναι οι εξής:

  • Εντάσσονται όλοι οι πιστωτές, δηλαδή Δημόσιο (ΑΑΔΕ), ασφαλιστικά ταμεία (ΕΦΚΑ / ΚΕΑΟ), τράπεζες, διαχειριστές δανείων (funds – servicers) και λοιποί ιδιώτες (δηλ. προμηθευτές και εργαζόμενοι). Στο παρελθόν εντάσσονταν μόνο εταιρείες που συγκέντρωναν υψηλά ποσοστά συναίνεσης ειδικών προνομίων (δηλαδή τράπεζες, κατά κύριο λόγο).
  • Δύναται να υποβληθεί αίτηση εξυγίανσης και από τους πιστωτές, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δύναται να επιτευχθεί συμφωνία εξυγίανσης ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη.
  • Υποχρεωτικά επιλέγεται Εμπειρογνώμονας που κατέχει εχέγγυα τεχνογνωσίας, αποκλειστικά από το νεοσύστατο Μητρώο Εμπειρογνωμόνων. Ο Εμπειρογνώμονας εκπονεί το σχέδιο εξυγίανσης οφειλών της επιχείρησης, το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται με συγκεκριμένες ειδικές προδιαγραφές που έχουν πλέον αποτυπωθεί ρητά στο θεσμικό πλαίσιο, για πρώτη φορά στη χώρα μας, αποφεύγοντας κενά, ασάφειες και παρερμηνείες.
  • Διευρύνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης των πιστωτών, σύμφωνα με την οποία κανένας από τους πιστωτές δεν πρέπει να βρεθεί σε χειρότερη θέση από αυτή που θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη, ακόμη και όσων πιστωτών δεν συναινούν στην εξυγίανση. Έτσι, πρακτικά εντάσσονται και άλλες απαιτήσεις πιστωτών, όπως οι περιπτώσεις της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring).
  • Τεκμαίρεται για πρώτη φορά η συναίνεση των πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που βοηθά τους οφειλέτες στην επίτευξη του ελάχιστου απαιτούμενου ποσοστού συναίνεσης πιστωτών, που είναι προ-απαιτούμενο για τη δικαστική επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης. Είναι γεγονός ότι στην πράξη οι δημόσιοι πιστωτές ήταν κατά βάση αρνητικοί στο παρελθόν.
  • Μια σειρά από διαδικασίες (π.χ. ψηφοφορία πιστωτών) διενεργούνται πλέον ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής πλατφόρμας, με σκοπό την ψηφιοποίηση και επιτάχυνση των διεργασιών, καθώς και την ενίσχυση της διαφάνειας.
  • Όλες οι αιτήσεις επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, καθώς και οι αποφάσεις επικύρωσης δημοσιεύονται σε δημόσιο ηλεκτρονικό μητρώο, με σκοπό τη δημοσιοποίηση πληροφοριών προς το ευρύ ενδιαφερόμενο κοινό.
  • Η διαδικασία της δικαστικής επικύρωσης επιτυγχάνεται πλέον ταχύτερα, αφού ο Νόμος προβλέπει ορισμό δικασίμου ημερομηνίας εντός 2 μηνών. Επιπλέον, και η ίδια η διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης και έκδοσης απόφασης επιταχύνεται, αφού πλέον το δικαστήριο ελέγχει υποχρεωτικά ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στη διαδικασία εξυγίανσης (π.χ. ύπαρξη πτωχευτικής ικανότητας, αδυναμία πληρωμών, αληθής αίτηση και συνοδευτικά έγγραφα, συμφωνία εξυγίανσης με το περιεχόμενο που ορίζει ο νόμος κλπ.), αλλά μπορεί να αρκεσθεί στην πιθανολόγηση, ως προς τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και την τήρηση της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών.

Με την εφαρμογή της εξυγίανσης επιχειρηματικών οφειλών, διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες, έτσι ώστε να μειωθεί το ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας και να γίνει αποτελεσματική διαχείριση της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων, φαινόμενο που επιδεινώθηκε, τόσο εξαιτίας της 10-ετούς οικονομικής κρίσης, όσο και λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Η οικονομική εξυγίανση των επιχειρήσεων παρέχει έμπρακτη στήριξη της βιωσιμότητάς τους και παράλληλα διευκολύνει την υλοποίηση και προσέλκυση νέων επενδύσεων, καθώς και την αξιοποίηση περισσότερων πόρων της οικονομίας.