Η χρήση βιομετρικών τεχνολογιών για την ταυτοποίηση των υποκειμένων δεν αποτελεί μια νέα δικαιοπολιτική πρόκληση. Αρκεί κανείς να αναζητήσει τεχνολογίες, όπως μεταξύ άλλων το ClearView AI, το οποίο – προσφάτως – καταδίκασε η Ιταλική Αρχή με το διόλου ευκαταφρόνητο πρόστιμο ύψους είκοσι εκατομμυρίων ευρώ, ή το αγγλικό Live Facial Recognition (LFR), το οποίο δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να εστιάζουν σε συγκεκριµένα µέρη, έχοντας πρακτικά το δικαίωµα να “σκανάρουν” σε ζωντανό χρόνο οποιοδήποτε πρόσωπο περνάει από το επιλεγµένο µέρος και να το εισάγουν στο σύστηµα LFR.
Aν και όλα αυτά – ίσως – φαίνονται μακρινά για τη χώρα μας, αυτό είναι – μάλλον – μια ψευδαίσθηση. Προσφάτως, υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις σχετικά με τη χρήση βιομετρικών συστημάτων ταυτοποίησης από τις αστυνομικές αρχές. Συγκεκριμένα, στις 14 Δεκεμβρίου 2019 αναρτήθηκε σχετική ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με την οποία γνωστοποιείται ότι η Ελληνική Αστυνομία προχώρησε στη σύναψη σύμβαση ύψους 4 εκ. ευρώ με την εταιρεία INTRACOM TELECOM. Αντίστοιχη ανακοίνωση είχε γίνει και στην ιστοσελίδα της εταιρείας ήδη από τον Ιούλιο του 2019. Η ως άνω σύμβαση προβλέπει την προμήθεια τουλάχιστον χιλίων (1.000) έξυπνων κινητών (smartphones) με τα οποία θα πραγματοποιείται η Έξυπνη Αστυνόμευση (Smart Policing). Με λίγα λόγια, η εν λόγω σύμβαση προβλέπει, μεταξύ άλλων, την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων (αποτυπώματα και φωτογραφίες) πολιτών μέσω έξυπνων φορητών συσκευών που θα χρησιμοποιούνται σε πεζές και εποχούμενες περιπολίες με σκοπό την αναζήτηση, εύρεση και ταυτοποίηση των προσώπων.
Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά (ή ορθότερα σε τεχνικό επίπεδο) η κατοχή από τους αστυνομικούς των εν λόγω έξυπνων συσκευών; Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι δυνατότητες που παρέχουν οι συσκευές αυτές; Μια ασφαλής πηγή απαντήσεων θα μπορούσε – στο σημείο αυτό – να αποτελέσει το ίδιο το τεύχος τεχνικών προδιαγραφών της Ελληνικής Αστυνομίας, σχετικά με τα συστήματα Έξυπνης Αστυνόμευσης, από το οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει πολύτιμες τεχνικές πληροφορίες. Μερικές, λοιπόν, από τις δυνατότητες που θα παρέχουν οι συσκευές αυτές είναι οι εξής:
α. η σάρωση και ανάγνωση επίσημων εγγράφων ταυτοποίησης, ήτοι διαβατηρίων, αδειών οδήγησης, ταυτότητες νέου τύπου κτλ.
β. η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, υπηρεσία την οποία θα παρέχουν τουλάχιστον πεντακόσιες (500) από τις προμηθευόμενες έξυπνες συσκευές. Η λήψη των αποτυπωμάτων θα γίνεται είτε μέσω της ίδιας της συσκευής, είτε κατάλληλης πρόσθετης συσκευής που θα δοθεί για τον αποκλειστικό αυτό σκοπό. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, όπου απαιτείται και δεύτερη συσκευή, οι δύο συσκευές θα είναι μεταξύ τους συνδεδεμένες και η επικοινωνία με τα κεντρικά θα γίνεται μέσω του smartphone. Τα ληφθέντα δακτυλικά αποτυπώματα, κατόπιν παραμετροποίησης, θα συγκρίνονται με την αντίστοιχη ελληνική βάση δεδομένων (AFIS), αλλά και με την Κεντρική Βάση Δεδομένων SIS ΙΙ AFIS στο Στρασβούργο. Έπειτα από τη σύγκριση θα λαμβάνεται στη συσκευή συνοπτική απάντηση.
γ. η λήψη φωτογραφιών προσώπων. Βασικό στόχο αποτελεί η παράδοση στην ΕΛΑΣ λογισμικού ικανού να πραγματοποιεί επιτυχώς συγκρίσεις φωτογραφιών με ψηφιακά αρχεία φωτογραφιών προσώπων, προκειμένου να είναι δυνατή η αναγνώριση και ταυτοποίηση ενός υπό εξέταση προσώπου. Οι ληφθείσες φωτογραφίες μαζί με τα συνοδευόμενα δεδομένα (τόπος και χρόνος) θα συγκρίνονται, μέσω κατάλληλης – σε υλικό (hardware) και λογισμικό (software) – κεντρικής υποδομής. Τα δεδομένα φωτογραφιών προσώπου θα αντιπαραβάλλονται κεντρικά και εν συνεχεία βάσει πρόσθετων συγκρίσεων-αναζητήσεων που θα πραγματοποιεί το υπό εξέταση σύστημα κεντρικά, στη φορητή συσκευή θα λαμβάνεται συνοπτική απάντηση επιχειρησιακού ενδιαφέροντος.
Πρακτικά, μέσω της εφαρμογής της Έξυπνης Αστυνόμευσης, οι αρχές αποκτούν τη δυνατότητα να αποστείλουν τα αρχεία και τα δεδομένα τόσο στα κεντρικά, όσο και μεταξύ των χρηστών που κατέχουν τις έξυπνες συσκευές. Επιπλέον, τα ληφθέντα δεδομένα θα μπορούν να αποστέλλονται και ταχύτατα να αντιπαραβάλλονται με δεδομένα τόσο στην εθνική, όσο και δε διεθνείς βάσεις δεδομένων, όπως της Interpol, της EUCARIS κτλ.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η χρήση τέτοιας φύσεως τεχνολογιών από τις αστυνομικές αρχές, ενώ μπορεί, πράγματι, να είναι ωφέλιμη και να εξυπηρετεί τους σκοπούς για τους οποίους υιοθετήθηκε, αδιαμφισβήτητα ελλοχεύει πολλούς μη αμελητέους κινδύνους, όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των βιομετρικών δεδομένων. Αντίστοιχες βιομετρικές τεχνολογίες ταυτοποίησης ενέχουν εγγενώς ρίσκα, αλλά και θεωρούνται εξαιρετικώς επεμβατικές και στη σφαίρα δικαιωμάτων των πολιτών, διότι με τις ως άνω έξυπνες συσκευές η Ελληνική Αστυνομία θα προβαίνει σε επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι οι παράμετροι οι οποίες πρέπει να εξεταστούν είναι πολλές και τα ερωτήματα σχετικά με τις διαδικασίες επιτακτικά. Μερικά εξ αυτών: Ποια όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας και υπό ποιες προϋποθέσεις θα δύνανται να κάνουν χρήση αυτών των τεχνολογιών; Επίσης, ποια όργανα θα έχουν πρόσβαση στη βάση δεδομένων με τα βιομετρικά στοιχεία των πολιτών; Σημαντικά, επίσης, είναι τα ερωτήματα σχετικά με το πού θα αποθηκεύονται τα δεδομένα, υπό ποιες προϋποθέσεις, με ποια διαδικασία και ποιος θα έχει πρόσβαση σε αυτά, πότε θα καταστρέφονται, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης των ίδιων των πολιτών στα ληφθέντα βιομετρικά στοιχεία τους.
Έχοντας υπόψιν τα ως άνω λεχθέντα, επιτακτικά εγείρονται ζητήματα νομιμότητας και ασφάλειας στα οποία πρέπει να δοθούν, στο μέτρο το δυνατού, απαντήσεις. Η εύρεση του νομικού πλαισίου – ελλείψει του πολυαναμενόμενου Κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη – και η στάθμιση των προβληματισμών της θεματικής εντός του πλαισίου αυτού είναι απαραίτητες, προκειμένου να ανευρεθούν “χρυσές τομές”. Πεδίο εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση έχει η Οδηγία 2016/680, (ως ειδικότερη του ΓΚΠΔ λόγω της επεξεργασίας δεδομένων των πολιτών από τις αστυνομικές αρχές), όπως αυτή μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4624/2019.
Ωφέλιμο είναι πριν κανείς εξετάσει το νόμο, ο οποίος μετέφερε την Οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη, να αντιληφθεί τις ρυθμίσεις της ίδιας της Οδηγίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 10 της Οδηγίας:
“Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα […], καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου […] επιτρέπονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον:
α) επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών·
β) επιβάλλονται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου· ή
γ) η επεξεργασία αυτή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.”
Τι προβλέπει, εν συνεχεία, ο Ν. 4624/2019, ο οποίος μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη την ως άνω Οδηγία 2016/680; Σύμφωνα με το άρθρο 44 του ως άνω νόμου ως “βιομετρικά δεδομένα” ορίζονται τα “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με φυσικά, βιολογικά ή συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου, και τα οποία επιτρέπουν ή επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση του εν λόγω φυσικού προσώπου, όπως εικόνες προσώπου ή δακτυλοσκοπικά δεδομένα”.
Επιπλέον, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 46 του νόμου, το οποίο μεταφέρει το άρθρο 10 της Οδηγίας 2016/680 ορίζει ότι “η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία για την ενάσκηση των καθηκόντων του υπεύθυνου επεξεργασίας.”
Είναι φανερό ότι τόσο ο Ευρωπαίος, όσο και ο Έλληνας νομοθέτης, αντιλαμβανόμενοι πλήρως τα ρίσκα τα οποία ενέχει η χρήση τόσο επεμβατικών τεχνολογιών ταυτοποίησης, επιτρέπουν τη χρήση των τεχνολογιών αυτών μόνο αν αυτή ικανοποιεί δύο συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ήτοι:
α) η χρήση των βιομετρικών τεχνολογιών ταυτοποίησης είναι απολύτως αναγκαίες για τους σκοπούς του υπεύθυνου της επεξεργασίας (αρχή της αναλογικότητας),
β) η χρήση των τεχνολογιών αυτών προβλέπεται από το νόμο (αρχή της νομιμότητας). Οι δύο αυτές αρχές λειτουργούν εδώ σαν “ασπίδα προστασίας” από τις καταχρήσεις και τις παραβιάσεις που μπορούν κάλλιστα να γίνουν από την πλευρά των αρχών.
Σε αυτό το σημείο της μελέτης είναι απαραίτητο να εξεταστεί κριτικά το αν οι δύο ανωτέρω προϋποθέσεις ικανοποιούνται.
Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, η οποία – μεθοδολογικώς – αποτελεί αξιολογικό στοιχείο της ποιότητας (quality of law) του νόμου, κριτήριο αποτελεί το αν η εν λόγω επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξεταστεί το αν υπάρχει διαφορετικό και λιγότερο επεμβατικό μέτρο, το οποίο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει με τον ίδιο τρόπο τον επιδιωκόμενο σκοπό. Δεδομένου ότι, όπως είδαμε παραπάνω, σκοπός της Έξυπνης Αστυνόμευσης είναι η ταυτοποίηση των προσώπων, η λήψη φωτογραφιών φαίνεται να είναι ένα μέτρο αδικαιολόγητα επεμβατικό. Πράγματι, η απλή ταυτοποίηση των πολιτών μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα για τα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών μέσα, ήτοι λ.χ. τη μεταφορά των πολιτών στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 141/1991, Άρθρο 74, παρ. 15, περ. θ΄. Επιπλέον, προσφάτως ανακοινώθηκε η – ήδη σε λειτουργία – δυνατότητα της ψηφιακής ταυτότητας στις κινητές συσκευές των πολιτών. Πράγματι, οι πολίτες (οι οποίοι διαθέτουν έξυπνες συσκευές), ακόμη και ελλείψει των φυσικών ταυτοποιητικών εγγράφων, θα μπορούν – κάλλιστα – να επιδεικνύουν στις αρχές την ψηφιακή αστυνομική τους ταυτότητα, την οποία και θα μπορούν να ανακτούν ταχέως στις συσκευές τους από το Μητρώο Δελτίων Αστυνομικών Δελτίων της Ελληνικής Αστυνομίας, μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Σε αυτό το πνεύμα, ο Γεώργιος Ρουσόπολος από την ΑΠΔΠΧ, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της Homo Digitalis απήντησε “[…] αλλά και πάλι, υπάρχουν τόσες πολλές εναλλακτικές μέθοδοι για να κάνεις την ταυτοποίηση που η αναγνώριση προσώπων δεν είναι πάντα θεμιτή.”
Η ύπαρξη κατάλληλoυ νομοθετικού πλαισίου και συγκεκριμένα σε επίπεδο εθνικού δικαίου ενός “εναργούς” και “ποιοτικού” νόμου, κατά τη νομολογία του Ε∆∆Α και του ∆.Ε.Ε., κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ΧΘ∆ΕΕ και ΕΣ∆Α., το οποίο θα ρυθμίζει λεπτομερειακώς τη χρήση των βιομετρικών τεχνολογιών ταυτοποίησης, τίθεται επίσης ως ζήτημα προς εξέταση. Αν και με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι ο Ν. 3917/2011 θα μπορούσε να αποτελεί τη νομική βάση για τη χρήση των βιομετρικών τεχνολογιών ταυτοποίησης από τις αστυνομικές αρχές, μια δεύτερη, προσεκτικότερη ματιά καταδεικνύει γρήγορα ότι ο ανωτέρω νόμος δεν αποτελεί επαρκή νομική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχτεί με ασφάλεια το εγχείρημα. Αρχικώς, ο Ν. 3917/2011 ρυθμίζει το ζήτημα της εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους (υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις). Επιπλέον, αντικείμενο του Ν. 3917/2011 δεν είναι η χρήση βιομετρικών τεχνολογιών αναγνώρισης προσώπου από αυτά τα συστήματα επιτήρησης, η οποία προφανώς έχει εντονότερο παρεμβατικό χαρακτήρα, αλλά, ακόμη περισσότερο, ο νόμος δεν καλύπτει τη χρήση αναγνώρισης προσώπου από τις φορητές συσκευές που ομοιάζουν με smartphone. Προς επίρρωση τούτου, η σχετική Οδηγία 1/2011 της ΑΠΔΠΧ αναφέρει (Άρθρο 3, παρ.1 και Άρθρο 4) ότι ο Ν.3917/2011 εφαρμόζεται αποκλειστικά για τα συστήματα που είναι μόνιμα εγκατεστημένα σε ένα χώρο, ενώ αντίθετα όταν η επεξεργασία δεδομένων εικόνας ή/και ήχου πραγματοποιείται µε χρήση συστημάτων, όπως φωτογραφική μηχανή ή συσκευή κινητού τηλεφώνου, ο Ν.3917/2011 δεν έχει πεδίο εφαρμογής.
Επιπλέον, χρήσιμο είναι να εξετασθεί και το κατά πόσο το υπ’ αριθμ. ΠΔ 75/2020, θα ήταν δυνατόν να αποτελέσει νομική βάση του παρόντος εγχειρήματος. Συγκεκριμένα, το Π.∆. υπ’ αρ. 75/2020 (ΦΕΚ Α’173/10.9.2020) κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 14 παρ. 4 ν. 3917/2011 αποτελεί μια ενθαρρυντική εξέλιξη στο πεδίο, διότι ορίζει επαρκώς κρίσιμα ζητήματα, με τρόπο τέτοιο, ώστε να επιτυγχάνονται ταυτοχρόνως οι σκοποί του νόμου αλλά και η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών. Ωστόσο, με γραμματική ερμηνεία, φαίνεται ότι το ΠΔ 75/2020 δε μπορεί να αποτελέσει νομική βάση της Έξυπνης Αστυνόμευσης. Πράγματι, το ανωτέρω ΠΔ ορίζει την εγκατάσταση και λειτουργία σε δημόσιους χώρους συστημάτων λήψης ή καταγραφής ήχου ή εικόνας αποκλειστικώς για τους συγκεκριμένους σκοπούς που ορίζει το άρθρο 14 του Ν. 3917/2011 (κατ’ εξουσιοδότηση του οποίου εξεδόθη το ΠΔ), ήτοι:
“α) τη διαφύλαξη της εθνικής άμυνας,
β) την προστασία του πολιτεύματος και την αποτροπή εγκλημάτων προδοσίας της χώρας,
γ) την αποτροπή και καταστολή εγκλημάτων που συνιστούν επιβουλή της δημόσιας τάξης,
δ) την αποτροπή και καταστολή εγκλημάτων βίας, εμπορίας ναρκωτικών, κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, εγκλημάτων κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, όταν με βάση πραγματικά στοιχεία συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελέσθηκαν ή πρόκειται να τελεσθούν τέτοιες πράξεις και
ε) τη διαχείριση της κυκλοφορίας.”
Η ανωτέρω νομοθετική επιλογή φαίνεται να είναι δικαιοπολιτικά λογική και σε απόλυτη σύμπνοια µε την αρχή της αναγκαιότητας. Γιατί ένα τόσο παρεμβατικό μέτρο, όπως η λήψη φωτογραφιών του προσώπου των πολιτών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια “επικίνδυνα” διευρυµένη γκάµα στόχων και σκοπών. Πρόκληση στο δικαιοπολιτικό µας σύστημα αποτελεί η εύρεση των στόχων εκείνων, προς επίτευξη των οποίων η χρήση τέτοιων επεμβατικών τεχνολογιών είναι απολύτως απαραίτητες. Προς επίρρωση τούτου, αναφέρεται η δήλωση του κ. Ρουσόπουλου: “[…] γενικώς όλες οι ευρωπαϊκές ΑΠΔΠΧ θεωρούμε ότι για να μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια τεχνολογία που έχει αναγνώριση προσώπων σε τόσο μεγάλο βαθμό πρέπει να έχεις έναν πολύ καλό λόγο, θα πρέπει να είναι πάρα πολύ σοβαρός ο σκοπός που επιδιώκεται, να υπάρχει ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος για να επιτραπεί η αναγνώριση προσώπων. Δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί αυτή η τεχνολογία να τεκμηριωθεί. Αυτό πρέπει να το δούμε. Από όσο ξέρω, δεν νομίζω ότι υπάρχει σε κάποιο ευρωπαϊκό κράτος τέτοια διάταξη που να δίνει τη δυνατότητα στην αστυνομία να κυκλοφορεί και να κάνει φωτογράφιση, για να κάνει αυτόματα την ταυτοποίηση. Είναι κάτι αρκετά προβληματικό.”
Υπό το πρίσμα της ανάλυσης που προηγήθηκε, είναι φανερό ότι οι βιομετρικές τεχνολογίες ταυτοποίησης αποτελούν μια εξέλιξη η οποία μπορεί – υπό προϋποθέσεις – να προωθήσει την αποτελεσματικότερη αστυνόμευση και να επιταχύνει τις διαδικασίες. Σε καμία περίπτωση, επομένως, δεν πρέπει αυτή η εξέλιξη να απορριφθεί δια ροπάλου. Αντιθέτως, είναι δεδομένο ότι, κάποια στιγμή, οι τεχνολογίες αυτές αναπόφευκτα θα αποτελέσουν απαραίτητο εργαλείο στα χέρια των αρχών για διάφορους σκοπούς. Αμφισβητήσιμο, ωστόσο, κατά την κρίση του γράφοντος, φαίνεται αν ο συγκεκριμένος σκοπός της απλής ταυτοποίησης των φυσικών προσώπων (η οποία μπορεί πλήρως, όπως εξετέθη ανωτέρω, να επιτευχθεί και με ηπιότερα μέσα) θα μπορούσε να αποτελέσει έναν επαρκή λόγο που να δικαιολογεί τη χρήση τόσο επεμβατικών για τα δικαιώματα των πολιτών τεχνολογιών. Φυσικά, διάφοροι άλλοι σκοποί, όπως η πρόληψη της εγκληματικότητας, θα μπορούσαν, με τις κατάλληλες διασφαλίσεις εκ μέρος του νομοθέτη, να αποτελέσουν επαρκείς λόγους χρήσης τέτοιων τεχνολογιών. Η εμπειρική πραγματικότητα αποδεικνύει το ως άνω. Πράγματι, αυτή τη στιγμή το έργο έχει “παγώσει”, ενώ αναμένεται σχετική Γνωμοδότηση της Αρχής, κατόπιν αιτήσεως της Homo Digitalis.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι συνετό κανείς να αγνοήσει την ανάγκη ύπαρξης ενός νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα ρυθμίζει λεπτομερώς τη χρήση αντίστοιχων τεχνολογιών ταυτοποίησης. Πράγματι, οι εξελίξεις στο πεδίο είναι καταιγιστικές. Ο εξαιρετικά αναμενόμενος ευρωπαϊκός Κανονισμός για την Τεχνητή Νοημοσύνη – εγχείρημα απαιτητικό σε ένα απολύτως συγκρουσιακό πεδίο συμφερόντων – θα αποτελέσει ενιαίο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο για τη χρήση, μεταξύ άλλων, και βιοµετρικών τεχνολογιών ταυτοποίησης των πολιτών και φαίνεται – καταρχάς – να απαντά σε όλα τα ως άνω εκτεθέντα ερωτήματα. Θετικό, όσον αφορά την απαιτούμενη προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών είναι ότι ο ευρωπαϊκός νομοθέτης αντιλαμβάνεται τους ως άνω εκτεθέντες προβληματισμούς και φαίνεται να απαντά εύστοχα σε αυτούς. Αυτό αποδεικνύεται από την risk based προσέγγιση του ζητήματος και την αντίστοιχη κατηγοριοποίηση των τεχνολογιών βάσει του κινδύνου. Ωστόσο, η έντονη (και δικαιολογημένη) κριτική παραμένει. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2021, τα µέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησαν την απαγόρευση χρήσης βιομετρικών τεχνολογιών ταυτοποίησης µε τη χρήση ΤΝ. Αν και µη δεσμευτική, η απόφαση αυτή δείχνει την κατεύθυνση την οποία είναι πιθανόν να ακολουθήσει η πλειονότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις επόμενες διαβουλεύσεις.
Μένει να δούμε τι επιφυλάσσει το μέλλον