Τις απαραίτητες προδιαγραφές ενός σύγχρονου forum διαιτησίας θέτει ο νέος Ν. 5016/2023 «Διεθνής Εμπορική Διαιτησία – Ρυθμίσεις για τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 21/04.02.2023).
Από την έναρξη της ισχύος του (άρθρο 73 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 49), ο νέος νόμος καταργεί τον προγενέστερο Ν. 2735/1999 (ΦΕΚ Α’ 167/18.08.1999)1, καθώς κρίθηκε ότι οι περισσότερες διατάξεις του μέχρι τότε ισχύοντος νόμου είναι παρωχημένες και δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες νομικές και διεθνείς εξελίξεις στο πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 5016/2023, ενδεχόμενη παρέμβαση στον ήδη υφιστάμενο νόμο θα στερούνταν ενότητας και συνοχής και δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τη δυναμική εξέλιξη, η οποία χαρακτηρίζει το πεδίο της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. Περαιτέρω, για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίθηκε σκόπιμη η μη ενοποίηση των διατάξεων περί εσωτερικής (ΚΠολΔ 867 επ.) και διεθνούς διαιτησίας.
Ο Ν. 5016/2023 εκσυγχρονίζει το μέχρι πρότινος ισχύον πλαίσιο, ενσωματώνοντας τους κανόνες και τις τροποποιήσεις που εισήγαγε ο Πρότυπος Νόμος της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) του 2006 στη διεθνή εμπορική διαιτησία, καθώς και τις νεότερες τάσεις της διεθνούς θεωρίας και πρακτικής (άρθρο 2). Το νέο νομοθετικό πλαίσιο εκτιμάται, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ότι θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστική έδρα διεθνών διαιτησιών σε σχέση με άλλα κράτη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, θα συντελέσει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αφού οι αλλοδαποί επενδυτές επιδιώκουν, κατά κανόνα, την επίλυση των διαφορών τους μέσω διαιτησίας, χωρίς προσφυγή στα πολιτειακά δικαστήρια.
Μακροπρόθεσμα, ως εκ τούτου, αναμένεται ότι θα ενισχύσει την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και θα τονώσει τις ελληνικές εξαγωγές.
Στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, η διαιτησία αποτελεί τον βασικότερο θεσμό εξωδικαστικής επίλυσης των αναφυόμενων διαφορών2 με χαρακτηριστικά γνωρίσματα αφενός τον αποκλεισμό της πολιτειακής δικαιοδοσίας, αφετέρου την ισοδυναμία του δικαιοδοτικού της αποτελέσματος προς αυτό της κρατικής δικαιοδοσίας. Τα πλέον σημαντικά κείμενα της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας αποτελούν ο Πρότυπος Νόμος της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) και η Σύμβαση της Νέας Υόρκης της 10ης Ιουνίου 1958 για την αναγνώριση και εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το ν.δ. 4220/1961 (Α’ 173)3. Ειδικότερα, η ανάγκη για ενοποίηση των εθνικών δικαίων περί διαιτησίας στον τομέα της διεθνούς εμπορικής συναλλαγής, ώστε να διευκολυνθούν οι διακρατικές εμπορικές σχέσεις, συνετέλεσε στην εκπόνηση του Πρότυπου Νόμου (UNCITRAL) το 1985, ο οποίος αναθεωρήθηκε το 2006.
Οι λύσεις που προκρίνει κωδικοποιούν τις αντιλήψεις της διεθνούς κοινότητας για τα επιμέρους θέματα και αποτελούν τόσο μέτρο σύγκρισης για το εκάστοτε εθνικό δίκαιο όσο και οδηγό για μια ενδεχόμενη τροποποίησή του.
Οι τρεις βασικοί στόχοι του Πρότυπου Νόμου συνοψίζονται στην ελευθερία επιλογής των μερών ως προς τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς, στη διασφάλιση της δίκαιης διεξαγωγής των διαιτητικών διαδικασιών και στην προώθηση ενός νομικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει ότι η διαιτησία μπορεί να ολοκληρωθεί παρά τη διαφωνία των μερών. Αν και ο Πρότυπος Νόμος έχει συνταχθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να ενσωματωθεί στο σύνολό του, χωρίς τροποποιήσεις, οι χώρες που αποφασίζουν να τον υιοθετήσουν έχουν την ευχέρεια να τον προσαρμόσουν στις εκάστοτε ανάγκες και ιδιαίτερες συνθήκες.
Περισσότερα από 80 κράτη έχουν προχωρήσει στην ενσωμάτωση του Πρότυπου Νόμου της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, εκ των οποίων τα 10 είναι κράτη-μέλη της ΕΕ. Από τα τελευταία, ορισμένα (π.χ. η Ιρλανδία και η Σλοβακία) έχουν ενσωματώσει την επικαιροποιημένη εκδοχή του 2006. Η Κύπρος, που συναγωνίζεται την Ελλάδα ως έδρα ελληνόφωνων διαιτησιών ή διαιτησιών επί διαφορών που αφορούν στην Ελλάδα, μελετά την ενσωμάτωση της επικαιροποιημένης εκδοχής του Πρότυπου Νόμου.
Περισσότερα από 80 κράτη έχουν προχωρήσει στην ενσωμάτωση του Πρότυπου Νόμου της UNCITRAL για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, εκ των οποίων τα 10 είναι κράτη-μέλη της ΕΕ
Σκοπός του Ν. 5016/2023 είναι η εμπέδωση της διεθνούς διαιτησίας στην ελληνική έννομη τάξη ως προϊόντος της αυτονομίας των μερών, ώστε τα μέρη ελεύθερα: α) να αποφασίζουν την υπαγωγή των διαφορών τους στη διαιτησία, β) να επιλέγουν τους διαιτητές, γ) να διαμορφώνουν τη διαιτητική διαδικασία και δ) να επιλέγουν το εφαρμοστέο για την επίλυση της διαφοράς τους δίκαιο (άρθρο 1).
Η αρχή της αυτονομίας των μερών επαναλαμβάνεται σε περισσότερες επιμέρους διατάξεις του νέου νόμου (βλ. ιδίως το άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. γ’ περί συμφωνίας εφαρμογής του νόμου και πέραν της συνδρομής των λοιπών περιπτώσεων της παρ. 2 (στοιχ. α΄, β’, βα, ββ), οι οποίες υλοποιούν την αρχή της εδαφικότητας4, το άρθρο 4 στοιχ. ε’ για τον ορισμό της «συμφωνίας διαιτησίας» , το άρθρο 16 παρ. 1 για τον ορισμό διαιτητή, το άρθρο 19 παρ. 1’ σχετικά με τη συμφωνία διαδικασίας εξαίρεσης διαιτητή, το άρθρο 28 παρ. 1 και το άρθρο 30 παρ. 1 ως προς τον ελεύθερο καθορισμό από τα μέρη του τόπου και της γλώσσας της διαιτησίας αντίστοιχα, το άρθρο 29 παρ. 1 ως προς τη δυνατότητα των μερών να αποφασίσουν άλλως όσον αφορά στην έναρξη της διαιτησίας5 και τα άρθρα 31 επ. αναφορικά με λοιπά ζητήματα της διαδικασίας που μπορούν να ρυθμιστούν διαφορετικά από τις, κατ’ αρχήν, εφαρμοστέες ρυθμίσεις του Ν. 5016/2023).
Περαιτέρω, η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να έχει τη μορφή διαιτητικής ρήτρας σε μια ουσιαστική σύμβαση ή τη μορφή αυτοτελούς διαιτητικής συμφωνίας (αποδεικτικός και όχι συστατικός τύπος)6. Βασική καινοτομία του Ν. 5016/2023 αποτελεί η νομοθετική πρόβλεψη ότι μια διαιτητική συμφωνία μπορεί να αποτυπωθεί και σε «ηλεκτρονική καταγραφή», η οποία εξομοιώνεται ρητά με «έγγραφο» (άρθρο 10 παρ. 2), εφόσον βέβαια πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σε κάθε μορφή ηλεκτρονικής ψηφιακής συναλλαγής: αφενός να είναι ασφαλής η προέλευση του «εγγράφου» και συνεπώς της περιεχόμενης σε αυτό δήλωσης βούλησης από τον συγκεκριμένο εκδότη, αφετέρου να υπάρχει η δυνατότητα της εκ των υστέρων διερεύνησης της γνησιότητας της προέλευσης αυτής7.
Όσον αφορά στο κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, το άρθρο 11 παρ. 1 εισάγει την εξής καινοτομία σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς: περιέχει κανόνα σύγκρουσης, σύμφωνα με τον οποίο το ουσιαστικό κύρος της διαιτητικής συμφωνίας, πέραν του τυπικού που ρυθμίζεται στο άρθρο 10, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο:
α) στο οποίο την υπήγαγαν τα μέρη ή
β) του τόπου της διαιτησίας ή
γ) του τόπου που διέπει την ουσιαστική συμφωνία των μερών. Σε κάθε περίπτωση, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή των μερών στη διαιτητική διαδικασία αποδεικνύει την κατάρτιση της συμφωνίας διαιτησίας (άρθρο 10 παρ. 4).
Πρωταρχικός σκοπός του νέου νόμου είναι η εμπέδωση της διεθνούς διαιτησίας στην ελληνική έννομη τάξη ως προϊόντος της αυτονομίας των μερών, κατά το παράδειγμα άλλων εννόμων τάξεων (π.χ. ΗΠΑ, Ελβετία, Γαλλία), οι οποίες προσεγγίζουν νομοθετικά τη διαιτησία, ως έναν ισότιμο μηχανισμό επίλυσης των διαφορών, διατηρώντας παράλληλα τον επιβαλλόμενο δικαστικό έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων από τα πολιτειακά δικαστήρια.
Πρωταρχικός σκοπός του νέου νόμου είναι η εμπέδωση της διεθνούς διαιτησίας στην ελληνική έννομη τάξη ως προϊόντος της αυτονομίας των μερών, κατά το παράδειγμα άλλων εννόμων τάξεων
Μια περαιτέρω καινοτομία του Ν. 5016/2023 είναι το, κατά τη διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης, τεκμήριο «διαιτητευσιμότητας», σύμφωνα με το οποίο δεκτική υπαγωγής στη διεθνή «εμπορική» διαιτησία είναι, κατ’ αρχήν, κάθε διαφορά, ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση), εκτός εάν ο νόμος το απαγορεύει (άρθρο 3 παρ. 4).
Περαιτέρω, το άρθρο 22 του Ν. 5016/2023 αποτελεί νέα (ειδική) διάταξη που δεν περιλαμβάνεται στον Πρότυπο Νόμο και ορίζει ρητά και για λόγους σαφήνειας, ως μέτρο ευθύνης των διαιτητών τον δόλο και τη βαριά αμέλεια (πρβλ. ΚΠολΔ 881 και άρθρο 73 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ). Διεθνή πρωτοτυπία συνιστά και η διάταξη του 24 του νέου νόμου, η οποία αντιμετωπίζει για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη το ζήτημα του καθορισμού των προϋποθέσεων των πολυμερών διαιτησιών.
Αναγνωρίζει ως επιτρεπτές μορφές υποκειμενικής διεύρυνσης της διαιτητικής δίκης αφενός την πρόσθετη παρέμβαση, οπότε ο παρεμβαίνων έχει έννομο συμφέρον στην επίλυση της κύριας διαφοράς και μάλιστα ικανό ως προς τη φύση, αλλά και τον βαθμό της έντασής του, αφετέρου κάθε άλλη μορφή υποκειμενικής διεύρυνσης με την προσθήκη κύριου διαδίκου, όπως για παράδειγμα την κύρια παρέμβαση, οπότε ο παρεμβαίνων διεκδικεί έναντι των αρχικών διαδίκων το αντικείμενο της διαφοράς ή την εναγωγή τρίτου από έναν ή και τους δύο εκ των αρχικών διαδίκων. Σημειώνεται ότι το πρόσθετο μέρος που επιδιώκει τη συμμετοχή του στη διαιτησία εξ ορισμού αποδέχεται το ήδη συγκροτημένο δικαστήριο. Ακολούθως, το άρθρο 25 του Ν. 5016/2023 συνιστά μια από τις πλέον πρωτοπόρες ρυθμίσεις του νέου νόμου. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα (είτε για το αντικείμενο της διαφοράς είτε σχετικά με την ίδια τη διαιτητική διαδικασία για τη διασφάλιση των αποδείξεων, την εμπιστευτικότητα κλπ), με κάθε πρόσφορο τρόπο (π.χ. με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με τηλεφωνική εντολή, και με γραπτή διαταγή, καθώς και με διαιτητική απόφαση), χωρίς να δεσμεύεται από τα σχετικά αιτήματα των διαδίκων.
Καινοτόμος είναι η παράγραφος 6 του άρθρου 25, σύμφωνα με την οποία ο υπέρ ου το ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να υποχρεωθεί σε εύλογη αποζημίωση του καθ’ ου σε δύο εναλλακτικά προβλεπόμενες περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση αποτελεί κύρωση λόγω παράβασης του καθήκοντος καλόπιστης διεξαγωγής της διαιτητικής δίκης, ενώ η δεύτερη συνιστά κύρωση λόγω της ανυπαρξίας ασφαλιστέου δικαιώματος του υπέρ ου.
Περαιτέρω, με το άρθρο 43 του Ν. 5016/2023 προβλέπονται οι λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης και επέρχονται αλλαγές συγκριτικά με το άρθρο 34 του προϊσχύσαντος Ν. 2735/1999 (βλ. άρθρο 43 παρ. 2 περ. α’ υποπερ. αα), αε), παρ. 3, παρ. 4), ενώ το άρθρο 44 παρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 5016/2023 εισάγει νέα ρύθμιση, που δεν προβλέπεται στον Πρότυπο Νόμο και ορίζει ότι η διαιτητική απόφαση ενεργεί έναντι τρίτων προσώπων, μόνον αν τα πρόσωπα αυτά δεσμεύονται από τη διαιτητική συμφωνία.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάταξη του άρθρου 45 του νέου νόμου, η οποία καθιερώνει τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 [ν.δ. 4220/1961 «Περί κυρώσεως της εν Νέα Υόρκη την 10ην Ιουνίου 1958 υπογραφείσης συμβάσεως περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων» (Α’ 173)] ως το γενικώς ισχύον νομοθετικό καθεστώς της αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, δηλαδή ακόμη και σε όσες περιπτώσεις η υπό αναγνώριση αλλοδαπή διαιτητική απόφαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Νέας Υόρκης. Είναι αυτονόητο ότι οι επιφυλάξεις αμοιβαιότητας και εμπορικότητας δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω.
Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 903 και 906 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει συρρικνωθεί εντελώς κατά το ουσιαστικό του μέρος και στην πραγματικότητα οι διατάξεις αυτές διατηρούνται σε εφαρμογή μόνο κατά το μέρος που καθορίζουν την ακολουθητέα διαδικασία για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων στην Ελλάδα.
Με τον Ν. 5016/2023 ενσωματώνεται ο Πρότυπος Νόμος της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) του 2006 με σημαντικές συγχρόνως παρεμβάσεις, ώστε να διαμορφωθεί, κατά το δυνατόν, ένα σαφέστερο αλλά κυρίως πιο εξελιγμένο νομοθετικό κείμενο.
Εν κατακλείδι, με τον πρόσφατο Ν. 5016/2023 θεσμοθετείται ένα νέο, σύγχρονο, ενιαίο νομικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή των διεθνών διαιτησιών. Παράλληλα με την ενσωμάτωση όλων σχεδόν των τροποποιήσεων του Πρότυπου Νόμου (UNCITRAL) του 20068, εισάγονται και επιπλέον διατάξεις πρωτοποριακές, ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα σταθερό και σύγχρονο πλαίσιο διαιτητικής επίλυσης των διαφορών, κατά τρόπο που θα προσελκύσει ξένους επενδυτές.
Με τον Ν. 5016/2023 ενσωματώνεται ο Πρότυπος Νόμος της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) του 2006 με σημαντικές συγχρόνως παρεμβάσεις
Αναφορικά με την ίδρυση των οργανισμών θεσμικών διαιτησιών, καθιερώνεται μια σειρά ελάχιστων προϋποθέσεων και απαιτήσεων, καθώς θεσπίζεται η υποχρεωτική αναγγελία με απλή δήλωση της έναρξης λειτουργίας τους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης (όχι άδεια), θεσμοθετούνται κριτήρια διαφάνειας στη λειτουργία τους και καθιερώνεται η εκ των υστέρων υπαγωγή τους σε κατασταλτικό έλεγχο από τη Διοίκηση (άρθρο 46).
Τίθεται, με τον τρόπο αυτό, ένα δίχτυ ασφαλείας και ποιότητας των οργανισμών αυτών, χωρίς, πάντως, να υπάρχει οποιαδήποτε κρατική ανάμιξη στη διαχείρισή τους.
Τέλος, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η ταχεία επίλυση των διαφορών, μέσω της διαιτησίας και χωρίς προσφυγή στα δικαστήρια, αναμένεται να επιδράσει θετικά σε εξαγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις νέας τεχνολογίας, εμπορικούς διανομείς και αντιπροσώπους, ενισχύοντας σημαντικά την εξωστρέφεια και διευρύνοντας περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της εθνικής μας οικονομίας.