Marcus Valerius Martialis (Ρωμαίος ποιητής από την Ισπανία),
απόδοση Μιχαηλίδης-Νουάρος
Περί το πρόβλημα της φύσεως της πνευματικής ιδιοκτησίας ΕΕΝ 1958, 913επ.
Ο δημιουργός ενός έργου είναι ο αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος επί αυτού. Τα δικαιώματα αποκτώνται πρωτογενώς χωρίς διατυπώσεις.
Τούτο ορίζεται ρητώς στον ελληνικό νόμο (α. 6 παρ. 2 ν. 2121/1993) και συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η αρχή αυτή της πρωτογενούς κτήσης του δικαιώματος της πνευματικής διατυπώνεται ρητώς και στη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, όπου προβλέπεται ότι η απόλαυση και άσκηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν υπόκεινται σε καμία διατύπωση (βλ. α. 5 παρ. 2 Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης). Συνεπώς, δεν απαιτείται η τήρηση κάποιας τυπικής διαδικασίας ή η σύμπραξη κάποιας κρατικής ή μη υπηρεσίας για την αναγνώριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε ένα έργο, όπως ισχύει, για την κτήση δικαιωμάτων επί άλλων άυλων αγαθών (επί παραδείγματι για την κατοχύρωση σήματος ή τις ευρεσιτεχνίες). Στις Η.Π.Α., οι οποίες έχουν επίσης υπογράψει τη Σύμβαση της Βέρνης, ισχύει εξίσου η αρχή αυτή, ωστόσο υπάρχει η δυνατότητα προαιρετικής κατάθεσης του έργου στην οικεία υπηρεσία του US Copyright Office (Register ofCopyrights).
Τα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας για τον δημιουργό/δικαιούχο, υφίστανται από τη στιγμή που δημιουργείται το έργο με μια συγκεκριμένη μορφή, εφόσον αυτό είναι πρωτότυπο. Επομένως, μοναδική προϋπόθεση για την προστασία ενός έργου είναι η πρωτοτυπία αυτού. Αναφορικά με το κριτήριο της πρωτοτυπίας, σημειώνεται ότι το έργο θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού του, ο οποίος θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές κατά τη δημιουργία αυτού. Το ερώτημα κατά πόσο ένα έργο πληροί το κριτήριο της πρωτοτυπίας εναπόκειται στην κρίση του δικαστή και δεν είναι στην αρμοδιότητα οποιουδήποτε φορέα να κρίνει αυτό εκ των προτέρων.
Επιπλέον, η πρωτογενής κτήση του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ανεξάρτητη από τη δημοσίευση ή μη ενός έργου. Τούτο σημαίνει ότι εφόσον ένα έργο είναι πρωτότυπο, προστατεύεται το ίδιο, είτε αυτό παραμείνει στο συρτάρι του δημιουργού του είτε κυκλοφορήσει και γίνει ευρέως γνωστό.
Για την ενίσχυση της θέσης του δημιουργού και της απόδειξης της πατρότητάς του επί του έργου του (σε περίπτωση που αμφισβητηθεί και προκύψει δικαστική διένεξη), υφίστανται στην πράξη και αναγνωρίζονται από τα δικαστήρια, τόσο τα ημεδαπά όσο και τα αλλοδαπά, ορισμένες πρακτικές, οι οποίες δεν συνίστανται σε ‘κατοχύρωση’, αλλά έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη βεβαίωση ύπαρξης ενός συγκεκριμένου έργου μία δεδομένη χρονική στιγμή (κτήση βέβαιης χρονολογίας). Καμία από τις πρακτικές αυτές δεν έχει συστατικό χαρακτήρα, όλες τους αναγνωρίζονται διεθνώς ως μαχητά τεκμήρια, ήτοι επιδέχονται ανταπόδειξη και εκτιμώνται ελεύθερα από τον δικαστή. Σε κάθε περίπτωση, βοηθούν τον δημιουργό, εάν χρειαστεί, να αποδείξει τη χρονική στιγμή ύπαρξης του έργου του με τη συγκεκριμένη μορφή.
Η πρώτη πρακτική συνίσταται στην πράξη κατάθεσης του πνευματικού δημιουργήματος ενώπιον συμβολαιογράφου. Δεδομένου ότι ο συμβολαιογράφος δεν προβαίνει (ούτε θα μπορούσε άλλωστε) σε έλεγχο ουσίας για την ύπαρξη ή μη της πρωτοτυπίας του κατατιθέμενου έργου, η κατάθεση του έργου σε αυτόν εφοδιάζει τον δημιουργό με το αποδεικτικό στοιχείο της βέβαιης χρονολογίας, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο σε περίπτωση αντιδικίας.
Η δεύτερη πρακτική είναι αυτή της ηλεκτρονικής χρονοσήμανσης ενός έργου. Ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας έχει δημιουργήσει την υπηρεσία της ηλεκτρονικής χρονοσήμανσης (timestamp.gr), προκειμένου να αποκτούν βέβαιη χρονολογία τα έργα των δημιουργών, ανεξαρτήτως του είδους τους, είτε πρόκειται για επαγγελματίες είτε για ερασιτέχνες. H υπηρεσία ηλεκτρονικής χρονοσήμανσης ουσιαστικά ταυτοποιεί μοναδικά ένα έργο – σε ψηφιακή ή ψηφιοποιημένη μορφή – και καταγράφει την ακριβή ημερομηνία και ώρα υποβολής του σε αυτήν.
Η τρίτη πρακτική που ακολουθείται είναι η αποστολή συστημένης επιστολής με αποστολέα και παραλήπτη τον ίδιο τον δημιουργό (ή και παραλήπτη τρίτο). Συστήνεται η αποστολή δύο συστημένων επιστολών, η φύλαξη της απόδειξης και διατήρηση της συγκεκριμένης επιστολής, στην οποία περιλαμβάνεται το έργο, κλειστής μέχρι – και εφόσον – προκύψει διαφορά αναφορικά με το συγκεκριμένο έργο, όποτε και η εν λόγω επιστολή θα ανοιχθεί ενώπιον του δικαστηρίου από δικαστή, ο οποίος θα βεβαιώσει και το περιεχόμενό της.
Κατά τα λοιπά, ισχύουν ως αποδεικτικά μέσα εκείνα που αναφέρει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, ήτοι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις.
Η ένδειξη του σήματος © επί των έργων είναι αδιάφορη για τη προστασία αυτών με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Επισημαίνεται ότι η ένδειξη του σήματος © επί των έργων είναι αδιάφορη για τη προστασία αυτών με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν και η ύπαρξη αυτού δεν προσθέτει τίποτα και αντίστοιχα η απουσία του δεν αφαιρεί κάτι, ωστόσο συχνά βοηθά στον εντοπισμό των δικαιούχων και λειτουργεί αποτρεπτικά, προκειμένου να αποφεύγεται η παραβίαση δικαιωμάτων.
Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τον ν. 3149/2003 (α. 12, παρ. 8α), “κάθε έργο που εκδίδεται στη χώρα, ανεξαρτήτως μορφής, λαμβάνει και φέρει διεθνή αριθμοδότηση – ISBN, ISSN ή ISMN ανάλογα με το είδος του έργου – την οποία παρέχει κατ’ αποκλειστικότητα η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος” και η οποία δεν καλύπτει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Η υποχρέωση κατάθεσης αντιτύπων συγκεκριμένων κατηγοριών έργων στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στις Δημόσιες Βιβλιοθήκες ουδόλως σχετίζεται με την κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Πρόκειται για μέτρο αμιγώς διοικητικής φύσεως που αποσκοπεί στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και τον εμπλουτισμό των εθνικών αρχείων.