Η Σύμβαση Franchise στο μεταίχμιο ενοχικού και εταιρικού δικαίου «Οιονεί Εταιρική» σύμβαση μεταξύ «αγοράς» και ιεραρχίας

Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης, Δικηγόρος, Δ.Ν. Post – doc Νομικής Αθηνών, CIPP/E

  1. Τα συμβατικά δίκτυα

Υφίστανται περιπτώσεις, όπου «κοινός είναι ο σκοπός των συμβάσεων και όχι ο σκοπός των συμβαλλομένων» (Larenz / Wolf, Allgemeiner Teil des bürgerlichen Rechts, 9η εκδ. 2004, § 23, αρ. 127). Είναι δυνατό να υφίστανται περιπτώσεις, όπου η εκπλήρωση μιας συμβατικής παροχής εξαρτάται από μια τρίτη συμβατική παροχή προς ή από ένα μέρος της αρχικής σύμβασης, το οποίο μετέχει και σε έναν άλλο, ανεξάρτητο συμβατικό δεσμό. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένδειξη της «οικονομικής σύνδεσης» ανεξάρτητων συμβάσεων.

Το franchising αποτελεί μορφή εμπορικής δράσης μεταξύ ανεξάρτητων νομικά επιχειρήσεων, εντούτοις συνδεδεμένων οικονομικά, υπό κοινό «περίβλημα» απέναντι στον εκτός του συστήματος παρατηρητή. Ο τρόπος αυτός προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών υπερβαίνει την παραδοσιακή οικονομική θεωρία περί περιορισμού του κόστους της επιχειρηματικής δράσης, όπως διαμορφώθηκε από τους Coase (The nature of the firm, the market and the law, 1937) και Williamson (Markets and Hierarchies, Analysis and Antitrust Implications, 1975).

Σύμφωνα με την προσέγγιση που παραδοσιακά ακολουθείται από τους οικονομολόγους, οι επιχειρήσεις επιλέγουν να λειτουργήσουν είτε στην «αγορά», με την έννοια της ανεξάρτητης δραστηριότητας και της εστίασης σε έναν συγκεκριμένο τομέα δράσης, επιλέγοντας ανταλλακτικές σχέσεις με άλλες ανεξάρτητες επιχειρήσεις, για να προμηθευτούν ή να προμηθεύσουν προϊόντα και υπηρεσίες, είτε «ιεραρχικά», ως μία ανεξάρτητη εταιρία δομημένη με τη μορφή πυραμίδας, που επιλέγει να επιμελείται η ίδια όλων των σταδίων της παραγωγής και της διανομής, διασπείροντας δηλαδή το πεδίο ενδιαφέροντός της σε μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων. Ανάλογα με τις συνθήκες κάθε αγοράς, οι Coaseκαι Williamson αναπτύσσουν διαφορετικά κριτήρια που πρέπει να λάβει κάθε επιχείρηση υπόψη της, για να περιορίσει το κόστος λειτουργίας της.

Η θεωρία αυτή έχει εμφανίσει ρήγματα τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη των «συμβατικών δικτύων». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το franchising, το οποίο δεν μπορεί να ενταχθεί στη λογική του δίπολου «αγορά – ιεραρχία». «As a form of economic organization, the franchise contract lies between markets and hierarchies» έχειδιαγνώσει ο Dnes (The Economic Analysis of Franchising and its Regulation, εις Joerges, Franchising and the Law: Theoretical and Comparative Approaches in Europe and the United States, 1991, σ. 133). Ή, κατά την εξίσου εύστοχηδιατύπωση του Norton (Journal of Business 1988, 198.), «the central feature of franchise organizations is the presence of both market – like and firm – like qualities».

Η ιδιομορφία αυτή αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα του franchising και με βάση τον ίδιο τον ορισμό που δίνεται από τον Ελληνικό Σύνδεσμο Franchise, κατά πιστή, σχεδόν, μετάφραση από τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για το franchising. Ανήκει έτσι σε μία κατηγορία μορφωμάτων που εμφανίστηκαν τα τελευταία έτη στο προσκήνιο της οικονομίας, δρουν «μεταξύ αγοράς και ιεραρχίας» και χαρακτηρίζονται ως «δίκτυα συμβάσεων» ή «συμβατικά δίκτυα».

«Xωρίς δίκτυα συμβάσεων δεν υπάρχει οικονομία της αγοράς» έχει λεχθεί εύστοχα (Grundmann, Contractual networks in German private law, εις Cafaggi, Contractual Networks, Inter-Firm Cooperation and Economic Growth, 2011, σ. 112 = AcP 2007, 721, «ohne Vertragsnetze keine Marktwirtschaft»).

Τα «δίκτυα συμβάσεων» (Netzwerkverträge, networks of contracts) συνιστούν ένα νέο οικονομικό – κοινωνιολογικό φαινόμενο, που περιλαμβάνει μορφώματα που αποτελούνται από πολλούς παράγοντες, ανεξάρτητους νομικά μεταξύ τους με κοινό οικονομικό προσανατολισμό, χωρίς να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους σε ένα νομικά ανεξάρτητο μόρφωμα. Ο χαρακτηρισμός τους ως «δίκτυα συμβάσεων» αναδεικνύει τη συμβατική βάση τους, δεν αποτελούν όμως απλώς ένα σύνολο συμβάσεων με κοινό σημείο αναφοράς έναν ή περισσότερους συμβαλλομένους, αλλά οι συμβάσεις διαπλέκονται οικονομικά μεταξύ τους με συνδετικό στοιχείο το κοινό εγχείρημα.

Αποτελούν έτσι «υβρίδια», δημιουργήματα της αναπόδραστης ανάγκης των συναλλαγών, με στοιχεία τόσο ανταλλακτικά όσο και εταιρικά, χαρακτηριστικά τόσο «αγοράς» όσο και «ιεραρχίας» (Teubner, ZHR 2001, 552, Hutter/ Τeubner, JITE 1993, 706 επ.). Χαρακτηριστικά ο Teubner χρησιμοποιεί επανειλημμένα τον όρο controrgs για να υποδηλώσει την ύπαρξη και την ιδιομορφία τους.

Ως υβρίδια έχουν την πολυτέλεια να προσαρμόζονται στις εκάστοτε αντιφατικές συνθήκες που δημιουργεί η σύγχρονη οικονομία. Αμιγείς ανταλλακτικές συμβάσεις στην ελεύθερη αγορά από τη μία και ιεραρχικά λειτουργούσα επιχείρηση από την άλλη δεν μπορούν να είναι «πανταχού παρούσες». Οι πρώτες είναι προσανατολισμένες στην επίτευξη του μέγιστου οφέλους από κάθε πλευρά και είναι εύκολα τροποποιήσιμες, αλλά δεν ενδείκνυνται για συντονισμένη δράση. Η δεύτερη ναι μεν στηρίζεται σε ιεραρχία και οργάνωση, όμως η έλλειψη κινήτρου, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και η ανασφάλεια για το μεγάλο κόστος της επέκτασης σε νέες αγορές ή του δανεισμού λειτουργούν ως τροχοπέδη.

Ωστόσο, τα παραγγέλματα αυτά, καίτοι παράδοξα, φθάνουν στο σημείο να ικανοποιούνται ταυτόχρονα. Η απάντηση του Teubner είναι μία: “Co-opetition”, ή μία λογική που «δικτυώνει» τον τρόπο δράσης επιχειρήσεων στην ελεύθερη αγορά με τον συντονισμό εντός μίας και μόνο επιχείρησης Teubner (ZHR 2001, 564).

Η εφαρμογή του σχήματος «αξιοπιστία» – «ευελιξία» είναι λοιπόν το βασικό πλεονέκτημα των «συμβατικών δικτύων». Tην αγορά στον αντίποδα της ιεραρχίας, τον ανταγωνισμό απέναντι στην ενσωμάτωση, το ατομικό ενάντια στο συλλογικό, τη συστημική δέσμευση έναντι της αυτονομίας, διαδέχεται η «συνεργασία», η «συντονισμένη εμπιστοσύνη» ως τρίτη, πιο ευέλικτη, μορφή επιχειρηματικής δράσης, η οποία στηρίζεται έντονα στο κίνητρο κάθε μέρους, για να επιτύχει αποτέλεσμα «δικτυωμένο», που μόνο του δεν θα μπορούσε να επιτύχει.

Τα «δίκτυα συμβάσεων» στηρίζονται στην αλληλοσυμπλήρωση ως προς όλους τους τομείς δράσης των παραγόντων τους, με αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, μέσων, πηγών και δραστηριοτήτων. Πρόκειται για μία «interdependent symbiosis» όπως πολύ εύστοχα προσδιορίζει τη συνύπαρξη αυτή ο Mouzas (The Weakest Link: Legal Aspects of Network Architecture, of Supply Chains, Comment on Collins, εις Amstutz/Teubner, Networks: legal issues of multilateral co-operation, 2009, σ. 211 επ.), για να υποδηλώσει τη συνεργασία ως προς τη μέθοδο ανάπτυξης των ανεξάρτητων επιχειρήσεων και την αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ τους.

  1. Η ένταξη των δικτύων franchising στα συμβατικά δίκτυα από νομική άποψη

Ο παράγοντας Χ, η συνεργασία μεταξύ των μερών, αναδεικνύεται ως το χαρακτηριστικό του franchising που το καθιστά μια προηγμένη μορφή εμπορικής συνεργασίας και του προσδίδει τον χαρακτήρα του «κάτι παραπάνω» από τις προηγούμενες μορφές ανάπτυξης, που στηρίζονται είτε σε ατομικά στοιχεία, με ατομοκεντρικό προσανατολισμό χωρίς συνεργατικά ψήγματα (εδώ και οι κλασικές μέθοδοι εμπορικής αντιπροσωπείας και εξουσιοδοτημένου διανομέα, αφού η πρώτη χαρακτηρίζεται από την πλήρη υπαγωγή του αντιπροσώπου στον έλεγχο και τις οδηγίες του αντιπροσωπευoμένου, η δε δεύτερη από έλλειψη ενιαίας προς τα έξω εμφάνισης και «εταιρικής ταυτότητας»), είτε προσλαμβάνουν αποκλειστικά εταιρικό χαρακτήρα χωρίς το ατομικό κίνητρο επιτυχίας και τη δυνατότητα αποτελεσματικής εποπτείας κάθε περιοχής.

Είναι, λοιπόν, η «δικτύωση» που διαμορφώνει τη σχέση μεταξύ των μερών ως σχέση συνεργατική, στηριγμένη στην εμπιστοσύνη και την υπευθυνότητα και συμβάλλει στην υπέρβαση του διμερούς στοιχείου στη σχέση μεταξύ των μερών, μεταμορφώνοντάς τη σε μία πολύπλευρη συλλογική δράση.

Η συμμετοχή του δανειστή στα κέρδη ή τις εισπράξεις του οφειλέτη δεν είναι η μόνη μορφή με την οποία μπορεί να εκδηλωθεί το κοινό συμφέρον των μερών, χωρίς αυτό να εξυψώνεται σε κοινό σκοπό. Αντίθετα, η κοινότητα συμφερόντων μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως της επιθυμίας για ενίσχυση της φήμης του συστήματος, όπως στις εξεταζόμενες συμβάσεις franchise, ή της ανάθεσης σε άλλον της διαχείρισης μιας υπόθεσης σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή λόγω αδυναμίας του αναθέτοντος κυρίου της, ή της κατάρτισης μιας σύμβασης που εξαρτάται από το εάν ο μέλλων οφειλέτης θα τύχει χρηματοδότησης από κάποιον πιστωτή, όπως στις «συνδεδεμένες συμβάσεις» του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/48 (= άρθρο 15 της κοινής υπουργικής απόφασης Z1-699/2010) ή τις συμβάσεις πιστωτικής κάρτας, της μεσολάβησης πολλαπλών πιστωτικών ιδρυμάτων για τη διενέργεια μιας τραπεζικής πληρωμής κ.α.

Υπάρχουν, λοιπόν, συμβάσεις «οιονεί εταιρικές», όπου τα μέρη επιδιώκουν το ίδιο απώτερο, συνήθως οικονομικό αποτέλεσμα και έχουν κοινό συμφέρον στην πραγμάτωσή του, χωρίς αυτό να εξυψώνεται σε κοινό σκοπό. Αυτές οι «οιονεί εταιρικές» συμβάσεις είναι είτε απλές, όταν μεταξύ των μερών υπάρχει κοινό συμφέρον χωρίς η πραγμάτωσή του να εξαρτάται από τρίτα πρόσωπα, π.χ. μία τυπική μεριστική σύμβαση δανείου ή εμπορικής αντιπροσωπείας, είτε και «συνδεδεμένες».

Οι τελευταίες αυτές συμβάσεις χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη κάποιας σύνδεσης μεταξύ τους, με την έννοια ότι η επιτυχία της μίας σύμβασης εξαρτάται από μία άλλη σύμβαση, ένα από τα υποκείμενα της οποίας είναι υποκείμενο και στην αρχική σύμβαση, υπάρχει δηλαδή μεταξύ μη συνδεδεμένων μεταξύ τους μερών κοινό συμφέρον, όχι όμως κοινός σκοπός. Ως προς αυτό, προσομοιάζουν με μία πολυμερή εταιρική σύμβαση, με τρία τουλάχιστον δηλαδή συμβαλλόμενα πρόσωπα, αυτός ο σχηματισμός δε απεικονίζει πολύ χαρακτηριστικά τον τρόπο λειτουργίας του franchising.

Οι οικονομικοί όροι, λοιπόν, «δικτύωση» και «οικονομική σύνδεση συμβάσεων» μπορούν να εισέλθουν στον χώρο του δικαίου μέσω της πύλης των «οιονεί εταιρικών συμβάσεων», ώστε η οικονομική σύνδεση να μετατραπεί σε νομική. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει in concreto συμφωνία για συμμετοχή του δικαιοδότη στις εισπράξεις του δικαιοχρήστη, οπότε η σύμβαση franchise θα μπορούσε να θεωρηθεί μεριστική άνευ ετέρου, το (δεδομένο) κοινό συμφέρον μεταξύ των μερών που στηρίζεται στη συνεργασία τους και την κατανομή των ρόλων, τη «δικτύωσή» τους δηλαδή, επιτρέπει και επιβάλλεται να γίνει λόγος γενικά περί οιονεί εταιρικής συμβάσεως.

Ο χαρακτηρισμός από μόνος του βέβαια δεν έχει σημασία. Αντιθέτως, το κρίσιμο ερώτημα που ευλόγως παραμένει αφορά στην εξεύρεση των εφαρμοστέων επ’ αυτών των συμβάσεων κανόνων δικαίου για τη λύση των προβλημάτων που ανακύπτουν σε αυτές, ξεπερνώντας την προβληματική μιας κλασικής ανταλλακτικής σύμβασης.

Η διαπίστωση κοινού προσανατολισμού στις συμβάσεις franchise με όμοιο, κατά βάση, περιεχόμενο, εντός του ίδιου συστήματος είναι μια πρώτη απάντηση στην οικονομική έννοια της σύνδεσης ανεξάρτητων συμβάσεων. Η σύμβαση franchise είναι μια «οιονεί εταιρική σύμβαση». Η παραδοχή του κοινού συμφέροντος των αντισυμβαλλομένων, δικαιοδότη και δικαιοχρήστη, ανοίγει τον δρόμο για εφαρμογή διατάξεων με εταιρική χροιά σε μία σύμβαση franchise, που κατά τη διαμόρφωσή της είναι ανταλλακτική, κάτι που επιτρέπει συγχρόνως και τη συνεκτίμηση των συμφερόντων και των λοιπών μελών του συστήματος, ακόμα και αν δεν συνδέονται συμβατικά με άλλους δικαιοχρήστες.

  1. Έννομες συνέπειες

Η τυπολογική κατάταξη μιας σύμβασης franchise στις «οιονεί εταιρικές» έχει ως συνέπεια ότι είναι δυνατό να διαγνωστούν εταιρικού δικαίου υποχρεώσεις μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, χωρίς να υφίσταται εταιρική σύμβαση (Αναλυτικά για τα ζητήματα αυτά βλ. τη διδακτορική μου διατριβή, Συνδεδεμένες Συμβάσεις Franchise, Π.Ν. Σάκκουλας 2016, passim, ιδίως σελ. 136 επ.):

α. Αρχικά, η «δικτύωση», συνεπάγεται τη δημιουργία μιας ιδιόμορφης υποχρέωσης κατανομής των οικονομικών παροχών που λαμβάνει ο δικαιοδότης λόγω των συμβάσεων τις οποίες καταρτίζει κάθε δικαιοχρήστης στο όνομα και για λογαριασμό του, με τη μεσολάβηση όμως του κέντρου του συστήματος. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση του δικαιοδότη και ανακύπτει στο πλαίσιο συμπληρωτικής ερμηνείας της σύμβασης ως εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης που επιτάσσει να υπάρχει ισοκατανομή των πλεονεκτημάτων των υποκειμένων του συστήματος, τα οποία ο δικαιοδότης λαμβάνει χάρη στο ότι διαπραγματεύεται με την ισχύ και τη μαζικότητα των δικαιοχρηστών του συστήματος, ενέργεια για την οποία έχει καταβληθεί σε αυτόν αντάλλαγμα και αρμόζει στον ρόλο του και την ανάληψη υποχρέωσής του να υποστηρίζει τους δικαιοχρήστες στη λειτουργία της επιχείρησής τους.

Η υποχρέωση αυτή του δικαιοδότη δεν μπορεί να απεμποληθεί με προδιατυπωμένη συμφωνία με το δικαιοχρήστη, αφού θα σήμαινε, ενόψει της ιδιομορφίας της σύμβασης και του διαχειριστικού ρόλου του δικαιοδότη, ότι θα ελάμβανε διπλό αντάλλαγμα από αυτόν κατά κατάχρηση της συλλογικότητας του εγχειρήματος, τυχόν δε τέτοια συμφωνία είναι άκυρη ως καταχρηστική κατ’ άρθρον 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994.

β. Από την άλλη, η «δικτύωση» σημαίνει τη δημιουργία μιας υποχρέωσης ίσης μεταχείρισης των δικαιοχρηστών από τον δικαιοδότη. Η καταχρηστική επιβολή διακρίσεων εις βάρος ενός δικαιοχρήστη, ο οποίος έχει τις ίδιες υποχρεώσεις που έχουν και άλλοι εντός του συστήματος, οι οποίοι όμως απολαμβάνουν κάποια πλεονεκτήματα που ο ίδιος δεν δικαιούται, δε δικαιολογείται σε καμία περίπτωση από την αρχή της καλής πίστης, όταν οι συνθήκες και οι περιστάσεις δεν το επιβάλλουν.

γ. Επίσης, η «δικτύωση» τροποποιεί το μέτρο της ευθύνης κάθε συμβαλλομένου απέναντι στον άλλο. Ο προσωπικός χαρακτήρας της σχέσης δικαιοδότη και δικαιοχρήστη και ο έλεγχος του δικαιοδότη, εφόσον ο ίδιος ουσιαστικά εγκρίνει τις ενέργειες που κάθε δικαιοχρήστης επιθυμεί να πραγματοποιήσει και επιβλέπει την εκτέλεση των εντολών που δίνει στο δικαιοχρήστη, έχει συνέπεια ότι ο δικαιοδότης δε μπορεί παρά να απαιτήσει από τον αντισυμβαλλόμενό του το μέτρο της επιμέλειας κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του που επιδεικνύει κατά τη διαχείριση και των ίδιων υποθέσεων. Ελαφρά συγκεκριμένη αμέλεια, λοιπόν, είναι το μέτρο της ευθύνης του δικαιοχρήστη έναντι του δικαιοδότη.

Από την άλλη, ο ιδιόμορφος διαχειριστικός ρόλος του δικαιοδότη αναπόφευκτα οδηγεί στην ερμηνεία της «συνήθους επιμέλειας» που πρέπει να επιδεικνύει ο δικαιοδότης, ως της «επιμέλειας του συνετού δικαιοδότη», ενός δικαιοδότη δηλαδή που μπορεί να λαμβάνει επιχειρηματικές αποφάσεις, διαθέτοντας μεγαλύτερο περιθώριο ελευθερίας.

δ. Τέλος, η «δικτύωση» διαφοροποιεί ποιοτικά το περιεχόμενο του σπουδαίου λόγου καταγγελίας. Ακόμα και μια ελάσσων προσβολή, που στο πλαίσιο μιας συνηθισμένης διαρκούς σύμβασης δεν θα αποτελούσε λόγο καταγγελίας ή θα στοιχειοθετούσε μια άκυρη καταγγελία, στο σύστημα συνδεδεμένων συμβάσεων franchise αρκεί, και μάλιστα χωρίς τη διαμαρτυρία του δικαιοδότη, για την καταγγελία. Από την άλλη, ο δικαιοχρήστης έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, εάν ο δικαιοδότης δεν τηρεί την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία, ή εάν κριθεί ότι οι αρχές που θα ακολουθήσει το σύστημα δεν τον συμφέρουν πλέον.

  1. α. Και στο επίπεδο της σχέσης των δικαιοχρηστών μεταξύ τους, όμως, η «δικτύωση» δεν είναι άμοιρη συνεπειών. Η παράβαση των αρχών του συστήματος, η παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας και η παράλειψη ενημέρωσης για επικείμενο κίνδυνο των υπολοίπων δικαιοχρηστών συνεπάγεται κυρώσεις για τον παραβάτη δικαιοχρήστη.

β. Η σύμβαση franchise εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης με προστατευτική υπέρ τρίτου ενέργεια, ωστόσο αυτό δεν κρίνεται αρκετό για την προστασία κάθε δικαιοχρήστη, αλλά ούτε και μπορεί να ανταποκριθεί στην ιδιαίτερη διάσταση κάθε σύμβασης ως οιονεί εταιρικής συνδεδεμένης και τη λειτουργία του συστήματος.

γ. Η ανάγκη να αναγνωριστεί δικαίωμα αυτοπροστασίας κάθε δικαιοχρήστη με τη μορφή αξίωσης κατά του «παραβάτη» για άρση και παράλειψη της βλαπτικής συμπεριφοράς, καλύπτεται με την παραδοχή της σύμβασης franchise ως γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου. Η υπερατομική διάσταση κάθε σύμβασης και η σύνθεση του συστήματος franchising από όλες τις συμβάσεις τις διαπλέκει ακόμα και αν δεν υπάρχει ευθεία συμβατική δέσμευση των δικαιοχρηστών. Η οικονομική σύνδεση των συμβάσεων franchising αποκτά τη σημασία της στον χώρο του δικαίου ολοκληρωτικά μέσω της θεώρησης της σύμβασης ως γνήσιας υπέρ κάθε τρίτου δικαιοχρήστη σύμβασης.

Έτσι, ενώ η συμβατική σχέση υπάρχει μεταξύ δικαιοδότη και δικαιοχρήστη, μια από τις κύριες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο δικαιοχρήστης και συναρτάται με το ίδιο το σύστημα και επομένως και με τους λοιπούς συμμετέχοντες σε αυτό δικαιοχρήστες, αναλαμβάνεται ευθύς εξαρχής και έναντι αυτών, παρέχοντας δικαίωμά τους για άρση και παράλειψη της παράβασης των αρχών του συστήματος και αποζημίωσης ως «τρίτων» στο πλαίσιο μιας γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, και δη αυτοτελώς, ασκώντας ίδιο δικαίωμα που αντλούν από τη σύμβαση δικαιοδότη και δικαιοχρήστη.

Αντιστοίχως, ο δικαιοχρήστης αναλαμβάνει και έναντι των άλλων δικαιοχρηστών ως τρίτων, με τους οποίους δεν συνδέεται απευθείας συμβατικά, αλλά μέσω του συμβατικού δεσμού του με το δικαιοδότη, και παρεπόμενες υποχρεώσεις πρόνοιας και ενημέρωσης. Πρόκειται για την υποχρέωση διαφύλαξης απορρήτου, και την υποχρέωση προειδοποίησης και ενημέρωσης για κινδύνους που ενδέχεται να πλήξουν την ταυτότητα και τη λειτουργικότητα του συστήματος.