Πώς επηρεάζει την πορεία της περιβαλλοντικής προστασίας η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου της Χάγης και ποια η σημασία της εφαρμογής των κανόνων της ΕΣΔΑ στις περιβαλλοντικές διαφορές;
Αναμφίβολα, η κλιματική αλλαγή έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά και δισεπίλυτα ζητήματα της εποχής μας. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ορίσει, ιδίως στο πλαίσιο του European Green Deal, ως βασικό στόχο για την επόμενη τριακονταετία τη δραστική μείωση των ρυπογόνων αερίων που προκαλούν και επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή, οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι οι τρέχουσες δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη-μέλη δεν είναι αρκετές.
Την ίδια ώρα, οι πάσης φύσεως διεθνείς συμφωνίες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής (όπως για παράδειγμα η Συμφωνία του Παρισίου) που τα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, υπογράφουν, στερούνται νομικής δεσμευτικότητας και ως εκ τούτου δεν ασκούν ουσιαστική πίεση στους ρυπαίνοντες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο ότι διάφορες περιβαλλοντικές ΜΚΟ χρησιμοποιούν τη δικαστική οδό, ώστε να αναγκάσουν τα κράτη να υιοθετήσουν πιο αποτελεσματικές κλιματικές πολιτικές, με στόχο να προστατεύσουν τις ζωές και τα δικαιώματα των πολιτών τους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτέρω πρακτικής αποτελεί η πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη υπόθεση Urgenda, η οποία αφορούσε μια διαμάχη μεταξύ της MKO Urgenda και του ολλανδικού κράτους.
Η ως άνω ΜΚΟ άσκησε αγωγή κατά του Ολλανδικού κράτους υποστηρίζοντας ότι η τρέχουσα εθνική κλιματική πολιτική αποτυγχάνει να τηρήσει την υποχρέωση προστασίας που το κράτος ενέχει βάσει του Ολλανδικού δικαίου έναντι των πολιτών. Αίτημα της αγωγής ήταν η μείωση των εγχώριων εκπομπών ρυπογόνων αερίων κατά τουλάχιστον 25% μέχρι το 2020, σε σχέση με τις εκπομπές του 1990.
Αυτό που στην ουσία κατάφερε το Ολλανδικό δικαστήριο στην περίπτωση της Urgenda ήταν να χρησιμοποιήσει τη νομολογία του ΕΔΔΑ ώστε να καθορίσει το περιεχόμενο του «καθήκοντος προστασίας» που το Ολλανδικό κράτος ενέχει έναντι των πολιτών του.
Πιο συγκεκριμένα, στις 20 Δεκεμβρίου 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας αποφάσισε αμετάκλητα ότι το ολλανδικό κράτος είναι υποχρεωμένο μέχρι το τέλος του 2020 να μειώσει δραστικά τις εγχώριες (κυρίως βιομηχανικές) ρυπογόνες εκπομπές, ώστε με τον τρόπο αυτό να προστατέψει τις ζωές των πολιτών και να τηρήσει το καθήκον προστασίας που ενέχει απέναντί τους.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι η Ολλανδία είναι μια χώρα που τηρεί τις απαιτήσεις της ΕΕ ως προς τον περιορισμό των ρυπογόνων εκπομπών (EU ETS), το δικαστήριο έκρινε ότι η κλιματική πολιτική της Ε.Ε δεν είναι αρκετή, για να προστατεύσει τους Ολλανδούς πολίτες, και ως εκ τούτου υποχρέωσε το κράτος να λάβει επιπλέον μέτρα. Η αγωγή της Urgenda βασίστηκε κυρίως σε διατάξεις του ολλανδικού δικαίου και της ΕΣΔΑ.
Η επίκληση των διατάξεων της τελευταίας ήταν σημαντική, ώστε να συνδέσει τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής με την απειλή στις ζωές και τα δικαιώματα των πολιτών και ως εκ τούτου να στοιχειοθετήσει ευχερέστερα την ευθύνη και να ορίσει το «καθήκον προστασίας» του κράτους.
Το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή, ενώ το άρθρο 8 το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, την οποία τα εθνικά δικαστήρια των κρατών που συμμετέχουν στο σύστημα της ΕΣΔΑ υποχρεούνται καταρχήν να ακολουθούν, το κράτος έχει τη θετική υποχρέωση (υποχρέωση δράσης) να προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή των πολιτών.
Αυτή η θετική υποχρέωση περιλαμβάνει τη θέσπιση ενός επαρκούς διαδικαστικού και νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα διασφαλίζει την προστασία των πολιτών από πάσης φύσεως περιβαλλοντικές καταστροφές. Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος θα πρέπει να ρυθμίσει και την δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα, η οποία δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των πολιτών. Την ίδια ώρα, όσον αφορά το άρθρο 8 και την προστασία της προσωπικής και οικογενειακής ζωής, η νομολογία του Δικαστηρίου είναι ακόμα πιο εκτενής.
Πιο συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι εάν μια δραστηριότητα που ζημιώνει το περιβάλλον επηρεάζει (άμεσα η έμμεσα) την οικογενειακή ζωή ενός πολίτη, το κράτος υποχρεούται να θεσπίσει το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο ώστε να την προστατεύσει. Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο η μόλυνση να επηρεάζει την υγεία του θύματος, ούτε χρειάζεται σε όλες τις περιπτώσεις να αποδειχθεί η πλήρης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της περιβαλλοντικά επιβλαβούς δραστηριότητας και της επίπτωσης στην (ιδιωτική και οικογενειακή) ζωή του ατόμου.
Αν και το δίκαιο της ΕΣΔΑ δεν προστατεύει το δικαίωμα σε ένα καθαρό περιβάλλον καθαυτό, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει καταφέρει να αναγνωρίσει την ανάγκη για έμμεση προστασία του εν λόγω έννομου αγαθού, όταν η περιβαλλοντική ζημία επηρεάζει, έστω και έμμεσα, την (οικογενειακή) ζωή του ατόμου. Αυτό που στην ουσία κατάφερε το ολλανδικό δικαστήριο στην περίπτωση της Urgenda ήταν να χρησιμοποιήσει τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ώστε να καθορίσει το περιεχόμενο του «καθήκοντος προστασίας» που το ολλανδικό κράτος ενέχει έναντι των πολιτών του.
Η απόφαση του ολλανδικού δικαστηρίου σκόρπισε ενθουσιασμό σε όλη την Ευρώπη, αφού η προστασία από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής συνδέθηκε για πρώτη φορά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και «άνοιξε τον δρόμο» για παρόμοιες, δικαστικώς επιδιώξιμες αξιώσεις και σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΣΔΑ. Πιο συγκεκριμένα, από το 2015 που ξεκίνησε η δικαστική διαμάχη της ολλανδικής ΜΚΟ με το κράτος, αρκετές όμοιες υποθέσεις έχουν φτάσει στα δικαστήρια άλλων ευρωπαϊκών κρατών (σε Βέλγιο, Ελβετία, Ιρλανδία, Νορβηγία, Αυστρία, Γαλλία κλπ.).
Οι ενάγοντες σε όλες τις περιπτώσεις κάνουν (έστω και εμμέσως) επίκληση των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ, ενώ κατά περίπτωση τα αιτήματά τους ενδυναμώνονται μέσω αναφορών στο Σύνταγμα κάθε χώρας, πολλά από τα οποία περιλαμβάνουν και δικαίωμα σε ένα καθαρό περιβάλλον.
Μέχρι πρότινος, οι αξιώσεις των ΜΚΟ στρέφονταν κατά των κρατών, δεδομένου ότι οι διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών αφενός, ενώ αφετέρου οι διεθνείς συμφωνίες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, όπως η συμφωνία του Παρισίου, που χρησιμοποιούνται από τους ενάγοντες για να στηρίξουν τα αιτήματά τους, συνάπτονται μεταξύ κρατών και δεν δημιουργούν ευθέως υποχρεώσεις σε φορείς του ιδιωτικού τομέα.
Στις 26 Μαΐου, ωστόσο, μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση του Πρωτοδικείου της Χάγης τάραξε εκ νέου τα νερά της διεθνούς νομικής κοινότητας, διατάσσοντας τη γνωστή πολυεθνική πετρελαϊκή εταιρεία “Royal Dutch Shell” να μειώσει δραστικά τις παγκόσμιες (!) εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, σε ποσοστό 45% μέχρι το 2030, σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2019.
Η ως άνω άμεσα εκτελεστή απόφαση, η οποία προήλθε από το ίδιο Δικαστήριο που έκρινε πρωτοδίκως την υπόθεση Urgenda βασίστηκε, σε ένα μεγάλο βαθμό σε όσα κρίθηκαν στην ως άνω υπόθεση, αφού απεφάνθη, (στο πλαίσιο της εξέτασης ασκηθείσας αγωγής από την ΜΚΟ “Friends of the Earth Netherlands” κατά της ως άνω εταιρείας), ότι βάσει του Άρθρου 6:162 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα η ως άνω πετρελαϊκή εταιρεία έχει υποχρέωση να μειώσει δραστικά τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, διότι η μη μείωση παραβιάζει τις γενικές αρχές του ολλανδικού δικαίου και θέτει σε κίνδυνο τη ζωή και τα δικαιώματα των Ολλανδών πολιτών.
Παρόλο που το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το δίκαιο της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται σε σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, χρησιμοποίησε τη συλλογιστική της υπόθεσης Urgenda ως προς τη σχέση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής με τα άρθρα 2 και 8 της ΕΣΔΑ και υιοθέτησε τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκειμένου να ορίσει το περιεχόμενο του «καθήκοντος αποχής» που ενέχει η εταιρεία “Royal Dutch Shell” έναντι των Ολλανδών πολιτών, το οποίο προσομοιάζει με το αντίστοιχο «καθήκον προστασίας» που κρίθηκε στην υπόθεση Urgenda ότι ενέχει το κράτος, βάσει της ίδιας διάταξης του ολλανδικού Αστικού Κώδικα.
H απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση της Royal Dutch Shell έχει ιστορικό χαρακτήρα, καθώς είναι η πρώτη φορά παγκοσμίως που ιδιωτική εταιρεία θεωρείται υπέυθυνη για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Για τη διαμόρφωση του περιεχομένου του «καθήκοντος αποχής» λήφθηκαν υπόψιν, πέραν του δικαίου της ΕΣΔΑ, και άλλα, μη δεσμευτικά νομικά κείμενα, όπως επιστημονικές μελέτες, αλλά και η Συμφωνία του Παρισίου και οι στόχοι που έχουν τεθεί από τα υπογράφοντα κράτη, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως γενικώς παραδεδεγμένοι και βασισμένοι σε κοινώς αποδεκτά επιστημονικά δεδομένα, και ως εκ τούτου ικανοί να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την αξιολόγηση του κλιματικού αποτυπώματος, όχι μόνο των κρατών, αλλά και των ιδιωτικών εταιρειών.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψιν τις κατευθυντήριες οδηγίες των Ηνωμένων Εθνών για την Επιχειρηματικότητα και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (UNGP), οι οποίες κρίθηκε ότι «αποτελούν ένα αξιόπιστο και διεθνώς αναγνωρισμένο εργαλείο ενδοτικού δικαίου που περιγράφει τις ευθύνες των κρατών και του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα» (παράγραφος 4.4.11 της απόφασης).
Κάνοντας δεκτά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι όσα αναφέρονται στην ΕΣΔΑ και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, στις κατευθυντήριες οδηγίες των Ηνωμένων Εθνών για την Επιχειρηματικότητα και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στη Συμφωνία του Παρισίου συνεισφέρουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση του «καθήκοντος αποχής» της “Royal DutchShell” και ως εκ τούτου επιτάσσουν τη δραστική μείωση των παγκόσμιων ρυπογόνων εκπομπών της, που το Πρωτοδικείο της Χάγης διέταξε, σε συμμόρφωση με το άρθρο 162 του Βιβλίου 6 του ολλανδικού Αστικού Κώδικα.
Είναι δεδομένο ότι η ως άνω πρωτόδικη απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης θα μπορούσε να ανατραπεί σε δεύτερο βαθμό, αφού αναμένεται με βεβαιότητα η έφεση της “Royal Dutch Shell”. Ένα ζήτημα της ως άνω απόφασης, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προβληματικό, είναι η αιτιώδης συνάφεια των παγκόσμιων εκπομπών της ως άνω εταιρείας σε σχέση με τις συνέπειες που η μόλυνση αυτή προκαλεί στην υγεία των Ολλανδών πολιτών, ένας προβληματισμός που αντιμετωπίστηκε ακροθιγώς, και όχι ιδιαίτερα πειστικά από την πρωτόδικη απόφαση.
Ένα άλλο ζήτημα που επίσης δημιουργεί ερωτήματα είναι το μερίδιο της ευθύνης της “Royal Dutch Shell” σε σχέση με τις ανταγωνίστριες εταιρείες που επίσης εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Στο σχετικό επιχείρημα της ως άνω εταιρείας, η οποία υποστήριξε ότι η μείωση που διατάσσεται θα ισοσκελιστεί από ανταγωνίστριες εταιρείες, το Δικαστήριο απάντησε ότι οι ευθύνες των άλλων εταιρειών δεν απαλλάσσουν τη “Royal Dutch Shell” από την ατομική της ευθύνη έναντι στους Ολλανδούς πολίτες, ενώ όταν η εταιρεία επικαλέστηκε τα υπάρχοντα όρια εκπομπών, τα οποία τηρεί στο πλαίσιο του συστήματος ETS της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήρια αποκρίθηκε ότι το εν λόγω σύστημα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να διατάξει περαιτέρω μειώσεις των ρυπογόνων εκπομπών.
Σε κάθε περίπτωση, η ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης έχει ιστορικό χαρακτήρα, καθώς είναι η πρώτη φορά παγκοσμίως που ιδιωτική εταιρεία θεωρείται υπεύθυνη για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και υποχρεώνεται να μειώσει τις ρυπογόνες εκπομπές που παράγει, και μάλιστα παγκοσμίως. Αντλώντας επιχειρήματα από την αμετάκλητη πλέον κρίση του Ανώτατου Ολλανδικού Δικαστηρίου για την υπόθεση Urgenda, το Πρωτοδικείο της Χάγης στην ουσία επεκτείνει το καθήκον προστασίας του κράτους και στους ιδιωτικούς φορείς, με κύρια βάση το άρθρο 162 του Βιβλίου 6 του Ολλανδικού Αστικού Κώδικα, όπως αυτό ερμηνεύεται με βάση την ΕΣΔΑ και μία σειρά κειμένων και συμφωνιών ενδοτικού δικαίου, τα οποία είναι αξιοσημείωτο ότι διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο και στις δύο ως άνω υποθέσεις.
Στην ελληνική έννομη τάξη τα δικαιώματα της ΕΣΔΑ κατέχουν (σε θεωρητικό, τουλάχιστον, επίπεδο) προνομιακή θέση, ενώ συχνά οι δικαστές τα επικαλούνται, ακολουθώντας την ερμηνεία του ΕΔΔΑ. Επίσης, το άρθρο 24 του Συντάγματος κατοχυρώνει την κρατική υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ η Ελλάδα είναι μέρος μιας σειράς διεθνών συμφωνιών που καλούν σε αποτελεσματική δράση έναντι της κλιματικής αλλαγής.
Με δεδομένο ότι στη χώρα μας το έννομο συμφέρον των νομικών προσώπων σε δίκες, που σχετίζονται με περιβαλλοντικά ζητήματα (και ιδίως των περιβαλλοντικών ΜΚΟ), είναι ιδιαίτερα ευρύ, ένα προσεκτικά θεμελιωμένο, δικαστικώς επιδιώξιμο αίτημα προερχόμενο από κάποια περιβαλλοντική ΜΚΟ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρός μοχλός πίεσης προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας πιο αποτελεσματικής κρατικής κλιματικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, η διεθνής πρακτική δείχνει ότι η δίκη κατά της κλιματικής αλλαγής (climate change litigation) έχει μέλλον, ενώ μένει να αποδειχθεί το κατά πόσον τα δικαστήρια και η νομική κοινότητα εν γένει μπορούν πράγματι να συνεισφέρουν στη «μάχη» κατά της κλιματικής αλλαγής.