Όταν πριν 100 χρόνια η Ελληνική Βουλή ψήφιζε τον νόμο (2190/1920) για τις Ανώνυμες Εταιρείες, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη ταχύτητα που θα επέβαλλε η κοινωνική πραγματικότητα για νέες συνεχώς εξελισσόμενες εταιρικές οντότητες. Και είναι, πράγματι, ζωτική κοινωνική απαίτηση η σύσταση εταιρικών μοντέλων που να ανταποκρίνονται στις νέες μορφές του συνεταιρίζεσθαι.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, είναι αναμφισβήτητο ότι η ηθική εκμετάλλευση της γνώσης με την εμπορική της αξιοποίηση αποτελεί κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και όρος προόδου. Με αυτό τον στόχο μια αναπτυξιακά προσανατολισμένη πολιτεία οφείλει να δημιουργεί το ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο ελέγχου και προστασίας της παραγόμενης γνώσης. Σε αυτή την πορεία έχει κινηθεί και η χώρα μας, θεσπίζοντας τις νομικές συνθήκες συμπόρευσης και στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση την εξουσιοδότηση της παρ. 3 του αρ. 23 του Ν.2741/1999 εκδόθηκε το ΠΔ 17/2001 το οποίο διέπει το καθεστώς λειτουργίας των νέων επιχειρήσεων έντασης γνώσης (Spin-Off, τεχνοβλαστός), ενώ ο σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος είναι η ενθάρρυνση της δημιουργίας και της ανάπτυξης νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα, για την εφαρμογή καινοτόμων επιχειρηματικών σχεδίων και την εκμετάλλευση της γνώσης που παράγεται σε ερευνητικά εργαστήρια, τεχνολογικούς φορείς, ΑΕΙ, καθώς και σε παραγωγικές μονάδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι σήμερα, είτε για λόγους που ανάγονται στην ανασφάλεια και τη φοβία που δείχνουν οι θεσμικοί εκφραστές της έρευνας, είτε στην αναιμική οικονομική και διοικητική υποστήριξη, στην έλλειψη έγκυρης ενημέρωσης, ή σε αβλεψίες και προσκόμματα που έχουν παρεισφρήσει στον νόμο, είτε ανάγονται στην αδυναμία επένδυσης σε αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό, οι λειτουργούσες με επιτυχία Spin-Off στην Ελλάδα είναι σχετικά λίγες.
Παρά ταύτα κάθε μέρα και ολοένα περισσότερο, η επιχειρηματική πρωτοβουλία δείχνει να αντιμετωπίζει την θεμελιωμένη γνώση ως απαραίτητο οξυγόνο, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και να εμπιστεύεται την πλέον αναγνωρισμένη αξία των Ελλήνων ερευνητών, διερευνώντας την δυνατότητα σύστασης εταιρειών με σκοπό την εμπορική αξιοποίηση και εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας, αποδεικνύοντας την ισχυρή υπεραξία ενός “paper”.
Σχήματα που ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε τομείς “deep technology” υποδέχονται με ενθουσιασμό σχετικές προτάσεις συνεργασίας. Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο θεσμός των Spin-Off εταιριών αποτελεί σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τους ευρωπαϊκούς ερευνητικούς οργανισμούς, παροτρύνοντάς τους να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα ίδρυσης μιας εταιρίας τεχνοβλαστού, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα ερευνητικά τους αποτελέσματα και ακολουθώντας κάποιες από τις καλές πρακτικές που ακολουθούνται, τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και στις ΗΠΑ, όπου ο θεσμός των Spin-Off είναι ιδιαίτερα εξελιγμένος.
Οι εταιρείες, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, μπορεί να έχουν τη νομική μορφή τόσο ανώνυμων εταιρειών (ΑΕ), ή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ), όσο και ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΙΚΕ). Το Δημόσιο μπορεί να συμμετέχει ως εταίρος, ενώ η συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρείας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50%. Ίσως το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι, ότι η γνώση και η τεχνογνωσία αποτιμώνται ως εταιρική συνεισφορά με συγκεκριμένο αριθμό μετοχών ή εξωκεφαλαιακών μεριδίων.
Από τη συνολική επισκόπηση του τρόπου ίδρυσης, οργάνωσης αλλά και λειτουργίας των ως άνω εταιρειών, προκρίνεται ότι η πιο συμφέρουσα από άποψη χρόνου, κόστους και τρόπου λειτουργίας, είναι η ίδρυση ΙΚΕ, καθότι παρέχει εγγυήσεις ευελιξίας ως προς τον τρόπο διαχείρισής της μέσω του καταστατικού (καθώς πέραν του διαχειριστή είναι δυνατή η ύπαρξη παράλληλου management board), ειδικά συγκριτικά με μια ανώνυμη εταιρεία. Ταυτόχρονα είναι ιδιαιτέρως εύκολος ο τρόπος ίδρυσής της – καθώς απαιτείται απλώς ιδιωτικό έγγραφο – (υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι υπάρχει συναίνεση μεταξύ των εταίρων για τα διάφορα ανακύπτοντα ζητήματα όπως το κεφάλαιο, ο ορισμός διαχειριστή κλπ.), ενώ είναι ταχύτατη και η όλη διαδικασία έναρξης λειτουργίας της ΙΚΕ.
Μέσω των εταιρειών Spin-Off επιτυγχάνεται ο συγκερασμός δυο βασικών πυλώνων που απασχολoύν ιδιαίτερα τα ερευνητικά κέντρα και τα Πανεπιστήμια. Αφενός εξασφαλίζεται ο περιορισμός της ευθύνης τους ως εταίρων, αφετέρου «κάμπτεται» ο εξ’ ορισμού εμπορικός χαρακτήρας των ως άνω εταιρειών, και υπερκαλύπτεται από το σκοπό αξιοποίησης και προώθησης της γνώσης, επιτρέποντας τοιουτοτρόπως τη συμμετοχή των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά και των ερευνητών, χωρίς να πλήττονται οι αρχές που πρεσβεύουν και ο χαρακτήρας των εταιριών ως κοιτίδων έρευνας και καινοτομίας.
Μια σημερινή ανάγνωση και εφαρμογή του νόμου αναδεικνύει ελλείψεις και επιτάσσει μια νέα νομοθετική παρέμβαση που να άρει τις δυσκολίες και να ενσωματώσει τις νέες απαιτήσεις. Η εκκολαπτόμενη νομοθετική πρωτοβουλία οφείλει να προσδώσει την εξωστρέφεια που απαιτείται τόσο μέσω της σύστασης δυνατών Γραφείων Μεταφοράς της Τεχνολογίας, όσο και μέσω της νομικής υποχρέωσης για την ισχύ μοντέρνων εσωτερικών κανονισμών, αλλά ακόμη και μέσω της πρόβλεψης για την διαδικασία αποτελεσματικής άσκησης διοικητικών καθηκόντων από τους ερευνητές.
Ακόμη, σημαντική είναι και η πρόβλεψη ρυθμίσεων αναφορικά με τη προοπτική ταχείας κλιμάκωσης του μεγέθους των πωλήσεων στην παγκόσμια αγορά (scalability), αλλά και η ειδικότερη πρόβλεψη για καθορισμό τυχόν δικαιωμάτων (royalties), ενώ τέλος η απαραίτητη εξωστρέφεια μπορεί να δοθεί μέσω οδηγών προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, ή μέσω ενός παραγωγικού Εθνικού Μητρώου Νεοφυών Επιχειρήσεων κ.α.
Ο ρόλος του νομικού είναι να συνθέσει δύο διαφορετικές γλώσσες και τρόπους σκέψης, να λειτουργήσει ως αρχιτέκτονας βέλτιστων πρακτικών
Η ερευνητική κοινότητα είναι έτοιμη να προσχωρήσει σε ένα νέο μοντέλο κεφαλοποιήσης της γνώσης και η επιχειρηματική κοινότητα αδημονεί να προσθέσει άλλο ένα ισχυρό όπλο στο ανταγωνιστικό οπλοστάσιό της. Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο είναι απαραίτητο, ώστε το βήμα να είναι πιο σίγουρο και πιο ασφαλές απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις.
Σ’ αυτή τη προσπάθεια η νομική προσέγγιση είναι καταλυτική, αφού τόσο οι άνθρωποι της έρευνας, όσο και οι άνθρωποι της αγοράς, εναποθέτουν τις επιδιώξεις τους στο νομικό κείμενο που θα συνδέσει άρρηκτα την κοινή τους προσπάθεια. Ο ρόλος του νομικού είναι να συνθέσει δύο διαφορετικές γλώσσες και τρόπους σκέψης. Να συγκλίνει δηλαδή διαφορετικούς δρόμους, διατυπώνοντας κανόνες και χτίζοντας τη στρατηγική συμμαχία προς όφελος της ανάπτυξης. Να λειτουργήσει τέλος ως αρχιτέκτονας βέλτιστων πρακτικών.