Η νομική επιστήμη αποτελεί έναν κλάδο, ο οποίος εκ φύσεως διαχέεται και αλληλεπιδρά με όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και των λοιπών επιστημονικών κλάδων. Η διεπιστημονική προσέγγιση του Law & Economics αναπτύχθηκε με στόχο την ανάλυση σύγχρονων νομικών ζητημάτων υπό οικονομική σκοπιά και την ανεύρεση προσφορότερων νομικών λύσεων με γνώμονα την αποτελεσματικότητα τους.
Η νομική επιστήμη αποτελεί έναν κλάδο, ο οποίος εκ φύσεως διαχέεται και αλληλεπιδρά με όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και των λοιπών επιστημονικών κλάδων. Αποτελεί μία επιστήμη διαρκώς εξελισσόμενη, που επιδρά και συναλλάσσεται με άλλες επιστημονικές προσεγγίσεις, με αποτέλεσμα να αποδίδει γόνιμους διεπιστημονικούς καρπούς, οι οποίοι προσεγγίζουν πληρέστερα το πολυσύνθετο αντικείμενο της κοινωνικής ζωής.
Ο κλάδος του Δικαίου και Οικονομικών αποτελεί έναν από τους κλάδους που ανέδειξε η σύμπραξη της νομικής επιστήμης με άλλες κοινωνικές επιστήμες. Η διεπιστημονική αυτή προσέγγιση αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως στη σχολή του Σικάγο, με στόχο την ανάλυση σύγχρονων νομικών ζητημάτων υπό οικονομική σκοπιά και την ανεύρεση προσφορότερων λύσεων. Οι διάφορες οικονομικές έννοιες λειτουργούν εντός του φάσματος Δικαίου και Οικονομικών ως ένα εργαλείο ανάλυσης των επιπτώσεων των νόμων, εκτίμησης της αποδοτικότητάς τους υπό οικονομική σκοπιά και πρόβλεψης της ενδεχόμενης χρησιμότητας μελλοντικών ρυθμίσεων.
Γνωστοί οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Adam Smith και ο David Ricardo, επιχείρησαν ήδη από τον 18ο αιώνα να ασκήσουν μια πρωτόλεια οικονομική κριτική σε ορισμένες νομικές διατάξεις της μερκαντιλιστικής νομοθεσίας και του νομοθετικού πλαισίου για τις βρετανικές αγροτικές παραγωγές αντίστοιχα, οι οποίες επιδρούσαν άμεσα σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Η απαρχή του κλάδου με τη σύγχρονη μορφή του εντοπίζεται ωστόσο στον 20ο αιώνα. Ο πρωτοπόρος καθηγητής νομικής του πανεπιστημίου του Σικάγο Harold Luhnow, χρηματοδότησε την είσοδο του Aaron Director στο πανεπιστήμιο, με στόχο να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο μελετητών. Με επικεφαλής τον Robert Maynard Hutchins, επιτελέστηκε η εγκαθίδρυση της επονομαζόμενης «Σχολής του Σικάγο» κατά τη δεκαετία του 1950, οπότε και ο κλάδος άρχισε να αναπτύσσεται.
Το πανεπιστήμιο σταδιακά διαμόρφωσε μία ισχυρή βάση ακαδημαϊκών, μεταξύ των οποίων ο Ronald Coase, αλλά και μελετητές, όπως ο Milton Friedman, ο Eugene Fama, ο Richard Posner και ο Gary Becker. Οι μελέτες των Ronald Coase (1960) και GuidoCalabresi (1961), “Το πρόβλημα του κοινωνικού κόστους” και “Μερικές σκέψεις για την κατανομή κινδύνων και το δίκαιο ατυχημάτων” αντίστοιχα, αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για την εξέλιξη του κλάδου, καθώς οι νομικοί χρησιμοποιούσαν έως τότε τα οικονομικά σχεδόν αποκλειστικά στους τομείς του φορολογικού δικαίου και του δικαίου ανταγωνισμού.
Ο Coase αποτύπωσε στο επιστημονικό του έργο την πεποίθηση, ότι δεν υφίστανται «φυσικά δικαιώματα», παρά μόνον αντιτιθέμενα συμφέροντα. Ως απότοκο έγκειται στο νομοθέτη να κατοχυρώσει ένα από αυτά, αναγάγοντάς το σε δικαίωμα και παρέχοντας εξουσία προστασίας στον φορέα του. Σύμφωνα με τα οικονομικά, αποτελεσματική κατανομή πόρων έχουμε, όταν οι πόροι καταλήγουν στο πρόσωπο για το οποίο έχουν μεγαλύτερη αξία.
Επειδή στην πραγματικότητα τα συναλλακτικά κόστη είναι υψηλά, η κατανομή των πόρων εξαρτάται άμεσα από την αρχική κατανομή των δικαιωμάτων εκ μέρους του νομοθέτη
Ωστόσο, επειδή στην πραγματικότητα τα συναλλακτικά κόστη είναι υψηλά, η κατανομή των πόρων εξαρτάται άμεσα από την αρχική κατανομή των δικαιωμάτων εκ μέρους του νομοθέτη. Το εκάστοτε δικαιοδοτικό όργανο οριστικοποιεί επομένως την θεσπισμένη κατανομή δικαιωμάτων αποκαθιστώντας την τάξη. Υφίσταται, ωστόσο, το ενδεχόμενο το δικαίωμα να μην αποδοθεί στο μέρος για το οποίο έχει μεγαλύτερη αξία, οδηγώντας σε μη αποτελεσματική κατανομή εξαιτίας της εσφαλμένης κατοχύρωσης ενός δικαιώματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας απρόσφορης δικαστικής διαμάχης, όπου η κατανομή δικαιωμάτων οδήγησε σε αναποτελεσματικές αποφάσεις, αποτελεί η υπόθεση Fontainebleau Hotel Corp. vs Forty-five Twenty-five Inc. Η διαμάχη ξεκίνησε το 1959, όταν το ξενοδοχείο Fontainebleau αποφάσισε να προχωρήσει σε επέκταση ύψους δεκατεσσάρων ορόφων, οι οποίοι ωστόσο θα επισκίαζαν την πισίνα του ξενοδοχείου Eden Roc.
Σε πρώτο βαθμό το Eden Roc δικαιώθηκε και η κατασκευή διακόπηκε στους οκτώ ορόφους που είχαν ήδη ανεγερθεί. Το Eden Roc προέβαλε το επιχείρημα της κατάχρησης δικαιώματος υποστηρίζοντας ότι ο ιδιοκτήτης του Fontainebleau Ben Novack είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει σε επέκταση σε άλλη πλευρά του ξενοδοχείου, ωστόσο εσκεμμένα επέλεξε τη συγκεκριμένη διαρρύθμιση, επιδεικνύοντας δόλο προς βλάβη του Eden Roc, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο πρώην συνεργάτης του Novack, Mufson.
Σε δεύτερο βαθμό το Fontainebleauεπικράτησε, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα ο αέρας του εκάστοτε κτιρίου να χρησιμοποιείται κατά το δοκούν. Όπως αποδείχθηκε ωστόσο, υπήρχε πράγματι δόλος βλάβης του Eden Roc, καθώς ο τοίχος που ανεγέρθη δεν έφερε καμία αρχιτεκτονική παρέμβαση, παρά μόνο παράθυρα στη σουίτα του Novack, με μόνη χρησιμότητα να έχει θέα στο επισκιασμένο Eden Roc. Ο Mufson μήνυσε τον Novack εκκινώντας μία από τις πιο δαπανηρές και πολυετείς δικαστικές διαμάχες στο Miami, ενώ οριστικό τέλος δόθηκε στην υπόθεση το 2008, όταν το Eden Roc προέβη σε ανακαίνιση και επέκταση ύψους είκοσι ενός ορόφων. Από το παράδειγμα κατέστη σαφές ότι η κατανομή δικαιωμάτων και η κρίση των δικαστών μπορεί να αποτρέψει, ή να καθυστερήσει την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.
Καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της διεπιστημονικής προσέγγισης στη νομική κοινότητα διαδραμάτισε από τη δεκαετία του ‘70 ο δικαστής Richard Posner. Ο Posner ενστερνίστηκε τον ηθικό σχετικισμό και σκεπτικισμό και αντέτεινε σύγχρονες νομικές λύσεις σε ζητήματα με οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα εξέφρασε την αμφιλεγόμενη πεποίθηση, ότι το δίκαιο οφείλει πρωτίστως να είναι αποδοτικό πριν από οτιδήποτε άλλο. Το 1972 δημοσίευσε ένα από τα εμβληματικότερα βιβλία του κλάδου με τίτλο “Economic Analysis of Law”, ενώ την ίδια χρονιά ίδρυσε το περιοδικό Journal of Legal Studies με έμφαση στις διεπιστημονικές προσεγγίσεις του δικαίου.
Κάθε υπόθεση είναι επί της ουσίας μία διαμάχη, επομένως το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τίθεται από τους νομικούς οφείλει να είναι το τι θα αποτελούσε εύλογη επίλυση της αντιμαχίας, ανεξαρτήτως υφιστάμενων νομικών κανόνων
Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε υπόθεση είναι επί της ουσίας μία διαμάχη, επομένως το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τίθεται από τους νομικούς οφείλει να είναι το τι θα αποτελούσε εύλογη επίλυση της αντιμαχίας, ανεξαρτήτως υφιστάμενων νομικών κανόνων. Ο Posner υποστήριξε ακόμη, ότι ο νομικός φορμαλισμός αποτελεί ένα από τα κυριότερα εμπόδια στην απονομή της δικαιοσύνης και στην προσαρμογή του νομικού συστήματος στις ραγδαίες κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
Παρόμοιες και συναφείς παρατηρήσεις οδήγησαν περαιτέρω στην ανάπτυξη μίας διεπιστημονικής σύμπραξης, η οποία εξετάζει το δίκαιο, όχι μόνο από άποψη κατανομής δικαιωμάτων βάσει νομικών διατάξεων, αλλά και από άποψη ανταπόκρισης της κατανομής των δικαιωμάτων στην υφιστάμενη πραγματικότητα. Ο κλάδος υιοθετεί την οικονομική ανάλυση του δικαίου με στόχο την πρόβλεψη των συνεπειών των διαφόρων κανόνων δικαίου.
Η θετική προσέγγιση της νομικής επιστήμης λειτουργεί με βάση το πώς λειτουργούν στην πραγματικότητα οι εκάστοτε σχέσεις και όχι κανονιστικά με γνώμονα το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν. Εντός του κλάδου διερευνώνται, επίσης, οι διαφορετικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν οι αντίρροπες προσεγγίσεις σε νομικά ζητήματα που χαίρουν διαφοροποιήσεων. Παραδείγματος χάριν, στον τομέα των αδικοπραξιών, μέσω της θετικής οικονομικής προσέγγισης έχει αναλυθεί η επίδραση της υιοθέτησης του κανόνα της αντικειμενικής ευθύνης, έναντι άλλων κανόνων υπαιτιότητας, επιτελώντας με τον τρόπο αυτόν μία συγκριτική διερεύνηση των εν δυνάμει ρυθμίσεων.
Η διεπιστημονική προσέγγιση έχει λάβει ευρεία εφαρμογή και σε πολλούς άλλους τομείς της νομικής επιστήμης, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με την οικονομική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων πρόσφατες μελέτες αναφορικά με το νομικό πλαίσιο του τραπεζικού τομέα. Μάλιστα, η χρήση των συμπεριφορικών οικονομικών – ενός επιμέρους κλάδου των οικονομικών – διαφαίνεται να επιφέρει τα τελευταία χρόνια θετικά αποτελέσματα στην προσπάθεια επίτευξης μεγαλύτερου ποσοστού αποδοχής και εφαρμογής του αυστηρά ελεγχόμενου και ρυθμισμένου νομοθετικού πλαισίου του τραπεζικού κλάδου, ενισχύοντας αφενός το στοιχείο τήρησης των προβλέψεων του ίδιου του πλαισίου και επιδρώντας αφετέρου σε επιμέρους εκφάνσεις, όπως η αποταμιευτική συνείδηση και η συνταξιοδοτική κουλτούρα.
Αναμφισβήτητα, τα οικονομικά αλληλεπιδρούν καθημερινά με τη νομική επιστήμη και συχνά αποτελούν την βάση επί της οποίας είτε ανακύπτει, είτε επιλύεται μια διαμάχη. Κρίνεται επομένως ιδιαιτέρως σκόπιμο και χρήσιμο να ενστερνιστούμε και να εκμεταλλευτούμε τη διεπιστημονική θεώρηση και εξέταση των νομικών ζητημάτων, καθώς και τις επιστημονικές λύσεις, τις οποίες αναδεικνύει, προκειμένου να ενισχύσουμε την εξέλιξη της νομικής επιστήμης σε μια ζωντανή και ευέλικτη επιστήμη που ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της σύγχρονης πραγματικότητας.