Η νομολογία των εθνικών δικαστηρίων ως μοχλός πίεσης των κρατών για την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος εν όψει της κλιματικής αλλαγής

Νινέττα Σερέτη, Δικηγόρος - Πιστοποιημένη Διαμεσολαβήτρια LLM Εξειδικευμένο Δημόσιο Δίκαιο Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. - Montesquieu - Bordeaux IV Msc Communication O.U.C.

Σε αυτό το άρθρο, μελετάται ο ρόλος που διαδραματίζει η νομολογία στην αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής και η επιρροή της στη θεμελίωση υποχρέωσης των κρατών στη λήψη κατάλληλων μέτρων για την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών τους απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ξεκινώντας από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, διερευνώνται επιλεγμένα ζητήματα που αντιμετώπισε η νομολογία, ώστε να αναδειχθεί η τρέχουσα νομική πρακτική σύνδεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής αποτελεί το πλέον επίκαιρο ζήτημα της της διεθνούς ατζέντας. Με την υπογραφή και την έγκριση της Συμφωνίας των Παρισίων, η δικαιοσύνη δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη, καθώς η διαμορφούμενη νομολογία ήρθε να συμβάλλει δραστικά στην εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει τα κράτη και να ενισχύσει την δράση κατά της κλιματικής αλλαγής.  Μεγάλος αριθμός δικαστικών διαφορών, λαμβανομένης υπόψη της δημοσιότητας που απολαμβάνουν, λειτούργησε ως μέσο πίεσης με σκοπό την υιοθέτηση  μιας πιο φιλόδοξης δράσης των κρατών έναντι στην κλιματική απειλή.

Μεγάλος αριθμός δικαστικών διαφορών λειτούργησε ως μέσο πίεσης με σκοπό την υιοθέτηση μιας πιο φιλόδοξης δράσης των κρατών έναντι στην κλιματική απειλή

Η  επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί σημαντική πτυχή επιχειρηματολογίας, η οποία μάλιστα σημειώνει εντυπωσιακή επιτυχία σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία. Ουσιαστικά φαίνεται να κερδίζει έδαφος η σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση, η οποία τοποθετείται στο κέντρο μια νομικής μάχης, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα απαιτούν από της εθνικές κυβερνήσεις αλλαγή πλεύσης και έχουν αναφορά στην κλιμάκωση κάθε δυνατής προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Ι. Η διαχείριση της κλιματικής κρίσης υπό το πρίσμα των Διεθνών ρυθμίσεων. Συνθήκη Παρισίων: Νομική δεσμευτικότητα
Η κλιματική δυσμενής πραγματικότητα καταγράφεται από τα ορατά αποτελέσματά της ανά τον κόσμο, τις αυξημένες βροχοπτώσεις, την ξηρασία, τη μεταβαλλόμενη θερμοκρασία, την τήξη των πάγων με την αντίστοιχη άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τη γενικότερη αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Θα λέγαμε, λοιπόν, πως δίκαια η απορρύθμιση του κλίματος  καταγράφεται ως μέγιστη παγκόσμια απειλή, η οποία απαιτεί και επιβάλλει τη  μέγιστη δυνατή συνεργασία των κρατών για την αντιμετώπισή της.

Από την πρώτη διεθνή σύμβαση για την κλιματική αλλαγή το 1992, τα κράτη κατέβαλλαν προσπάθειες να αποτυπώσουν  σε ένα πρώτο κείμενο μια κοινή συμφωνία υλοποίησης μέτρων πρόληψης, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αιτίες της κλιματικής αλλαγής και οι δυσμενείς συνέπειές της.

Η Συμφωνία των Παρισίων ήρθε ακριβώς τη στιγμή που η κλιματική αλλαγή ενέπλεξε έναν εντυπωσιακό αριθμό κρατών, τα έθεσε ενώπιον των ευθυνών τους  και τα οδήγησε σε μια έμπρακτη αναγνώριση της οικουμενικότητας του προβλήματος. Βασικός άξονας της συμφωνίας αποτέλεσε ο κοινός στόχος συγκράτησης της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου, μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίου και την καθαρή μετάβαση σε άλλες μορφές ενέργειας. Αποτελεί την πρώτη δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μερών και η επιτυχία της κρίθηκε στο ότι έφερε όλα τα κράτη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ταυτόχρονα, έθεσε τους πυλώνες χάραξης των πολιτικών και υπογράμμισε την αναγκαιότητα θέσπισης κανόνων δικαίου προς την κατεύθυνση υλοποίησης εθνικών σχεδίων δράσης και επίλυσης των κλιματικών επιπτώσεων.

Παρά τη μεγάλη νομική αξία της συμφωνίας, προσμετράται ως αρνητικό το γεγονός, ότι  δεν κατάφερε να προβλέψει καμία μορφή κύρωσης σε περιπτώσεις παραβίασης των δεσμευτικών υποχρεώσεων των κρατών ως προς τη λήψη επαρκών και αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η απουσία πρόβλεψης κυρωτικού μηχανισμού, σε συνδυασμό με το πνεύμα ελευθεριότητας, αυτοδέσμευσης και καλής διάθεσης των κρατών, -που διαπνέει τη Συμφωνία-, την αποτιμά κατά μια έννοια, μερικώς αναποτελεσματική.

Σίγουρα, όμως, αποτελεί μια ιστορική συμφωνία και ταυτόχρονα μια ισχυρή νομική βάση θεμελίωσης αξιώσεων έναντι των κρατών που καθυστερούν να λάβουν  μέτρα, καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο των δικαστικών διαφορών για την κλιματική αλλαγή.

Το δικαίωμα στο περιβάλλον
Το δικαίωμα στο περιβάλλον αποτελεί ένα ευρύ κράμα περιβαλλοντολογικών αρχών και νόμων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Από την Διακήρυξη της Στοκχόλμης και έπειτα, άρχισε να αποτελεί πεδίο διαφορετικής προσέγγισης καθώς η αναγκαιότητα ανάπτυξης των κρατών δημιούργησε τις πρώτες συγκρούσεις για ένα υγιές περιβάλλον. Παρόλα αυτά, τα διεθνή νομικά κείμενα και εθνικά Συντάγματα συμπεριέλαβαν διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα στο περιβάλλον και έθεσαν τις πρώτες βάσεις, συνδέοντας τις περιβαλλοντολογικές ανησυχίες με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η έννοια της προστασίας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι βαθιά αλληλεξαρτώμενο με άλλα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό της ζωής, της υγείας, της ποιότητας ζωής, της αξιοπρέπειας, του δικαιώματος σε νερό και τροφή, ασφάλεια, ισότητα, στέγη, μετακίνηση κ.α. Προς τούτο και η απόλαυση ενός υγιούς και οικολογικού περιβάλλοντος, ως συλλογικού αγαθού, μετουσιώνει το δικαίωμα ταυτόχρονα σε ατομικό, κοινωνικό και συλλογικό, με  βαρύνουσα νομική σημασία  υπό το πρίσμα της κατά περίπτωση αιτούμενης δικαστικής προστασίας για τη διαφύλαξή του.

Τα κράτη ως κύριοι αποδέκτες του δικαιώματος στο περιβάλλον καλούνται να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα που θεωρούνται κατάλληλα, για να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη απόλαυσή του. Ενόσω, λοιπόν, το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον  συνδέεται μέσω άλλων θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, παρατηρείται μέσω της πλούσιας νομολογίας της εσωτερικής έννομης τάξης των κρατών, η δυνατότητα προβολής τους στη φαρέτρα των νομικών επιχειρημάτων, ως μια στρατηγική δικαστικών διαφορών στο πλαίσιο της έννοιας της “κλιματικής δικαιοσύνης”.

Πάνω σε αυτό το πρίσμα, η δικαιοσύνη στο πλαίσιο της αιτούμενης δικαστικής προστασίας έχει την αποστολή να ενσκήψει στην κάθε περίπτωση, δείχνοντας τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον εντοπισμό της νομικής βάσης των στηριζόμενων αιτημάτων, τον προσδιορισμό της βλάβης, την αιτιώδη συνάφεια  μεταξύ του εναγόμενου και ενάγοντος και ακολούθως με την κρίση της να συμβάλλει στην αποκατάσταση του προσβαλλόμενου δικαιώματος.

ΙΙ. Η συζήτηση στα εθνικά δικαστήρια. Η πρακτική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική έννομη τάξη.
Η  καινοτόμα υπόθεση Urgenda, στρεφόμενη κατά του κράτους της Ολλανδίας, χαρακτηρίζεται πρωτοπόρα, καθώς  αποτελεί δικαστικό προηγούμενο για την εθνική και διεθνή έννομη τάξη, ως μια πρώτη απόφαση δικαστηρίου που διατάσσει κράτος να περιορίσει εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.  Ο πυρήνας των ισχυρισμών αυτής της απόφασης αφορά τη διεθνώς αναγνωρισμένη υποχρέωση δέουσας επιμέλειας που απαιτείται να ασκεί κάθε κράτος και την αρχή του διεθνούς δικαίου περί μη πρόκλησης βλάβης.

Η  υπόθεση Urgenda, στρεφόμενη κατά  της Ολλανδίας, χαρακτηρίζεται πρωτοπόρα, καθώς αποτελεί δικαστικό προηγούμενο για την εθνική και διεθνή έννομη τάξη, ως μια πρώτη απόφαση δικαστηρίου που διατάσσει κράτος να περιορίσει εκπομπές αερίων θερμοκηπίου

Η κρίση του Δικαστηρίου της Χάγης υπέδειξε  την υποχρέωση του κράτους να λάβει μέτρα και να περιορίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 25% μέχρι το 2020, στηριζόμενη στο ότι η μείωση αυτή ισοδυναμεί με τη δέουσα επιμέλεια που οφείλει να επιδείξει το ολλανδικό κράτος για συμμόρφωση σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών της.

Το δικαστήριο αναγνώρισε το έννομο συμφέρον του αιτούντος σωματείου και επιβεβαίωσε ότι το κράτος δεν εκπλήρωσε το καθήκον προστασίας του περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος, καθώς επίσης ότι οι κίνδυνοι  της κλιματικής αλλαγής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 2 και 8 της ΕΣΔΑ και της άμεσης εφαρμογής διατάξεων διεθνών  και ευρωπαϊκών συμβάσεων που είχε συνυπογράψει η Ολλανδία, δημιουργώντας θετική υποχρέωση του ολλανδικού κράτους να προστατεύσει τα δικαιώματα αυτά, ενεργώντας στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Σε αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Peoples ClimateCase, στην αγωγή που κατέθεσαν 10 οικογένειες από όλη την Ευρώπη προερχόμενες από περιοχές πληττόμενες από ξηρασία, πλημμύρες και πυρκαγιές. Κύριο αίτημά τους αποτέλεσε η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους στην ζωή, στην υγεία, στην ιδιοκτησία και στην εργασία, υποστηρίζοντας τη σύνδεση της προσβολής των δικαιωμάτων τους με τη μη υλοποίηση του στόχου της Ευρώπης για μείωση των εκπομπών για το κλίμα κατά 40% μέχρι το 2030. Το δικαστήριο αυτή τη φορά δεν έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς τους, στηριζόμενο στη μη θεμελίωση έννομου συμφέροντος και τη μη ύπαρξη προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως γενικού εφαρμοστικού κανονιστικού μέτρου.

Σε άλλη περίπτωση το 2018, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας εξέδωσε μια πρωτοποριακή απόφαση, μετά από πρωτοβουλία 25 νέων να απαιτήσουν την προάσπιση των δικαιωμάτων τους σε ένα υγιές περιβάλλον, διεκδικώντας τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους για ζωή, υγεία, τροφή και νερό, τα οποία τίθεντο υπό την απειλή της αδιάκριτης υλοτομίας στον Αμαζόνιο ενάντια στις διεθνείς δεσμεύσεις για τη μείωση της αποψίλωσης των δασών. Η απόφαση αναγνώρισε την αιτιώδη συνάφεια της αποψίλωσης και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Επιπλέον, με επιτυχία σημείωσε στο σκεπτικό της ότι η κολομβιανή κυβέρνηση όφειλε να εγγυηθεί ενός εθνικού σχεδίου που να προασπίζει τα διαγενεακά δικαιώματα σε ένα υγιές και ισόρροπο περιβάλλον. Ύψιστης σημασίας και πέραν του δικαιολογημένου συμβολισμού κρίνεται η αναγνώριση του Αμαζονίου ως Υποκείμενου Δικαίου, ως μια οντότητα που υπόκειται σε δικαιώματα και που το κράτος έχει καθήκον να προστατεύσει, να διατηρήσει και να αποκαταστήσει προς όφελος των δικαιωμάτων των πολιτών της.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε η πρόσφατη απόφαση της Milieudefensie et al v Royal Dutch Shell, η οποία αντιπροσωπεύει στην ουσία την επέκταση των αρχών της Urgenda προς τις ιδιωτικές εταιρείες, καθώς όπως κρίθηκε και αυτές οφείλουν να λάβουν μέτρα για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ολλανδών κατοίκων είναι σχετικά με αυτό το καθήκον.

Και ενώ, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να επικαλεστούν άμεσα τα δικαιώματα της ΕΣΔΑ κατά της RDS, το δικαστήριο δέχθηκε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη σχέση μεταξύ των εναγόντων και της RDS. Το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι τα άρθρα 2 και 8 της ΕΣΔΑ προσφέρουν προστασία έναντι των συνεπειών της επικίνδυνης κλιματικής αλλαγής λόγω των εκπομπών CO2 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σοβαρές και μη αναστρέψιμες συνέπειες της επικίνδυνης κλιματικής αλλαγής αποτελούν απειλή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Συγκεκριμένα, η απόφαση έκρινε ότι η RDS φέρει ευθύνη και έχει την υποχρέωση να μειώσει τις εκπομπές CO2 από τις δραστηριότητες του ομίλου Shell κατά 45% έως το τέλος του 2030. Η ιστορική αυτή απόφαση θα ενθαρρύνει αναμφίβολα τη διεκδίκηση που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή κατά εταιρειών ενέργειας και ορυκτών καυσίμων για λόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τέλος, η σχετικώς πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο Bundesverfassungsgericht, BVerfG 1 BvR 2656/18 and others χαρακτηρίζεται  πρωτοποριακή διεθνώς, καθώς  σύμφωνα με αυτή κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Ομοσπονδιακού νόμου για το κλίμα, αναγνωρίζοντας παράλειψη στον νομοθέτη να λάβει επαρκή μέτρα για την άμεση μείωση των εκπομπών. Προβλήθηκαν ως θεμελιωτικοί λόγοι οι συνταγματικές διατάξεις  για την ζωή και την ιδιοκτησία καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα της διαγενεακής ισότητας, για ένα αξιοπρεπές μέλλον των επόμενων γενεών.

Η κρίση της απόφασης στηρίχθηκε στη θεμελιωμένη υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει τη ζωή και την υγεία, όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Το δικαστήριο αποδέχθηκε  μια νέα προστατευτική διάταξη θεμελιώδους δικαιώματος, αυτή της διαχρονικής διασφάλισης της ελευθερίας, η οποία απαιτεί την κινητοποίηση του νομοθέτη προς προάσπιση και των μελλοντικών γενεών και απαιτεί έγκαιρη λήψη μέτρων για την ασφαλή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα.

Συμπέρασμα
Η κλιματική αλλαγή καθώς φαίνεται κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στη διεθνή σκηνή υπό το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε η κλιματική δικαιοσύνη, ως μια παγκόσμια τάση όπου πολίτες, ιδιώτες, Μ.Κ.Ο. προσφεύγουν στα δικαστήρια, αιτούμενοι να εξεταστεί κατά πόσο θίγονται κατά περίπτωση τα δικαιώματά τους από τη μη λήψη επαρκών μέτρων για την κλιματική αλλαγή.

Η εξέλιξη των δικαστικών διαφορών θεωρείται μέρος μιας στρατηγικής που εστιάζει στα ανθρώπινα δικαιώματα και αποτελεί ταυτόχρονα σημαντικό εργαλείο στην προώθηση πολιτικών για το κλίμα. Οι δικαστές από την πλευρά τους φαίνεται να αναγνωρίζουν τη σοβαρότητα του προβλήματος και παρά την έλλειψη νομοθετικών ρυθμίσεων, προσπαθούν με τις αποφάσεις τους να αναδείξουν τη διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δικαστικές διαφορές για την κλιματική αλλαγή.

Αναλαμβάνουν κατά μία έννοια ένα ρόλο “ρυθμιστή”, με σημαντική συμβολή στην απαραίτητη εντατικοποίηση των εθνικών και διεθνών προσπαθειών για την αποφυγή της έκθεσης των ανθρώπων σε παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, εξαιτίας των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Ενδιαφέρουσα εξέλιξη για το μέλλον θα αποτελέσει η δέουσα συμβολή των κρατών στην ουσιαστική ανάπτυξη μιας λειτουργικής κοινότητας συνεργασίας, ώστε να περιφρουρήσουν αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, να τα ενσωματώσουν στη διαμόρφωση των εθνικών τους συστημάτων, με στόχο την βέλτιστη αντιμετώπιση των απειλών που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.