Εξέχοντα ρόλο στη διαπίστωση του κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως που υποδηλώνει την απομίμηση ενός σήματος παίζει η συνολική εντύπωση που δημιουργείται από μία ένδειξη, δηλαδή η οπτική, η ακουστική και η εννοιολογική εντύπωση. Βέβαια, σε αυτόν τον παράγοντα προστίθενται και άλλοι που δεν έχουν να κάνουν με την ίδια την αποτύπωση του σήματος, αλλά με την εξέλιξή του και την αγορά, μέσα στην οποία αυτό λειτουργεί. Τέτοιοι παράγοντες είναι το αν το προγενέστερο σήμα είναι σήμα φήμης, αν τα δύο σήματα αποτελούν ενδείξεις για όμοια ή ανόμοια προϊόντα και αν το σήμα έχει αποκτήσει ισχυρή διακριτική δύναμη.
Οπωσδήποτε, όμως, η ανάλυση των δύο σημάτων σε φωνητικό, μορφολογικό και λεξικό επίπεδο είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, ώστε να διαπιστωθεί ο κίνδυνος σύγχυσης στον μέσο καταναλωτή. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κυρίως με διαισθητικά κριτήρια, όμως σταδιακά κερδίζει έδαφος στις αγγλοσαξωνικές χώρες μια νέα μέθοδος, η οποία εφαρμόζει τις αρχές της γλωσσολογίας και κυρίως της ψυχογλωσσολογίας, της φωνολογίας, της μορφολογίας και της σημασιολογίας, για να ποσοτικοποιήσει και να δώσει έτσι μια αντικειμενική διάσταση στην έννοια της εντύπωσης που προκαλεί ένα εμπορικό σήμα.
Ομοιότητα ή διαφοροποίηση μεταξύ δύο εμπορικών σημάτων
Μία από τις πρώτες και πιο γνωστές υποθέσεις, όπου κλήθηκε να γνωμοδοτήσει γλωσσολόγος, και συγκεκριμένα ο καθηγητής γλωσσολογίας σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ Roger Shuy, είναι η αγωγή το 1988 της εταιρείας McDonalds κατά της Quality Inns International, η οποία είχε δώσει στην αλυσίδα οικονομικών ξενοδοχείων της το σήμα McSleep.
Μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις, όπου κλήθηκε να γνωμοδοτήσει γλωσσολόγος, είναι η αγωγή της εταιρείας McDonalds κατά της Quality Inns International για το σήμα McSleep στην αλυσίδα οικονομικών ξενοδοχείων της
Στην υπόθεση αυτή, υπήρξε μια εκτεταμένη συζήτηση για το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει προστασία για ένα μόρφημα (Mc) που αποτελεί μέρος και όχι το σύνολο του σήματος και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι το μόρφημα αυτό έχει καταστεί περιγραφικό των προϊόντων που διατίθενται σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο Shuy επιχειρηματολόγησε υπέρ της εναγόμενης εταιρείας, πραγματοποιώντας έρευνα σε σώματα κειμένων, όπου το μόρφημα βρέθηκε σε 56 περιπτώσεις, στις οποίες είχε ακριβώς αυτή τη σημασία της οικονομικής, γρήγορης και εύκολης ιδιότητας (π.χ. McTek) και έτσι θεωρήθηκε ότι είχε καταστεί ανεξάρτητο λεξικό στοιχείο.
Οι ενάγοντες, βέβαια, παρουσίασαν στοιχεία από την αγορά με ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις καταναλωτών σχετικά με τη συσχέτιση του μορφήματος αποκλειστικά με το σήμα McDonalds και τελικά κέρδισαν την υπόθεση. Από εκεί και πέρα, έχουν γνωμοδοτήσει σε διάφορες υποθέσεις κυρίως στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, ακαδημαϊκοί με εκτεταμένη έρευνα στο διεπιστημονικό πεδίο της γλωσσολογίας με τη νομική.
Για παράδειγμα, στην υπόθεση Circuit City Stores v. Speedy Car-X ο Ronald Butters παρείχε λεπτομερή μελέτη, όπου εξηγούσε ότι δεν είναι επαρκές κριτήριο για τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης ο αριθμός των όμοιων φωνημάτων. Ενώ, δηλαδή, τα δύο σήματα CarMax και CAR-X έχουν 73% ταύτιση στα γράμματά τους, πρέπει να δοθεί σημασία στις διαφορές τους σε φωνητικό και σημασιολογικό επίπεδο.
Έτσι, εξήγησε ότι το σήμα CarMax έχει το φώνημα [m], το οποίο είναι το μόνο ρινικό και χειλικό σύμφωνο στη λέξη. Επιπλέον, σε σημασιολογικό επίπεδο το μόρφημα Max δηλώνει τον μέγιστο και υπερθετικό βαθμό, ενώ το Χ, ως δεύτερο μέρος του σήματος CAR-X, μπορεί να έχει πολλές παραπάνω σημασίες, όπως τον αριθμό δέκα, το άγνωστο, το διεγραμμένο, οπότε προφανώς στο εν λόγω σήμα δεν έχει καμία συγκεκριμένη σημασία. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι τα δύο σήματα αποτελούν ενδείξεις για διαφορετικά προϊόντα (το CarMax για την πώληση αυτοκινήτων και το CAR-X για την επισκευή τους), το δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης και μπορούν να συνυπάρχουν ελεύθερα.
Αντίστοιχη επιχειρηματολογία θα μπορούσε να είχε συμβάλλει καθοριστικά και σε άλλες υποθέσεις, στις οποίες η αμερικάνικη νομολογία αιτιολόγησε τον αυξημένο κίνδυνο σύγχυσης με βάση μόνο το ποσοστό ομοιότητας των φωνημάτων των δύο σημάτων, αν και τα υπόλοιπα στοιχεία τους διέφεραν ουσιωδώς σε επίπεδο φωνολογίας. Τέτοια παραδείγματα είναι, μεταξύ άλλων, τα σήματα SMIRNOFF/SERRANOV, PROZAC/HERBROZAC και BONAMINE/DRAMAMINE.
Ελληνική νομολογία
Στις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων γίνεται σαφές ότι η διαπίστωση της ομοιότητας ή της διαφοροποίησης εμπορικών σημάτων μεταξύ τους γίνεται κυρίως με διαισθητικά κριτήρια ή με βάση το βαθμό της φωνολογικής τους ταύτισης, χωρίς ωστόσο να υπάρχει μια ενιαία μεθοδολογία. Αυτό οδηγεί συχνά σε αντιφατικά ή ασαφή συμπεράσματα, κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί αν ακολουθούνταν μια προσέγγιση με βάση τις παραπάνω αρχές.
Για παράδειγμα, στην απόφαση του ΣτΕ 573/2008 καταφάσκεται ο κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των σημάτων GUINESS και GENUSS, αν και το διοικητικό εφετείο είχε αποφανθεί ότι παρά τα πέντε κοινά τους γράμματα δεν υπάρχει παρόμοια ηχητική εντύπωση λόγω της τοποθέτησής τους σε διαφορετικές συλλαβές. Αντίθετα, στην απόφαση του ΣτΕ 1436/2009 κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των σημάτων Motivo και MOTIVI.
Ομοίως στην απόφαση του ΣτΕ 1294/2009, όπου κρίθηκε ότι δεν υπάρχει πρόδηλη ομοιότητα ικανή να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό μεταξύ των σημάτων Paracap και Parascab, παρά την ομοιότητα στην πρώτη συλλαβή, το ίδιο φωνήεν στη δεύτερη, την ταύτιση σε 6 φωνήματα και τη χρήση χειλικού συμφώνου στο τέλος της λέξης.
Φυσικά, για την κρίση του δικαστηρίου παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, όπως το αν το προγενέστερο σήμα είναι σήμα φήμης, οπότε δικαιούται μεγαλύτερης προστασίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του σήματος GUINESS, καθώς και αν τα δύο σήματα αποτελούν ενδείξεις για την ίδια κατηγορία προϊόντων (π.χ. ζυθοποιίας στην περίπτωση των σημάτων GUINESS και GENUSS).
Συνεπώς, είναι αρκετά δύσκολο να προκύψουν καθολικά συμπεράσματα περί συγκεκριμένων κριτηρίων που ακολουθούνται. Ωστόσο, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα στη διαπίστωση περί όμοιας ή ανόμοιας ηχητικής και εννοιολογικής εντύπωσης δύο σημάτων με την εφαρμογή σαφών κριτηρίων με βάση επιστημονική μεθοδολογική προσέγγιση είναι οπωσδήποτε προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων μερών.