Η πρόσφατη δημοσίευση ενός Οδηγού που σκιαγραφεί τις εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ για τις συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη συγκέντρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς, με τη συνένωση των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη να αποτελεί μονόδρομο πλέον για την αύξηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος και της ικανότητάς του να εξυπηρετεί την οικονομία, σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σημειώθηκε μία πτωτική τάση ενοποίησης στον ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο, ιδίως όσον αφορά στην αξία και τον αριθμό των συναλλαγών, ενώ το 2019 η αξία των συναλλαγών έφτασε στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2000. Η περίοδος μετά την κρίση χαρακτηρίζεται από κυρίαρχο ποσοστό εγχώριων συναλλαγών, σε αντίθεση με την περίοδο πριν το 2008, οπότε είχε σημειωθεί μεγάλο ποσοστό διασυνοριακών συναλλαγών. Σε σύγκριση με τα κινέζικα και αμερικάνικα πιστωτικά ιδρύματα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι οι λιγότερο κερδοφόρες.
Συγκεκριμένα, το μεγάλο μέγεθος των κινεζικών τραπεζών οφείλεται στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, ενώ οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες είναι αποτέλεσμα ενοποίησης που ακολούθησε μετά την κρίση. Αντίστοιχα ένα ισχυρό κύμα ενοποίησης εντός της Ένωσης θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη της τραπεζικής αγοράς στην Ευρώπη. Ο επικεφαλής του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού της ΕΚΤ, Αντρέα Ένρια, έχει δηλώσει ότι η κρίση της πανδημίας θα δημιουργήσει χώρο για συγχωνεύσεις και εξαγορές μεταξύ των τραπεζών της Ευρωζώνης, τόσο στο εσωτερικό όσο και διασυνοριακά, από τη στιγμή που μειώνει τα περιθώρια κερδοφορίας.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, δήλωσε στα τέλη Ιουλίου ότι η διαδικασία ενοποίησης των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι αναπόφευκτη και ότι ελπίζει να ξεκινήσει άμεσα. Η συζήτηση γύρω από τη συγκέντρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου είναι πλέον εντονότερη με τις διαδικασίες ενοποίησης να αφορούν κυρίως χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Η ΕΚΤ επιδιώκει την τραπεζική ενοποίηση, διότι αυτή μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας, στην εξάλειψη πλεονάζοντος δυναμικού, στη βελτίωση της αποδοτικότητας των τραπεζών ως προς το κόστος, αλλά και στην προώθηση πιο αξιόπιστων επιχειρηματικών μοντέλων. Η διασυνοριακή ενοποίηση μπορεί, επίσης, να συμβάλει σε μια μεγαλύτερη διαφοροποίηση των κινδύνων εντός της τραπεζικής ένωσης και στην ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, έναν στόχο που θεωρείται σημαντικός για την Ευρωζώνη. Επιπλέον, οι καταναλωτές θα έχουν πρόσβαση σε νέες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και θα έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν υπηρεσίες σε πιο ανταγωνιστικές τιμές.
Αναφορικά με τον ρόλο της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ στην ενοποίηση τραπεζών, αυτός εξαρτάται από το είδος της πράξης που επιλέγει το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα. Η ΕΚΤ έχει επίσημο ρόλο (και κατά συνέπεια υποχρέωση να αξιολογήσει και να εγκρίνει/απορρίψει μια πράξη), αν η πράξη αφορά την απόκτηση ειδικής συμμετοχής (δηλαδή κάθε απόκτηση άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής σε τράπεζα που αντιπροσωπεύει το 10% ή περισσότερο των μετοχών ή / και δικαιωμάτων ψήφου σε αυτήν την τράπεζα, ή υπερβαίνει άλλα σχετικά όρια), ή τη δημιουργία νέας τράπεζας, ή αν η συγχώνευση αφορά σημαντικές τράπεζες και η νομοθεσία της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένες αναθέτει στην εποπτική αρχή την εξουσία έγκρισης συγχωνεύσεων.
Πιο αναλυτικά, όσον αφορά στις συγχωνεύσεις, ο ρόλος της ΕΚΤ, ελλείψει εναρμονισμένου δικαίου, εξαρτάται από τη νομοθεσία της χώρας ή των χωρών στις οποίες βρίσκεται η έδρα των τραπεζών που συγχωνεύονται. Εάν η νομοθεσία του κράτους-μέλους εκχωρεί εξουσίες στην εθνική εποπτική αρχή για αυτό το ζήτημα, η ΕΚΤ ασκεί αυτές τις εξουσίες, όταν πρόκειται για συγχωνεύσεις σημαντικών τραπεζικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της. Σε ό,τι αφορά τις εξαγορές, η ΕΚΤ πρέπει να εγκρίνει κάθε απόκτηση ειδικής συμμετοχής.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, η τράπεζα που σχεδιάζει να αποκτήσει ειδική συμμετοχή πρέπει να ενημερώσει την εθνική εποπτική αρχή. Η τελευταία καταθέτει σχέδιο πρότασης στην ΕΚΤ, η οποία σε συνεργασία με την εθνική εποπτική αρχή προβαίνει σε αξιολόγηση του σχεδίου λαμβάνοντας υπόψιν συγκεκριμένα κριτήρια, όπως τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, την οικονομική ευρωστία του κ.ά.
Παρά τη γενικότερη ανησυχία για τις “too big to fail” τράπεζες η ενοποίηση πιστωτικών ιδρυμάτων ανεξαρτήτως μεγέθους αποτελεί εποπτική προτεραιότητα
Ανεξάρτητα όμως από τον ρόλο της ΕΚΤ, ως προς τις διαδικασίες ενοποίησης, οι πράξεις αυτές εξετάζονται στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτείας που ασκείται στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο τραπεζικός όμιλος που θα προκύψει θα είναι σε θέση να συμμορφώνεται διαρκώς με το σύνολο των απαιτήσεων και των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, οι εποπτικές αρχές εξετάζουν, μεταξύ άλλων, το επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας που θα προκύψει, ελέγχοντας αν η τράπεζα διαθέτει επαρκή επίπεδα κεφαλαίου και ρευστότητας και αν θα μπορεί να τα διατηρήσει με την πάροδο του χρόνου.
Η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ έχει δηλώσει πολλές φορές ότι ένας συγκεκριμένος βαθμός ενοποίησης θα ήταν χρήσιμος για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ έθεσε σε δημόσια διαβούλευση τον περασμένο Ιούλιο έναν Οδηγό που περιγράφει λεπτομερώς την εποπτική της προσέγγιση στα έργα τραπεζικής ενοποίησης της ΕΕ και επί του οποίου δέχτηκε σχόλια έως την 1η Οκτωβρίου 2020.
Οι εποπτικές προσδοκίες που ορίζονται σε αυτόν θα ενσωματωθούν στην εκτίμηση της ΕΚΤ σχετικά με τα ισχύοντα κριτήρια για την έγκριση της προτεινόμενης συναλλαγής. Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι δεν υπάρχει ενιαία προσέγγιση στην ενοποίηση του τραπεζικού τομέα, αλλά αξιολόγηση κατά περίπτωση. Αναμένεται λοιπόν από τις τράπεζες ένα βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο και μια σαφή δομή διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων σε πλήρη συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις.
Είναι σημαντικό ότι τα μέρη που εμπλέκονται σε έργα ενοποίησης καλούνται να ξεκινήσουν διάλογο με την τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ σε πολύ πρώιμο στάδιο. Η έγκαιρη αυτή επικοινωνία είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη, διότι επιτρέπει στα μέρη να επωφεληθούν από τα σχόλια της ΕΚΤ επί του σχεδίου πρότασης τους, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να λάβουν υπόψιν τους και να ενσωματώσουν κατά την περαιτέρω ανάπτυξη του σχεδίου τους, καθώς και κατά την αλληλεπίδραση με άλλες αρχές.
Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι τα αξιόπιστα σχέδια ενοποίησης δεν θα τιμωρηθούν με υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Το σημείο εκκίνησης θα είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των επιπέδων P2R (κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα 2) και P2G (κατευθύνσεις του Πυλώνα 2) που ισχύουν για τις δύο οντότητες πριν από την ενοποίηση, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο αναπροσαρμογών σε περίπτωση μη βελτίωσης του προφίλ κινδύνου. Επιτρέπει, επίσης, τη χρήση της αρνητικής υπεραξίας, αλλά αναμένεται ότι θα χρησιμοποιηθεί, για να καταστήσει το επιχειρηματικό μοντέλο της νέας οντότητας πιο βιώσιμο και θα συνοδεύεται από αυστηρές προβλέψεις όπως, για παράδειγμα, αύξηση της πρόβλεψης για μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Τυχόν κέρδη από την υπεραξία δεν θα διανεμηθούν στους μετόχους της νέας οντότητας, έως ότου δημιουργηθεί σταθερό επιχειρηματικό μοντέλο. Ως προς τη δυνατότητα χρήσης εσωτερικών μοντέλων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι θα υπάρξει περιορισμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θα δεχτεί την προσωρινή χρήση των υπαρχόντων εσωτερικών μοντέλων από τη νέα οντότητα που θα προκύψει από τη συνένωση τραπεζών. Προκειμένου να προβεί σε ταχεία εποπτική δράση όπου απαιτηθεί, θα παρακολουθεί στενά την εφαρμογή του σχεδίου ολοκλήρωσης μέσω ενός ενισχυμένου πλαισίου παρακολούθησης.
Η ΕΚΤ οφείλει να τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή τραπεζικής ενοποίησης και να αξιολογεί από καθαρά τεχνική σκοπιά κάθε σχέδιο που υποβάλλουν οι τράπεζες
Η δημοσίευση του Οδηγού αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ επιδιώκει να ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος ενθαρρύνοντας την ενοποίηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, διευκρινίζοντας την προσέγγισή της και επιλύοντας εμπόδια του παρελθόντος. Όπως αναφέρθηκε, η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν υπάρχει ενιαία προσέγγιση όσον αφορά στην ενοποίηση στον τραπεζικό τομέα, επομένως οι εποπτικές αρχές πρέπει να διατηρήσουν έναν ορισμένο βαθμό ευελιξίας.
Στην πράξη, η αναγνώριση της χρήσης της αρνητικής υπεραξίας αποτελεί τη μόνη ουσιαστική ενθάρρυνση των συμμετεχόντων στην αγορά, προκειμένου να ακολουθήσουν σχέδια ενοποίησης. Αξίζει να αναμένουμε τα σχόλια του κοινού επί του Οδηγού και την αντίδραση της ΕΚΤ σε τυχόν προτεινόμενες αλλαγές των προτάσεών της. Ένας μεγαλύτερος αριθμός συγχωνεύσεων τραπεζών μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη των ευρωπαϊκών τραπεζών σε νέους «παγκόσμιους πρωταθλητές», κάτι στο οποίο θα αντανακλάται και η σημασία του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.