Η κλιματική αλλαγή και οι συναφείς κίνδυνοι για το περιβάλλον αποτελούν ένα παγκόσμιο και πολύπλοκο φαινόμενο, το οποίο έχει απτές επιπτώσεις σε ατομικό, επιχειρησιακό και κρατικό επίπεδο. Αν και η χάραξη της πολιτικής για την προστασία του περιβάλλοντος γίνεται προφανώς από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια η δικαστική εξουσία αποκτά ολοένα και πιο ενεργό ρόλο.
Οι περιβαλλοντικές διαφορές παρουσιάζουν μια αυξητική τάση και προκύπτουν από διαφορετικά πραγματικά γεγονότα και νομικές βάσεις, οπότε δεν αποτελούν μία ενιαία ομάδα και η διαχείρισή τους δεν είναι ίδια σε όλες τις περιπτώσεις.
Αν και έχουν υπάρξει σημαντικές δικαστικές αποφάσεις που τονίζουν τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων στον τομέα της επιβολής και της πρακτικής εφαρμογής των μέτρων ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή, σε πολλές κατηγορίες διαφορών η διαιτησία και γενικά η εναλλακτική επίλυση διαφορών μπορούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην ικανοποίηση των αξιώσεων των μερών.
Η ευελιξία, η ταχύτητα και οι εξειδικευμένες γνώσεις των διαιτητικών δικαστηρίων επί των σχετικών ζητημάτων που ανακύπτουν συνιστούν τα βασικά πλεονεκτήματα της διαδικασίας που αναμένεται να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική τα επόμενα χρόνια.
Εμβληματικές δικαστικές αποφάσεις για την πράσινη μετάβαση
Όπως είναι λογικό, οι διαφορές μεταξύ ιδιωτικών οντοτήτων και κρατών με στόχο την αποτελεσματική εφαρμογή των ισχυουσών πολιτικών ή τη βελτίωση αυτών των πολιτικών, καθώς και οι αξιώσεις ιδιωτών κατά εταιρειών για αποζημίωση λόγω βλάβης που προήλθε από τη δράση της εταιρείας επιλύονται στα τακτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν κατά καιρούς εκδώσει αποφάσεις-ορόσημα για τη θέσπιση ευρύτερων υποχρεώσεων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Μία από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις είναι αυτή του Διοικητικού Δικαστηρίου του Παρισιού, το οποίο τον Φεβρουάριο του 2021 έκρινε ότι το γαλλικό κράτος είναι υπεύθυνο για περιβαλλοντικές ζημίες που προκλήθηκαν από τη μη τήρηση των δεσμεύσεων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η απόφαση χαρακτηρίστηκε από τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης ως απόφαση του αιώνα, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι μερικές εβδομάδες αργότερα η γαλλική κυβέρνηση ματαίωσε τα σχέδια επέκτασης του αεροδρομίου Charles de Gaulle, με το σκεπτικό ότι δεν είναι συμβατά με τους περιβαλλοντικούς στόχους της χώρας.
Φυσικά, η πιο πολυσυζητημένη υπόθεση εδώ και χρόνια είναι η υπόθεση Urgenda, η οποία αφορούσε τη διαμάχη μεταξύ της MKO Urgenda και του ολλανδικού κράτους, αναδεικνύοντας τον ρόλο των περιβαλλοντικών ΜΚΟ στην άσκηση πίεσης στα κράτη, ώστε να υιοθετήσουν πιο αποτελεσματικές πολιτικές ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Η εν λόγω ΜΚΟ άσκησε αγωγή κατά του ολλανδικού κράτους με αίτημα τη μείωση των εγχώριων εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 25% μέχρι το 2020, σε σχέση με τις εκπομπές του 1990.
Στις 20 Δεκεμβρίου 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας αποφάσισε αμετάκλητα ότι το ολλανδικό κράτος είναι υποχρεωμένο μέχρι το τέλος του 2020 να μειώσει δραστικά τις εγχώριες βιομηχανικές ρυπογόνες εκπομπές, ώστε να προστατέψει τις ζωές των πολιτών και να τηρήσει το καθήκον προστασίας που ενέχει απέναντί τους.
Οι συνέπειες αυτής της ιστορικής απόφασης διαφάνηκαν και στην αγωγή της Milieudefensie et al κατά της Royal Dutch Shell, στην οποία η έννοια του καθήκοντος προστασίας της ζωής και της αξιοπρέπειας των πολιτών επεκτάθηκε και στις ιδιωτικές εταιρείες.
Συγκεκριμένα, το ολλανδικό δικαστήριο έκρινε ότι η Royal Dutch Shell φέρει ευθύνη και έχει την υποχρέωση να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις δραστηριότητες του ομίλου Shell κατά 45% έως το τέλος του 2030. Αν και είναι πολύ πιθανό η απόφαση αυτή να ανατραπεί στον δεύτερο βαθμό, οπωσδήποτε αναμένεται ότι πρόκειται να ενθαρρύνει τη διεκδίκηση που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή κατά εταιρειών ενέργειας και ορυκτών καυσίμων για λόγους ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αν και οι συγκεκριμένες αποφάσεις γεννούν ελπίδες ότι η δικαστική εξουσία μπορεί να συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην προώθηση των δημόσιων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών που προστατεύουν το περιβάλλον, υπάρχουν εκατοντάδες άλλες αποφάσεις σε όλο τον κόσμο που δίστασαν να πρωτοπορήσουν και να προκαλέσουν έτσι τον οποιονδήποτε αντίκτυπο προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε, ο δικαστής δεσμεύεται από την εθνική και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι σαφές ότι μπορεί να δώσει συγκεκριμένες και καίριες απαντήσεις στα σύνθετα προβλήματα που ανακύπτουν στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής.
Υπό αυτό το πρίσμα, καθοριστικός μπορεί να είναι ο κυβερνητικός σχεδιασμός, ενώ και η βούληση των μερών μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας στην επίλυση των περιβαλλοντικών διαφορών προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης. Πράγματι, οι ρήτρες διαμεσολάβησης και διαιτησίας σε συμβάσεις διαφόρων ειδών που καλύπτουν και περιβαλλοντικά ζητήματα καταδεικνύουν την αυξανόμενη έμφαση που δίνεται πλέον στην ει δυνατόν συμβιβαστική και ταχεία επίλυση των περιβαλλοντικών διαφορών και τη μετριοπάθεια που θέλουν να επιδείξουν οι εταιρείες στα πλαίσια της .
Οι μηχανισμοί εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στη Συμφωνία των Παρισίων
Οι μηχανισμοί επίλυσης διαφορών στη Συμφωνία των Παρισίων προβλέπουν διαιτησία, αν και δεν γίνεται συγκεκριμένη πρόβλεψη για τη διαδικασία και η εν λόγω ρήτρα παραπέμπει στην αντίστοιχη ρήτρα διαιτησίας στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC). Η εν λόγω Σύμβαση που τέθηκε σε ισχύ το 1994 επιτρέπει στα μέρη να δηλώνουν ότι θα υπαγάγουν τις διαφορές τους σε διαιτησία σύμφωνα με τη διαδικασία που πρέπει να υιοθετηθεί στα πλαίσια της Διάσκεψης των Μερών (COP) των Ηνωμένων Εθνών στο αντίστοιχο παράρτημα που θα αφορά τη διαιτησία.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει υιοθετηθεί και οριστικοποιηθεί κάποια συγκεκριμένη διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν στα πλαίσια της Συμφωνίας των Παρισίων. Έτσι, παρόλο που το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC) έχει αποφανθεί με την Έκθεση του Νοεμβρίου 2019 (“ICC Arbitration and ADR Commission Report on Resolving Climate Change Related Disputes through Arbitration and ADR”) για την αξία της διαιτησίας και της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στις αμφισβητήσεις που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, δεν έχει υπάρξει κάποια συγκεκριμένη πρόοδος στο θέμα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί εφαρμογής και επιβολής τόσο της Συμφωνίας των Παρισίων όσο και της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή. Αν και και στις δύο συμφωνίες προβλέπονται συγκεκριμένοι στόχοι για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στην πράξη η διεθνής κοινότητα εξαρτάται από τη βούληση των μεμονωμένων κρατών να τηρούν τα συμφωνηθέντα και να συμμορφώνονται προς τους τεθειμένους στόχους.
Οι κατηγορίες των περιβαλλοντικών διαφορών και ο ρόλος της διαιτησίας
Μπορεί λόγω αυτού του κενού στην επιβολή της Συμφωνίας των Παρισίων η διαιτησία για τις διαφορές μεταξύ κρατών να είναι ακόμα σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο, όμως ο ρόλος της μπορεί να είναι καθοριστικός στις ιδιωτικές διαφορές ή σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών και κρατών.
Οπωσδήποτε, ο χώρος για την ανάπτυξη μηχανισμών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών είναι περιορισμένος στις αξιώσεις ιδιωτικών οντοτήτων και κυρίως ΜΚΟ κατά των κρατών με στόχο την αποτελεσματική εφαρμογή των ισχυουσών πολιτικών, αλλά και στις αξιώσεις ιδιωτών κατά εταιρειών για αποζημίωση λόγω βλάβης που προήλθε από τη δράση της εταιρείας, καθώς αυτές, όπως προαναφέρθηκε, επιλύονται κατά βάση στα τακτικά δικαστήρια.
Όμως, πέρα από αυτές τις τρεις κατηγορίες περιβαλλοντικών διαφορών, υπάρχει ένα ευρύ πεδίο για την εφαρμογή της διαιτητικής διαδικασίας σε συμβατικές διαφορές που προκύπτουν σε διάφορους τομείς και για διαφορετικούς λόγους.
Καταρχήν, είναι αναμενόμενο ότι οι διαφορές θα αυξηθούν σε ποσότητα αλλά και σημασία σε τομείς, όπως η βαριά βιομηχανία, οι μεταφορές και μετακινήσεις, η οικοδομική δραστηριότητα και φυσικά η ενέργεια.
Πρόκειται για τομείς, οι οποίοι καλούνται να προχωρήσουν σε βαθιές τομές και μάλιστα με εξαιρετικά ταχύ ρυθμό, ώστε να μπορέσουν να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι και να ανασχεθούν επιτυχώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε επίπεδο κρατών, κοινοτήτων και επιχειρήσεων. Αυτό θα προσφέρει σπουδαίες ευκαιρίες και θα αναδείξει καινοτόμες πτυχές των επιχειρήσεων, όμως ταυτόχρονα θα οδηγήσει σε περισσότερες διαφορές, ειδικά σε κλάδους όπως της ενέργειας, οι οποίοι δρουν σε ένα πολύπλοκο κανονιστικό περιβάλλον, το οποίο αναπροσαρμόζεται συνεχώς.
Κατά συνέπεια, προτείνεται στα μέρη να επιλέξουν τον δρόμο της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας, η οποία προσφέρει τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικότητας και της εμπιστευτικότητας, κάτι απαραίτητο σε συμβάσεις που σχετίζονται με την τεχνολογία και την καινοτομία. Παράλληλα, η διεθνής διαιτησία μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής στις διασυνοριακές συνεργασίες και σε αυτές, στις οποίες το ένα μέρος είναι κρατική οντότητα, έτσι ώστε να έχει γίνει εκ των προτέρων πρόβλεψη για τα κυριότερα ζητήματα που θα ανακύψουν κατά την εκτέλεση της σύμβασης.
Επιπλέον, η διαιτησία μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμη και σε συμβατικές διαφορές που προκύπτουν από γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή. Το πιο κλασικό παράδειγμα είναι η επίκληση ανωτέρας βίας σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων. Η αύξηση των φυσικών κινδύνων αλλά και οι συνεχόμενες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο είναι αναμενόμενο να οδηγήσουν σε συμβατικούς όρους που θα κατανέμουν τέτοιου είδους ρίσκα και στα δύο μέρη, ενώ διαφορές θα ανακύψουν και από τους συχνούς πλέον συμβατικούς όρους που περιλαμβάνουν την υποχρέωση συμμόρφωσης με απαιτήσεις βιώσιμης ανάπτυξης.
Βεβαίως, η κυριότερη κατηγορία διαφορών που θα προκύψει τα επόμενα χρόνια και μπορεί να επωφεληθεί από την εναλλακτική επίλυση διαφορών είναι οι διαφορές μεταξύ επενδυτών και κρατών, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια.
Επενδυτικές συμβάσεις, βιώσιμη ανάπτυξη και ρήτρες διαιτησίας
Η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων απαιτεί εκτεταμένες επενδύσεις, των οποίων η χρηματοδότηση θα γίνει είτε από το κράτος είτε σε ιδιωτικό επίπεδο. Με την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων και των άμεσων ξένων επενδύσεων, αναμένεται και η αύξηση των διαφορών ανάμεσα στους επενδυτές και τα κράτη.
Μάλιστα, με τις συνεχείς αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, οι οποίες γίνονται, για να τηρήσουν τα κράτη τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις τους, έρχονται στο προσκήνιο και οι ήδη υπάρχουσες επενδύσεις, οι οποίες επηρεάζονται σε υψηλό βαθμό.
Η προσφυγή στη διαιτησία σε αυτές τις περιπτώσεις προκύπτει όχι μόνο από τις αντίστοιχες συμβατικές ρήτρες στις επενδυτικές συμβάσεις, αλλά και από τις διμερείς ή πολυμερείς συνθήκες, στις οποίες προσχωρούν τα κράτη για την προστασία των ξένων επενδύσεων. Η πλειοψηφία αυτών των συνθηκών προβλέπει τη διαδικασία της διαιτησίας ή/και της διαμεσολάβησης για όλες τις διαφορές που προκύπτουν από μια επένδυση. Έτσι, θεωρείται ότι και οι περιβαλλοντικές διαφορές υπάγονται στη διαιτησία.
Με αυτή τη λογική, στο διαιτητικό δικαστήριο μπορούν να καταλήξουν οι διαφορές που προκύπτουν όχι μόνο από τις εντεινόμενες υποχρεώσεις λόγω της κλιματικής αλλαγής, αλλά και από την κρατική συμπεριφορά που βλάπτει το περιβάλλον και παραβιάζει έτσι την υποχρέωση του κράτους για δέουσα επιμέλεια και το καθήκον προστασίας, προκαλώντας ζημία στην ιδιοκτησία του επενδυτή.
Αλλά και αντιστρόφως, η πιο ολιστική πλέον προσέγγιση στη διαχείριση των επενδύσεων προτάσσει πέρα από τα δικαιώματα του επενδυτή και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης του απέναντι στο περιβάλλον και της λήψης μέτρων για την ελάττωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η επένδυσή του.
Σε όλα τα παραπάνω, το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να προσφέρει λύσεις με άμεσο και ταχύ τρόπο, από δικαστές που είναι εξειδικευμένοι σε αυτό το αντικείμενο. Έτσι, η διαιτησία αναδεικνύεται όχι μόνο σε μέσο επίλυσης των διαφορών αλλά και υπό την ευρύτερη έννοια σε θεσμό που αποτυπώνει τη διάθεση των μερών να υιοθετήσουν μια υπεύθυνη συμπεριφορά, κατά την οποία η προστασία του περιβάλλοντος βρίσκεται στο επίκεντρο και δημιουργεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τη διαχείριση των κινδύνων στο προσυμβατικό στάδιο αλλά και στο στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης.
- Ποιος θα είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος της διαιτησίας στις περιβαλλοντικές διαφορές που ανακύπτουν από τις επενδυτικές συμβάσεις στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια;
Σταύρος Μπρεκουλάκης, Καθηγητής Διεθνούς Διαιτησίας και Εμπορικού Δικαίου, Queen Mary University of London, Δικηγόρος, Διαιτητής, 3 Verulam Buildings (Gray’s Inn)
Η διευρυνόμενη συνειδητοποίηση σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα και τις αντίστοιχες κυβερνητικές αποφάσεις, θα επηρεάσει τα επόμενα χρόνια τις επενδύσεις και συνεπώς τον ρόλο της διαιτησίας με δύο διακριτούς τρόπους ανάλογα με τα είδη των πολιτικών και επομένως των διαφορών.
Καταρχάς, τα κράτη σε διεθνές επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ έχουν υιοθετήσει νέες νομοθεσίες, με σκοπό τον περιορισμό των επενδύσεων που έχουν επίπτωση στο περιβάλλον (π.χ. εξορύξεις χρυσού, χαλκού, φυσικού αερίου και πετρελαίου). Για αυτές τις επενδύσεις είχαν δοθεί τα προηγούμενα χρόνια σημαντικά κίνητρα, όμως αυτό δεν θα ισχύει πλέον από ένα σημείο και μετά, καθώς τα projects αυτά δεν θα είναι επιθυμητά από τα κράτη και θα πρέπει να διακοπούν εντελώς ή να περιορίσουν σημαντικά το κέρδος τους.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι επιχειρήσεις, με βάση και τις διμερείς επενδυτικές συμβάσεις, τις οποίες έχει υπογράψει η Ελλάδα, θα αξιώσουν τα χρήματά τους, οπότε θα ανακύψουν επενδυτικές διαφορές που θα καταλήξουν στη διαιτησία.
Σε αυτές τις διαφορές το ερώτημα είναι το εξής: Έχει το δικαίωμα το κράτος να υιοθετήσει καινούριες πολιτικές, για να προστατεύσει ένα υπέρτατο αγαθό, όπως το περιβάλλον; Αν οι επενδυτικές συμβάσεις δεν περιέχουν ξεκάθαρη ρήτρα, η οποία εξαιρεί τη ζημία για περιπτώσεις όπου το κράτος θέλει να νομοθετήσει για την προστασία του περιβάλλοντος, τότε η αποζημίωση των επενδυτών, και μάλιστα αδρή, είναι αναπόφευκτη, καθώς η διαφορά θα κριθεί με βάση τη γενική προστασία που απολαμβάνουν οι επενδυτές.
Οι παλαιότερες επενδυτικές συμβάσεις δεν περιέχουν τέτοιες εξαιρέσεις, σε αντίθεση με τις καινούριες. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ανατρέψει τέτοιου είδους πολιτικές τα επόμενα 20 χρόνια, θα προκύψουν και πολλές αντίστοιχες επενδυτικές διαφορές που θα καταλήξουν στη διαιτησία και κατά πάσα πιθανότητα στην αποζημίωση των επενδυτών.
Μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η υπόθεση Eco Oro κατά Κολομβίας, η οποία κρίθηκε στο διεθνές διαιτητικό δικαστήριο ICSID (International Centre for Settlement of Investment Disputes). Η καναδική εταιρεία είχε αρχικά πάρει άδεια εξόρυξης χαλκού, όμως αργότερα η Κολομβία περιόρισε την άδεια, καθώς η επένδυση γινόταν σε περιοχή βιοποικιλότητας. Στην απόφαση που εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες, το διαιτητικό δικαστήριο δικαίωσε την καναδική εταιρεία και ενέκρινε την αποζημίωση.
Το δεύτερο είδος επενδυτικών διαφορών θα προκύψει επειδή η ΕΕ διαθέτει σημαντικά κεφάλαια για καινούριες επενδύσεις, όπως για παράδειγμα σε Εναλλακτικές Πηγές Ενέργειας, και στην Ελλάδα αναμένεται να χρηματοδοτηθούν πολλά τέτοια προγράμματα.
Οι επενδυτικές αυτές συμβάσεις θα έχουν, βεβαίως, διαιτητική ρήτρα. Αυτές οι διαφορές δεν θα έχουν ως αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος, όπως οι πρώτες, αλλά θα εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της περιβαλλοντικής συνειδητοποίησης και καθώς θα είναι αυξημένες σε αριθμό, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος σε επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, θα φέρουν με αυτόν τον τρόπο στο προσκήνιο τον θεσμό της διαιτησίας.