‘The Code is a significant microeconomic reform,
one that has drawn the eyes of the world on the Australian parliament.
Our commitment to legislating the Code reflects
the importance of a diverse and well-resourced news media sector
to our democracy and the Australian people’.
Κοινή Δήλωση Τύπου των Josh Frydenberg,
Υπουργού Οικονομικών Αυστραλίας και
Paul Fletcher, Υπουργού Επικοινωνιών, Αστικών Υποδομών,
Πόλεων και Τεχνών Αυστραλίας
Στις 25.02.2021, έπειτα από περίπου τρία έτη διαβουλεύσεων και εντατικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Κυβέρνησης της Αυστραλίας και των ενδιαφερόμενων μερών, ψηφίστηκε στην Αυστραλία ο Κώδικας ‘News Media and Digital Platforms Mandatory Bargaining Code’ (Act 2021, A Bill foran Act to amend the Competition and Consumer Act 2010 in relation to digital platforms and for relatedpurposes).
Σκοπός του νέου αυτού νομοθετήματος είναι να καθιερώσει ένα νομοθετικό πλαίσιο, βάσει του οποίου καταχωρισμένες εταιρείες ειδήσεων της Αυστραλίας και ορισμένες εταιρείες ψηφιακής πλατφόρμας θα πρέπει να συμμορφώνονται με υποχρεωτικούς όρους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών και μπορούν να διαπραγματεύονται σχετικά με το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τη διάθεση συγκεκριμένου περιεχομένου ειδήσεων.
Νωρίτερα, στις 09.12.20, είχε κατατεθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων στην Αυστραλία σχέδιο νόμου που επέβαλε στις εταιρείες, οι οποίες αναδημοσιεύουν ειδήσεις, να καταβάλουν ένα ποσό στους παραγωγούς τους, ήτοι σε εφημερίδες, περιοδικά, ειδησεογραφικά πρακτορεία και άλλους ιστότοπους. H Google απείλησε ότι θα σταματήσει να παρέχει τις υπηρεσίες της στη χώρα, ενώ το Facebook αντέδρασε με την ενεργοποίηση ενός ‘φίλτρου’, το οποίο έθετε εμπόδιο στους χρήστες του, ώστε μην δύνανται να αναρτούν ειδήσεις από άλλα μέσα.
Τελικώς τα δύο μέρη οδηγήθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ανακοινώνοντας στις 23.02.21 τη συμφωνία τους για ορισμένες αλλαγές στο αρχικό σχέδιο του νομοθετικού κειμένου. Ακολούθως, η κυβέρνηση της Αυστραλίας προχώρησε σε τροποποιήσεις του σχεδίου, το οποίο τελικώς οριστικοποιήθηκε και ψηφίστηκε έπειτα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή και τη Γερουσία στις 25.02.21 (Act No 21/2021-02.03.21.).
Η ψήφιση του νομοθετικού κειμένου κατέστησε την Αυστραλία την πρώτη χώρα, στην οποία διορισμένος από την κυβέρνηση διαιτητής μπορεί να αποφασίσει σχετικά με το τελικό τίμημα, το οποίο πρέπει να καταβάλουν ψηφιακές πλατφόρμες σε εκδότες ειδήσεων, εφόσον δεν μπορεί να επιτευχθεί ανεξάρτητη εμπορική συμφωνία.
Οι πλατφόρμες θα μπορούν να επιλέγουν τους εκδοτικούς-ενημερωτικούς ψηφιακούς παρόχους, με τους οποίους θα διαπραγματεύονται την αμοιβή για τη χρήση του περιεχομένου τους. Παράλληλα, προβλέπεται υποχρέωση διαπραγμάτευσης και με τις μικρότερες εκδοτικές επιχειρήσεις. Δημιουργείται κίνητρο για τους τεχνολογικούς κολοσσούς και τα ΜΜΕ να διαπραγματεύονται συμφωνίες μεταξύ τους. Σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων οι ψηφιακές πλατφόρμες μπορούν να υπόκεινται σε ανεξάρτητη διαμεσολάβηση, κάτι που η κυβέρνηση της Αυστραλίας περιγράφει ως μια ‘πιο δίκαιη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς δίνει μεγαλύτερη ισχύ στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς’.
Αξίζει να αναφερθεί η προηγούμενη (στις 26.07.2020) δημοσίευση μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας Έκθεσης εξακοσίων είκοσι τριών (623) σελίδων της Επιτροπής Ανταγωνισμού και Καταναλωτή της Αυστραλίας (https://www.accc.gov.au/publications/digital-platforms-inquiry-final-report), η οποία περιλαμβάνει τα αποτελέσματα έρευνας αναφορικά με τον Τύπο και την ψηφιακή οικονομία τα τελευταία δέκα έτη. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα οι ψηφιακές πλατφόρμες, όπως η Google και το Facebook, έχουν αποφέρει σημαντικά οφέλη, τόσο στους καταναλωτές όσο και στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, δεδομένης της απουσίας ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τις ψηφιακές πλατφόρμες, υφίσταται συνάμα μια ανισότητα στους όρους τους ανταγωνισμού μεταξύ των πλατφορμών αυτών και των ειδησεογραφικών οργανισμών.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού και Καταναλωτή της Αυστραλίας (ACCC), R. Sims,δήλωσε ότι σκοπός του νέου ως άνω Κώδικα είναι η αντιμετώπιση της προαναφερόμενης ανισορροπίας διαπραγμάτευσης που υπάρχει μεταξύ αφενός της Google και του Facebook και αφετέρου των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. H ουσία του Κώδικα είναι ότι εξισορροπεί τις διαπραγματευτικές θέσεις, έτσι ώστε να μπορούν να πραγματοποιούνται δίκαιες εμπορικές συμφωνίες. Σύμφωνα με την ίδια δήλωση, χωρίς τον Κώδικα ως εφεδρικό μηχανισμό, αυτή η ανισορροπία ισχύος θα παραμείνει, δεν θα υπάρξουν εμπορικές συμφωνίες και οι πλατφόρμες θα είναι ελεύθερες να συνεχίσουν να προσφέρουν όρους στη βάση ‘take-it-or-leave-it’.
Στη Γαλλία παρουσιάζει αντίστοιχο ενδιαφέρον η συμφωνία, στην οποία κατέληξαν τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις η Google και η Alliance de la presse d’ information générale (APIG), η οποία αφορά στην καταβολή συγγενικών δικαιωμάτων.
Όπως αναφέρεται, η συμφωνία αυτή ‘ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Google θα διαπραγματεύεται ατομικές συμφωνίες με τα μέλη’ της APIG για τις αναγνωρισμένες εκδόσεις ‘πολιτικής και γενικής ενημέρωσης’. Είχε προηγηθεί απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού της Γαλλίας (Autorité de la Concurrence), ορίζοντας προθεσμία τριών μηνών στην Google να επιτύχει συμφωνία αναφορικά με την παροχή αποζημίωσης στους Γάλλους εκδότες.
Ενόψει των τελευταίων εξελίξεων στην Αυστραλία παρουσιάζει ενδιαφέρον και η διάταξη § 87f του γερμανικού νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία (UrhG), στη βάση της οποίας απαγορεύεται οι μηχανές αναζήτησης να χρησιμοποιούν αποσπάσματα κειμένου δημοσιευμάτων (‘snippets’) χωρίς την άδεια του εκδότη.
Για την εν λόγω διάταξη έχουν εκφραστεί πολλές και αντιτιθέμενες απόψεις με επιχειρήματα τόσο υπέρ, όσο και κατά της θέσπισής του. Ενδιαφέρουσα είναι, μεταξύ άλλων, η από 2012 θέση του Ινστιτούτου Max Planck (Max-Planck-Institut für Immaterialgüter- und Wettbewerbsrecht) ως προς το συγγενικό δικαίωμα των εκδοτών, την οποία είχαν προσυπογράψει η Γερμανική Ένωση για τη Διανοητική Ιδιοκτησία (GRUR) και δεκαοκτώ (18) κορυφαίοι καθηγητές, σύμφωνα με την οποία, αν και η χρήση ‘snippets’ ρυθμίζετο ήδη στη νομοθεσία περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ωστόσο τα πολύ σύντομα αποσπάσματα κατά κανόνα δεν πληρούν το κριτήριο της δημιουργικότητας που απαιτείται για την απονομή της προστασίας με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Παραπέμποντας σε μια σειρά αποφάσεων του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (BGH) η άποψη αυτή θεωρεί, ότι η δωρεάν δημοσίευση στο διαδίκτυο χωρίς τεχνολογικά μέτρα προστασίας ισοδυναμεί με σιωπηρή συγκατάθεση του δικαιούχου για τη χρήση αποσπασμάτων από μηχανές αναζήτησης.
Το 2019, έπειτα από έντονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά (Οδηγία 2019/790). Στο άρθρο 15 της εν λόγω Οδηγίας αναγνωρίζεται νέο συγγενικό δικαίωμα προς όφελος των εκδοτών τύπου, βάσει του οποίου προστατεύεται το περιεχόμενό τους από τη χρήση και την εκμετάλλευση στο διαδίκτυο. Η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως έχει αποτυπωθεί, είναι ότι «η δημοσιογραφία τύπου και ποιότητας δεν είναι δωρεάν», επομένως η Οδηγία 2019/790 δημιουργεί τη βάση για δίκαιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των συντακτών τύπου και των διαδικτυακών πλατφορμών.
Το σκεπτικό της νέας ρύθμισης στην Αυστραλία θυμίζει και τη δέσμευση που ανέλαβε τον Οκτώβριο του 2020 η Google να καταβάλει ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε περίοδο τριών ετών σε εκδότες τύπου, όπως Der Spiegel και Die Zeit στη Γερμανία, προκειμένου να χρησιμοποιεί τα περιεχόμενά τους για ένα νέο εργαλείο της, το ‘Google News Showcase’. Πρόκειται για μια νέα πλατφόρμα, στην οποία οι εκδότες μπορούν να παρουσιάσουν αυτό-επιλεγμένο περιεχόμενο, το οποίο διατίθεται δωρεάν στους χρήστες, ωστόσο η Google καταβάλλει δικαιώματα στους εκδότες.
‘Το Facebook δεν είναι απλώς ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Η Google δεν είναι απλώς μια μηχανή αναζήτησης. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο διαφημιστικό δυοπώλιο και ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές.’
Όπως υποστηρίζεται, ιδιαίτερα από τους εκδότες, ο πλούτος των ψηφιακών εταιρειών οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο περιεχόμενο των άρθρων εφημερίδων. Στη Google News εμφανίζονται ‘snippets’, ενώ στο Facebook, οι χρήστες ‘ανεβάζουν’ περιεχόμενο πολυμέσων καθιστώντας, με τον τρόπο αυτόν, την προσφορά πιο ενδιαφέρουσα. Με αυτό το δεδομένο επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει ο αρχισυντάκτης της ψηφιακής έκδοσης του περιοδικού τεχνολογίας Wired, James Temperton, ότι ‘το Facebook δεν είναι απλώς ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Το Google δεν είναι απλώς μια μηχανή αναζήτησης. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο διαφημιστικό δυοπώλιο. Και ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές.’
Ενδεικτική είναι και η εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των κανόνων της ΕΕ περί πνευματικής ιδιοκτησίας που συνοδεύει το έγγραφο της Πρότασης Οδηγίας 2019/790, όπου αναφέρεται ότι το 2016 τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (22%), οι συνεργάτες ειδήσεων (14%) και οι μηχανές αναζήτησης (21%), μαζί, αποτελούν τον κύριο τρόπο ανάγνωσης ειδήσεων στο διαδίκτυο για το 57% των χρηστών στην ΕΕ.
Η σχέση μεταξύ αυτών των διαδικτυακών υπηρεσιών και των εκδοτών τύπου είναι περίπλοκη. Από τη μία, οι πρώτες αυξάνουν την προβολή του περιεχομένου του τύπου συμβάλλοντας στην πραγματοποίηση νέας επισκεψιμότητας – αποφέροντας συνάμα διαφημιστικά έσοδα – σε ιστότοπους εφημερίδων, ενώ από την άλλη, το 47% των καταναλωτών περιηγούνται και διαβάζουν αποσπάσματα ειδήσεων σε αυτούς τους ιστότοπους χωρίς να συνδέονται στη σελίδα της εφημερίδας, ώστε να διαβάσουν ολόκληρο το άρθρο αυτής.
Η επαναχρησιμοποίηση των εκδόσεων τύπου αποτελεί για τις νέες υπηρεσίες στο διαδίκτυο σημαντικό μέρος των επιχειρηματικών τους μοντέλων και πηγή εσόδων
Η Οδηγία 2019/790 αναγνωρίζει ότι η ευρεία διαθεσιμότητα εκδόσεων τύπου στο διαδίκτυο έχει οδηγήσει στην εμφάνιση νέων επιγραμμικών υπηρεσιών, όπως οι φορείς συγκέντρωσης ειδήσεων ή οι υπηρεσίες παρακολούθησης των μέσων ενημέρωσης, για τις οποίες η επαναχρησιμοποίηση των εκδόσεων τύπου αποτελεί σημαντικό μέρος των επιχειρηματικών τους μοντέλων και πηγή εσόδων.
Οι εκδότες τύπου αντιμετωπίζουν προβλήματα αναφορικά με τη χορήγηση άδειας για την επιγραμμική χρήση των εκδόσεών τους σε παρόχους υπηρεσιών αυτού του είδους, κάτι που καθιστά δυσκολότερη την απόσβεση των επενδύσεών τους. Ελλείψει αναγνώρισης των εκδοτών τύπου ως δικαιούχων, η χορήγηση άδειας χρήσης και η επιβολή των δικαιωμάτων επί των εκδόσεων τύπου σχετικά με τις επιγραμμικές χρήσεις από παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας στο ψηφιακό περιβάλλον είναι συχνά πολύπλοκες και αναποτελεσματικές.
Η οργανωτική και οικονομική συμβολή των εκδοτών στην παραγωγή εκδόσεων τύπου πρέπει σύμφωνα με την Οδηγία 2019/790 να αναγνωριστεί και να ενθαρρυνθεί περαιτέρω, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του εκδοτικού κλάδου και, με τον τρόπο αυτόν, να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα αξιόπιστων πληροφοριών. Είναι, επομένως, αναγκαίο να παρέχεται σε επίπεδο ΕΕ εναρμονισμένη έννομη προστασία για τις εκδόσεις τύπου όσον αφορά τις επιγραμμικές χρήσεις από παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, χωρίς να θίγονται οι σημερινοί κανόνες για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η ψήφιση της Οδηγίας 2019/790 δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε επίλυση του θέματος καθώς, ως γνωστόν, κάθε κράτος-μέλος οφείλει να ενσωματώσει το ενωσιακό στο εθνικό δίκαιο. Δεδομένου ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν ήδη δεσμευθεί ότι θα καταβάλουν μεγάλα ποσά σε εκδοτικούς οργανισμούς στην Αυστραλία, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον o τρόπος, με τον οποίο θα ενσωματώσουν τα κράτη μέλη της ΕΕ στην έννομη τάξη τους το άρθρο 15 της Οδηγίας 2019/790.
Εντός έτους από την έναρξη ισχύος του Κώδικα στην Αυστραλία θα πραγματοποιηθεί επανεξέταση αυτού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αποφέρει αποτελέσματα σύμφωνα με τον σκοπό της ψήφισής του. Αν και η Αυστραλία είναι μικρή αγορά, η νέα νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο test case, προκειμένου για μια ευρύτερη, παγκόσμια πίεση των τεχνολογικών γιγάντων του διαδικτύου να μοιράζονται περισσότερα από τα έσοδά τους με τους παρόχους περιεχομένου και τους δικαιούχους εν γένει.