Δίκαιο Ανταγωνισμού και Βιώσιμη Ανάπτυξη: Έννοιες αντίθετες ή συμπληρωματικές;

Της Αλεξιάννας Τσότσου

Οι συνεργασίες μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, για να επιτευχθούν οι στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης, ανοίγει ένα καινούριο πεδίο στο δίκαιο του ανταγωνισμού και φέρνει στο προσκήνιο έναν αναμενόμενο προβληματισμό. Καταστρατηγούν αυτές οι συμφωνίες τον ελεύθερο ανταγωνισμό ή μπορούν να συνυπάρξουν μαζί του; Η εξισορρόπηση αυτής της σχέσης μπορεί να επιτευχθεί αν τα οφέλη μιας συμφωνίας αποτιμηθούν υπό όρους ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος και όχι αποκλειστικά σε μια συγκεκριμένη αγορά.

Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί τα τελευταία χρόνια έναν στόχο, ο οποίος τίθεται στο επίκεντρο της νομοθετικής πρωτοβουλίας σχεδόν σε κάθε κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με το θεσμικό πλαίσιο που διαπνέει την πολιτική τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και του ΟΗΕ να θέτει αυστηρά όρια και να επιβάλλει οικολογικά πρότυπα παραγωγής, είναι πρακτικά αδύνατο να αφαιρέσουμε τη βιωσιμότητα από οποιαδήποτε εξίσωση που αφορά τους οικονομικούς και τους κοινωνικούς φορείς.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι επιχειρήσεις καλούνται να βρουν τρόπους, ώστε να υιοθετήσουν πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης και να συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο αυτό να επιτυγχάνεται μέσω συνεργασιών μεταξύ ανταγωνιστών, όπως στις περιπτώσεις της περιβαλλοντικής πιστοποίησης ή της θέσπισης συλλογικών στόχων ανακύκλωσης, χρήσης οικολογικών προϊόντων, αύξησης της αποδοτικότητας με παράλληλη μείωση των εκπομπών άνθρακα κλπ.

Είμαστε μάρτυρες πολλών ζυμώσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, ώστε να οριοθετηθεί η σχέση του με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τις συνεργασίες που αυτή απαιτεί

Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει είναι πού βρίσκεται το δίκαιο του ανταγωνισμού και πώς τοποθετείται απέναντι σε αυτές τις συνεργασίες. Εκ πρώτης όψεως, οι απαιτήσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως ορίζονται στο ενωσιακό δίκαιο κατά βάση από τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), φαίνεται να μην καλύπτονται – είναι όμως έτσι; Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με μια απλή καταφατική ή αρνητική απάντηση, αφού είμαστε μάρτυρες πολλών ζυμώσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, ώστε να οριοθετηθεί η σχέση του με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τις συνεργασίες που αυτή απαιτεί.

Πρόκειται για ένα ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού στο πεδίο του ελεύθερου ανταγωνισμού και αποτέλεσε, μάλιστα, το θέμα του ψηφιακού συνεδρίου, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου με πρωτοβουλία της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Η ερμηνεία των διατάξεων υπό το φως του ευρύτερου νομοθετικού πλαισίου και των γενικών αρχών που διέπουν τις πολιτικές της Ε.Ε. και των κρατών μελών, αλλά και η εκτεταμένη δυνατότητα για εξαιρέσεις από τους αυστηρούς κανόνες κατά των συμπράξεων και των εναρμονισμένων πρακτικών, αποτελούν τη φαρέτρα των εργαλείων που διαθέτει ο νομικός κόσμος, για να εξισορροπήσει πιθανώς αντικρουόμενα συμφέροντα.

Το νομοθετικό πλαίσιο της Ε.Ε. και του ΟΗΕ ως αφετηρία ερμηνείας

Η ερμηνεία των διατάξεων του ελεύθερου ανταγωνισμού δεν μπορεί να γίνει ολοκληρωμένα χωρίς να ληφθεί υπόψη η κατεύθυνση, η οποία δίνεται από το σύνολο του νομοθετικού πλαισίου τόσο στην ΕΕ όσο και στον ΟΗΕ. Σε αυτό, η βιώσιμη ανάπτυξη, η ανάπτυξη δηλαδή που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να περιορίζει τις μελλοντικές γενιές να κάνουν το ίδιο, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, οι στόχοι της οποίας αντικατοπτρίζονται στο ελληνικό δίκαιο με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, αλλά και η Ατζέντα 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ΟΗΕ θέτουν αυστηρούς κανόνες και στόχους, όσον αφορά στη μείωση της ρύπανσης, τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και εναλλακτικών καυσίμων, καθώς και τον μηδενισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.

Παράλληλα, οι γενικότεροι στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης αποτυπώνονται σταθερά στις συνθήκες της Ε.Ε. Στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), γίνεται αναφορά στις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ στο άρθρο 11 της ΣΛΕΕ αναφέρεται ρητώς ότι οι απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ενσωματώνονται στις πολιτικές και τα μέτρα της Ένωσης και των κρατών μελών. Αντίστοιχα, το άρθρο 13 της ΣΕΕ ορίζει ότι το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. αποσκοπεί στην προώθηση των αξιών της, την επιδίωξη των στόχων της και τη διασφάλιση της συνοχής στις πολιτικές και τις δράσεις της.

Τα παραπάνω νομοθετικά κείμενα και διατάξεις σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές της πρόληψης, της προφύλαξης και της ρήτρας «ο ρυπαίνων πληρώνει» αποτελούν το ερμηνευτικό πλαίσιο, το οποίο βοηθάει στην ιεράρχηση των αξιών και την επίλυση της σύγκρουσης σε περιπτώσεις, στις οποίες η εφαρμογή του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης.

Η βιωσιμότητα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

Είναι, πάντως, αξιοπρόσεκτο ότι η Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Στρατηγική τείνει να βλέπει τη βιωσιμότητα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων και όχι ως ένα βάρος που επιβάλλεται άνωθεν. Οι βασικοί της πυλώνες είναι η ψηφιακή μετάβαση και η πράσινη μετάβαση, με αποτέλεσμα να τίθεται ως στόχος η βιώσιμη ανάπτυξη να αποτελεί χαρακτηριστικό των βιομηχανιών της Ευρώπης, μια ιδιότητα που μπορεί να τις ξεχωρίσει στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι και να ωθήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη και εδραίωσή τους.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι η Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Στρατηγική βλέπει τη βιωσιμότητα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων και όχι ως ένα βάρος που επιβάλλεται άνωθεν

Συνεπώς, η κοινωνικά υπεύθυνη συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, η οποία οδηγεί στην καινοτομία με στόχο τη βιωσιμότητα, δε μπορεί να αντιμετωπιστεί ως τροχοπέδη στον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά αντιθέτως ως εργαλείο μετασχηματισμού της βιομηχανίας στο μονοπάτι προς την πράσινη μετάβαση.

Κοινωνική διάσταση δικαίου του ανταγωνισμού

Ένα ακόμη κρίσιμο χαρακτηριστικό του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως αυτός γίνεται κατανοητός στις σύγχρονες συνθήκες, είναι η κοινωνική του διάσταση. Η αποτελεσματικότερη κατανομή πόρων, η καινοτομία, ο οικονομικός εκδημοκρατισμός και ο περιορισμός της παγιωμένης οικονομικής ισχύος είναι βασικοί στόχοι που ενέπνεαν εξαρχής το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και καθίστανται ακόμα επιτακτικότεροι στο σημερινό ρευστό περιβάλλον των διαδοχικών οικονομικών κρίσεων. Αυτή η κοινωνική διάσταση της προστασίας του ανταγωνισμού δε μπορεί παρά να είναι συμβατή με τις αρχές της βιωσιμότητας, οι οποίες φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη σεβασμού του ευρύτερου συνόλου.

Η κοινωνική διάσταση της προστασίας του ανταγωνισμού είναι συμβατή με τις αρχές της βιωσιμότητας και την ανάγκη σεβασμού του ευρύτερου συνόλου

Συμπράξεις, δεσπόζουσα θέση και έλεγχος συγκεντρώσεων υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας

Βεβαίως, το ερώτημα παραμένει. Όταν πρόκειται για συνεργατικά μοντέλα και δίκτυα που αποτελούνται από ανταγωνιστές, με στόχο να ανταποκριθούν οι επιχειρήσεις στις προκλήσεις της κυκλικής και βιώσιμης οικονομίας, πώς μπορεί το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού να τις επιτρέψει και να μη σταθεί εμπόδιο σε τέτοιου είδους εναρμονισμένες πρακτικές, συμπράξεις και συγκεντρώσεις; Οι επιλογές, για να αποφευχθεί ο σκόπελος, είναι πολλές και προκύπτουν από το ίδιο το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως αυτό διαρθρώνεται στη ΣΛΕΕ.

Καταρχάς, οι συμπράξεις που ενισχύουν τη βιώσιμη ανάπτυξη μπορούν να εμπίπτουν στην παράγραφο 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (και άρθρου 1 του ν. 3959/2011), στην οποία καθορίζονται τα κριτήρια για την ατομική απαλλαγή συμπράξεων και εναρμονισμένων πρακτικών από τον κανόνα της απαγόρευσης της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου. Γενικά, οι προϋποθέσεις εξαίρεσης είναι να προωθείται με τη σύμπραξη η τεχνική και οικονομική πρόοδος, να καταλήγει δίκαιο μερίδιο των οφελών στους καταναλωτές, να μην είναι η συμφωνία περισσότερο περιοριστική του ανταγωνισμού από όσο χρειάζεται και να μην καταργείται εντελώς ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να διαπιστωθεί αν οι συμφωνίες βιωσιμότητας εμπίπτουν σε αυτές τις εξαιρέσεις. Για να μπορέσει να δοθεί καταφατική απάντηση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ευρύτερη κοινωνική ευημερία και όχι το στενό όφελος του καταναλωτή σε μια συγκεκριμένη αγορά. Σε μια σχετική ανάλυση του κόστους-οφέλους, είναι απαραίτητο να συνυπολογιστούν κι άλλοι παράγοντες, όπως το μη εμπορεύσιμο περιβαλλοντικό ενεργητικό και η χρηματική αποτίμηση των περιβαλλοντικών οφελών υπηρεσιών και προϊόντων.

Ωστόσο, ορισμένες συμφωνίες δεν χρειάζεται καν να εξεταστούν ως εμπίπτουσες ή μη στην εξαίρεση της ατομικής απαλλαγής της παραγράφου 3, επειδή εκφεύγουν συνολικά του πεδίου του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή επιβάλλονται από κανόνα δικαίου, είτε επειδή δεν αφορούν οικονομική δραστηριότητα και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού του ανταγωνισμού.

Πάντως, για να διευκρινιστεί καλύτερα αυτό το ζήτημα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει ήδη από το 2001 Οριζόντιες Κατευθυντήριες Γραμμές, σύμφωνα με τις οποίες μια περιβαλλοντική συμφωνία δεν επηρεάζει τον ανταγωνισμό, αν δεν επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση, ορίζει τις περιβαλλοντικές επιδόσεις προϊόντων χωρίς να επηρεάζει την ποικιλομορφία τους και οδηγεί στη δημιουργία πραγματικής αγοράς.

Ιδιαίτερα χρήσιμη για τη διαφώτιση επί τέτοιων ζητημάτων είναι και η Προσωρινή Ανακοίνωση-Πλαίσιο, την οποία εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να καθορίσει τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης συνεργασιών για την αντιμετώπιση της έλλειψης εφοδιασμού με βασικά προϊόντα λόγω της πανδημίας του COVID-19. Το έγγραφο προβλέπει τη δυνατότητα ad hoc διαβεβαιώσεων σε επιχειρήσεις που τελούν στα συγκεκριμένα πλαίσια συνεργασίας και ουσιαστικά καθοδηγεί τις επιτροπές ανταγωνισμού των κρατών μελών, ώστε αφενός να ληφθούν υπόψη και μη οικονομικά στοιχεία και αφετέρου, να υπάρξει ευελιξία στη διαμόρφωση της πολιτικής τους. Αυτή η προοπτική μπορεί να βρει εφαρμογή και στη σχέση της βιώσιμης ανάπτυξης με τον ελεύθερο ανταγωνισμό, η οποία θέτει με σαφήνεια τον προβληματισμό της ιεράρχησης των αξιών ανάμεσα στην ευημερία ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και στο στενό οικονομικό συμφέρον μιας συγκεκριμένης αγοράς.

Ένα άλλο ζήτημα είναι το πώς αντιμετωπίζεται η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στα πλαίσια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, όταν ανακύπτουν θέματα βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό μπορεί να ιδωθεί από διπλή  σκοπιά, αφού αφορά περιπτώσεις επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, οι οποίες είτε προβαίνουν σε αθέμιτες πρακτικές μη σεβασμού του περιβάλλοντος, είτε κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση και θέτουν ως στόχο βελτιώσεις αποτελεσματικότητας με σαφή οφέλη βιωσιμότητας. Στην πρώτη περίπτωση, οι πρακτικές των επιχειρήσεων που αδιαφορούν για την προστασία του περιβάλλοντος εμπίπτουν στην έννοια της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, όπως για παράδειγμα όταν καθορίζεται υψηλότερη τιμή στα προϊόντα επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση στην αγορά για την κάλυψη δαπανών βιωσιμότητας, ο χαρακτηρισμός της ως κατάχρηση θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολος σύμφωνα με τις Κατευθύνσεις του 2009 που έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Φυσικά, για να αποφύγει μια επιχείρηση τη διαπίστωση παράβασης του άρθρου 102 ΣΛΕΕ θα πρέπει να αποδείξει ότι τα οφέλη τέτοιων πρακτικών αντισταθμίζουν τα αντι-ανταγωνιστικά αποτελέσματα, με το όφελος να κρίνεται και εδώ, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ, μέσω μιας ευρύτερης θεώρησής του στο κοινωνικό σύνολο και όχι αποκλειστικά με χρηματική αποτίμηση στη σχετική αγορά. Επιπλέον, η επιχείρηση με τη δεσπόζουσα θέση θα πρέπει να αποδείξει ότι οι βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της και ότι δεν υπάρχουν λιγότερο αντι-ανταγωνιστικές εναλλακτικές που θα μπορούσαν να επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα.

Στην ίδια λογική, η απαγόρευση χορήγησης από το κράτος ειδικών δικαιωμάτων σε επιχειρήσεις κατά άρθρο 106 ΣΛΕΕ ενδέχεται να μην καλύπτει τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται σε μια επιχείρηση, όταν αυτό γίνεται για την απόσβεση περιβαλλοντικών επενδύσεων και περιορίζεται στο αναγκαίο χρονικό διάστημα. Η λύση αυτή, η οποία εξισορροπεί την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων με την προώθηση της βιωσιμότητας, μπορεί να ανευρεθεί μέσω της παραγράφου 2 του άρθρου 106, το οποίο εισάγει την εξαίρεση του επιτρεπόμενου της χορήγησης, όταν αυτή είναι απαραίτητη, για να εκτελεστούν τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί σε μια επιχείρηση. Πράγματι, θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν από ιδιώτες απαραίτητες περιβαλλοντικές επενδύσεις σε νευραλγικούς τομείς, αν δεν τους δινόταν η δυνατότητα μέσω αποκλειστικών δικαιωμάτων να επιτύχουν απόσβεση μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Ο στόχος για προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος μέσω της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης των επιχειρήσεων γίνεται αντιληπτός και στον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι συγκεντρώσεις και ο έλεγχός τους στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού Συγκεντρώσεων, η εξέλιξη της τεχνικής και οικονομικής προόδου, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μιας συγχώνευσης, είναι ένας όρος που λαμβάνεται υπόψη, όταν ελέγχεται το επιτρεπτό της συγκέντρωσης. Ο προβληματισμός για το αν η βιωσιμότητα και οι βελτιώσεις αποτελεσματικότητας που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να ενταχθούν στην έννοια της οικονομικής και τεχνικής προόδου είναι υπαρκτός και αντίστοιχος με την ίδια προϋπόθεση της παραγράφου 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, για τις ατομικές απαλλαγές των συμφωνιών και των εναρμονισμένων πρακτικών.

Πολλές υποθέσεις για τον έλεγχο συγκεντρώσεων έχουν τεθεί υπόψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως για παράδειγμα η σύσταση κοινής επιχείρησης από τις εταιρείες ΙΝΤΕΡΜΠΕΤΟΝ ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΑΕ και ΠΟΛΥΕΚΟ ΑΕ ή η απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής της εταιρείας ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΕ στην εταιρεία ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΠΑΛΜΕ, και είναι ενδιαφέρον ότι έχουν θέσει τα οφέλη βιωσιμότητας ως επιχειρήματα υπέρ του επιτρεπτού της συγκέντρωσης. Παρόλο που οι εν λόγω συγκεντρώσεις εγκρίθηκαν, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει έως τώρα αποφανθεί επί της σχέσης των οφελών βιωσιμότητας και του επιτρεπτού των συγκεντρώσεων.

Προτάσεις της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού

Συμπερασματικά, δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται στις συμφωνίες και τις συνεργασίες μεταξύ ανταγωνιστών για την επίτευξη στόχων βιωσιμότητας. Οι αρχές ανταγωνισμού των διαφόρων κρατών μελών στην Ε.Ε., όπως η Ολλανδική Αρχή για τους Καταναλωτές και τις Αγορές, προσπαθούν σταδιακά να ξεδιαλύνουν το τοπίο με κατευθυντήριες γραμμές που θα διευκρινίζουν ποιες κοινές πρωτοβουλίες βιωσιμότητας επιτρέπονται βάσει του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται στις συμφωνίες και τις συνεργασίες μεταξύ ανταγωνιστών για την επίτευξη στόχων βιωσιμότητας

Η ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού στα πλαίσια της τηλε-ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου έκανε ορισμένες προτάσεις στην κατεύθυνση της προώθησης ενός πολυκεντρικού μοντέλου ανταγωνισμού που λαμβάνει υπόψη πέρα από οικονομικές συνιστώσες και πρόσθετα στοιχεία, όπως η κοινωνική ευημερία, η προστασία του περιβάλλοντος και ο μετριασμός των φυσικών κινδύνων. Οι προτάσεις αυτές υπογράμμιζαν την ανάγκη να διευκολυνθεί η μετάβαση προς μια πράσινη οικονομία, να εναρμονιστούν οι κανόνες ανταγωνισμού με τις ευρύτερες συνταγματικές αξίες και τις γενικές αρχές της Ε.Ε. και να δοθεί η απαραίτητη νομική ασφάλεια στις επιχειρήσεις, ώστε να πραγματοποιήσουν κρίσιμες, για τη βιώσιμη ανάπτυξη, επενδύσεις.

Επίκειται, επίσης, η σύνταξη κατευθυντήριων γραμμών που θα διευκρινίσουν τις προϋποθέσεις ιδιωτικών συνεργασιών με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, στο πλαίσιο των άρθρων 101 επ. ΣΛΕΕ και του νόμου 3959/2011. Αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ιωάννης Λιανός, Πρόεδρος Επιτροπής Ανταγωνισμού

  • Πιστεύετε ότι οι στόχοι της βιωσιμότητας, όταν επιδιώκονται μέσω συμφωνιών και συμπράξεων των επιχειρήσεων, έρχονται σε σύγκρουση με το δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού; Υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια που καθιστούν ξεκάθαρο τι επιτρέπεται και τι όχι σε αυτές τις συμφωνίες;

Δεν θεωρώ ότι οι στόχοι της βιωσιμότητας, όταν επιδιώκονται μέσω συμφωνιών και συμπράξεων των επιχειρήσεων, συγκρούονται πάντα με το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς η νομολογία έχει δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» για συμφωνίες βιωσιμότητας που επιβάλλονται από το κράτος, ακόμη και για συμφωνίες αυτορρύθμισης σε κάποιες περιπτώσεις. Έτσι, ορισμένες συμφωνίες βιωσιμότητας ενδέχεται να μην εμπίπτουν στο απαγορευτικό πεδίο, όπως για παράδειγμα ένας μη δεσμευτικός κώδικας συμπεριφοράς που προάγει επιχειρηματικές πρακτικές με γνώμονα τη βιωσιμότητα αναφορικά με περιβαλλοντικά ή κλιματικά πρότυπα πιστοποίησης, ή όταν οι επιχειρήσεις μέσω συμφωνίας δημιουργούν νέα βιώσιμα προϊόντα.

Ενόψει, όμως, της νομικής αβεβαιότητας και της ανάγκης για ταχεία μετάβαση στην πράσινη οικονομία, πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες, προκειμένου να παρέχεται στις επιχειρήσεις η απαραίτητη νομική ασφάλεια, για να πραγματοποιήσουν επενδύσεις. Η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις επιχειρηματικές στρατηγικές και τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στη μετάβαση προς την πράσινη οικονομία είναι επίσης κρίσιμη, προκειμένου να προσαρμόζεται η εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού στις συγκεκριμένες συνθήκες που αντιμετωπίζει κάθε εθνική οικονομία.

  • Έχει έρθει αντιμέτωπη η Επιτροπή Ανταγωνισμού με το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην προστασία του ανταγωνισμού και τη διατήρηση των συνεργασιών μεταξύ ανταγωνιστών για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας; Παρουσιάζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού ευελιξία στη διαμόρφωση της πολιτικής της μέσω ενός πολυπαραγοντικού μοντέλου προσέγγισης;

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει έρθει ακόμα αντιμέτωπη με αυτό το δίλημμα, αν και σε ορισμένες συγκεντρώσεις στο παρελθόν το θέμα της βιωσιμότητας έχει αναφερθεί, χωρίς όμως να έχει απασχολήσει ουσιαστικά την Επιτροπή. Μπορώ, όμως, να αναφέρω ότι ύστερα από τη δημοσίευση του Υπηρεσιακού Εγγράφου Συζήτησης της Επιτροπής τον προηγούμενο μήνα, εξετάζεται η δυνατότητα ενός σχεδίου συνεργασίας, το οποίο θα θέσει ζητήματα ανταγωνισμού, αλλά ταυτόχρονα θα έχει και θετικές συνέπειες για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Η Επιτροπή εξετάζει την ανάπτυξη ενός «sandbox» για τη βιωσιμότητα στο πλαίσιο των κανόνων περί ανταγωνισμού, προκειμένου η βιομηχανία να πειραματιστεί με νέες μορφές επιχειρήσεων που επιδιώκουν την επίτευξη στόχων βιωσιμότητας πιο γρήγορα και αποτελεσματικά και μπορεί να συνεπάγονται συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων ή ακόμη και πιο μόνιμες αλλαγές στη δομή της αγοράς. Αυτό θα μπορούσε να γίνει υπό την αίρεση κάποιας μορφής χρονικά περιορισμένης αδειοδότησης, υπό την περιοδική και στοχευμένη εποπτεία της ΕΑ, αφού πρώτα έχουν αξιολογηθεί οι πιθανές αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις σε σχέση με την ανάγκη παροχής κινήτρων για επενδύσεις βιωσιμότητας και αφού έχει πραγματοποιηθεί δημόσια διαβούλευση, όπως είναι η βέλτιστη πρακτική για έργα περιβαλλοντικών υποδομών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εφαρμογή ενός πολυπαραγοντικού μοντέλου προσέγγισης θα είναι απαραίτητη.

Φοίβη Κουντούρη, Καθηγήτρια Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών & Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Ένωσης Οικονομολόγων Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων & Συν-επικεφαλής στο Ελληνικό Δίκτυο Λύσεων για την Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών (UN Sustainable DevelopmentSolutions Network)

  • Πώς μπορεί η υιοθέτηση περιβαλλοντικών δράσεων να επηρεάσει τη δομή της ελληνικής οικονομίας και ποιοι μετασχηματισμοί είναι απαραίτητοι, για να συμβεί αυτό;

Η σημαντικότερη δύναμη για τη μετάβαση στη βιώσιμη ανάπτυξη είναι η τεχνολογική καινοτομία σε τομείς, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και η «πράσινη» γεωργία . Αυτή η καινοτομία πρέπει να έρθει πιο κοντά στο γίγνεσθαι των επιχειρήσεων, οι οποίες καλούνται να αναδιαμορφωθούν, ώστε να εφαρμόσουν τους 17 στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης με βάση την Agenda 2030 του ΟΗΕ. Ωστόσο, είναι λίγοι οι φορείς που γνωρίζουν πώς να εφαρμόσουν όλες τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς πρόκειται για ένα διεπιστημονικό πεδίο.

Απαιτείται τεράστια αναδιαμόρφωση στην παιδεία, ώστε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν τη γνώση για την εφαρμογή των αρχών της αειφορίας και να αξιοποιήσουν την αλματώδη τεχνολογική πρόοδο. Στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η ταχύτητα των εξελίξεων είναι τεράστια. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο βήμα, ώστε να προλάβει και να αξιοποιήσει αυτή την πρόοδο.

Η τεχνολογική καινοτομία απαιτεί δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές που δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Μόνο αφού γίνουν μεγάλες επενδύσεις, θα επέλθει ισορροπία στην οικονομία, θα μειωθεί στους μικρότερους επενδυτές ο φόβος λόγω της πανδημίας του COVID-19, για να επενδύσουν εν συνεχεία και αυτοί.

  • Θεωρείτε ότι η βιωσιμότητα αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων ή εμπόδιο στην ελεύθερη ανάπτυξή τους;

Η βιωσιμότητα είναι αυτή τη στιγμή βασικός άξονας στην ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Η στόχευση της χρηματοδοτικής δραστηριότητας σε projects που προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη διέπουν το οικονομικό γίγνεσθαι και αναγκαστικά διαμορφώνουν την πορεία των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η κοινωνία γενικότερα και το καταναλωτικό κοινό ειδικότερα απαιτεί την περιβαλλοντική συνείδηση από τις επιχειρήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει μεγάλος βαθμός ελευθερίας σε μια επιχείρηση να αγνοήσει αυτό το κύμα. Αν το αγνοήσει, τελικά θα μείνει εκτός αγοράς.

Η επιλογή της αειφόρου ανάπτυξης σε μια επιχείρηση θα της προσφέρει πολύ περισσότερες χρηματοδοτικές λύσεις, ενώ η αξιοποίηση της τεχνολογικής καινοτομίας θα συμβάλλει στην εξοικονόμηση των δαπανών. Όσες επιχειρήσεις ανταποκριθούν στο κάλεσμα των καιρών, θα δουν την κερδοφορία τους να αυξάνει με παράλληλη αύξηση νέων θέσεων εργασίας. Εκτιμάται ότι η μετάβαση στην πράσινη οικονομία θα δημιουργήσει σε όλο τον κόσμο 160 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και στην Ευρώπη 17 εκατομμύρια. Για να μπορέσει, όμως, να γίνει αυτό, θα πρέπει η μετάβαση να είναι δίκαιη, να δοθεί στους εργαζόμενους η δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτή και να αντιληφθούν τα πλείστα πλεονεκτήματά της.

Αλέξανδρος Χατζόπουλος, Γενικός Διευθυντής Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ)

  • Πώς κρίνετε τη σχέση μεταξύ ελεύθερου ανταγωνισμού και βιώσιμης ανάπτυξης; Θεωρείτε ότι οι συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας μπορούν να πλήξουν τον ανταγωνισμό στην αγορά;

Ζούμε στην εποχή που οι επιχειρήσεις μεγιστοποιούν την αξία τους και χτίζουν ισχυρές σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία, όταν επιλέγουν να φύγουν από το στενό πλαίσιο της εμπορικής ή παραγωγικής τους δραστηριότητας και αναλαμβάνουν παράλληλο ρόλο στην επίτευξη ευρύτερων συλλογικών επιδιώξεων. Η στροφή στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ήδη έχουν ενσωματωθεί στο σχεδιασμό, στις στρατηγικές συνεργασίες και στην καθημερινή πρακτική των οργανωμένων και υπεύθυνων επιχειρήσεων. Άλλωστε, αρκετές από τις προτεραιότητες αυτές υπαγορεύονται και από την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, εντός του πλαισίου επίτευξης των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών.

Προϋπόθεση για την επιτυχή ταύτιση των δημόσιων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών για βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί η λειτουργική μετάβαση των επιχειρήσεων στη νέα πραγματικότητα μέσα από την θέσπιση συνεκτικών πολιτικών που θα παρέχουν πρόσφορα κίνητρα και αντικίνητρα ανάλογα με το μέγεθος και το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Συνεπώς, η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού για την έναρξη ενός ειλικρινούς διαλόγου με αντικείμενο την επανεξέταση της πολιτικής ανταγωνισμού υπό το πρίσμα των δημόσιων πολιτικών για τη βιώσιμη ανάπτυξη, αναμένεται ότι θα συμβάλει καθοριστικά στην δίκαιη και συνεκτική μεταχείριση χειρισμό των συμφωνιών βιωσιμότητας μεταξύ των επιχειρήσεων.