Περιορισμός του παράνομου περιεχομένου και ελευθερία έκφρασης στο διαδίκτυο, δύο στόχοι που καθίσταται πλέον κομβικής σημασίας να σταθμιστούν, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό. Η Digital Services Act, της οποίας η πρόταση δημοσιεύθηκε πρόσφατα, καλείται να βρει τη βέλτιστη ισορροπία και το πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό, αν και κάποιοι προβληματισμοί παραμένουν. Μένει να δούμε πώς αυτή η πρόταση θα εξελιχθεί σε Κανονισμό υπερβαίνοντάς τους.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την πολυαναμενόμενη πρόταση για τον καθορισμό ενός νέου νομοθετικού πλαισίου για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act). Πρόκειται για το αποτέλεσμα πολλών ετών προσπάθειας αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκύπτουν από τη διάδοση παράνομου περιεχομένου online και την παραπληροφόρηση. Ειδικότερα, η Digital Services Act(DSA) επιδιώκει να ενσωματώσει σε ένα ενιαίο νομοθέτημα διάφορα ξεχωριστά σημεία της νομοθεσίας της ΕΕ και των πρακτικών αυτορρύθμισης που αφορούν το παράνομο περιεχόμενο στο διαδίκτυο. Επιδιώκει, επίσης, να εναρμονίσει τους κανόνες για την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών σε ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο που θα ισχύει σε ολόκληρη την ΕΕ χωρίς τις αποκλίσεις και τις αντιφάσεις που ανακύπτουν τώρα λόγω των διαφορετικών νομοθεσιών στα κράτη-μέλη.
Ωστόσο, η DSA είναι κάτι περισσότερο από ένα σχέδιο ενοποίησης και εναρμόνισης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Είναι μια φιλόδοξη πρόταση με στόχο να οριοθετήσει την τεχνολογία μέσω της λογοδοσίας στις δημόσιες αρχές με υποχρεώσεις διαφάνειας και δέουσας επιμέλειας, ενώ παράλληλα περιέχει πολλές διατάξεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών. Το αν θα καταφέρει να επιτύχει στην προστασία της ελευθερίας έκφρασης από αδικαιολόγητους περιορισμούς χωρίς να αφήνει ανεξέλεγκτες τις αρνητικές όψεις της τεχνολογίας είναι όμως κάτι που έχει αμφισβητηθεί. Παρακάτω είναι μερικές σκέψεις μας πάνω στο θέμα.
Διαφάνεια, δέουσα επιμέλεια και λογοδοσία των ψηφιακών πλατφορμών
Η DSA περιέχει πολλές θετικές διατάξεις, οι οποίες, εφόσον εγκριθούν, θα βελτιώσουν σημαντικά τη διαφάνεια και τη λογοδοσία των ψηφιακών πλατφορμών, οι οποίες λειτουργούν ως ενδιάμεσοι στη σύνδεση των χρηστών με υπηρεσίες και περιεχόμενο. Οι πλατφόρμες αυτές λαμβάνουν καθημερινά αποφάσεις για την κατάργηση περιεχομένου ή τον περιορισμό της πρόσβασης σε αυτό, οπότε το ζητούμενο είναι να βρεθεί η βέλτιστη ισορροπία ανάμεσα στον περιορισμό του παράνομου περιεχομένου και στην ελευθερία έκφρασης των χρηστών μέσω της διαδικασίας λογοδοσίας των πλατφορμών για τις αποφάσεις που λαμβάνουν.
Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στον περιορισμό του παράνομου περιεχομένου και στην ελευθερία έκφρασης των χρηστών μέσω της διαδικασίας λογοδοσίας των πλατφορμών για τις αποφάσεις που λαμβάνουν
Προς την κατεύθυνση του περιορισμού της αυθαιρεσίας των ψηφιακών πλατφορμών ως προς τη διαχείριση του περιεχομένου τους κινείται η απαίτηση της DSA για αιτιολόγηση των αποφάσεων κατάργησης περιεχομένου, με την Επιτροπή να προτείνει τη δημιουργία και διαχείριση μιας βάσης δεδομένων που περιέχει τις εν λόγω αιτιολογίες. Ιδιαίτερα θετική πτυχή του σχεδίου πρότασης της DSA είναι, επιπλέον, ότι διατηρεί τους ακρογωνιαίους λίθους για την προστασία της ελευθερίας έκφρασης, δηλαδή την υπό όρους απαλλαγή των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών από την ευθύνη για τη δημοσίευση παράνομου περιεχομένου και την απαγόρευση γενικής παρακολούθησης, η οποία υπήρχε και στην Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο (2000/31/ΕΚ). Είναι, επίσης, καλοδεχούμενο ότι τελικά, παρά την αρχική φιλοδοξία, το πεδίο της DSA αφορά μόνο το παράνομο και όχι το επιβλαβές περιεχόμενο, κάτι που θα άνοιγε πολύ τις δυνατότητες επέμβασης και ρύθμισης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης.
Πολύ σημαντικές είναι και οι διατάξεις για τις ευρείες υποχρεώσεις διαφάνειας που τίθενται στις ψηφιακές πλατφόρμες, έτσι ώστε να υπάρχει έλεγχος της κατάργησης και του περιορισμού περιεχομένου. Οι πλατφόρμες αυτές διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες, τους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών, τις επιγραμμικές πλατφόρμες και τις πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες. Κάθε μία κατηγορία έχει σε διαφορετικό βαθμό υποχρεώσεις διαφάνειας και λογοδοσίας και μόνο οι πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες υπόκεινται στο πλήρες πεδίο εφαρμογής της DSA. Κάτι το οποίο είναι φυσικά λογικό, καθώς αντικατοπτρίζει την ανάγκη μεγαλύτερων υποχρεώσεων ανάλογα με τις τεχνικές και λειτουργικές δυνατότητες κάθε πλατφόρμας, αν και ταυτόχρονα υποκρύπτει τον κίνδυνο να μεταφερθεί η διάδοση παράνομου περιεχομένου σε μικρότερες πλατφόρμες, στις οποίες οι υποχρεώσεις δεν είναι τόσο αυστηρές.
Σχετικά με αυτό το ζήτημα, ο Παναγιώτης Δρακόπουλος, Senior Partner στη δικηγορική εταιρεία Drakopoulos, αναφέρει: «Η κατηγοριοποίηση των ψηφιακών πλατφορμών στην Digital Services Act αποτελεί προϊόν στάθμισης του ενωσιακού νομοθέτη μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων: αφενός της επιτακτικής ανάγκης αντιμετώπισης της διάδοσης παράνομου περιεχομένου, αφετέρου της οικονομικής βιωσιμότητας όλων των παικτών της ψηφιακής οικονομίας, με τη διασφάλιση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας. Η κατηγοριοποίηση αυτή της Digital Services Act ερμηνεύεται και ως προτεραιοποίηση του ενωσιακού νομοθέτη στα μέσα εκείνα που παρουσιάζουν τους περισσότερους κινδύνους: η διάδοση παράνομου περιεχομένου στις μεγάλες πλατφόρμες είναι πολλαπλά επιζήμια σε έκταση και βάθος και μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για την κοινωνική συνοχή. Βέβαια, η διάδοση παράνομου περιεχομένου από μικρότερες πλατφόρμες δεν είναι απλά ένας ενδεχόμενος κίνδυνος. Είναι μια πραγματικότητα. Ακόμα και αν η Digital Services Act πολλαπλασιάσει τη διακίνηση παράνομου περιεχομένου από αυτές, οι μικρότερες πλατφόρμες δεν έχουν ούτε την οικονομική, ούτε την τεχνολογική ισχύ και καινοτομία να το υποστηρίξουν με τον τρόπο που θα το έκανε μια μεγάλη πλατφόρμα.»
Όλοι οι πάροχοι ενδιάμεσων υπηρεσιών θα πρέπει να συντάσσουν εκθέσεις διαφάνειας με πληροφορίες σχετικά με: α) τον αριθμό των εντολών που λαμβάνουν από τις εθνικές αρχές, κατηγοριοποιημένες με βάση τον τύπο του παράνομου περιεχομένου, για το οποίο ζητείται επέμβαση, και το χρόνο που απαιτήθηκε, για να ενεργήσουν καταλλήλως, β) τον αριθμό των ειδοποιήσεων σχετικά με παράνομο περιεχόμενο που υποβάλλονται από τους χρήστες στα πλαίσια του μηχανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 14, καθώς και κάθε ενέργεια που έχει αναληφθεί, ώστε να καταργηθεί αυτό το περιεχόμενο, γ) τον έλεγχο περιεχομένου που πραγματοποιήθηκε από τους ίδιους τους παρόχους με δική τους πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και του είδους των μέτρων που ελήφθησαν και τα οποία επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα, την προβολή και την προσβασιμότητα των πληροφοριών.
Περαιτέρω, όλες οι επιγραμμικές πλατφόρμες πρέπει να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των διαφορών που κατατέθηκαν σε εξωδικαστικούς φορείς διακανονισμού, το αποτέλεσμά τους και τον χρόνο που χρειάστηκε για την επίλυσή τους. Πρέπει, επίσης, να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή μέτρων αναστολής των λογαριασμών των χρηστών λόγω της ανάρτησης προδήλως παράνομου περιεχομένου ή προδήλως αβάσιμων καταγγελιών. Ενδιαφέρουσα είναι και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με οποιαδήποτε χρήση αυτόματων μέσων για τον έλεγχο περιεχομένου, ενώ πρέπει να εξειδικεύονται οι συγκεκριμένοι σκοποί, οι ενδείξεις της ακρίβειας αυτών των αυτοματοποιημένων μέσων και τυχόν διασφαλίσεων που εφαρμόστηκαν.
Έτσι, μπορεί να υπάρχει αποτελεσματική εποπτεία στην αυτοματοποίηση της ανεύρεσης παράνομου περιεχομένου, ώστε να μειωθούν τυχόν ψευδώς αρνητικές ή ψευδώς θετικές ειδοποιήσεις και το όλο σύστημα να διέπεται από μεγαλύτερη ακρίβεια και διαφάνεια. Τέλος, οι πλατφόρμες που προβάλλουν διαφημίσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο παραλήπτης της υπηρεσίας μπορεί να αναγνωρίζει με σαφήνεια πότε κάποια πληροφορία είναι διαφήμιση και από ποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αυτή προέρχεται.
Οι πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες υπόκεινται σε πρόσθετες απαιτήσεις διαφάνειας στις διαφημίσεις, καθώς οφείλουν να δημοσιοποιούν βασικές πληροφορίες για τις διαφημίσεις, όπως το περιεχόμενό τους, την προέλευσή τους και την περίοδο προβολής τους, σε δημόσια αποθετήρια, έτσι ώστε αυτές οι πληροφορίες να είναι διαθέσιμες στους χρήστες. Επιπλέον, έχουν αυξημένες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης συγκεκριμένων στοιχείων, όπως την αυτό-αξιολόγησή τους σε σχέση με τους συστημικούς κινδύνους, καθώς και τα μέτρα ελέγχου του περιεχομένου.
Μάλιστα, για τα τελευταία απαιτείται ανεξάρτητη έκθεση ελέγχου και εφαρμογής. Στο άρθρο 31 του σχεδίου πρότασης προβλέπεται και η υποχρέωση παροχής πρόσβασης στην Επιτροπή ή τις εθνικές αρχές σε δεδομένα, τα οποία είναι αναγκαία για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης κάθε πλατφόρμας με τον παρόντα κανονισμό.
Οι προβληματισμοί
Ένα αρκετά αμφισβητούμενο ζήτημα στη DSA είναι ο προτεινόμενους μηχανισμός ειδοποίησης και δράσης, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε χρήστη να ειδοποιεί την πλατφόρμα σχετικά με παράνομο περιεχόμενο. Το πρόβλημα με αυτόν τον μηχανισμό έγκειται σε συνδυασμό με το άρθρο 5, το οποίο ρυθμίζει τους όρους απαλλαγής των παρόχων από την ευθύνη τους για το παράνομο περιεχόμενο. Στο άρθρο 5, λοιπόν, ορίζεται ότι οι πάροχοι ενδιάμεσων υπηρεσιών δεν φέρουν ευθύνη για τη φιλοξενία παράνομου περιεχομένου, εφόσον δεν γνώριζαν την ύπαρξή του και μόλις έλαβαν γνώση για αυτό προχώρησαν σε ενέργειες απόσυρσής του.
Αυτή η διάταξη δίνει ισχυρό κίνητρο στις πλατφόρμες να καταργούν το περιεχόμενο, για το οποίο λαμβάνουν αναφορές από τους χρήστες, με δεδομένο ότι αυτές οι αναφορές εμπίπτουν στην έννοια της γνώσης, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5. Κάτι τέτοιο έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τον προβληματισμό που εξέφρασαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες σχετικά με την εξουσία των πλατφορμών social media και τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης, όταν το Facebookκαι το Twitter έλαβαν στις 6 Ιανουαρίου 2021 μονομερώς την απόφαση να αναστείλουν επ’ αόριστον τον λογαριασμό του τότε προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump μετά τις επιθέσεις στο αμερικάνικο Καπιτώλιο.
Η διάταξη ότι η γνώση του παράνομου περιεχομένου αποτελεί λόγο ευθύνης της πλατφόρμας της δίνει ισχυρό κίνητρο για κατάργηση περιεχομένου ακόμα και όταν αυτό δεν χρειάζεται
Βέβαια, το προτεινόμενο σχέδιο της DSA περιέχει αρκετές διασφαλίσεις για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, όπως για παράδειγμα ότι οι χρήστες οφείλουν να τεκμηριώσουν γιατί θεωρούν ότι το κοινοποιηθέν περιεχόμενο είναι παράνομο. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι πάροχοι ενδιάμεσων υπηρεσιών οφείλουν να παρέχουν αιτιολογία για οποιαδήποτε απόφαση που παίρνουν σχετικά με την κατάργηση περιεχομένου, ενώ ειδικά στις επιγραμμικές πλατφόρμες τίθεται η υποχρέωση θέσπισης μέτρων κατά της κατάχρησης των ειδοποιήσεων. Παρ’ όλα αυτά, είναι αναπόφευκτο ότι πολλοί πάροχοι φιλοξενίας και πλατφόρμες θα προτιμήσουν να απομακρύνουν το περιεχόμενο, για το οποίο υπάρχουν ειδοποιήσεις από τους χρήστες, έτσι ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο οποιασδήποτε ευθύνης.
Σχολιάζοντας, πάντως, τον προβληματισμό αυτό, ο Θέμης Γιαννακόπουλος, Partner στη δικηγορική εταιρεία Andersen Legal, αποτιμά θετικά το άρθρο 5, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των άρθρων 6 και 7: «Οι ψηφιακές πλατφόρμες ασκούν τεράστια πολυεπίπεδη επιρροή παγκοσμίως, έχουν ως εκ τούτου αυξημένες ευθύνες: οφείλουν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα αποτροπής κυκλοφορίας και ανταλλαγής παράνομου περιεχομένου και πληροφοριών, και κάθε προσπάθειας χειραγώγησης της κοινής γνώμης μέσω της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Τα εργαλεία υπάρχουν και εξελίσσονται διαρκώς, χρησιμοποιούνται ήδη, το κόστος δεν είναι απαγορευτικό, θα πρέπει οι ίδιες οι πλατφόρμες να επενδύσουν, ώστε να βρουν τη χρυσή τομή και να διασφαλίσουν την ελευθερία έκφρασης. Προφανώς, δεν μπορούν να θεωρούν βάσιμη και να χρησιμοποιούν ως δικαιολογία αφαίρεσης περιεχομένου κάθε αναφορά χρήστη. Όταν είσαι σε θέση να διαμορφώνεις την παγκόσμια κοινή γνώμη σε θέματα, όπως η πανδημία, οι εμβολιασμοί, οι εκλογές, πρέπει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου και ό,τι αυτές συνεπάγονται.»
Στο ίδιο πλαίσιο, και ο Αριστείδης Παπαθανασίου, Associate στη δικηγορική εταιρεία Bernitsas Law, δεν θεωρεί τόσο προβληματικό το ζήτημα: «Εκτιμούμε ότι τo άρθρο 5 του Digital Services Act δεν διαφοροποιείται σημαντικά από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την ευθύνη των παρόχων φιλοξενίας (αρ.13 του ΠΔ 131/2003, ως έχει ενσωματώσει την Οδηγία 2000/31 για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο). Για την καλύτερη κατανόηση της απαλλαγής από την ευθύνη του άρθρου 5 του DSA, αυτή θα πρέπει να μελετηθεί συνδυαστικά με το Προοίμιο και το αρ. 14 DSA, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν προκύπτουν ερμηνευτικές δυσχέρειες. Σύμφωνα με την παρ. 22 του Προοιμίου DSA, σχετικά με τις αναφορές που θα λαμβάνουν οι πλατφόρμες από τους χρήστες, αυτές απαιτείται να “είναι επαρκώς ακριβείς και αρκούντως τεκμηριωμένες, ώστε να δίνουν τη δυνατότητα σε επιμελή οικονομικό φορέα να εντοπίζει και να αξιολογεί εύλογα και, κατά περίπτωση, να λαμβάνει μέτρα”. Επίσης, με βάση το αρ. 14 DSA, οι σχετικοί μηχανισμοί ειδοποίησης πρέπει να πληρούν ορισμένα κριτήρια, με σκοπό τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπιστίας και δυνατότητας ελέγχου των εν λόγω ειδοποιήσεων. Συνεπώς, θεωρούμε ότι, αν και η “εύκολη λύση” σίγουρα θα είναι η απευθείας και αδιάκριτη αφαίρεση περιεχομένου, οι πλατφόρμες θα εξαντλούν πρώτα κάθε δυνατότητα να επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα των ειδοποιήσεων σύμφωνα με τις προβλέψεις του DSA και σε συνάρτηση με το επιχειρηματικό τους μοντέλο.»
Μία ακόμα αμφιλεγόμενη διάταξη στη DSA είναι το άρθρο 26, το οποίο καθορίζει νέες υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για τις πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες. Συγκεκριμένα, το άρθρο 26 προβλέπει ότι υποχρεούνται να διεξάγουν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο αξιολογήσεις συστημικών κινδύνων που προκύπτουν από τη λειτουργία τους στην ΕΕ και αφορούν α) τη διάδοση παράνομου περιεχομένου, β) τυχόν αρνητικές επιπτώσεις ως προς την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης, της απαγόρευσης των διακρίσεων και των δικαιωμάτων του παιδιού, και γ) την εσκεμμένη χειραγώγηση της υπηρεσίας τους, συμπεριλαμβανομένης της μη αυθεντικής χρήσης ή της αυτοματοποιημένης εκμετάλλευσης της υπηρεσίας, με πραγματική ή προβλέψιμη αρνητική επίπτωση στην προστασία της δημόσιας υγείας, των ανηλίκων, του πολιτικού λόγου, ή πραγματικές ή προβλέψιμες επιπτώσεις που σχετίζονται με εκλογικές διαδικασίες και τη δημόσια ασφάλεια.
Το περιεχόμενο αυτής της διάταξης είναι εξαιρετικά αόριστο. Μολονότι η έμμεση αναφορά στον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η λειτουργία των πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι φυσικά ευπρόσδεκτη, το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν εξηγεί πώς μπορεί να επιλυθεί η σύγκρουση μεταξύ των στοιχείων α) και β). Εν ολίγοις, στον κυριότερο προβληματισμό που απασχολεί εδώ και χρόνια οποιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης των ψηφιακών υπηρεσιών περιεχομένου, το πώς δηλαδή θα γίνει η στάθμιση ανάμεσα στην αποτροπή διάδοσης παράνομου περιεχομένου και στην ελευθερία έκφρασης, απάντηση δεν δίνεται.
Στην πράξη, αφήνεται τεράστια διακριτική ευχέρεια στις πλατφόρμες και την Επιτροπή να αποφασίσουν πώς θα πρέπει να μετριαστούν και να εξισορροπηθούν οι κίνδυνοι αυτοί. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται και στο άρθρο 27, το οποίο προσδιορίζει τα πιθανά μέτρα που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η προσαρμογή των συστημάτων ελέγχου του περιεχομένου και η συνεργασία με άλλες επιγραμμικές πλατφόρμες μέσω κωδίκων δεοντολογίας και πρωτοκόλλων διαχείρισης κρίσεων. Παρόλο που γίνεται αναφορά σε «εύλογα» και «αναλογικά» μέτρα, δεν γίνεται καμία εξειδίκευση για το ποια μέτρα θεωρούνται εύλογα και αναλογικά και ποια όχι, ούτε επεξηγούνται τα κριτήρια με βάση τα οποία η Επιτροπή θα αποφασίζει περί της αναλογικότητας και νομιμότητας των μέτρων.
Και εδώ βρίσκεται άλλη μια ανησυχητική πτυχή της πρότασης της DSA. Ενώ το κεφάλαιο IV προβλέπει ότι η εποπτεία στις ψηφιακές πλατφόρμες θα πραγματοποιείται καταρχήν από ανεξάρτητους οργανισμούς, τους λεγόμενους εθνικούς συντονιστές ψηφιακών υπηρεσιών που λειτουργούν στα κράτη-μέλη, οι πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες υπόκεινται στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ενώ αυτό ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την έλλειψη μηχανισμού επιβολής του GDPR, το γεγονός παραμένει. Η Επιτροπή δεν είναι ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, αλλά το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ, με αποτέλεσμα η εποπτεία των πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών να μην είναι ανεξάρτητη.
Τι έπεται
Επί του παρόντος, η Digital Services Act αποτελεί πρόταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα ακολουθήσει το πολύπλοκο σύστημα της νομοθέτησης στην ΕΕ με διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, που αναμένεται να διαρκέσουν 1-2 χρόνια. Όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και ψηφιστεί, η DSA ως Κανονισμός θα έχει άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη-μέλη μερικούς μήνες μετά τη δημοσίευσή της.
Στο ουσιαστικό επίπεδο, πρόκειται για μια αξιέπαινη πρωτοβουλία που επιδιώκει να βάλει φρένο στον απόλυτο έλεγχο των ψηφιακών πλατφορμών στη διαχείριση του περιεχομένου τους και να προστατεύσει τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών. Υπάρχει, όμως, και ο κίνδυνος να εδραιώσει ακόμα περισσότερο τη δύναμη των ελάχιστων μεγάλων παικτών, όπου λαμβάνει η χώρα η συντριπτική πλειοψηφία του δημόσιου λόγου. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, είναι σημαντικό οι συνομιλίες για τη Digital Services Act να εναρμονιστούν με αυτές της Digital Markets Act.
Είναι σημαντικό η DSA να εναρμονιστεί με τη Digital Markets Act, ώστε να ανοίξει η αγορά σε νέες πλατφόρμες και να επιτευχθεί αποκεντροποίηση του δημόσιου λόγου σε περισσότερα μέσα
Έτσι, θα καταστεί εφικτό να ανοίξει η αγορά σε νέες πλατφόρμες και να επιτευχθεί η αποκεντροποίηση του δημόσιου λόγου σε περισσότερα μέσα. Τα εργαλεία υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού που παρέχονται με επάρκεια στη Digital Markets Act μπορούν να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση με μια ακόμα πιο φιλόδοξη προοπτική για τη βέλτιστη εξισορρόπηση της ελευθερίας έκφρασης με τον περιορισμό της παραπληροφόρησης και της διάδοσης του παράνομου περιεχομένου.
Όπως αναφέρει ο Αντώνης Κατσιγιάννης, Senior Associate στη δικηγορική εταιρεία Sarantitis, «Για την DMA, η διεύρυνση του πεδίου του δημόσιου διαλόγου ταυτίζεται εν πολλοίς με το άνοιγμα του ανταγωνισμού και την κάμψη του μονοπωλίου των Big Tech. Για τους σκοπούς αυτούς θα πρέπει να παρασχεθούν στις ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού εργαλεία που θα επιτρέπουν τη γρήγορη και αποτελεσματική αντίδραση απέναντι σε αθέμιτες και μονοπωλιακές πρακτικές, να τεθούν χαμηλά ποσοτικά όρια για την ενεργοποίηση των παρεμβάσεων, να καλυφθούν αποτελεσματικά τομείς, όπως ο έλεγχος των εξαγορών start–ups από τους μεγάλους παίκτες της αγοράς και να επανεξεταστούν μέτρα, όπως τα υποχρεωτικά spin–offs, που μάλλον δεν λειτουργούν αποτελεσματικά για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.Από την άλλη η DSA, αποσκοπεί στη θέσπιση ενός πλαισίου διαφάνειας και λογοδοσίας για τις ψηφιακές πλατφόρμες. Εδώ η στάθμιση είναι κρίσιμη. Για παράδειγμα, χωρίς περιορισμούς στις στοχευμένες διαφημίσεις, η διαδικτυακή χειραγώγηση και η συνεχής παρακολούθηση των χρηστών με σκοπό τη διαδικτυακή διαφήμιση θα παραμείνει ο κανόνας – αναπόφευκτα, όμως, η αποτελεσματική εποπτεία τους περνάει μέσα από τον έλεγχο τόσο του περιεχομένου καθεαυτού, όσο και των τρόπων και των μέσων, με τους οποίους το περιεχόμενο αυτό παρέχεται στους χρήστες.»
Σχετικά με τη συνδυαστική προσέγγιση της DSA με τη DMA, ο Νικήτας Φορτσάκης, Partner στη δικηγορική εταιρεία Koutalidis, επισημαίνει: «Τόσο η Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες όσο και η Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές, αναλόγως με το πώς θα υιοθετηθούν και υλοποιηθούν, θα επηρεάσουν θετικά (ή αρνητικά) την ικανότητα άσκησης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως την ελευθερία της έκφρασης. Η συνδυαστική εφαρμογή τους μπορεί να οδηγήσει στον περιορισμό των μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών που δρουν σήμερα τόσο ως οικονομικοί ρυθμιστές της αγοράς όσο και ως «ρυθμιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αποφασίζοντας οι ίδιες με βάση τους όρους χρήσης τους για το περιεχόμενο και τον τρόπο που θα ασκούνται τα δικαιώματα των χρηστών στο ψηφιακό περιβάλλον. Ο καθορισμός της έννοιας του παράνομου περιεχομένου εμπίπτει πλέον στην εθνική νομοθεσία και θα υποχρεώνονται σε λογοδοσία αναφορικά με τον τρόπο που ελέγχουν το περιεχόμενο. Επίσης, μπορεί να περιορίσει τον έλεγχο της συγκέντρωσης της αγοράς στα χέρια – λίγων – μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός πιο ανταγωνιστικού ψηφιακού χώρου με καλύτερη προστασία των καταναλωτών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.»
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η DSA καλείται να προστατεύσει και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών, πέρα από την ελευθερία έκφρασης, όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων. Γι’ αυτό το λόγο, μια ολιστική προσέγγιση από εδώ και στο εξής είναι αυτή που θα εξασφαλίσει την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των όποιων προβληματισμών.
Άννα Μαντά, Partner, Karatzas & Partners
Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων ευρωπαϊκών κανονισμών για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) και τις ψηφιακές αγορές (DMA);
Η DSA αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο και εισάγει υποχρεώσεις στις πλατφόρμες παροχής ψηφιακών υπηρεσιών για το περιεχόμενο, τα αγαθά και τις διαφημίσεις τους που στηρίζονται σε τέσσερις βασικές αρχές: διαφάνεια, ενδυνάμωση χρηστών, διαχείριση κινδύνων και συνεργασία. Οι κανόνες έχουν σχεδιαστεί σε συμμόρφωση με το υπάρχον ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (“GDPR”) και της Οδηγίας ePrivacy, και δρουν συμπληρωματικά με αυτό.
Η DMA σκοπό έχει τη ρύθμιση της λειτουργίας των «gatekeepers» και δίνει ευρείες δυνατότητες παρέμβασης στην Επιτροπή. Περιλαμβάνει έναν κατάλογο ex-ante υποχρεώσεων που επικεντρώνεται στην πρόληψη αντί της καταστολής ή της θεραπείας στις ψηφιακές αγορές. Η προσέγγιση αυτή διαφοροποιείται από τους παραδοσιακούς κανόνες καταστολής του δικαίου ανταγωνισμού.
Παράλληλα, η DMA προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει ευρείες εξουσίες ελέγχου και επιβολής κανόνων συμπεριφοράς στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες ψηφιακές αγορές μέσω ρυθμίσεων που προσομοιάζουν με αυτές του δικαίου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, εκτός των σημαντικών προστίμων, η Επιτροπή δύναται, έπειτα από έρευνα, να διασπάσει την επιχείρηση μιας πλατφόρμας που συστηματικά παραβαίνει τους κανόνες.
Επίσης, οι “gatekeepers” οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιαδήποτε σκοπούμενη συγχώνευση ή εξαγορά, ασχέτως του εάν υπάρχει υποχρέωση γνωστοποίησής της στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό η Επιτροπή να σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες της από το άρθρο 22 του Κανονισμού 139/2004 για τυχόν έλεγχο συγκεντρώσεων στον τεχνολογικό κλάδο που δεν εμπίπτουν στα σχετικά όρια γνωστοποίησης της ΕΕ ή των κρατών-μελών.
Εάν τελικά υιοθετηθούν στα επόμενα 2-3 χρόνια, οι δύο κανονισμοί θα δημιουργήσουν σειρά νέων κανόνων για τις ψηφιακές υπηρεσίες, τις διαδικτυακές αγορές και άλλες πλατφόρμες και εφαρμογές και θα επηρεάσουν και κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε αυτές.
Σε ποιον βαθμό μπορούν να έχουν εφαρμογή οι κανόνες που ενσωματώνουν η DSA και η DMA στην ελληνική ψηφιακή αγορά; Πώς ανταποκρίνονται οι ελληνικές ρυθμιστικές αρχές στις ψηφιακές εξελίξεις;
Οι κανόνες που εισάγει η DSA αναμένεται να έχουν σημαντική εφαρμογή στην ελληνική ψηφιακή αγορά, αφού πολλές από τις υποχρεώσεις που εισάγονται θα έχουν εφαρμογή σε πλατφόρμες ή του παρόχους χωρίς ποσοτικά κριτήρια. Έτσι, οι καλυπτόμενες πλατφόρμες ή πάροχοι θα κληθούν να συμμορφωθούν με τις σχετικές διατάξεις που περιλαμβάνουν υποχρεώσεις διαφάνειας, λογοδοσίας και αυξημένης εποπτείας. Την εποπτεία συμμόρφωσης θα έχουν οι αρμόδιες ελληνικές ρυθμιστικές αρχές, σε συνεργασία με το EBDS.
Όσον αφορά στη DMA, δεδομένων των ποσοτικών κριτηρίων που εισάγει, φαίνεται να έχει μειωμένη εφαρμογή στις πλατφόρμες με κύρια δραστηριοποίηση στην Ελλάδα. Ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήσεις με σημαντική επιρροή στην ελληνική ψηφιακή αγορά, όπως πλατφόρμες δραστηριοποιούμενες στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, του τουρισμού, της φιλοξενίας και του FinTech που μένουν εκτός ρυθμιστικού πλαισίου.
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, είναι σε επεξεργασία σχέδιο νέας διάταξης στον ν. 3959/2011 περί ελευθέρου ανταγωνισμού που θα αφορά στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης σε οικοσυστήματα. Ως «οικοσύστημα» θεωρείται κάθε δίκτυο αλληλοσυνδεόμενων και σε μεγάλο βαθμό αλληλεξαρτώμενων οικονομικών δραστηριοτήτων ή μια πλατφόρμα οικονομικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από διαφορετικές επιχειρήσεις με σκοπό την παροχή προϊόντων, υπηρεσιών ή ενός πλέγματος αυτών που επηρεάζουν το ίδιο σύνολο χρηστών ή διαφορετικές κατηγορίες χρηστών (οικοσυστήματα πολλαπλών παικτών).
Με την προτεινόμενη διάταξη, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα έχει δυνατότητα παρέμβασης στα «οικοσυστήματα», ώστε να μπορεί να απαγορεύσει σε μια επιχείρηση που κατέχει κεντρική θέση σε ένα οικοσύστημα σημαντικό για τον ανταγωνισμό στην Ελλάδα την κατάχρηση της κυριαρχίας της. Η διάταξη αυτή, εάν ψηφισθεί, θα είναι καινοτόμα στην Ευρώπη και αναμένεται να ακολουθήσουν παρόμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις και σε άλλα κράτη-μέλη.
Θεοδόσης Τόμπρας, Συνέταιρος, Παπακωστόπουλος-Γρηγοριάδου και Συνεργάτες Δικηγορική εταιρεία (CPA Law), ανεξάρτητο μέλος του νομικού και φορολογικού δικτύου της KPMG
Ποιες είναι οι κυριότερες δικλείδες ασφαλείας στη Digital Services Act που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας, όπως η ελευθερία έκφρασης και πώς επιτυγχάνεται η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των χρηστών και την ελευθερία έκφρασης; Οι περιορισμοί που τίθενται στη διάδοση παράνομου περιεχομένου στις ψηφιακές πλατφόρμες καταφέρνουν να πετύχουν την επιθυμητή ισορροπία;
H πρόταση του Κανονισμού σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών αποτελεί το καταστάλαγμα μίας μακράς νομοθετικής πρωτοβουλίας που έχει ως σημείο εκκίνησης την κοινή κατανόηση των κρατών-μελών για τις προτεραιότητες για την ψηφιακή ενιαία αγορά, όπως τέθηκαν ήδη από το καλοκαίρι του 2015. Η νομική βάση του Κανονισμού εδράζεται καταρχάς στο άρθρο 114 της Συνθήκης αναφορικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και εν προκειμένω την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όσον αφορά την παροχή διασυνοριακών ψηφιακών υπηρεσιών (και εν προκειμένω ενδιάμεσων υπηρεσιών).
Η στόχευση του Κανονισμού δεν είναι άλλη από την εισαγωγή εναρμονισμένων όρων για την ανάπτυξη καινοτόμων διασυνοριακών υπηρεσιών στην Ένωση, μέσω της αντιμετώπισης και της πρόληψης της εμφάνισης εμποδίων για την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα, τα οποία προκύπτουν κυρίως από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των νομοθετών των κρατών-μελών (legislative fragmentation) σε θέματα, όπως η απόσυρση παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο, η δέουσα επιμέλεια, οι διαδικασίες ειδοποίησης και δράσης και η διαφάνεια, χωρίς παράλληλα να παραβλάπτεται η καινοτομία και η ανάπτυξη της ενιαίας ψηφιακής αγοράς.
Στις επάλληλες διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν της πρότασης Κανονισμού, ένα από τα ζητήματα που τέθηκαν ήταν ακριβώς ο ευρύς ή ο πιο στενός ορισμός του «επιβλαβούς» περιεχομένου, καθώς αυτός ο χαρακτηρισμός του περιεχομένου ως τέτοιου αποτελεί και το δικαιολογητικό θεμέλιο εφαρμογής μίας σειράς από περιοριστικά-κατασταλτικά μέτρα από πλευράς των παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών. Θεμελιώδης προς τούτο είναι η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως γίνεται σε κάθε μέτρο που εν δυνάμει δύναται να περιορίσει θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτό της ελευθερίας της έκφρασης.
Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, προκρίνει -και ουσιαστικά θεσμοθετεί- μία υπεύθυνη και επιμελή συμπεριφορά εκ μέρους των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ασφαλές επιγραμμικό περιβάλλον. Η ασφάλεια δεν πρέπει να νοείται ως ένα αποστειρωμένο (sanitized) περιβάλλον, αλλά ως ένα περιβάλλον όπου ο αποκλεισμός του «επιβλαβούς» περιεχομένου δημιουργεί ένα «υγιές» περιβάλλον για τους πολίτες της Ένωσης, προκειμένου να ασκούν ελεύθερα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και εν προκειμένω πρωτίστως και κύρια την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης.
Η απόσυρση του «επιβλαβούς» περιεχομένου ή ακόμα και η απενεργοποίηση της πρόσβασης θα πρέπει να πραγματοποιείται τηρουμένης της προάσπισης της αρχής της ελευθερίας της έκφρασης που άνευ άλλου προηγείται. Επομένως, η αρχή της αναλογικότητας εισάγει μία υποχρέωση παρέμβασης από τους ενδιάμεσους υπηρεσιών (και μάλιστα εισάγοντας και ένα κριτήριο «μεγέθους» μεταξύ αυτών) με στόχευση στο «επιβλαβές» περιεχόμενο, αλλά πάντα στο απολύτως αναγκαίο μέτρο ακριβώς για την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης των πολλών, ήτοι υπηρετεί το τελευταίο.
Η υποχρέωση αυτή προς τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών εισάγεται ως μία υποχρέωση δέουσας επιμέλειας, και μάλιστα μία υποχρέωση που μεταβάλλεται ουσιαστικά ανάλογα με τη φύση των υπηρεσιών που παρέχουν και το μέγεθός τους (με κύρια στόχευση τις μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες, οι οποίες λόγω της εμβέλειάς τους έχουν αποκτήσει κεντρικό-συστημικό ρόλο στη διευκόλυνση του δημόσιου διαλόγου και των οικονομικών συναλλαγών) και με απώτερο στόχο τη διασφάλιση ότι οι υπηρεσίες τους δεν χρησιμοποιούνται καταχρηστικά, ούτε χειραγωγούνται.
Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, επικουρούμενη από μία σειρά επιπρόσθετων διασφαλίσεων, όπως (i) η υποχρέωση διαφάνειας, (ii) η ύπαρξη ενός μηχανισμού διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών με ενισχυμένη εποπτεία των πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών σε επίπεδο Ένωσης, (iii) η τακτική υποχρέωση ανάλυσης των συστημικών κινδύνων των πλατφορμών σε τρεις πυλώνες, ήτοι την αθέμιτη χρήση της υπηρεσίας και τον κίνδυνο χειραγώγησης της υπηρεσίας, αλλά πρωτίστως και κύρια την ανάλυση του αντίκτυπου της υπηρεσίας στην ενάσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, (iv) η υποχρέωση αιτιολόγησης της αφαίρεσης του «επιβλαβούς» περιεχομένου ή της ανάκλησης της πρόσβασης, (v) το δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης αυτής (συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο φυσικό δικαστή), καθώς και (vi) η απαγόρευση των γενικών υποχρεώσεων παρακολούθησης που προβλέπεται ήδη στην Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο, δημιουργούν ένα πλαίσιο ενιαίων κανόνων με καίρια σημασία για την επίτευξη της απαιτούμενης δίκαιης ισορροπίας για την ενάσκηση από τους πολίτες της Ένωσης των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων στον επιγραμμικό κόσμο, προστατεύοντας παράλληλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής.
Πρακτικά, η πρόταση Κανονισμού αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και στην αύξηση των επιπέδων εμπιστοσύνης. Δεν αντιδιαστέλλεται, ούτε περιορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, αντιθέτως εφαρμόζεται και θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης και του πλουραλισμού, τα οποία και αποτελούν γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου υπερκείμενης τυπικής ισχύος και κατά την εφαρμογή του Κανονισμού κρίσιμο είναι να επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
Αθηνά Σκολαρίκου, Partner και Αντώνης Γιαννακόδημος, Senior Associate, Zepos & Yannopoulos
Θεωρείτε ότι το προτεινόμενο σχέδιο της Digital Services Act καταφέρνει να εξισορροπήσει την προστασία των χρηστών από το παράνομο περιεχόμενο με την ελευθερία έκφρασης; Είναι επαρκείς οι δικλείδες ασφαλείας περί διαφάνειας και αιτιολογίας των ψηφιακών πλατφορμών σε σχέση με τις αποφάσεις τους για απομάκρυνση περιεχομένου;
Το σχέδιο Digital Services Act, αν και διατηρεί την απαγόρευση των γενικών υποχρεώσεων παρακολούθησης των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών κατά την Οδηγία του Ηλεκτρονικού Εμπορίου 31/2000, συστήνει πολλαπλούς μηχανισμούς ανάλογα και με το μέγεθος του εκάστοτε παρόχου, με τους οποίους δίνεται η δυνατότητα στους αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών να αποτρέψουν την αναμετάδοση παράνομου περιεχομένου κατόπιν εντολών των αρμόδιων εθνικών δικαστικών ή διοικητικών αρχών. Έτσι, θα μπορούν οι αρμόδιες εθνικές δικαστικές ή διοικητικές αρχές να στείλουν εντολές ανάληψης δράσης και παροχής πληροφοριών στους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών παρουσιάζοντας τους λόγους για τους οποίους κάποιες πληροφορίες αποτελούν παράνομο περιεχόμενο με αναφορά στη συγκεκριμένη διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου που παραβιάζεται και παρέχοντάς τους πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής τους.
Το σχέδιο προσφέρει κατ’ αρχήν αξιόλογες δικλείδες ασφαλείας για την απομάκρυνση του παράνομου περιεχομένου, όπως ορισμό αξιόπιστης πηγής επισήμανσης παράνομου περιεχομένου, σε συνδυασμό με υποχρέωση παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας να διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο να ειδοποιεί σχετικά με την ύπαρξη στοιχείων που αποτελούν παράνομο περιεχόμενο και υποχρέωση αιτιολόγησης για την απόσυρση ή απενεργοποίηση της πρόσβασης.
Επιπλέον, παρέχεται στον αποδέκτη της υπηρεσίας η δυνατότητα προσφυγής μέσω εσωτερικών μηχανισμών διαχείρισης καταγγελιών, εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και δικαστικής προσφυγής. Εντούτοις, χρειάζεται προσοχή στον έλεγχο του περιεχομένου που γίνεται από τις πλατφόρμες στο μέτρο που δεν είναι παράνομο, αλλά απλώς δεν συνάδει με τους όρους και τις προϋποθέσεις τους. Η εξισορροπημένη αξιοποίηση των δικλείδων αυτών εναπόκειται στον τρόπο εφαρμογής από τους παρόχους και στα αντανακλαστικά των εθνικών αρχών.
Ποιες βελτιώσεις θα μπορούσαν να γίνουν, ώστε να υπάρχει επαρκέστερος έλεγχος στη διαδικασία, με την οποία οι ψηφιακές πλατφόρμες αποφασίζουν ποιο περιεχόμενο θα καταργήσουν και ποιο όχι;
Η κατάργηση περιεχομένου από τις ψηφιακές πλατφόρμες, με βάση τους μηχανισμούς του σχεδίου, θα γίνεται κατόπιν παρουσίασης των λόγων που οι συγκεκριμένες πληροφορίες αποτελούν παράνομο περιεχόμενο με αναφορά στη συγκεκριμένη διάταξη του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου που παραβιάζεται. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα ενδιάμεσο επίπεδο ελέγχου από ανεξάρτητο πρόσωπο/ελεγκτή αντί των ίδιων των παρόχων ή καθ’ υπόδειξή τους και στη συνέχεια να καταλήγει στις εθνικές δικαστικές και διοικητικές αρχές ο ορθός εντοπισμός των κανόνων δικαίου που παραβιάζονται από το περιεχόμενο των πλατφορμών και η ερμηνεία τους κατά τρόπο τέτοιο που να μην καταστρατηγεί την ratione materiaie του σχεδίου και δυνητικά οδηγήσει σε σύγκρουση με τη συνταγματική ελευθερία της έκφρασης.
Επίσης, η συγκεκριμενοποίηση κάποιων διαδικασιών και όχι η απλή ή αόριστη αναφορά σε μηχανισμούς ή διαδικασίες, θα διευκόλυνε την ομοιόμορφη εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων. Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο παρέχει πρόβλεψη για την εκπόνηση προτύπων, τα οποία θα καθορίζονται από διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης καθώς και την εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας με σκοπό να συμβάλουν στην ορθή εφαρμογή του κανονισμού και την κοινή εφαρμογή των κριτηρίων με τα οποία θα γίνεται η κατάργηση περιεχομένου από τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα άτυπο «δεδικασμένο», προκειμένου να ελέγχονται επαρκώς οι διαδικασίες με τις οποίες αποφασίζεται η κατάργηση ενός περιεχομένου από τις ψηφιακές πλατφόρμες. Η επιβολή χρηματικών κυρώσεων, το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των συντονιστών ψηφιακών υπηρεσιών αλλά και η ορθή αξιολόγηση του κανονισμού ανά πενταετία είναι μηχανισμοί που εάν αξιοποιηθούν ορθά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σταδιακή βελτίωση των διαδικασιών κατάργησης περιεχομένου που συστήνει ο κανονισμός.
Στέφανος Βιτωράτος, Δικηγόρος (LLM,MA), Co-Founder Homo Digitalis, Partner DLE
Θεωρείτε ότι το προτεινόμενο σχέδιο της Digital Services Act καταφέρνει να εξισορροπήσει την προστασία των χρηστών από το παράνομο περιεχόμενο με την ελευθερία έκφρασης; Είναι επαρκείς οι δικλείδες ασφαλείας περί διαφάνειας και αιτιολογίας των ψηφιακών πλατφορμών σε σχέση με τις αποφάσεις τους για απομάκρυνση περιεχομένου;
H DSA (πρόταση Κανονισμού (2020/825)- πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) φιλοδοξεί να καλλιεργήσει ένα πλαίσιο λογοδοσίας για όλους τους επιγραμμικούς παρόχους, συμπεριλαμβανομένων των «Big Tech». Περιέχει θετικές διατάξεις, μεταξύ άλλων υποχρέωση για ορισμό νόμιμων εκπροσώπων, σημείων επικοινωνίας, αλλά και εύκολα προσβάσιμων και κατανοητών όρων χρήσης. Ενδεικτικό δε, είναι και το γεγονός ότι η γλώσσα που έχει χρησιμοποιηθεί σε ολόκληρο το κείμενο δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (11 αναφορές).
Ωστόσο, η πρόταση για την DSA διατηρεί τον τρέχοντα κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο οι πάροχοι που φιλοξενούν ψηφιακό περιεχόμενο ευθύνονται για το παράνομο περιεχόμενο, από τη στιγμή που έχουν «πραγματική γνώση» του και δεν το καταργούν «ταχέως». Το σύστημα ειδοποίησης της DSA όπως προωθείται, ναι μεν ενεργοποιεί τους χρήστες κατά του παράνομου περιεχομένου, ωστόσο οι «ειδοποιήσεις» τους δεν αποδεικνύουν απαραίτητα πραγματική παρανομία. Σε αυτό το στάδιο, είναι απλώς ισχυρισμοί περί παρανομίας από τυχαία άτομα ή οντότητες. Ωστόσο, η πρόταση της DSA τις αντιμετωπίζει ως απόδειξη (ή τουλάχιστον ισχυρές ενδείξεις) παρανομίας, προτείνοντας, στο άρθρο 14, ότι κάθε τέτοια ειδοποίηση συνιστά «πραγματική γνώση» και επομένως μεταφέρει αμέσως στους παρόχους φιλοξενίας ευθύνη για το κοινοποιημένο περιεχόμενο.
Η κατάργηση ή απενεργοποίηση περιεχομένου που έχει επισημανθεί, επομένως, γίνεται η πιο λογική εμπορική ενέργεια για τις εταιρείες, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος νομικής ευθύνης. Αυτή η βαριά προσέγγιση «διαγράψτε πρώτα, σκεφτείτε αργότερα» δυστυχώς θα δημιουργήσει ένα σύστημα ιδιωτικοποιημένου ελέγχου περιεχομένου το οποίο θα έχει ελάχιστη σχέση με τις αρχές του δημοκρατικού/ δικαστικού ελέγχου με πιθανό θύμα την ελευθερία της έκφρασης χωρίς να υπάρχουν κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Homo Digitalis είχε την τιμή να λάβει πρόσκληση και να συμμετέχει σε συνάντηση εμπειρογνωμόνων (High Level Roundtable) με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Thierry Breton πριν την παρουσίαση της πρότασης και να υποστηρίξει τις θέσεις που είχε υποβάλει και γραπτώς ενώπιον της Επιτροπής στο πλαίσιο της ανοικτής διαβούλευσης για τη νέα νομοθεσία.
Ποιες βελτιώσεις θα μπορούσαν να γίνουν, ώστε να υπάρχει επαρκέστερος έλεγχος στη διαδικασία, με την οποία οι ψηφιακές πλατφόρμες αποφασίζουν ποιο περιεχόμενο θα καταργήσουν και ποιο όχι;
Δεδομένου ότι η ιδιωτικοποίηση της αξιολόγησης της διαδικτυακής έκφρασης δεν μπορεί να αποτελεί τη μόνη λύση, είναι θετικό ότι η Επιτροπή έθεσε επί τάπητος τη συνεργασία με ανεξάρτητους, πιστοποιημένους φορείς επίλυσης διαφορών, στους οποίους οι χρήστες μπορούν να υποβάλουν καταγγελίες, όταν πιστεύουν ότι το περιεχόμενό τους έχει καταργηθεί εσφαλμένα. Παράλληλα, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει και την ισότιμη πρόσβαση στο σύστημα δικαιοσύνης κάθε κράτους-μέλους και στην έγκαιρη και έγκυρη απόκριση του τελευταίου, δημιουργώντας μία διαδικασία οικονομικότερης και αποτελεσματικής νομικής προσφυγής, διασφαλίζοντας ότι δε θα δημιουργήσει τελικά ένα de facto σύστημα αυτορρύθμισης και μάλιστα με κανονιστική ισχύ.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί μια ακόμα ανησυχητική πτυχή της πρότασης DSA. Ενώ το Κεφάλαιο IV (Εφαρμογή, συνεργασία, κυρώσεις και επιβολή) προβλέπει ότι η εποπτεία θα πραγματοποιείται κατ’ αρχήν από ανεξάρτητους εθνικούς ρυθμιστές που ονομάζονται Συντονιστές Ψηφιακών Υπηρεσιών, οι πολύ μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες υπόκεινται σε εποπτεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μολονότι αυτό φαίνεται να αντανακλά διδάγματα από την έλλειψη καθολικής επιβολής του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων («GDPR») και θυμίζει την επιβολή νόμων περί ανταγωνισμού, το γεγονός παραμένει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή. Είναι το εκτελεστικό σκέλος της ΕΕ. Με άλλα λόγια, η επίβλεψη των πολύ μεγάλων επιγραμμικών πλατφορμών τελικά δε θα είναι ανεξάρτητη.
Τέλος, η πρόταση DSA θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τα κράτη-μέλη θα παρέχουν επαρκείς πόρους στο φορέα/φορείς που θα επιλεχθούν ως εθνικοί συντονιστές ψηφιακών υπηρεσιών και οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι για την επιβολή της συμμόρφωσης των παρόχων με τη νομοθεσία. Μόνο με ισχυρή επιβολή θα μπορεί η DSA να γίνει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της ψηφιακής κυριαρχίας της Ευρώπης.