Mπορεί να μας απασχολεί χρόνια, μιας και η πρόταση Κανονισμού έχει δημοσιευθεί ήδη από το 2020, όμως πλέον η Digital Services Act (DSA) έχει τεθεί σε ισχύ από τις 25 Αυγούστου 2023 για τις πολύ μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες και μηχανές αναζήτησης, ενώ από τον Φεβρουάριο 2024 θα ισχύει για όλους. Οι κανονισμοί για τις πρώτες είναι ιδιαίτερα αυστηροί και θα μετασχηματίσουν το διαδίκτυο, έτσι όπως το ξέραμε.
Εκσυγχρονίζοντας την προηγούμενη Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο του 2000 (e-Commerce Directive) και εντασσόμενη σε μια ολοκληρωμένη ψηφιακή στρατηγική μαζί με τη Digital Markets Act, η DSA αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά νομοθετήματα της ΕΕ και στοχεύει να θεσπίσει ένα ενιαίο ρυθμιστικό πρότυπο για τις ψηφιακές υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά. Ο βασικός της σκοπός είναι να παράσχει ένα ασφαλές ψηφιακό περιβάλλον, απαλλαγμένο από παράνομο περιεχόμενο, με έμφαση στις διαφανείς διαδικασίες λογοδοσίας και στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών.
Πεδίο εφαρμογής και χρονοδιάγραμμα
Η DSA αφορά τους B2B και B2C παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που παρέχουν στους χρήστες πρόσβαση σε αγαθά, υπηρεσίες και περιεχόμενο. Μεταξύ αυτών, ανήκουν οι υπηρεσίες DNS, οι υπηρεσίες φιλοξενίας, όπως το υπολογιστικό νέφος και η φιλοξενία ιστοσελίδων, οι επιγραμμικές πλατφόρμες, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι επιγραμμικές αγορές και οι μηχανές αναζήτησης.
Οι εν λόγω πάροχοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της DSA, εφόσον έχουν την εγκατάστασή τους εντός ΕΕ ή έχουν με άλλο τρόπο ουσιαστική σύνδεση με την ΕΕ. Τέτοια ουσιαστική σύνδεση υπάρχει, μεταξύ άλλων, όταν ο πάροχος έχει σημαντικό αριθμό χρηστών σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ ή στοχεύει σε δραστηριότητες σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Πάντως, η απλή πρόσβαση ενός ιστότοπου σε ευρωπαϊκό κράτος από μόνη της δεν αρκεί.
Επί του παρόντος, ήδη από τις 25 Αυγούστου 2023, οι διατάξεις της DSA ισχύουν για τις 19 μεγαλύτερες ψηφιακές πλατφόρμες, οι οποίες προσδιορίστηκαν στις 25 Απριλίου 2023 από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, οι πολύ μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες (VLOP) είναι οι AliExpress, Amazon, AppStore, Booking, Facebook, Google Play, Google Maps, Google Shopping, Instagram, LinkedIn, Pinterest, Snapchat, TikTok, X (Twitter), Wikipedia, YouTube, Zalando. Οι πολύ μεγάλες μηχανές αναζήτησης (VLOSE) είναι οι Google και Bing.
Εκτός αυτών των χαρακτηρισμένων VLOP και VLOSE, μόνο λίγες υποχρεώσεις (για παράδειγμα, η υποχρέωση δημοσίευσης του αριθμού των μέσων μηνιαίων ενεργών αποδεκτών στην ΕΕ) εφαρμόζονται ήδη στους υπόλοιπους ψηφιακούς παρόχους, ενώ οι υπόλοιπες υποχρεώσεις θα αρχίσουν να εφαρμόζονται στις 17 Φεβρουαρίου 2024. Παρά την εν λόγω περίοδο χάριτος, η προετοιμασία των επιχειρήσεων για την επικείμενη εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς πρόκειται για εκτεταμένη και πολύπλευρη δέσμη κανόνων. Πέρα από τις επιχειρήσεις, προετοιμασία απαιτείται και στις εθνικές αρχές, καθώς μέχρι το Φεβρουάριο θα πρέπει κάθε κράτος-μέλος να έχει ορίσει τον Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών, μια ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή που θα είναι υπεύθυνη για την επιβολή των κανόνων στις μικρότερες πλατφόρμες που είναι εγκατεστημένες στη χώρα, καθώς και για τη συνεργασία με την Επιτροπή και τους Συντονιστές Ψηφιακών Υπηρεσιών στα άλλα κράτη-μέλη σε μια προσπάθεια ευρύτερης επιβολής στην ΕΕ.
Η Επιτροπή θα έχει άμεσες εξουσίες εποπτείας και επιβολής επί των μεγαλύτερων πλατφορμών και μηχανών αναζήτησης και θα μπορεί να επιβάλει πρόστιμα ύψους έως και 6% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους
Οι κυριότερες ρυθμίσεις και υποχρεώσεις για τις επιγραμμικές πλατφόρμες Φιλοξενία περιεχομένου (άρθρα 6 έως 8)
Για να αποφευχθεί η υπερβολική επιβάρυνση των παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών (μεταξύ άλλων, των παρόχων ηλεκτρονικών αγορών) με υποχρεώσεις παρακολούθησης και για να μην παραβιαστεί η υφιστάμενη νομολογία που έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια των ετών, διευκρινίζεται στη DSA ότι οι πάροχοι υπηρεσιών που συνίστανται στην αποθήκευση πληροφοριών δεν ευθύνονται για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν οι χρήστες ούτε υποχρεούνται να λαμβάνουν προληπτικά και γενικά μέτρα παρακολούθησης όσον αφορά το περιεχόμενο τρίτων.
Ωστόσο, αυτή η γενική αρχή υπόκειται σε ορισμένες συγκεκριμενοποιήσεις. Ειδικότερα, αναφορικά με το δίκαιο προστασίας των καταναλωτών, το οποίο αφορά αποκλειστικά τους παρόχους ψηφιακών πλατφορμών που επιτρέπουν στους καταναλωτές να συνάπτουν συμβάσεις εξ αποστάσεως με επιχειρήσεις (B2C), ισχύει το εξής. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών παρουσιάζει τις πληροφορίες της συναλλαγής κατά τρόπο που οδηγεί τον μέσο καταναλωτή να πιστεύει ότι οι πληροφορίες, το προϊόν ή η υπηρεσία παρέχονται από τον ίδιο τον πάροχο υπηρεσιών ή από έμπορο που ενεργεί υπό την εξουσία ή τον έλεγχό του, δεν ισχύει η αρχή της μη ευθύνης του για αυτό το περιεχόμενο. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει όταν ο πάροχος υπηρεσιών δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα του εμπόρου ή την αποκρύπτει μέχρι τη σύναψη της σύμβασης ή όταν ο πάροχος υπηρεσιών εμπορεύεται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες στο δικό του όνομα (αντί του ονόματος του εμπόρου). Βεβαίως, ο προσδιορισμός αυτός πρέπει να γίνεται με βάση τη συνολική θεώρηση των περιστάσεων σε κάθε μεμονωμένη περίσταση.
Η ρύθμιση αυτή θα έχει φυσικά τεράστιες επιπτώσεις στους παρόχους ηλεκτρονικών αγορών B2C, αφού αυτοί θα πρέπει να φροντίζουν επιμελώς, ώστε ο σχεδιασμός και οι διαδικασίες στις ηλεκτρονικές αγορές τους να μη δίνουν την εντύπωση ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη για το περιεχόμενο των εμπόρων τους.
Πέραν αυτού, η απαλλαγή από την ευθύνη για τους παρόχους φιλοξενίας περιεχομένου δεν εφαρμόζεται επίσης, όταν ο πάροχος εγκαταλείπει τον ουδέτερο ρόλο του ως αμιγώς τεχνικός, αυτοματοποιημένος και παθητικός πάροχος υπηρεσιών και διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην επεξεργασία των πληροφοριών που παρέχονται από έναν παραλήπτη.
Κινείται, πάντως, σε θετική τροχιά η διευκρίνιση ότι οι εθελοντικές έρευνες των παρόχων υπηρεσιών με δική τους πρωτοβουλία ή άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην επίτευξη νομικής συμμόρφωσης δεν συνεπάγονται τη μη απαλλαγή από την ευθύνη. Συνεπώς, οι επιγραμμικές πλατφόρμες δεν διακινδυνεύουν την απαλλαγή τους από την ευθύνη λόγω της καλόπιστης στάσης τους, η οποία τελικά ενθαρρύνεται, ενώ παράλληλα δημιουργείται και ασφάλεια δικαίου.
Αντιμετώπιση παράνομου περιεχομένου (άρθρα 14 έως 16)
Η DSA περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό κανόνων και υποχρεώσεων για τις ψηφιακές πλατφόρμες που αποσκοπούν ειδικά στην προστασία των συμφερόντων των αποδεκτών. Ειδικότερα, οι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να παρέχουν στους όρους και τις προϋποθέσεις τους ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις πολιτικές, τις διαδικασίες, τα μέτρα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του περιορισμού του περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένης τόσο της αλγοριθμικής λήψης αποφάσεων όσο και της ανθρώπινης επανεξέτασης. Περαιτέρω, πρέπει να δημοσιεύουν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τον περιορισμό περιεχομένου που έχουν εκτελέσει.
Ήδη από τις 25 Αυγούστου 2023, οι διατάξεις της DSA ισχύουν για τις 19 μεγαλύτερες ψηφιακές πλατφόρμες
Η συμμόρφωση με τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν είναι απαραίτητη μόνο για τις επιγραμμικές πλατφόρμες, προκειμένου να ρυθμίζουν και να διασφαλίζουν με διαφάνεια τα πρότυπα ποιότητας των προσφορών που αναρτώνται, αλλά και για τους αποδέκτες, ώστε να μπορούν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της εκάστοτε αγοράς και ταυτόχρονα να προστατεύονται από τον αυθαίρετο περιορισμό περιεχομένου.
Περαιτέρω, οι αποδέκτες έχουν το δικαίωμα να ενεργούν κατά αυτού που θεωρούν παράνομο περιεχόμενο μέσω μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης που πρέπει να δημιουργηθούν από τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών. Οι μηχανισμοί αυτοί πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμοι και φιλικοί προς το χρήστη και οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται εγκαίρως και με αντικειμενικά, μη αυθαίρετα κριτήρια.
Ένα πλεονέκτημα των μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης της DSA για τους παρόχους υπηρεσιών είναι κυρίως ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ στερούνται της δυνατότητας να θεσπίσουν τις δικές τους ατομικές διαδικασίες για την αφαίρεση περιεχομένου ή τον αποκλεισμό της πρόσβασης σε αυτό. Έτσι, οι διαδικασίες θα απλοποιηθούν, ειδικά σε περιπτώσεις διασυνοριακών παραβάσεων.
Η αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου αποτελεί μία από τις βασικότερες διατάξεις του Κανονισμού που θα επηρεάσει καθοριστικά το ηλεκτρονικό εμπόριο, το οποίο, όπως γενικότερα όλο το ψηφιακό περιβάλλον, έχει υποστεί όλες τις επιπτώσεις της αρνητικής χρήσης του διαδικτύου. Όπως εξηγεί η Μαριάνθη Λώλη, Legal Manager, Skroutz, «δεδομένου του γεγονότος ότι η εκμετάλλευση του διαδικτύου συνέδραμε τα τελευταία χρόνια στην παράνομη διακίνηση απομιμητικών προιόντων και στη συναλλαγή με μη αξιόπιστους πωλητές, η λήψη μέτρων για την καταπολέμηση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και η διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου, ώστε να διαπιστώνεται κατά πόσον τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες συμμορφώνονται με τη νομοθεσία, αποτελούν υποχρεώσεις των επιγραμμικών πλατφορμών που αναμένεται να διατελέσουν καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και στη μέγιστη διαφάνεια με σκοπό την πραγματοποίηση ασφαλών ηλεκτρονικών συναλλαγών. Με το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, αν και διατηρείται η απαγόρευση της γενικής υποχρέωσης ελέγχου των πληροφοριών από τους παρόχους των επιγραμμικών υπηρεσιών κατά την Οδηγία 2000/31/ΕΚ, συστήνονται πολλαπλοί μηχανισμοί, ώστε οι αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών να αποτρέπουν την αναμετάδοση τυχόν παράνομου περιεχομένου, αποβλέπoντας στη διασφάλιση ενός ασφαλούς, προβλέψιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού περιβάλλοντος».
Εσωτερικό σύστημα διαχείρισης καταγγελιών (άρθρο 20)
Εκτός από τους μηχανισμούς ειδοποίησης και δράσης, οι πλατφόρμες ηλεκτρονικών αγορών πρέπει να παρέχουν στους χρήστες πρόσβαση σε εσωτερικό σύστημα καταγγελιών, έτσι ώστε να είναι εφικτή η υποβολή, επεξεργασία και επανόρθωση καταγγελιών σχετικά με αποφάσεις που λαμβάνουν οι πάροχοι υπηρεσιών σε σχέση με παράνομο περιεχόμενο ή περιεχόμενο ασύμβατο με τους Γενικούς Όρους Περιεχομένου τους. Πρόκειται για μια διάταξη που εξυπηρετεί ιδίως την ταχεία και απλή διευκρίνιση παρεξηγήσεων σχετικά με το περιεχόμενο καθώς και τη διόρθωση σφαλμάτων. Αυτό το εσωτερικό σύστημα διαχείρισης των καταγγελιών θα πρέπει να είναι προσβάσιμο σε όλους τους αποδέκτες, δηλαδή σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί την υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών ή νομικών προσώπων που υποβάλλουν τις καταγγελίες.
Τόσο η ίδια η διατύπωση του Κανονισμού όσο και οι αιτιολογικές του σκέψεις καθιστούν σαφές ότι το εσωτερικό σύστημα διαχείρισης καταγγελιών πρέπει να επιτρέπει την έγκαιρη επανόρθωση. Ως εκ τούτου, η βασική πρόκληση για τους παρόχους ηλεκτρονικών αγορών θα είναι η δημιουργία ενός ανθεκτικού εσωτερικού συστήματος χειρισμού καταγγελιών, το οποίο θα είναι σε θέση να επιλύει αποτελεσματικά μεγάλο αριθμό καταγγελιών. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η πρόκληση, είναι εφικτή η χρήση τεχνητής νοημοσύνης, αν και μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι χωρίς περιορισμούς, καθώς η DSA απαιτεί ρητά οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι πάροχοι υπηρεσιών να μην λαμβάνονται αποκλειστικά με βάση αυτοματοποιημένα μέσα. Αντίθετα, απαιτείται χειροκίνητη επανεξέταση των αποφάσεων αυτών.
Οι πλατφόρμες αγορών B2C θα πρέπει να φροντίζουν επιμελώς, ώστε ο σχεδιασμός και οι διαδικασίες στις ηλεκτρονικές αγορές τους να μη δίνουν την εντύπωση ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη για το περιεχόμενο των εμπόρων τους
Εξωδικαστική επίλυση διαφορών (άρθρο 21)
Η DSA θεσπίζει το δικαίωμα των χρηστών αλλά και των αποδεκτών καταγγελιών να απευθύνονται σε εξωδικαστικό φορέα επίλυσης διαφορών. Το εν λόγω δικαίωμα προϋποθέτει ότι η συγκεκριμένη διαφορά αφορά απόφαση του παρόχου υπηρεσιών, η οποία δεν θα μπορούσε να επιλυθεί μέσω του εσωτερικού συστήματος διαχείρισης καταγγελιών ή αφορά περιοριστικά, ανασταλτικά ή καταγγελτικά μέτρα (όπως η αναστολή ή ο αποκλεισμός λογαριασμών χρηστών).
Υπό το πρίσμα αυτό, οι πάροχοι ηλεκτρονικών αγορών πρέπει όχι μόνο να ενημερώνουν για το δικαίωμα αυτό με διαφανή τρόπο, αλλά και να συνεργάζονται με τον αντίστοιχο φορέα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Πρόκειται για μια υποχρέωση με σημαντικές συνέπειες για τους παρόχους, καθώς αυτοί θα αναλαμβάνουν τα τέλη του φορέα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και τα έξοδα του αποδέκτη σε περίπτωση απόφασης υπέρ του, όταν από την άλλη σε αντίθετη περίπτωση δεν λαμβάνουν καμία επιστροφή εξόδων.
Αξιόπιστες πηγές επισήμανσης παράνομου περιεχομένου (άρθρο 22)
Πρόσθετη υποχρέωση για τις επιγραμμικές πλατφόρμες είναι να δίνεται προτεραιότητα στις ειδοποιήσεις που υποβάλλονται από αξιόπιστες πηγές (όπως η Europol ή οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) στο πλαίσιο των μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης και να επεξεργάζονται και να αποφασίζουν γι’ αυτές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Πρόθεση του Ευρωπαίου νομοθέτη είναι η ταχύτερη και πιο αξιόπιστη επίλυση του παράνομου περιεχομένου. Για τον σκοπό αυτό, κατάλληλα καταρτισμένα και έγκριτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα διορίζονται αποκλειστικά από τον αρμόδιο Συντονιστή Ψηφιακών Υπηρεσιών και μόνο εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, όπως ιδιαίτερη εμπειρία και επάρκεια στην αντιμετώπιση παράνομου περιεχομένου. Από τη σκοπιά των επηρεαζόμενων παρόχων υπηρεσιών, θα πρέπει να δημιουργηθούν πρόσθετες λειτουργίες στο πλαίσιο των μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης για να διασφαλιστεί η απαιτούμενη κατά προτεραιότητα αντιμετώπιση των αξιόπιστων πηγών επισήμανσης παράνομου περιεχομένου.
Oι αποδέκτες έχουν το δικαίωμα να ενεργούν κατά αυτού που θεωρούν παράνομο περιεχόμενο μέσω μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης που πρέπει να δημιουργηθούν από τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών
Μέτρα και προστασία κατά της αθέμιτης χρήσης (άρθρο 23)
Εάν οι αποδέκτες κάνουν αθέμιτη χρήση των υπηρεσιών, οι πάροχοι αυτών των υπηρεσιών έχουν το δικαίωμα να τις αναστείλουν έναντι των εν λόγω αποδεκτών για εύλογο χρονικό διάστημα μετά από προηγούμενη προειδοποίηση. Αυτό ισχύει ιδίως εάν οι αποδέκτες παρέχουν συχνά προδήλως παράνομο περιεχόμενο ή υποβάλλουν συχνά προδήλως αβάσιμες ειδοποιήσεις μέσω των μηχανισμών ειδοποίησης και δράσης ή του εσωτερικού συστήματος διαχείρισης καταγγελιών.
Η ρύθμιση αυτή επιδιώκει έναν πολυεπίπεδο σκοπό. Από τη μία πλευρά, η χορήγηση του εν λόγω δικαιώματος στους παρόχους υπηρεσιών αποσκοπεί στην αποτροπή των χρηστών από το να διαπράττουν σοβαρές παραβάσεις ως επαναλαμβανόμενοι παραβάτες. Από την άλλη πλευρά, αποσκοπεί επίσης στην προστασία των παρόχων από ενδεχόμενη κατάχρηση των δικαιωμάτων που η DSA χορηγεί στους χρήστες.
Σχεδιασμός και οργάνωση επιγραμμικής διεπαφής και αποφυγή δόλιων πρακτικών (άρθρο 25)
Το άρθρο απαγορεύει σχετικές πρακτικές σε επιγραμμικές διεπαφές (όπως ιστότοποι) που αποσκοπούν στη σημαντική στρέβλωση ή παρακώλυση της ικανότητας των αποδεκτών να λαμβάνουν αυτόνομες και ενημερωμένες αποφάσεις. Σύμφωνα με την πρόθεση του Ευρωπαίου νομοθέτη, τέτοιες πρακτικές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: α) να ζητείται επανειλημμένα από τους αποδέκτες να κάνουν μια επιλογή όταν η επιλογή αυτή έχει ήδη γίνει, β) να γίνεται η διαδικασία ακύρωσης μιας υπηρεσίας σημαντικά πιο επαχθής από την εγγραφή σε αυτήν, γ) να γίνονται ορισμένες επιλογές πιο δύσκολες και χρονοβόρες από άλλες ή δ) να εξαπατώνται οι αποδέκτες με προεπιλεγμένες ρυθμίσεις που είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν.
Η απαγόρευση τέτοιων δόλιων πρακτικών δεν αποτελεί έκπληξη, αν αναλογιστεί κανείς την εξέλιξή τους σε ένα μαζικό φαινόμενο που προκαλεί προβληματισμό και τις πολυάριθμες συστάσεις και δράσεις, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, που έχουν ληφθεί από κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ δόλιων πρακτικών και νόμιμων επιχειρηματικών διαδικασιών είναι αρκετά θολά, οπότε απαιτούνται πιο λεπτομερείς και αναλυτικές επεξηγήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, αναμένεται η δημοσίευση κατευθυντήριων γραμμών από την Επιτροπή, ώστε το θέμα να αποσαφηνιστεί περαιτέρω.
Διαφήμιση σε επιγραμμικές πλατφόρμες (άρθρο 26)
Για να ενισχυθεί η προστασία των χρηστών, η DSA ενσωμάτωσε υποχρεώσεις επισήμανσης των διαφημίσεων, ώστε να είναι αναγνωρίσιμες. Συγκεκριμένα, θα πρέπει οι αποδέκτες της υπηρεσίας να μπορούν να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι μια πληροφορία αποτελεί διαφήμιση, την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου για λογαριασμό του οποίου αυτή παρουσιάζεται, την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο πλήρωσε για την ηλεκτρονική διαφήμιση, καθώς και επεξηγήσεις σχετικά με τις παραμέτρους για τον προσδιορισμό ενός χρήστη ως αποδέκτη της εν λόγω διαφήμισης. Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η στόχευση της διαφήμισης να γίνεται με βάση ευαίσθητα δεδομένα, όπως δεδομένα υγείας, ή να απευθύνεται σε ανηλίκους.
«Η απαγόρευση της στοχευμένης διαφήμισης και ειδικά η απαγόρευση διαφημίσεων που στηρίζονται στο προφίλ των χρηστών με βάση ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όπως αυτά καθορίζονται στην οικεία νομοθεσία αποτελεί μεγάλη καινοτομία της DSA», όπως επισημαίνει η Γεωργία Παπαγεωργίου, Head of Legal Department, Intracom Telecom, η οποία συνεχίζει: «Οι υποχρεώσεις διαφάνειας που θέτει στους παρόχους η DSA (να διασφαλίζουν ότι οι διαφημίσεις έχουν ευδιάκριτη σήμανση ώστε οι αποδέκτες να μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν ότι οι πληροφορίες που παρουσιάζονται σε αυτούς αποτελούν διαφήμιση, το/τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά που παρουσιάζουν τη διαφήμιση και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αποδέκτη αυτής) θα αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας τους, μια και αυτή στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος στη διαφήμιση».
Διαφάνεια του συστήματος συστάσεων (άρθρο 27)
Τα συστήματα συστάσεων στις ψηφιακές πλατφόρμες έχουν ιδιαίτερη εμπορική σημασία για τους παρόχους υπηρεσιών, ώστε αυτοί να μπορούν να παρουσιάζουν στους παραλήπτες (ιδίως στους καταναλωτές) προσφορές προσαρμοσμένες στα ενδιαφέροντά τους. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα συστήματα συστάσεων έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ικανότητα των αποδεκτών να ανακτούν και να αλληλεπιδρούν με πληροφορίες, αφού σε μεγάλο βαθμό ασκείται έλεγχος στις πληροφορίες που γίνονται προσβάσιμες στους χρήστες.
Προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των αποδεκτών (επιχειρήσεων και καταναλωτών) και να τους δοθεί η δυνατότητα να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις, οι πάροχοι επιγραμμικών πλατοφορμών πρέπει να περιγράφουν στους όρους τους τις σημαντικότερες παραμέτρους που διέπουν τα συστήματα συστάσεων, καθώς και τις δυνατότητες των αποδεκτών να αλλάξουν ή να επηρεάσουν αυτές τις κύριες παραμέτρους. Ως κύριες παράμετροι ορίζονται τα κριτήρια που είναι τα σημαντικότερα για τον καθορισμό των πληροφοριών που προτείνονται στον παραλήπτη, αν και ο όρος παραμένει ασαφής τόσο στη νομολογία όσο και σε άλλα νομοθετήματα, όπως ο Κανονισμός P2B.
Απαγορεύεται η στόχευση της διαφήμισης να γίνεται με βάση ευαίσθητα δεδομένα, όπως δεδομένα υγείας, ή να απευθύνεται σε ανηλίκους
Προστασία ανηλίκων στο διαδίκτυο (άρθρο 28)
Η DSA θεσπίζει διασφαλίσεις για τη διαδικτυακή προστασία των ανηλίκων, όπως η απαίτηση για τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου απορρήτου και ασφάλειας. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες διασφαλίσεις δεν ισχύουν εάν η χρήση για ανηλίκους δεν επιτρέπεται στο πλαίσιο των όρων της πλατφόρμας, η προσφορά δεν απευθύνεται σε ανηλίκους ή δεν χρησιμοποιείται κυρίως από ανηλίκους και εάν ο πάροχος υπηρεσιών δεν γνωρίζει ότι ορισμένοι από τους αποδέκτες είναι ανήλικοι.
Προστασία των καταναλωτών για συμβάσεις εξ αποστάσεως (άρθρα 30 έως 32)
Οι πάροχοι online αγορών B2C θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει η DSA για την εξ αποστάσεως σύναψη συμβάσεων. Αυτά τα μέτρα για την προστασία των καταναλωτών αποσκοπούν ουσιαστικά στη διασφάλιση διαφάνειας προς όφελος των αποδεκτών για την προστασία τους από τη διάδοση προσφορών που περιέχουν παράνομο περιεχόμενο, αλλά και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους έναντι των πωλητών. Για το σκοπό αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών πλατφορώμν πρέπει να διευκολύνουν την ιχνηλασιμότητα των επιχειρήσεων που λειτουργούν ως πωλητές στην πλατφόρμα.
Συγκεκριμένα, οι πάροχοι ηλεκτρονικών αγορών πρέπει να λαμβάνουν βασικές πληροφορίες από τους εμπόρους, οι οποίες περιλαμβάνουν: όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και διεύθυνση email, αντίγραφο ταυτότητας ή άλλο ηλεκτρονικό έγγραφο ταυτοποίησης, στοιχεία λογαριασμού πληρωμής, απόσπασμα και αριθμό από το εμπορικό μητρώο και τέλος αυτοπιστοποίηση του εμπόρου στην οποία αναλαμβάνει να προσφέρει μόνο προϊόντα ή υπηρεσίες που συμμορφώνονται με τη νομοθεσία της ΕΕ.
Επιπλέον, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να επαληθεύσουν την αξιοπιστία και την πληρότητα αυτών των πληροφοριών. Βέβαια, για να μην υπάρξει δυσανάλογη επιβάρυνση των παρόχων, αυτή η προσπάθεια επαλήθευσης περιορίζεται είτε σε ελεύθερες και προσβάσιμες βάσεις δεδομένων είτε στην παροχή δικαιολογητικών εκ μέρους του πωλητή. Ωστόσο, ακόμα και με αυτόν τον περιορισμό, οι ενέργειες που απαιτούνται για την επαλήθευση των εμπόρων είναι σημαντικές.
Περαιτέρω, θεσπίζεται δικαίωμα ενημέρωσης για τους καταναλωτές, όταν έχουν αποκτήσει ένα παράνομο προϊόν ή υπηρεσία με την ηλεκτρονική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, οι πάροχοι ψηφιακών αγορών πρέπει να διασφαλίσουν αυτό το δικαίωμα επικοινωνώντας απευθείας με τον καταναλωτή, ενημερώνοντάς τον για το παράνομο προϊόν ή υπηρεσία, την ταυτότητα του εμπόρου και κάθε σχετικό μέσο επανόρθωσης. Εάν δεν είναι δυνατή η επικοινωνία με όλους τους καταναλωτές που επηρεάζονται, αυτές οι πληροφορίες πρέπει να δημοσιοποιούνται και να είναι εύκολα προσβάσιμες στις ηλεκτρονικές διεπαφές της πλατφόρμας.
Συμπερασματικά
Γίνεται σαφές ότι ο νέος Κανονισμός για τις ψηφιακές υπηρεσίες προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των χρηστών και των συμφερόντων των παρόχων επιγραμμικών πλατφορμών σε μια λειτουργική ενιαία αγορά. Το αν το πετυχαίνει είναι κάτι που θα φανεί κατά βάση στην πορεία, αφού προς το παρόν υπάρχουν πολλές ασάφειες που απαιτούν περαιτέρω εξειδίκευση. Όπως, άλλωστε, τονίζει η Μ. Λώλη, «για την ομοιόμορφη εφαρμογή και τήρηση των εν λόγω διατάξεων, κρίνεται επιβεβλημένη η συγκεκριμενοποίηση των απαραίτητων διαδικασιών και όχι η απλή ή αόριστη αναφορά σε μηχανισμούς ή διαδικασίες». Έτσι, η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών και ενδεχομένως η λήψη επανορθωτικών μέτρων στο μέλλον θα είναι το επόμενο βήμα σε ένα τόσο επιδραστικό νομοθέτημα.
Με δεδομένο ότι η μη συμμόρφωση στη DSA μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά πρόστιμα έως και 6% του ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών αλλά και αξιώσεις αποζημίωσης από τους χρήστες, είναι ολοφάνερο ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες πρέπει να ακολουθήσουν μια προσεκτική προσέγγιση και να καταβάλλουν αξιοσημείωτες οργανωτικές και εμπορικές ενέργειες για τη συμμόρφωσή τους.
Σε κάθε περίπτωση, θα είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και αν οι ρυθμίσεις της DSA θα μπορέσουν πράγματι να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά τις παθογένειες των ψηφιακών υπηρεσιών.
Πώς αλλάζει η DSA όσα ίσχυαν μέχρι σήμερα
Οι κυριότερες αλλαγές που επιφέρει η DSA κινούνται στους ακόλουθους άξονες:
- Σαφείς κανόνες για την αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου: Η DSA επικαιροποιεί τη διαδικασία με την οποία οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών πρέπει να ενεργούν για την ταχεία διαγραφή παράνομου περιεχομένου βάσει της εθνικής ή της ενωσιακής νομοθεσίας.
- Δικαιώματα χρηστών για αμφισβήτηση των αποφάσεων περί περιορισμού περιεχομένου: Οι ψηφιακές πλατφόρμες θα πρέπει να παρέχουν στους θιγόμενους χρήστες λεπτομερείς εξηγήσεις για το μπλοκάρισμα λογαριασμών και τον περιορισμό περιεχομένου, ενώ οι χρήστες θα μπορούν να αμφισβητούν τις αποφάσεις αυτές και να επιδιώκουν εξωδικαστικό συμβιβασμό.
- Μεγαλύτερη διαφάνεια στις διαφημίσεις: Οι πλατφόρμες θα πρέπει να παρέχουν στους χρήστες σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον λόγο για τον οποίο τους εμφανίστηκε μια στοχευμένη διαφήμιση και τον τρόπο αλλαγής των παραμέτρων στόχευσης διαφημίσεων.
- Απαγορευμένη στόχευση: Στοχευμένες διαφημίσεις σε παιδιά ή στόχευση με βάση ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως η θρησκεία και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, απαγορεύονται.
- Απαιτήσεις διαφάνειας και υποβολής εκθέσεων: Οι πλατφόρμες θα υποχρεούνται να συντάσσουν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τις προσπάθειες μετριασμού του περιεχομένου τους, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των εντολών που έλαβαν για την αφαίρεση παράνομου περιεχομένου, καθώς και του όγκου των καταγγελιών από τους χρήστες και του τρόπου με τον οποίο αυτές αντιμετωπίστηκαν. Οι εκθέσεις διαφάνειας πρέπει επίσης να περιγράφουν τυχόν αυτοματοποιημένα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τον συντονισμό του περιεχομένου και να γνωστοποιούν την ακρίβεια και το πιθανό ποσοστό σφάλματος που μπορεί να έχουν.
- Περιορισμός συστημικών κινδύνων: Με δεδομένο ότι οι πολύ μεγάλες πλατφόρμες ενέχουν τους μεγαλύτερους δυνητικούς κινδύνους για την κοινωνία, όπως οι αρνητικές επιπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα, στον πολιτικό διάλογο και στις εκλογές, στην έμφυλη βία και στη δημόσια υγεία, η DSA θα υποχρεώνει τις πλατφόρμες αυτές να αξιολογούν επίσημα τον τρόπο με τον οποίο τα προϊόντα τους, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συστημάτων, ενδέχεται να επιδεινώνουν αυτούς τους κινδύνους για την κοινωνία και να λαμβάνουν μετρήσιμα μέτρα για την πρόληψή τους.
- Πρόσβαση στα δεδομένα των πλατφορμών για εξωτερικό έλεγχο: Οι πλατφόρμες θα έχουν υποχρέωση να μοιράζονται τα εσωτερικά τους δεδομένα με ανεξάρτητους ελεγκτές, τις αρχές της ΕΕ και των κρατών-μελών, καθώς και με ερευνητές από τον ακαδημαϊκό χώρο και την κοινωνία των πολιτών, οι οποίοι μπορούν να εξετάσουν αυτά τα ευρήματα και έτσι να βοηθήσουν στον εντοπισμό συστημικών κινδύνων και να καταστήσουν τις πλατφόρμες υπόλογες ως προς την υποχρέωσή τους να τους περιορίσουν.
- Νέες αρμοδιότητες και εξουσίες επιβολής για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις εθνικές αρχές: Η επιβολή των κανόνων της DSA θα συντονίζεται μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών οργάνων, με την Επιτροπή να έχει άμεσες εξουσίες εποπτείας και επιβολής επί των μεγαλύτερων πλατφορμών και μηχανών αναζήτησης και να μπορεί να επιβάλει πρόστιμα ύψους έως και 6% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών τους.