Digital Markets Act: Η αλληλεπίδρασή της με το δίκαιο του ανταγωνισμού στην ΕΕ

Με έμφαση στην προστασία των χρηστών και στην πρόληψη των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών σε προγενέστερο στάδιο, η DMA εισάγει νέους κανόνες για τους πολύ μεγάλους παρόχους που λειτουργούν ως ρυθμιστές πρόσβασης στις ψηφιακές αγορές. Αρκετοί από αυτούς τους κανόνες έχουν πολλές ομοιότητες με το δίκαιο του ανταγωνισμού στη ΣΛΕΕ, οπότε το ζητούμενο είναι να γίνει σωστή οριοθέτηση μεταξύ των δύο ρυθμιστικών πεδίων.

Η πρόσφατη πρόταση για τις ψηφιακές αγορές (Digital Markets Act – DMA) έχει ως στόχο να δημιουργήσει ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τους γίγαντες της ψηφιακής αγοράς, έτσι ώστε να συμβάλλει στον ελεύθερο ανταγωνισμό και να επιτρέψει στις μικρότερες πλατφόρμες να αναπτυχθούν.

Η εν λόγω νομοθετική πρόταση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συζητηθεί υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασής της και της συμβατότητας των κανόνων της με το δίκαιο του ανταγωνισμού στην ΕΕ. Παρόλο που η DMA θα αποτελέσει ένα κανονιστικό εργαλείο που θα προλαμβάνει εκ των προτέρων τις στρεβλώσεις στην αγορά και ως εκ τούτου διαφέρει από την εκ των υστέρων προσέγγιση του δικαίου του ανταγωνισμού, η στόχευσή της είναι αντι-ανταγωνιστική.

Μάλιστα, ο αρχικός στόχος, όταν τον Ιούνιο του 2020 ξεκίνησε η δημόσια διαβούλευση για την υιοθέτηση ενός νέου ευρωπαϊκού νομοθετήματος για τις ψηφιακές αγορές, ήταν αυτό να αποτελείται από δύο διακριτά μέρη, ένα που θα αφορούσε τις αντι-ανταγωνιστικές πράξεις και ένα επί τη βάσει της προστασίας του καταναλωτή. Ωστόσο, τελικά αυτή η λογική δεν ευοδώθηκε και η Επιτροπή επέστρεψε τον Δεκέμβριο του 2020 με ένα ενιαίο κείμενο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα ένα αρκετά γενικό και ευρύ πεδίο ρύθμισης με διάφορες νομικές βάσεις.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν τα δύο ρυθμιστικά πεδία, αυτή της DMA και του δικαίου του ανταγωνισμού αλληλοεπικαλύπτονται. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, καθώς θα οδηγούσε σε διπλή επιβολή και κύρωση για την ίδια αντι-ανταγωνιστική πράξη. Ο κίνδυνος να εμπίπτει η κατάχρηση της δύναμης στην αγορά σε δύο διακριτά νομοθετικά πεδία είναι αυξημένος, οπότε πρέπει να δοθεί σημασία στο πώς η νέα πρόταση για τις ψηφιακές αγορές θα μπορέσει να λειτουργήσει παράλληλα αλλά όχι εις βάρος του εδραιωμένου δικαίου του ανταγωνισμού.

Βασικοί στόχοι
Το πρακτικό αποτέλεσμα που θέλει να επιτύχει η DMA είναι η επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο οι ψηφιακές αγορές λειτουργούν στην ΕΕ. Αυτός ο γενικός στόχος αποτελείται ουσιαστικά από δύο επιμέρους φιλοδοξίες. Το πρώτο ζητούμενο είναι να μειωθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι μικρότερες ψηφιακές πλατφόρμες στον ανταγωνισμό με τους μεγαλύτερους παρόχους πλατφορμών βασικών υπηρεσιών που λειτουργούν ως ρυθμιστές πρόσβασης στην ενιαία ψηφιακή αγορά.

Τέτοιοι πάροχοι μπορεί να είναι οι μηχανές αναζήτησης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης. Η DMA δεν στοχεύει στην παρεμπόδιση αυτών των παρόχων από το να προσφέρουν νέες υπηρεσίες και να καινοτομούν, αλλά από το να έχουν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα χρησιμοποιώντας αθέμιτες πρακτικές, που απορρέουν από τη δεσπόζουσα θέση που έχουν στην αγορά, εξαλείφοντας έτσι τις ευκαιρίες σε νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας να εισέλθουν στην αγορά.

Το δεύτερο ζητούμενο είναι να εξισορροπηθεί η σχέση μεταξύ των μεγάλων παρόχων και των χρηστών τους, ώστε να μπορούν οι χρήστες να απολαμβάνουν καλύτερων υπηρεσιών, αλλάζοντας χωρίς εμπόδια παρόχους και έχοντας ελεύθερη και εύκολη πρόσβαση σε χαμηλότερες τιμές και υψηλότερου επιπέδου υπηρεσίες. Πρόκειται για ένα όφελος τόσο προς τους καταναλωτές όσο και προς τους επιχειρηματικούς χρήστες, ώστε αυτοί να αναπτύσσονται σε ένα δικαιότερο επιχειρηματικό περιβάλλον.

Όπως αναφέρει ο Αντώνης Μεταξάς, Αναπλ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθύνων Εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Μεταξάς & Συνεργάτες: «Η Digital Markets Act (DMA) επιδιώκει να καταστεί αποτελεσματικό μέσο για την εκ των προτέρων (ex ante) ρύθμιση των μεγάλων ψηφιακών πλατφορμών (gatekeepers), όπως είναι η Google, η Amazon, το Facebook κλπ. Δίδει την δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταστείλει ή να περιορίσει προληπτικά αθέμιτες πρακτικές ή να επιβάλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την αποτροπή καταχρηστικών εμπορικών πρακτικών.

Προστίθεται συμπληρώνοντας τα παραδοσιακά, κατά κανόνα κατατείνοντα στον εκ των υστέρων (ex post) έλεγχο, εργαλεία του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ. Δια της DMA προσδοκάται η επίτευξη μιας forward looking, δυναμικής ρύθμισης, με έμφαση στη διασφάλιση της προστασίας και αυτονομίας των καταναλωτών.

Κύρια πρόκληση εδώ είναι η δημιουργία εργαλείων ελέγχου που θα ανταποκρίνονται στον συνδυασμό των χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν οι μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, όπως είναι τα ισχυρά αποτελέσματα δικτύου, οι οικονομίες κλίμακας και φάσματος λόγω των μεγάλων δεδομένων (big data) που μπορούν να οδηγήσουν σε market tipping που θα ήταν δύσκολο να ελεγχθεί μόνο από τους κανόνες του ανταγωνισμού.»

Με την εκ των προτέρων επιβολή κανόνων και όχι την εκ των υστέρων διερεύνηση τυχόν παραβάσεων, η DMA φιλοδοξεί να βελτιώσει τα αδύναμα σημεία του ισχύοντος δικαίου του ανταγωνισμού

Αν, πάντως, θέλαμε να περιγράψουμε με ακόμα ευρύτερους όρους τον σκοπό της DMA, θα λέγαμε ότι αποτυπώνει μια στροφή στην πιο παρεμβατική οικονομική πολιτική, η οποία προς το παρόν αφορά μόνο τις ψηφιακές αγορές. Με ρυθμιστικό πεδίο που καλύπτει μόνο τους μεγάλους παρόχους που διαθέτουν σημαντική οικονομική δύναμη και μπορούν έτσι να διαστρεβλώσουν τη λειτουργία της αγοράς, η DMAφιλοδοξεί να βελτιώσει τα αδύναμα σημεία του ισχύοντος δικαίου του ανταγωνισμού.

Είναι, δηλαδή, σαφές ότι η DMA έρχεται να καλύψει ένα κενό στο δίκαιο του ανταγωνισμού, το οποίο έχει εν πολλοίς αρκετά αυστηρές προϋποθέσεις παρέμβασης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ανταποκριθεί έγκαιρα και αποδοτικά στις συνθήκες που επικρατούν στις ψηφιακές αγορές.

Με λίγα λόγια, η DMA υποστηρίζει ότι αποτελεί ξεχωριστό πεδίο, έχοντας πολύ ευρύτερους στόχους από το δίκαιο του ανταγωνισμού και λειτουργώντας συμπληρωματικά σε αυτό. Θέλοντας να προστατεύσει τη δυνατότητα ανταγωνισμού και τη δικαιοσύνη στην αγορά, δε δίνει τόση έμφαση στα συγκεκριμένα ή πιθανά αποτελέσματα που προκύπτουν από μια αντι-ανταγωνιστική πράξη, αλλά στην ίδια την έννοια της ελευθερίας του ανταγωνισμού μέσα στην αγορά και στην ανάγκη ελέγχου των μεγάλων παικτών.

Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι παρά τη διαφορετική αφετηρία της η DMA καλύπτει πολλές πρακτικές, οι οποίες απαγορεύονται ήδη από τα άρθρα 101 επ. ΣΛΕΕ. Και εδώ είναι που θα δημιουργηθούν τα περισσότερα προβλήματα, όταν η πρόταση ακολουθήσει τη νομοθετική πορεία της και γίνει τελικά κανονισμός.

Η ex ante προσέγγιση των κανόνων της DMA
Η κυριότερη διαφορά της DMA από το δίκαιο του ανταγωνισμού είναι ότι έχει τη λογική της εκ των προτέρων παρέμβασης. Έτσι, δημιουργείται μια σαφής διάκριση από την παγιωμένη εκ των υστέρων παρέμβαση που περιλαμβάνει τον έλεγχο κάθε υπόθεσης ξεχωριστά, όπως τη γνωρίζουμε στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

Ειδικότερα, η DMA διατυπώνει συγκεκριμένες κατηγορίες συμπεριφορών, τις οποίες απαγορεύει ή επιβάλλει στους μεγάλους παρόχους στην ψηφιακή αγορά. Έτσι, τα πράγματα είναι πιο απλά στη DMA. Μια συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως απαγορευμένη ή υποχρεωτική, χωρίς να ερευνώνται τα αποτελέσματά της στην αγορά και κατά συνέπεια η παράβαση είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει.

Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο του ανταγωνισμού, όπου απαριθμούνται μεν συγκεκριμένες απαγορευμένες συμπεριφορές, όπως οι συμπράξεις και η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, όμως ταυτόχρονα κριτήριο για την απαγόρευσή τους είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα απαλλαγής από την εφαρμογή των απαγορευτικών κανόνων, εφόσον η συμπεριφορά της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά είναι εύλογη και αντικειμενικά δικαιολογημένη.

Ρυθμιστές πρόσβασης
Η DMA θεσπίζει ένα σύνολο αυστηρά καθορισμένων κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό μιας μεγάλης διαδικτυακής πλατφόρμας ως ρυθμιστή πρόσβασης. Τέτοιες πλατφόρμες μπορεί να είναι μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μηχανές αναζήτησης, πλατφόρμες διαμοιρασμού βίντεο, λειτουργικά συστήματα, υπηρεσίες cloud, διαφημιστικά δίκτυα κλπ. Με τον τρόπο αυτό, οριοθετεί με ξεκάθαρο και αντικειμενικό τρόπο το πεδίο δράσης της.

Τα κριτήρια αυτά πληρούνται εάν μια εταιρεία:

  1. διαθέτει ισχυρή οικονομική θέση, σημαντικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά και δραστηριοποιείται σε τουλάχιστον τρία κράτη-μέλη της ΕΕ. Η ισχυρή οικονομική θέση και ο σημαντικός αντίκτυπος στην εσωτερική αγορά ποσοτικοποιούνται με την απαίτηση για ετήσιο κύκλο εργασιών τα τελευταία τρία χρόνια ίσο ή μεγαλύτερο από 6,5 δισ. ευρώ.
  2. διαθέτει ισχυρή θέση διαμεσολάβησης, δηλαδή συνδέει μεγάλη βάση χρηστών με μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Η ισχυρή θέση διαμεσολάβησης διαπιστώνεται όταν η πλατφόρμα έχει μηνιαίο αριθμό ενεργών χρηστών άνω των 45 εκατομμυρίων και ετήσιο αριθμό επιχειρηματικών χρηστών άνω των 10.000.
  3. διαθέτει (ή πρόκειται να αποκτήσει) παγιωμένη και βιώσιμη θέση στην αγορά, που σημαίνει ότι είναι σταθερή σε βάθος χρόνου. Η σταθερότητα αυτή ισχύει κατά τεκμήριο, εφόσον οι προϋποθέσεις του δεύτερου στοιχείου πληρούνται τα τελευταία τρία προηγούμενα έτη.

Οι ρυθμιστές πρόσβασης έχουν σύμφωνα με τη DMA συγκεκριμένες υποχρεώσεις που είναι είτε επιβαλλόμενες είτε απαγορευμένες ενέργειες.

Τι επιβάλλεται

Υποχρέωση ειδοποίησης
Εάν ένας πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών πληροί όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια του ρυθμιστή πρόσβασης, οφείλει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή το γεγονός αυτό εντός τριών μηνών. Επίσης, έχει υποχρέωση ειδοποίησης της Επιτροπής για οποιαδήποτε επικείμενη συγχώνευση ή εξαγορά άλλου παρόχου.

Εξασφάλιση της ελευθερίας των χρηστών

  • Ελευθερία τιμολόγησης για τους επιχειρηματικούς χρήστες: Να επιτρέπεται στους επιχειρηματικούς χρήστες να παρέχουν διαφορετικές τιμές και προϋποθέσεις για τα ίδια προϊόντα ή υπηρεσίες μέσω διαδικτυακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.
  • Ελευθερία των επιχειρήσεων εκτός της πλατφόρμας: Να επιτρέπεται στους επιχειρηματικούς χρήστες να προωθούν το φάσμα των προϊόντων τους και να συνάπτουν συμβάσεις με τους πελάτες τους εκτός της πλατφόρμας του ρυθμιστή πρόσβασης.
  • Ελευθερία απεγκατάστασης: Να επιτρέπεται στους τελικούς χρήστες να απεγκαθιστούν τυχόν προεγκατεστημένες εφαρμογές λογισμικού της πλατφόρμας.
  • Ελευθερία εγκατάστασης λογισμικού και καταστημάτων εφαρμογών: Να επιτρέπεται στους χρήστες η εγκατάσταση και η χρήση λογισμικού και καταστημάτων εφαρμογών τρίτων μερών, αλλά και η προσέγγισή τους με άλλα μέσα πέρα από την πλατφόρμα του ρυθμιστή πρόσβασης.

Φορητότητα δεδομένων
Οι ρυθμιστές πρόσβασης θα πρέπει να παρέχουν δικαιώματα και εργαλεία στους χρήστες για τη φορητότητα των δεδομένων τους σύμφωνα με τον GDPR.

Υποχρεώσεις διαφάνειας

  • Στις διαδικτυακές διαφημίσεις: Να παρέχονται πληροφορίες για τους διαφημιζόμενους και τους εκδότες σχετικά με τις τιμές που πρέπει να καταβάλλουν και την αποζημίωση για τις διαφημιστικές υπηρεσίες της πλατφόρμας. Επίσης, να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα εργαλεία μέτρησης και τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες, για να εκτελούν οι ίδιοι οι χρήστες τη δική τους ανεξάρτητη αξιολόγηση και επαλήθευση των διαφημίσεων που φιλοξενούνται από την πλατφόρμα του ρυθμιστή πρόσβασης.
  • Στις μηχανές αναζήτησης: Να εξασφαλίζεται σε άλλες μηχανές αναζήτησης η πρόσβαση με δίκαιους, εύλογους και μη μεροληπτικούς όρους στις κατατάξεις, τα ερωτήματα, τα κλικ και τις προβολές στις αναζητήσεις των χρηστών.
  • Στη δημιουργία προφίλ: Να υποβάλλεται περιγραφή σχετικά με το πώς ελέγχονται τα προφίλ των καταναλωτών με τεχνολογικά ανεξάρτητο τρόπο, που εφαρμόζει ο ρυθμιστής πρόσβασης στην πλατφόρμα του.

Τι απαγορεύεται

Συνδυασμός προσωπικών δεδομένων χωρίς συγκατάθεση του GDPR
Απαγορεύεται πλέον να συνδυάζονται τα προσωπικά δεδομένα που προέρχονται από τις υπηρεσίες της πλατφόρμας με προσωπικά δεδομένα από άλλες υπηρεσίες που προσφέρονται από τον ίδιο ρυθμιστή πρόσβασης ή τρίτο χωρίς τη συγκατάθεση του χρήστη σύμφωνα με τον GDPR.

Υποχρεωτική χρήση της υπηρεσίας αναγνώρισης του ρυθμιστή πρόσβασης
Δεν απαιτείται πλέον στους επιχειρηματικούς χρήστες να χρησιμοποιούν, να προσφέρουν ή να αλληλεπιδρούν με μια υπηρεσία αναγνώρισης του ρυθμιστή πρόσβασης στο πλαίσιο των υπηρεσιών που προσφέρουν κάνοντας χρήση των υπηρεσιών της πλατφόρμας.

Υποχρεωτική εγγραφή σε άλλες υπηρεσίες
Απαγορεύεται η υποχρέωση εγγραφής σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία του ρυθμιστή πρόσβασης ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στις υπηρεσίες της πλατφόρμας που θέλει να χρησιμοποιήσει ο χρήστης.

Διάκριση στις κατατάξεις
Απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται στις κατατάξεις ευνοϊκά τα προϊόντα και οι υπηρεσίες του ρυθμιστή πρόσβασης σε σχέση με αντίστοιχες υπηρεσίες ή προϊόντα τρίτων μερών. Θα πρέπει να εφαρμόζονται δίκαιοι και αμερόληπτοι όροι σε αυτές τις κατατάξεις.

Τεχνικοί περιορισμοί
Απαγορεύεται να περιορίζονται οι τελικοί χρήστες στην εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών εφαρμογών λογισμικού και υπηρεσιών, όταν χρησιμοποιούν το λειτουργικό σύστημα του ρυθμιστή πρόσβασης.

Εξουσίες Επιτροπής
Παρόλο που η DMA προχωράει σε μια αναλυτική απαρίθμηση συγκεκριμένων συμπεριφορών που επιβάλλονται και απαγορεύονται στους ρυθμιστές πρόσβασης, δίνει ταυτόχρονα ευρείες εξουσίες και δυνατότητες ευελιξίας στην Επιτροπή. Για παράδειγμα, προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί μετά από έρευνα αγοράς να προσθέσει νέους κανόνες.

Έτσι, το πεδίο εφαρμογής δεν είναι μόνο οι συγκεκριμένοι κανόνες που διατυπώνονται στον κανονισμό, αλλά κάθε συμπεριφορά, η οποία θα θεωρηθεί ότι υπονομεύει τη δυνατότητα ανταγωνισμού και τη δικαιοσύνη στην αγορά. Επιπλέον, στην Επιτροπή παρέχεται ευρεία εξουσία επιβολής των κανόνων, όπως για παράδειγμα με την περαιτέρω εξειδίκευσή τους, ώστε να επιτευχθεί η πιο αποτελεσματική εφαρμογή τους.

Έτσι, η DMA είναι μεν προσανατολισμένη στην ex ante επιβολή κανόνων, όμως παράλληλα επικεντρώνεται και στην ex post εφαρμογή των κανόνων αυτών, αναγνωρίζοντας εμμέσως την πολυπλοκότητα και τη δυσκολία εφαρμογής τους.

Πιο συγκεκριμένα, η DMA δίνει στην Επιτροπή τις ακόλουθες εξουσίες:

  • Ορισμός των πλατφορμών που πληρούν τα κριτήρια του ρυθμιστή πρόσβασης.
  • Αναθεώρηση του χαρακτηρισμού κάποιας πλατφόρμας ως ρυθμιστή πρόσβασης έπειτα από αίτημά της ή και αυτεπάγγελτα.
  • Επανεξέταση ανά δύο έτη του καθεστώτος των πλατφορμών ως ρυθμιστών πρόσβασης.
  • Προσδιορισμός των μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν οι ρυθμιστές πρόσβασης προς συμμόρφωση με τη DMA.
  • Αναστολή ορισμένων υποχρεώσεων του ρυθμιστή πρόσβασης, αν αποδεικνύει ότι η συμμόρφωση με τη συγκεκριμένη υποχρέωση θα θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα.
  • Απαλλαγή του ρυθμιστή πρόσβασης από ορισμένες υποχρεώσεις για λόγους δημόσιας υγείας ή δημόσιας ασφάλειας.
  • Έρευνα αγοράς, για να εξεταστεί αν ένας πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών πρέπει να χαρακτηριστεί ως ρυθμιστής πρόσβασης ή αν αποφεύγει συστηματικά τη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη DMA.
  • Εκτεταμένες εξουσίες συλλογής πληροφοριών, πρόσβασης σε αλγορίθμους και βάσεις δεδομένων, επιτόπιων επιθεωρήσεων και επιβολής προσωρινών μέτρων για τη διαπίστωση παραβίασης των υποχρεώσεων των ρυθμιστών πρόσβασης.
  • Επιβολή κυρώσεων για τη μη συμμόρφωση που μπορούν να αγγίζουν το 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών του ρυθμιστή πρόσβασης.

Οριοθέτηση μεταξύ DMA και δικαίου ανταγωνισμού
Γίνεται σαφές ότι οι διατάξεις της DMA καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό το ίδιο πεδίο με το δίκαιο του ανταγωνισμού, αφού αφορούν τις ίδιες προϋποθέσεις και στόχους, την αθέμιτη συμπεριφορά λόγω σημαντικής δύναμης στην αγορά που έχει ως αποτέλεσμα την στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Συνεπώς, ο κίνδυνος σύγχυσης και διπλής επιβολής κυρώσεων για την ίδια παράβαση παραμένει: Ένας πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών με σημαντική οικονομική δύναμη, ο οποίος υπόκειται ήδη στους ex anteκανόνες της DMA, είναι πολύ πιθανό να υποβληθεί και σε εκ των υστέρων έρευνα για κάποια αντι-ανταγωνιστική πρακτική σύμφωνα με τα άρθρα 101 επ. ΣΛΕΕ.

Προτείνεται ότι η DMA θα εφαρμόζεται σε αθέμιτες πρακτικές, οι οποίες είτε δεν εμπίπτουν στο ισχύον δίκαιο του ανταγωνισμού είτε δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τους κανόνες του

Ο κίνδυνος αυτός αναφέρεται και στην ίδια την πρόταση για τις ψηφιακές αγορές, όπου επιχειρείται ένας διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων. Συγκεκριμένα, προτείνεται ότι η DMA θα εφαρμόζεται σε αθέμιτες πρακτικές από ρυθμιστές πρόσβασης, οι οποίες είτε δεν εμπίπτουν στο ισχύον δίκαιο του ανταγωνισμού της ΕΕ είτε δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τους κανόνες του, επειδή αυτοί αφορούν συγκεκριμένες αγορές, παρεμβαίνουν σε στάδιο μεταγενέστερο της αντι-ανταγωνιστικής πρακτικής και περιλαμβάνουν διερευνητικές διαδικασίες που απαιτούν πολύ χρόνο.

Η ευρεία αυτή διατύπωση -και κυρίως το δεύτερο σκέλος της- μάλλον δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα προσπαθεί να λύσει, δεδομένου ότι δεν αποκλείει ρητά τη διπλή επιβολή των κανόνων, αλλά ουσιαστικά κάνει αναφορά στις διαφορές της DMA από το δίκαιο του ανταγωνισμού και ιδιαίτερα στην εκ των προτέρων πρόληψη των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών.

Ωστόσο, η ουσιώδης αυτή διαφορά αλλά και ο ευρύτερος σκοπός της DMA που δίνει έμφαση στην προστασία των καταναλωτών είναι οι κυριότερες ελπίδες για ασφαλή οριοθέτηση μεταξύ των δύο ρυθμιστικών πεδίων. Επιπλέον, αυτός ο καινοτόμος συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων αποτελεί και θετικό στοιχείο, αφού δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο και πολύπλευρο πλαίσιο ανάπτυξης του ελεύθερου ανταγωνισμού στις ψηφιακές αγορές.

Όπως επισημαίνει η Αναστασία Δρίτσα, Partner στη δικηγορική εταιρεία Κυριακίδης-Γεωργόπουλος: «Η πρόταση Κανονισμού Digital Markets Act ήρθε ως απάντηση στην ολοένα και αυξανόμενη επικράτηση των μεγάλων πλατφορμών – ρυθμιστών πρόσβασης, ώστε να διασφαλιστεί η αποφυγή των αθέμιτων πρακτικών αλλά και η θεμελίωση ενός δίκαιου και ελευθέρως προσπελάσιμου περιβάλλοντος, τόσο για τους επιχειρηματικούς χρήστες, όσο και για τους καταναλωτές.

Αυτή η ex ante επιβολή υποχρεώσεων και απαγορεύσεων στους ‘μεγάλους παίκτες’ του Διαδικτύου, έρχεται να συμπληρώσει και να συνεπικουρήσει την κατασταλτική ex post λειτουργία του δικαίου του ανταγωνισμού, η οποία αφ’ εαυτής ενδέχεται να είναι ανεπαρκής και βραδυκίνητη στο ταχέως εξελισσόμενο ψηφιακό περιβάλλον.

H ‘συμπίληση’ ex ante και ex post ρύθμισης φαίνεται να αποτελεί την, με βάση τα σημερινά δεδομένα, καταλληλότερη λύση, αφενός για τη ρύθμιση της λειτουργίας των ψηφιακών αγορών, και αφετέρου για την καταστολή των καταχρηστικών συμπεριφορών, σε περίπτωση που οι τελευταίες τελικά εκδηλωθούν.

 Αντίστοιχο άλλωστε μοντέλο εκ των προτέρων κανονιστικής ρύθμισης εφαρμόζεται και σε  σημαντικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, ήδη από το 2014.»

Τελικά, βέβαια, μόνο στην πράξη θα δούμε πώς ακριβώς θα λειτουργήσει η εφαρμογή των κανόνων στις ψηφιακές αγορές, όταν η DMA θα ισχύσει ως Κανονισμός σε όλα τα κράτη-μέλη.

Δημήτρης Εμβαλωμένος, Δικηγόρος LL.M., Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπ. Δικαιοσύνης & του Centre of Effective Dispute Resolution (CEDR) του Λονδίνου, Αναπλ. Διευθύνων Εταίρος στη Δικηγορική Εταιρία Μπαχάς, Γραμματίδης & Συνεταίροι & Μαρία Τρανούδη, Δικηγόρος LL.M., Senior Associate στη Δικηγορική Εταιρία Μπαχάς, Γραμματίδης & Συνεταίροι 

  • Ποια είναι τα κυριότερα σημεία της Digital Markets Act που θα ενισχύσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις ψηφιακές πλατφόρμες;

Η ονομασία της πρότασης του κανονισμού από 15.12.2020 «σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές)» (η Digital Markets Act – DMA) είναι ενδεικτική των στόχων του.

Η DMA στοχεύει (μεταξύ άλλων) να συμπληρώσει και ενισχύσει τους ισχύοντες ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού για την πάταξη των αθέμιτων πρακτικών στην ολοένα και σημαντικότερη αγορά των ψηφιακών υπηρεσιών πλατφόρμας και δη σε συγκεκριμένες «βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας» που παρέχονται ή προσφέρονται από πολύ μεγάλους – «ρυθμιστές της πρόσβασης» κατά τους ορισμούς της DMA.

Ειδικότερα, η DMA ενισχύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις ψηφιακές πλατφόρμες καθώς (ιδίως):

  • ορίζει και συνεπώς κατηγοριοποιεί σημαντικές υπηρεσίες πλατφόρμας, που ονομάζει «βασικές»,
  • ορίζει και ρυθμίζει το πλαίσιο κατάταξης των σημαντικών παρόχων πρόσβασης προς επιχειρηματικούς και τελικούς χρήστες στην κατηγορία των «ρυθμιστών»,
  • θεσπίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους «ρυθμιστές» και μηχανισμό περιοδικής παρακολούθησης της συμμόρφωσής τους με αυτές, προβλέποντας σημαντικά πρόστιμα και χρηματικές ποινές για μη συμμόρφωση,
  • ελέγχει εκ των προτέρων αθέμιτες πρακτικές που είτε δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των υφιστάμενων κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ είτε εμπίπτουν αλλά δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά, μη θίγοντας τους υφιστάμενους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού.
  • διασφαλίζει ότι επικαιροποιούνται οι ρυθμίσεις της, για να συμβαδίζουν με την διαρκώς εξελισσόμενη ψηφιακή πραγματικότητα,

Συμπερασματικά, η DMA καλύπτει νομοθετικό κενό ως προς τις ψηφιακές πλατφόρμες που δημιούργησε η εξέλιξη της τεχνολογίας με ειδική, συμπληρωματική και εκ των προτέρων ρύθμιση της λειτουργίας τους υπέρ του ανταγωνισμού.

  • Ποιες είναι οι πιο ουσιώδεις διαφορές των διατάξεων περί ανταγωνισμού στη Digital Markets Act σε σχέση με το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ΕΕ;

Παρόλο που η DMA αποσκοπεί στο να συμπληρώσει και να ενισχύσει τους υφιστάμενους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού, τους οποίους δεν θίγει κατά τα λοιπά, παρουσιάζει ουσιώδεις ιδιαιτερότητες και/ή διαφορές κατά περίπτωση ως προς τους τελευταίους, και δη:

  • Η DMA αφορά μόνο στις αθέμιτες πρακτικές που εφαρμόζουν οι «ρυθμιστές της πρόσβασης» σε «βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας», όπως ορίζονται στην DMA.
  • Η επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας πραγματοποιείται αναπόφευκτα, αφού σημειωθεί η περιοριστική ή καταχρηστική συμπεριφορά, ενώ η DMA λειτουργεί προληπτικά, ελαχιστοποιώντας εκ των προτέρων τις επιζήμιες επιπτώσεις των αθέμιτων πρακτικών.
  • Οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού για να επιβληθούν προϋποθέτουν χρονοβόρες ερευνητικές διαδικασίες για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης, ενώ το ίδιο δεν ισχύει με τους κανόνες που επιβάλει η DMA, αφού προβαίνει σε εκ των προτέρων ρύθμιση.
  • Ειδικά ως προς συγκεντρώσεις η DMA προβλέπει την υποχρέωση ρυθμιστή
    • κοινοποίησης κάθε τυχόν σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004, στην οποία συμμετέχει άλλος πάροχος βασικών υπηρεσιών πλατφόρμας ή οποιωνδήποτε άλλων υπηρεσιών που παρέχονται στον ψηφιακό τομέα, ανεξάρτητα από το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κοινοποίησής της σε αρχή ανταγωνισμού της ΕΕ ή κράτους-μέλους και
    • ενημέρωσης εντός τριών μηνών από την πραγματοποίηση συγκέντρωσης, εφόσον πρόσθετες βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας πληρούν μεμονωμένα τα αριθμητικά όρια των ελάχιστων απαιτούμενων χρηστών.