Διανοητική ιδιοκτησία και τεχνολογική καινοτομία: Συμβολή, περιορισμοί και νέες κατευθύνσεις

Η τεχνολογική καινοτομία έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια τεράστια ώθηση, με την τεχνητή νοημοσύνη να παίζει πλέον τον πιο κομβικό ρόλο για την αξιοποίηση της τεχνολογίας προς επιτάχυνση των διαδικασιών και επίλυση συγκεκριμένων ζητημάτων της ανθρώπινης δραστηριοποίησης με ακριβή και αυτοματοποιημένο τρόπο. Το ερώτημα που τίθεται -μεταξύ πολλών άλλων νομικών και κοινωνικών προβληματισμών- είναι πώς μπορούν να προστατευθούν τα τεχνολογικά επιτεύγματα στο πλαίσιο της διανοητικής ιδιοκτησίας.

Το πρόβλημα ξεκινάει από το γεγονός ότι η προστασία της ευρεσιτεχνίας και της πνευματικής ιδιοκτησίας έχει σοβαρούς περιορισμούς υπό το παρόν νομικό καθεστώς στην ΕΕ. Και αυτό επειδή ένα τεχνολογικά καινοτόμο προϊόν, το οποίο βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη, αποτελείται από πολλά επιμέρους στάδια, όπως η βάση δεδομένων, ο αλγόριθμός, το πρόγραμμα στο οποίο αυτός ενσωματώνεται, η αξιολόγηση των δεδομένων, το παραγόμενο αποτέλεσμα της διεργασίας και οι στρατηγικές βελτιστοποίησης αυτού.

Συνεπώς, καμία από τις υπάρχουσες έως τώρα μορφές προστασίας δεν επαρκεί, για να καλύψει όλες τις πλευρές και μεθόδους των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, και κάθε λύση έχει σοβαρά μειονεκτήματα που μπορούν να ξεπεραστούν αποτελεσματικά μόνο με αναθεώρηση του πλαισίου, το οποίο θα εξασφαλίσει την επαρκή και ολοκληρωμένη προστασία της καινοτομίας.

Πνευματική ιδιοκτησία
Το βασικότερο θέμα που ανακύπτει με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης είναι η έννοια της πρωτοτυπίας του έργου, η οποία αποτυπώνει την προσωπικότητα του δημιουργού του. Η προβληματική αφορά εμφατικά τα παραγόμενα αποτελέσματα από ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν παραχθεί από ανθρώπινο δημιουργό, όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ένα πρόγραμμα “δημιουργεί” έναν πίνακα ή μια μουσική σύνθεση.

Από εκεί και πέρα, ζητούμενο παραμένει το αν προστατεύεται η διαδικασία που οδηγεί στα παραγόμενα αποτελέσματα, δηλαδή η λογική δομή του προγράμματος, ο αλγόριθμος και η γλώσσα προγραμματισμού. Η Οδηγία 2009/24/ΕΚ για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (η λεγόμενη Software Directive, η οποία κωδικοποίησε την Οδηγία 91/250/ΕΟΚ) ενσωμάτωσε τις διατάξεις της Συνθήκης του Παγκοσμίου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (WCT) για τα πνευματικά δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή στα πλαίσια της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης.

Η Οδηγία αυτή αναφέρει ρητά ότι τα προγράμματα υπολογιστών προστατεύονται ως πνευματικά δημιουργήματα από τη Σύμβαση της Βέρνης, όμως προσθέτει ότι οι ιδέες, οι διαδικασίες, οι μέθοδοι λειτουργίας και οι μαθηματικές έννοιες δεν προστατεύονται, όπως ούτε και οι διεπαφές, οι αλγόριθμοι και οι γλώσσες προγραμματισμού. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτή την Οδηγία, προστατεύεται ο κώδικας του προγράμματος και όχι το συνολικό σύστημα που τον περιβάλλει και με βάση το οποίο αυτός λειτουργεί.

Από την άλλη, η Οδηγία 2001/29/ΕΚ για το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας (η λεγόμενη InfoSoc ή Copyright Directive) θέτει δύο κριτήρια για την προστασία των αλγορίθμων, τα οποία αρκετά δύσκολα πληρούνται. Ειδικότερα, απαιτεί πρώτον να είναι πρωτότυποι, υπό την έννοια ότι αποτελούν πρωτότυπη διανοητική δημιουργία του δημιουργού τους, και δεύτερον να συνιστούν έκφραση ελεύθερων και δημιουργικών επιλογών σε συγκεκριμένη μορφή, η οποία είναι αναγνωρίσιμη με επαρκή ακρίβεια και αντικειμενικότητα και δεν υπαγορεύεται από την τεχνική λειτουργία του προγράμματος.

Αυτά τα δύο κριτήρια της πρωτοτυπίας και της δημιουργικής μοναδικότητας απαντούν σε κάποιους αλλά όχι σε όλους τους αλγόριθμους. Για παράδειγμα, η μη εποπτευόμενη μηχανική μάθηση δεν αφήνει μεγάλο χώρο στη δημιουργική έκφραση του προγραμματιστή, ενώ και οι αλγόριθμοι γραμμικής ή λογικής παλινδρόμησης συνδέουν σύνολα δεδομένων για την παραγωγή συγκεκριμένου αποτελέσματος και επομένως είναι περισσότερο τεχνικές παρά δημιουργικές εκφάνσεις.

Αν και σε πολλούς αλγόριθμους υπάρχει η έννοια της πρωτοτυπίας λόγω συγκεκριμένων επιλογών που γίνονται στο επίπεδο της διαχείρισης των δεδομένων και των εισαγόμενων σειρών, παρά όλα αυτά είναι αμφίβολο ότι μπορεί να ξεπεραστεί το πρόβλημα του κριτηρίου της δημιουργικής έκφρασης, αφού η μορφή τους μπορεί μεν να παρουσιάζει ποικιλία (π.χ. απλό κείμενο ή γραφικές παραστάσεις), όμως είναι καθαρά τεχνική.

Όμως, ούτε και η Οδηγία 96/9/ΕΟΚ για την προστασία των βάσεων δεδομένων μπορεί να αποδειχθεί ασφαλής προστασία για τα πνευματικά δικαιώματα στα μοντέλα της τεχνητής νοημοσύνης. Η απαίτηση της Οδηγίας για σημαντική επένδυση στην απόκτηση -και όχι στη δημιουργία- δεδομένων αποκλείει σε μεγάλο βαθμό την ανάλυση των big data, τα δεδομένα που παράγονται μηχανικά και το Internet Of Things. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό παραμένει ακόμα ανοιχτό.

Στην ψηφιακή εποχή, μια στενόμυαλη προσέγγιση ως προς την αποστολή του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω τον ρόλο του στις νέες αναδυόμενες συνθήκες

Είναι, πάντως, αρκετά θολό το κατά πόσο είναι εφικτό το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας να συμπεριλάβει στο πεδίο του τους αλγορίθμους και τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, καθώς αυτό θα υπονόμευε την ίδια την έννοια των πνευματικών δικαιωμάτων, τα οποία βασίζονται στη λογική ότι οι δημιουργοί πρέπει να ανταμείβονται για τις πρωτότυπες δημιουργίες τους. Βέβαια, στην ψηφιακή εποχή μια στενόμυαλη προσέγγιση σε αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα εφαρμογής της πνευματικής ιδιοκτησίας στις νέες αναδυόμενες συνθήκες.

Ευρεσιτεχνία
Η δυνατότητα να προστατευθεί ένας αλγόριθμος ή ένα πρόγραμμα ως δικαίωμα ευρεσιτεχνίας εξαρτάται από το αν αυτό πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, θα πρέπει να πρόκειται για εφεύρεση που υποδεικνύει την επίλυση ενός προβλήματος με πρακτικά εφαρμόσιμο τρόπο, ο οποίος είναι νέος, δεν ανήκει στη στάθμη της τεχνικής και έχει τεχνικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, θα πρέπει η εφεύρεση να έχει εφευρετικό ύψος, δηλαδή να αποτελεί βήμα προόδου που προκύπτει από εκτεταμένη εφευρετική δραστηριότητα και άρα να μη μπορεί ένας οποιοσδήποτε ειδικός σε αυτό τον τομέα να βρει τη δοθείσα λύση.

Τα προγράμματα η/υ αποκλείονται ρητά από τη Σύμβαση για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 3396/2005, αλλά και από τον ν. 1733/1987 για τη χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ελλάδα. Λόγω αυτού του αποκλεισμού αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο αλγόριθμος δε μπορεί να πατενταριστεί παρά μόνο αν περιλαμβάνει τη χρήση τεχνολογικών μέσων μέσω ενός υπολογιστή. Θα πρέπει δηλαδή ο αλγόριθμος να επενεργεί με τεχνικό τρόπο στο software και το hardware ενός υπολογιστή, ώστε να μπορεί μέσω αυτής της τεχνικής επίδρασης να προστατευθεί ως ευρεσιτεχνία στο σύνολό της (εφεύρεση που εφαρμόζεται σε υπολογιστή).

Τα προγράμματα η/υ αποκλείονται ρητά από τη Σύμβαση για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν θα πρέπει ο αλγόριθμος να δίνει απλές οδηγίες στον υπολογιστή, για να ολοκληρώνει μια διεργασία, αλλά θα πρέπει με τεχνικό τρόπο να επιβάλλει μια συγκεκριμένη λειτουργία στον υπολογιστή που τρέχει το πρόγραμμα. Επιπλέον -και εδώ έγκειται η μεγαλύτερη δυσκολία- είναι απαραίτητο αυτός ο αλγόριθμος να διαθέτει το χαρακτηριστικό της νέας εφεύρεσης, η οποία μάλιστα συμβάλλει στην πρόοδο ενός τομέα πέρα από όσα σήμερα ισχύουν. Χαρακτηριστικό, πάντως, της ασάφειας που επικρατεί σε αυτό τον τομέα είναι το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας έχει χορηγήσει συνολικά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του πάνω από 30.000 διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε λογισμικά.

Τέλος, σχετικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν και τα υποδείγματα χρησιμότητας, για τη χορήγηση διπλωμάτων των οποίων η διαδικασία είναι απλούστερη, οικονομικότερη και ταχύτερη, χωρίς εκτεταμένη έρευνα των προϋποθέσεων για προστασία. Τα κριτήρια για την παροχή αυτής της προστασίας διαφέρουν από χώρα σε χώρα της ΕΕ. Στην Ελλάδα, η προστασία αυτή δε μπορεί να παρασχεθεί για αλγορίθμους και γενικά για προγράμματα η/υ, καθώς απαιτείται η εφευρετική ιδέα να εμφανίζεται σε τρισδιάστατο αντικείμενο, ένα κριτήριο το οποίο έχει επικριθεί και απηχεί ιδέες περασμένων δεκαετιών.

Εμπορικά μυστικά
Ο αρχικός σκοπός των εμπορικών μυστικών δεν ήταν να αποτελέσουν μέσο προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, αλλά άυλων περιουσιακών στοιχείων, όπως εμπιστευτικές πληροφορίες που αποτελούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και κινδυνεύουν να υποκλαπούν από τους ανταγωνιστές μιας επιχείρησης. Η βασική, δηλαδή, έννοια του εμπορικού απορρήτου είναι η προστασία επιχειρηματικών πληροφοριών, οι οποίες έχουν μεγάλη αξία για την επιχείρηση και πρέπει ως εκ τούτου να διατηρηθούν μυστικές με βάση την αρχή της εμπιστευτικότητας. Μάλιστα, πρέπει να αποδεικνύεται αυτή η αρχή και η αποκλειστικότητα των πληροφοριών, οπότε είναι συχνό φαινόμενο να συντάσσονται συμφωνίες εμπιστευτικότητας.

Στην ΕΕ, η προστασία των εμπορικών απορρήτων θεσπίστηκε με την Οδηγία 2016/943/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 4605/2019. Η Οδηγία συμπεριέλαβε αυτούσιο το άρθρο 39 της Συμφωνίας TRIPS, το οποίο απαγορεύει την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υπό τον όρο ότι αυτές οι πληροφορίες είναι μυστικές, έχουν εμπορική αξία και ότι έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία τους.

Με δεδομένο ότι πολλοί αλγόριθμοι, όπως αυτοί της Google, του Facebook και του Yahoo, πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, προστατεύονται ως εμπορικά μυστικά, ενώ μαζί τους προστατεύεται και κάθε συναφής πληροφορία, όπως οι στρατηγικές αξιολόγησης και βελτιστοποίησης των δεδομένων. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η προστασία των εμπορικών μυστικών ανήκει κατά βάση στο πεδίο του αθέμιτου ανταγωνισμού, αφού δεν δημιουργεί κάποιο δικαίωμα σε άυλο αγαθό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Οδηγία 2016/943 δεν κατηγοριοποιεί τα εμπορικά απόρρητα ως αποκλειστικά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Αν, επομένως, το μυστικό αποκαλυφθεί νόμιμα (π.χ. για λόγους δημοσίου συμφέροντος) ή κάποιος καταλήξει να δημιουργήσει τον ίδιο αλγόριθμο μέσω αντίστροφης μηχανικής (reverse engineering), τότε δεν υφίσταται απαγόρευση χρήσης και αξιοποίησής του. Αυτός είναι και ο λόγος που τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης διέπονται από πλήρη αδιαφάνεια, καθώς μόνο έτσι μπορούν να προστατευθούν. Αυτή η αδιαφάνεια, μάλιστα, μπορεί να κρατήσει για πάντα, αφού δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός, όπως στα πνευματικά δικαιώματα και το δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας.

Συμπερασματικά
Γίνεται σαφές ότι καμία από τις υπάρχουσες λύσεις δεν είναι επαρκής για τα νέα δεδομένα που φέρνει η τεχνολογική καινοτομία. Η πνευματική ιδιοκτησία καλύπτει μερικές μόνο από τις πλευρές ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης, ενώ η βιομηχανική ιδιοκτησία με το δικαίωμα στην ευρεσιτεχνία θέτει αυστηρές προϋποθέσεις υλικής και τεχνικής αποτύπωσης της εν λόγω τεχνολογίας, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό. Παράλληλα, η προστασία μέσω του εμπορικού απορρήτου είναι μια λύση ανάγκης από το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, η οποία έχει το μειονέκτημα ότι επιβάλλει τη μυστικότητα, κάτι που εν τέλει δεν συμβάλλει στην πρόοδο και την εξέλιξη σε κάθε τομέα.

Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο, ώστε να μπορέσουν τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης να προστατευθούν είτε από την πνευματική είτε από τη βιομηχανική ιδιοκτησία. Αυτή τη στιγμή υπάρχει το παράδοξο ότι τέτοια τεχνολογικά επιτεύγματα θεωρούνται πολύ τεχνικά και καθόλου δημιουργικά, οπότε δύσκολα εντάσσονται στο σύστημα των πνευματικών δικαιωμάτων, όμως ταυτόχρονα δεν θεωρούνται αρκετά τεχνικά, για να αποκτήσουν δικαίωμα ευρεσιτεχνίας.

Με αυτόν τον τρόπο έχει επιβληθεί ένα καθεστώς μυστικότητας, το οποίο όχι μόνο δεν είναι επαρκές για τον επιθυμητό σκοπό, αλλά ταυτόχρονα δεν συνάδει με την ελευθερία της γνώσης, την οποία πρεσβεύει η τεχνολογία και η κοινωνία της πληροφορίας.

Μάριος Σιούφας, Δικηγόρος, LLM I.P Queen Mary
«Τα προγράμματα Η/Υ προστατεύονται (Οδηγία 2009/24 και ν. 2121/1993) ως λογοτεχνικά έργα, σε κάθε μορφή έκφρασης τους, εφόσον είναι πρωτότυπα και αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού. Ομοίως, εφόσον το πρόγραμμα Η/Υ παράγει ένα επιπλέον τεχνικό αποτέλεσμα, προστατεύεται ως ευρεσιτεχνία (άρθρο 52(2) EPC 1973).

Οι μαθηματικές μέθοδοι αποκλείονται από τη δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (άρθρο 52(2)(α) EPC), εφόσον δεν παράγεται/αξιώνεται κάποιο τεχνικό αποτέλεσμα. Η τεχνητή νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση βασίζονται σε υπολογιστικά μοντέλα και αλγορίθμους για ταξινόμηση, ομαδοποίηση κλπ. Τα εν λόγω μοντέλα και αλγόριθμοι ως μαθηματικής φύσης μπορούν να “εκπαιδευτούν” με βάση συγκεκριμένα δεδομένα. Ανά περίπτωση, λοιπόν, αν το διεκδικούμενο αντικείμενο έχει τεχνικό χαρακτήρα στο σύνολό του (άρθρο 52 EPC), μπορεί να προστατευτεί ως ευρεσιτεχνία.

Για τους αλγόριθμους και την τεχνητή νοημοσύνη, η ΠΙ παρουσιάζει προβλήματα στην υπαγωγή των εννοιών του δημιουργού, της προσωπικής εργασίας και της πρωτοτυπίας (Feilin vs. Baidu case). Σημαντικός παράγοντας στα ανωτέρω και ο διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών παραγωγής έργου αποκλειστικά από ΤΝ και υποβοήθησης παραγωγής έργου από ΤΝ.»

Νίκος Πρεντουλής, Εταίρος, PRENTOULIS GERAKINI Law Partnership
«Το δίκαιο είναι “καταδικασμένο” να ακολουθεί τις εξελίξεις κανονιστικά, αν και το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο της διανοητικής ιδιοκτησίας είναι σε θέση να αντιμετωπίζει, ως ένα βαθμό, τις προκλήσεις που θέτει ο καταιγιστικός ρυθμός ανάπτυξης της τεχνολογικής καινοτομίας.

Η πνευματική ιδιοκτησία για το software, οι ευρεσιτεχνίες για τις εφευρέσεις που εφαρμόζονται σε υπολογιστή (computer implemented inventions) και το εμπορικό απόρρητο θα παραμένουν σχετικά επαρκή εργαλεία για λίγο καιρό ακόμα. Όσο, όμως, η Τεχνητή Νοημοσύνη απομακρύνεται από τη μηχανική επεξεργασία δεδομένων και παραγωγή αλγορίθμων γενικού σκοπού, και αναπτύσσεται στο πεδίο της “βαθιάς μάθησης” (deep learning), οι απαντήσεις δυσκολεύουν.

Τότε, η κλασική βάση της διανοητικής ιδιοκτησίας ως ανθρώπινου έργου παύει να είναι στέρεη, όπως και η ισχύουσα απάντηση ότι οι “έξυπνες μηχανές” δεν μπορούν να είναι δικαιούχοι δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Ομοίως, θα ανακύψει ουσιαστικότερα το ζήτημα του «προσώπου» που θα ευθύνεται εάν το προϊόν της ΤΝ παραβιάζει δικαιώματα τρίτων. Στην παρούσα φάση, και με το πεδίο ακόμα αχαρτογράφητο, η εγκαθίδρυση ενός sui generis δικαιώματος στο προϊόν της ΤΝ ή/και ενός τύπου περιορισμένης νομικής προσωπικότητας φαίνονται οι εγγύτερες λύσεις.»

Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου, Managing Partner, AP Law Firm

  • Μπορεί το νομικό πλαίσιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως ισχύει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και στην ΕΕ, να προστατεύσει ικανοποιητικά τα προγράμματα η/υ; Ποια νέα ζητήματα εγείρονται από τη διαρκή τεχνολογική εξέλιξη και την αλλαγή του τοπίου της τεχνολογικής αγοράς;

Το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο είναι από τα πληρέστερα πανευρωπαϊκά σε σχέση με την προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας. Ο τρόπος μάλιστα που ο Έλληνας νομοθέτης έχει ενσωματώσει τις ευρωπαϊκές οδηγίες, όπως την 2004/48/ΕΕ για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, προσφέρει τη μέγιστη δυνατή προστασία και αποκατάσταση του δικαιούχου. Η Ελλάδα, δε, είναι η πρώτη χώρα στην οποία θεσπίστηκε ένα σύμπλεγμα κυρώσεων συμπεριλαμβάνοντας, εκτός των ποινικών και αστικών, και τις διοικητικές κυρώσεις με την ταυτόχρονη ίδρυση και λειτουργία ειδικού τμήματος εντός του ΣΔΟΕ.

Έτσι, το πλαίσιο προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι πολύ συμπαγές, αφού προστατεύονται με τις διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία ως έργα λόγου και μάλιστα σε κάθε τους μορφή – ακόμη δηλαδή και εάν προσφέρονται ως SaaS (Software as a Service). Ο διάλογος, ωστόσο, εξακολουθεί για το εάν το λογισμικό μπορεί να προστατευθεί και ως ευρεσιτεχνία με τη νομολογία στην Ευρώπη να είναι μάλλον αρνητική. Ακόμη και η μέχρι πρόσφατα πιο θετικά διακείμενη Αμερική άλλαξε πλεύση με την απόφαση Alice v. CLS Bank International. Ωστόσο, πλέον, εκτός από το ιδιοκτησιακό λογισμικό, πολλές εταιρείες επιλέγουν να προσφέρουν και open source προϊόντα, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό το περιεχόμενο των αντίστοιχων αδειοδοτικών κειμένων τους.

Μέσα σε όλο αυτό το συνεχώς εξελισσόμενο πλαίσιο προστίθεται και ο διάλογος για την τεχνητή νοημοσύνη, ο οποίος στο υπό συζήτηση νομοπαρασκευαστικό επίπεδο στα διεθνή και ευρωπαϊκά fora είναι πολυδιάστατος με τα ζητήματα (ακόμη και σε αυτό το πρώιμο «weak» στάδιο που βρίσκεται η ΑΙ) να εκτείνονται σε ένα ευρύτατο δικαιϊκό φάσμα από την πνευματική ιδιοκτησία όσον αφορά το υποκείμενο του δικαιώματος μέχρι το κλασσικό αστικό δίκαιο όσον αφορά τον καταλογισμό και θεμελίωση της ευθύνης. Παρακολουθούμε λοιπόν με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις και είμαστε έτοιμοι για την επόμενη ημέρα της τεχνολογικής εξέλιξης.

Γεώργιος Α. Μπάλλας, Δικηγόρος, Sr. & Mng. Partner, Μπάλλας, Πελεκάνος & Συνεργάτες

  • Μπορεί το νομικό πλαίσιο της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως ισχύει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και στην ΕΕ, να προστατεύσει ικανοποιητικά τα προγράμματα η/υ, τους αλγόριθμους και τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης; Μεταξύ της προστασίας που προσφέρει η βιομηχανική και η πνευματική ιδιοκτησία, ποια θεωρείτε ως πιο αποτελεσματική;

Το νομικό πλαίσιο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας έχει σταδιακά εξελιχθεί, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες τεχνολογίες. Τα προγράμματα Η/Υ, υπό τη μορφή πηγαίου ή αντικειμενικού κώδικα, προστατεύονται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον είναι πρωτότυπα, ενώ η προστασία αυτή δεν εκτείνεται στους αλγόριθμους.

Από την άλλη, η Σύμβαση για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας και ο ν. 1733/1987 αποκλείουν τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για προγράμματα Η/Υ αυτά καθαυτά και μαθηματικές μεθόδους (στις οποίες προσομοιάζουν οι αλγόριθμοι). Εξαίρεση αποτελούν, σύμφωνα με τη νομολογία και τις Κατευθυντήριες Γραμμές για την Εξέταση του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, ιδίως μετά την Απόφαση Hitachi Auction Method (T 258/03), οι υλοποιήσεις εφευρέσεων σε υπολογιστή, που χρησιμοποιούν τεχνικά μέσα για την επίτευξη ενός τεχνικού αποτελέσματος και, άρα, είναι επιδεκτικές διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και εφευρέσεις σχετικές με την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ). Οι εφευρέσεις αυτές, ωστόσο, παρουσιάζουν ορισμένες ιδιομορφίες και προκλήσεις ως προς τη δυνατότητα κατοχύρωσής τους με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Για παράδειγμα, η λειτουργία του συστήματος ΤΝ μπορεί να μη γίνεται πλήρως κατανοητή από τον χρήστη και, άρα, να εμποδίζεται η αποκάλυψη (“disclosure”) της εφεύρεσης, όπως απαιτεί η ελληνική νομοθεσία και η ΣΕΔΕ, δηλαδή η λεπτομερής περιγραφή της εφεύρεσης, ώστε να είναι δυνατή η αναπαραγωγή της από άλλους.

Επομένως, αν και το ισχύον νομικό πλαίσιο παρέχει τη δυνατότητα γενικώς επαρκούς προστασίας των προγραμμάτων Η/Υ και συστημάτων ΤΝ, μέσω του συνδυασμού πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ανοιχτή παραμένει η συζήτηση για μια νομοθετική πρωτοβουλία που θα απευθύνεται στοχευμένα στην ανάγκη προστασίας των νέων αυτών τεχνολογιών, όπως και των αλγόριθμων, των οποίων η συμβολή είναι καίρια για την ανάπτυξη της ΤΝ και οι οποίοι, προς το παρόν, συχνά προστατεύονται ως εμπορικά απόρρητα.

Εξάλλου, ως προς τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας μεταξύ πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη δεν υπόκειται στην Ελλάδα σε σύστημα τυπικής καταχώρισης και δημοσιότητας και, ως εκ τούτου, ο δικαιούχος δημιουργός φέρει πάντοτε το βάρος απόδειξης της πρωτότυπης δημιουργίας, ενώ για τη δεύτερη  παρέχεται η δυνατότητα καταχώρισης σε δημόσια μητρώα και απονομής των σχετικών τίτλων “ιδιοκτησίας” (π.χ. διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), με αποτέλεσμα να περιβάλλεται και να προστατεύεται κατ’ αρχήν με το (μαχητό πάντως) τεκμήριο νομιμότητας.