Διαμεσολάβηση – μύθοι και πραγματικότητα

Του Ιωάννη Αποστολάκη, Δικηγόρος, LL.M, MScBstud, Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής IMI IMC, Πιστοποιημένος Διαπραγματευτής

Είναι γνωστό ότι στην καθημερινότητά μας αναφύονται διαφορές και, συνακόλουθα, αναπτύσσονται συγκρούσεις, τόσο σε διαπροσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Το ερώτημα είναι πώς μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές αυτές με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε πιο σύντομο χρόνο και με το μικρότερο δυνατό κόστος (ψυχικό και οικονομικό). Στη φαρέτρα των τρόπων επίλυσης των διαφορών έχει πλέον προστεθεί, πέραν της γνωστής σε όλους δικαστικής διαδικασίας, και ο θεσμός της Διαμεσολάβησης.

Τα τελευταία χρόνια συχνά γίνεται λόγος για τον θεσμό αυτό, ο οποίος έχει πολλούς «φίλους» αλλά και «πολέμιους», ενώ πολλοί αγνοούν για τι ακριβώς πρόκειται, πώς λειτουργεί και ποια είναι τα οφέλη του.

Το παρόν άρθρο σκοπεύει να αναδείξει συνοπτικά τι είναι η Διαμεσολάβηση, χωρίς εκτεταμένη και κουραστική, για τον αναγνώστη, αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά αποβλέποντας στο να προβάλει την πραγματικότητα και να «διαλύσει» τυχόν μύθους που την περιβάλλουν.

Πριν προχωρήσουμε, ωστόσο, στη διερεύνηση του θεσμού της Διαμεσολάβησης, απαιτείται να δοθεί πρωτίστως ο ορισμός της: Πρόκειται για μία εκούσια διαρθρωμένη διαδικασία, όπου τα μέρη, με τη βοήθεια ενός τρίτου αμερόληπτου, ανεξάρτητου προσώπου, επιδιώκουν να επιλύσουν τις διαφορές τους δίχως να προσφύγουν στη δικαιοσύνη.

Με απλά λόγια, στη Διαμεσολάβηση τα μέρη επιλέγουν τον διαμεσολαβητή της αρεσκείας τους, ο οποίος, μέσω διερεύνησης των πραγματικών αναγκών των μερών,  αποκαλύπτει τα συμφέροντά τους και, μέσω είτε κοινών είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεων τους, προτείνει λύσεις, αλλά δεν τις επιβάλλει. Εδώ έγκειται και η σημαντική διαφοροποίηση του θεσμού από παρεμφερείς θεσμούς, όπως η Διαιτησία και η δικαστική διαδικασία, όπου η απόφαση επιβάλλεται από τρίτο πρόσωπο, τον Διαιτητή ή τον Δικαστή και δεν αποτελεί προϊόν βούλησης των μερών.

Νομοθετικό Πλαίσιο

Ο θεσμός εισήχθη στη χώρα μας κατόπιν ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2008/52/ΕΚ στο ελληνικό δίκαιο και τροποποιήθηκε με τον πρόσφατο Νόμο 4640/2019, που κατέστησε υποχρεωτική την υπαγωγή στη Διαμεσολάβηση στις οικογενειακές διαφορές, πλην του διαζυγίου, αλλά και στις λοιπές διαφορές, εφόσον το αιτούμενο ποσό υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Δεν εφαρμόζεται η Διαμεσολάβηση στις διαφορές εν γένει με το δημόσιο.

Υφίστανται διαφορετικά είδη Διαμεσολάβησης ανάλογα με το ζήτημα με το οποίο ασχολείται η Διαμεσολάβηση. Έτσι, διακρίνεται κατά κύριο λόγο σε Εργασιακή, Οικογενειακή, Εμπορική και Σχολική Διαμεσολάβηση, ενώ υφίσταται δυνατότητα να πραγματοποιηθεί και εξ’ αποστάσεως.

Τα οφέλη της Διαμεσολάβησης και οι προβληματισμοί

Μετά την, κατά τα ανωτέρω, συνοπτική επισκόπηση του θεσμού, σκόπιμο είναι να επισημανθούν τα οφέλη της Διαμεσολάβησης για το σύγχρονο άνθρωπο, αλλά και να αντιμετωπιστούν τυχόν επιφυλάξεις και δισταγμοί.

Η Διαμεσολάβηση αποτελεί ένδειξη πολιτισμού και βοηθά αποτελεσματικά στην επίλυση των διαφορών, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα

Η Διαμεσολάβηση αποτελεί ένδειξη πολιτισμού και βοηθά αποτελεσματικά στην επίλυση των διαφορών, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα. Συχνά τίθενται ερωτήματα για το εάν η Διαμεσολάβηση έχει σχέση με τη Διαιτησία. Η Διαμεσολάβηση, όπως προαναφέρθηκε, είναι η διαδικασία των μερών, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέρη «παίρνουν την τύχη στα χέρια τους» και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με μια διαδικασία ενώπιον Δικαστή ή Διαιτητή, δεν υπόκειται στους αυστηρούς περιορισμούς της νομοθεσίας ή της δικονομίας, αλλά απλώς σε κανόνες διαρθρωμένης διαδικασίας, όπως η εμπιστευτικότητα, το απόρρητο, η αμεροληψία του διαμεσολαβητή και η μη δεσμευτικότητα, εκτός αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία.

Δεν εξαρτάται από αναβολές, ματαιώσεις, αποχές και πραγματοποιείται στον χρόνο που επιθυμούν τα μέρη και σε τόπο ουδέτερο. Η επιτυχία της Διαμεσολάβησης επαφίεται στα μέρη και στη διάθεσή τους για επίτευξη αποτελέσματος. Αυτή είναι η «μαγεία της Διαμεσολάβησης». Είναι η διαδικασία κατά την οποία η συμμετοχή των μερών αποφέρει καρπούς, θεμελιώνει ανθρώπινες σχέσεις αντί να τις ισοπεδώνει, καλλιεργεί φιλίες, γεφυρώνει αντιθέσεις. Θεωρείται, κατά γενική ομολογία και σε διεθνές επίπεδο, ο ταχύτερος και ο πιο οικονομικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, συγκριτικά με τη διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων και τη Διαιτησία.

Εξ αντιδιαστολής, όπως διατυπώθηκε και σε πρόσφατο συνέδριο, η δικαστική διαδικασία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα, ψυχοφθόρα και δαπανηρή, ενώ εξαιρετικά συχνά, λόγω της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης, οδηγεί σε αρνησιδικία. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά, η Ελλάδα κατατάσσεται 4ηπαγκοσμίως σε καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης, μετά τη Γουινέα, το Σουρινάμ και το Αφγανιστάν, και 5η στην Ευρώπη.

Μάλιστα διατυπώθηκε η άποψη από τον αείμνηστο καθηγητή κ. Κοτσίρη ότι «ένα γραμμάριο διαμεσολάβησης ισοδυναμεί με ένα κιλό διαιτησίας και ένα τόνο δικαστικής διαδικασίας».

Στην πράξη, αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη σε κάθε είδους διαφορές περιουσιακής φύσεως κατά κύριο λόγο, αλλά και προσωπικής φύσεως, ήτοι οικογενειακές διαφορές, πλην διαζυγίου. Στις εμπορικές διαφορές μπορεί να τεθεί ως όρος στα καταστατικά και στις συμφωνίες, ενθαρρύνοντας τα μέρη να επιλύουν τις διαφορές με τρόπο πολιτισμένο, εξαντλώντας τα μέσα επικοινωνίας προτού προσφύγουν στη χρονοβόρα και πολυδάπανη δικαστική διαδικασία, ενώ στις οικογενειακές διαφορές αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύτιμη, καθώς  βελτιώνει την επικοινωνία των γονέων με τα τέκνα, ρυθμίζοντας ακόμα και θέματα διατροφής.

Είναι δυνατή η επίτευξη καλύτερης επικοινωνίας με τα τέκνα των διαδίκων, αποφεύγοντας την «εργαλειοποίηση» των παιδιών στα δικαστήρια. Η εύρεση του διαμεσολαβητή είναι μία εύκολη διαδικασία και επιτυγχάνεται μέσω του καταλόγου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τους διαπιστευμένους διαμεσολαβητές, ήτοι από τον ιστότοπο του υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Παρά τα προαναφερθέντα αναμφίβολα οφέλη της Διαμεσολάβησης, εξαιρετικά συχνά ακούγονται σφοδρές αντιδράσεις και αντιρρήσεις από τους δικηγόρους, αλλά και γενικά από το νομικό και πολιτικό κόσμο της χώρας.

Στο παρελθόν είχε ακουστεί ότι πρόκειται για ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης. Άλλες αντιρρήσεις αφορούσαν στη μείωση της δικηγορικής ύλης. Επιπλέον, είχε αναφερθεί ότι οι διαμεσολαβητές δεν μπορούν να επιτύχουν πολλά, καθώς αφού τα μέρη απέτυχαν και δεν συνεννοούνται, τα ίδια και οι δικηγόροι τους, το ίδιο θα ισχύει και για τη Διαμεσολάβηση. Τέλος, υποστηρίζεται ότι προστίθεται περισσότερη γραφειοκρατία με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, υπογραφή συμφωνητικού για ανάθεση σε διαμεσολαβητή και την υποχρεωτικότητα, η οποία και καταργεί τον εκούσιο χαρακτήρα της Διαμεσολάβησης.

Πόσα, όμως, από τα ανωτέρω ευσταθούν και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και πόσα αποτελούν «μύθο»;

Αναφορικά με την πρώτη αντίρρηση, η απάντηση είναι ότι η Διαμεσολάβηση αποτελεί εναλλακτικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς. Για ποιον λόγο, επομένως, να στερηθεί κάποιος αυτή τη δυνατότητα ταχύτατης επίλυσης της διαφοράς του, όταν για χρονικούς ή οικονομικούς ή άλλους περιορισμούς οι άλλοι τρόποι παραμένουν άκαρποι; Συνεπώς η αντίληψη της Διαμεσολάβησης ως ιδιωτικοποίησης της δικαιοσύνης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη του γράφοντος.

Αναφορικά με την άποψη περί μείωσης της δικηγορικής ύλης, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: με τη Διαμεσολάβηση βελτιώνεται το επίπεδο παροχής υπηρεσιών των δικηγόρων, αφού οι εντολείς τους παρίστανται με τους δικηγόρους τους, και, συνεπώς, δύνανται οι τελευταίοι να επιτύχουν πολλαπλάσια οφέλη για τους εντολείς τους, χωρίς τη συσσώρευση φακέλων στο γραφείο τους λόγω αναβολών, απεργιών, ματαιώσεων κτλ.

Επιπρόσθετα, ως προς τα προσόντα του διαμεσολαβητή, τα μέρη μπορούν να επιλέξουν όποιον διαμεσολαβητή επιθυμούν, είτε νομικό είτε μη νομικό, εξετάζοντας το βιογραφικό και τα προσόντα του. Δεν υφίσταται αντίστοιχη δυνατότητα στο πλαίσιο της δικαστικής και της διαιτητικής διαδικασίας.

Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα της υποχρεωτικότητας και την αντίληψη περί κατάργησης του εκούσιου χαρακτήρα της Διαμεσολάβησης, η αλήθεια είναι ότι η υποχρεωτικότητα (όποτε αυτή προβλέπεται) αφορά μόνον στην υπαγωγή και όχι στον θεσμό, δηλαδή αν τα μέρη δεν επιθυμούν να ολοκληρώσουν την Διαμεσολάβηση και να καταλήξουν σε συμφωνία, μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν.

Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, φαίνεται ότι η Διαμεσολάβηση έχει πράγματι οφέλη και ότι οι επιφυλάξεις και οι δισταγμοί, οι οποίοι συχνά διατυπώνονται από ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν δοκιμάσει τη Διαμεσολάβηση, μπορούν να αντιμετωπισθούν.

Κατά τη γνώμη του γράφοντος, αξίζει να δοθεί μια ευκαιρία στη διαδικασία αυτή επίλυσης των διαφορών, γιατί, σύμφωνα και με τη λαϊκή κρητική σοφία «και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήρεμα και απλά».