Ο θεσμός της διεθνούς διαιτησίας έχει αναδειχθεί σε μεγάλο βαθμό εν μέσω της άνευ προηγουμένου υγειονομικής κρίσης που βιώνουμε. Η ταχύτητα και η απρόσκοπτη πρόοδος της διαδικασίας χάρη στην χρήση της τεχνολογίας έχουν συμβάλει καθοριστικά σε αυτή την εξέλιξη, ενώ με ενδιαφέρον αναμένουμε τις αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων στις διαφορές που θα ανακύψουν μεταξύ κρατών και διεθνών επενδυτών λόγω αντισυμβατικών περιορισμών των πρώτων.
Οι εκτεταμένοι περιορισμοί που επιβάλλονται από τα κράτη λόγω του Covid-19 αναπόφευκτα έχουν αντίκτυπο στις δικαστικές διαφορές στα εθνικά δικαστήρια σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε πολλές χώρες, τα δικαστήρια έχουν παύσει τη λειτουργία τους εντελώς, ενώ σε άλλες, όπως η Ελλάδα, οι συνεδριάσεις γίνονται με σοβαρά εμπόδια και μόνο για επείγοντα ζητήματα.
Οι σημαντικές καθυστερήσεις και τα εξαιρετικά αβέβαια χρονοδιαγράμματα για την τελεσιδικία πολλών υποθέσεων έχουν φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών. Σε τέτοιες απρόβλεπτες περιστάσεις, όπως οι τωρινές, τα μέρη ενδέχεται να επιθυμούν να εξετάσουν έναν από τους διαθέσιμους εναλλακτικούς μηχανισμούς, όπως η διαμεσολάβηση ή η διαιτησία, οι οποίοι δείχνουν να επηρεάζονται λιγότερο από την πανδημία.
Καθώς η διαιτησία είναι μια καθαρά συναινετική μέθοδος επίλυσης διαφορών, τα μέρη είναι ελεύθερα να προβούν σε αυτή, ακόμη και αν δεν περιλαμβάνεται εκ των προτέρων στη σύμβαση ρήτρα διαιτησίας. Έτσι, η διαιτησία παρουσιάζει ήδη σε διεθνές επίπεδο αυξημένο βαθμό προτίμησης, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και μετά το πέρας της πανδημίας.
Τα πλεονεκτήματα της διαιτησίας ως εναλλακτικού θεσμού επίλυσης διαφορών εν μέσω πανδημίας
Στο ερώτημα γιατί η διαιτησία επηρεάζεται λιγότερο από τις συνέπειες του Covid-19 σε σχέση με την αντιδικία στα κρατικά δικαστήρια, η απάντηση βρίσκεται στη φύση της ίδιας της διαιτησίας. Επειδή πρόκειται για έναν ευέλικτο και συναινετικό μηχανισμό, οι διαδικασίες είναι πολύ ευκολότερο να προσαρμοστούν στις τρέχουσες ανάγκες. Έτσι, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ελεύθερα σχετικά με το διαδικαστικό χρονοδιάγραμμα, να συμπτύξουν τις προθεσμίες, να αναβάλουν τις ακροάσεις, να διεξάγουν όλα τα στάδια ψηφιακά και γενικά να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο για την απρόσκοπτη συνέχιση της διαδικασίας παράλληλα με την προστασία της υγείας.
Όλα τα γνωστά διεθνή όργανα διαιτησίας συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά και να παρέχουν αδιάλειπτα διοικητική υποστήριξη με τις εκκρεμείς υποθέσεις να προχωρούν με αυξημένο αριθμό τηλεδιασκέψεων και ηλεκτρονική κατάθεση εγγράφων
Ειδικά στη διεθνή διαιτησία, με δεδομένο ότι όλα τα γνωστά όργανα διαιτησίας συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά και να παρέχουν αδιάλειπτα τη διοικητική υποστήριξη που χρειάζονται τα μέρη, οι εκκρεμείς υποθέσεις προχωρούν με αυξημένο αριθμό τηλεδιασκέψεων και ηλεκτρονική κατάθεση εγγράφων, δηλώσεων μαρτύρων και εκθέσεων εμπειρογνωμόνων. Ειδικά σε υποθέσεις, στις οποίες η γρήγορη επίλυση της διαφοράς διαδραματίζει κομβικό ρόλο, τα παραπάνω πλεονεκτήματα της διαιτησίας είναι οι λόγοι που ολοένα και περισσότεροι διάδικοι στρέφονται σε αυτή.
Πρόκειται για μία τάση που από πολλούς υποστηρίζεται ότι την παρατηρούμε και στην Ελλάδα. Όπως μας εξηγεί η Έλενα Κοσσένα, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια και Partner στη δικηγορική εταιρεία Α.Σ. Παπαδημητρίου & Συνεργάτες, «ολοένα και περισσότεροι συμβαλλόμενοι που έχουν συμφέρον και αποσκοπούν σε γρήγορη επίλυση των διαφορών τους στρέφονται σε εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση και η διαιτησία, που λόγω της ευκαμψίας των διαδικασιών και των κανόνων τους προσαρμόστηκαν ευκολότερα στους περιορισμούς και τις νέες συνθήκες που επέβαλε η πανδημία.»
Από την άλλη, ο Χρήστος Παρασκευόπουλος, Partner στη Bernitsas Law Firm, επισημαίνει ότι «η εικόνα που έχουμε είναι ότι η πανδημία μάλλον δεν έχει σταθεί από μόνη της ικανή να οδηγήσει σε μία μεγαλύτερη στροφή προς τη διαιτησία. Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη για ταχύτερη και αποδοτικότερη επίλυση των διαφορών παραμένει, με συνέπεια η διαιτησία να είναι ο προτιμώμενος τρόπος επίλυσης συγκεκριμένων κατηγοριών διαφορών, όπως, ενδεικτικά, σε σημαντικές εμπορικές συμφωνίες με στοιχεία αλλοδαπότητας, σε συμβάσεις παραχώρησης, συμβάσεις μεταβίβασης επιχειρήσεων στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης καθώς και σε συμβάσεις ΣΔΙΤ (ανεξαρτήτως στοιχείου αλλοδαπότητας), στην ενέργεια, και σε συμφωνίες μεταβίβασης/εξαγοράς μεγάλων επιχειρήσεων.»
Συνεπώς, τα πλεονεκτήματα του θεσμού της διαιτησίας δεν είναι αξιοποιήσιμα μόνο εν καιρώ πανδημίας, αλλά μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες που αναδύονται στο πολύπλοκο πλέγμα των σύγχρονων οικονομικών σχέσεων. Φυσικά, σε κάθε περίπτωση, η πανδημία μπορεί να αποτελέσει το momentum που θα αναδείξει και θα παγιώσει τους εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης των διαφορών. Αυτό είναι κάτι που μένει να το δούμε τα επόμενα χρόνια.
Μέτρα και κατευθυντήριες αρχές των διεθνών οργανισμών διαιτησίας
Στα πλαίσια της νέας κατάστασης που έχει δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας, οι διεθνείς οργανισμοί διαιτησίας προσπαθούν να προσαρμοστούν στις συνθήκες και να αναδειχθούν ως βασικοί πρωταγωνιστές στη διαδικασία επίλυσης διαφορών μέσω μέτρων που λαμβάνουν. Στόχος είναι να επιτευχθεί μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κανονικότητα και να προωθηθεί ικανοποιητικά η εξέλιξη των υποθέσεων.
Το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC) με κατευθυντήριες γραμμές που έχει δημοσιεύσει ήδη από τον Απρίλιο του 2020 πρότεινε μέτρα που αποσκοπούν στον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας και στη συνέχιση της προόδου των διαιτητικών διαδικασιών. Τα μέτρα αυτά επικεντρώνονται σε δύο σημαντικές πτυχές: την πρόληψη των καθυστερήσεων που σχετίζονται με την πανδημία και την οργάνωση εικονικών ακροάσεων. Επιπλέον, το ICC οργανώνει συχνές διαδικτυακές συναντήσεις, στις οποίες παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία της διαιτησίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το Δικαστήριο Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (LCIA) έλαβε επίσης μέτρα για να διασφαλίσει την ομαλή πρόοδο των διαιτητικών διαδικασιών. Τα μέτρα αυτά αφορούν λεπτομερείς οδηγίες για τη λειτουργία του οργανισμού, την προστασία του προσωπικού και των διαιτητών, καθώς και την οργάνωση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διαδίκων μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου.
Στο Διεθνές Κέντρο Διακανονισμού Επενδυτικών Διαφορών (ICSID), η Γραμματεία λειτουργεί πλήρως και συντονίζει τα μέρη από απομακρυσμένα σημεία εργασίας, ενώ δέχεται νέα αιτήματα διαιτησίας μόνο ηλεκτρονικά. Ο συνδυασμός της προστασίας της δημόσιας υγείας και της διαβεβαίωσης ότι το διαιτητικό έργο συνεχίζεται απρόσκοπτα και χωρίς καθυστερήσεις αποτελεί και εδώ το ζητούμενο.
Εντωμεταξύ, αναδύονται συνεργασίες μεταξύ διαφόρων διεθνών διαιτητικών οργανισμών, όπως η δημιουργία του International Arbitration Centre Alliance (IACA), με στόχο τη στρατηγική συνεργασία φορέων διαιτησίας από όλο τον κόσμο και την κάλυψη των κενών και των δυσκολιών που δημιουργούνται στην επίλυση των διεθνών διαφορών λόγω του Covid-19.
Επιπλέον, εκδόθηκε από δεκατρία διεθνή όργανα διαιτησίας, όπως μεταξύ άλλων το Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας (ICC), το Διεθνές Κέντρο Διακανονισμού Επενδυτικών Διαφορών (ICSID) και το Διεθνές Κέντρο για την Επίλυση Διαφορών (ICDR), Κοινή Δήλωση, στην οποία ζητείται από τα διαιτητικά δικαστήρια να μετριάσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας, διασφαλίζοντας την αποτελεσματικότητα της διαιτητικής διαδικασίας, ώστε η διεθνής διαιτησία να μπορέσει να εξασφαλίσει ένα πλαίσιο σταθερότητας στο εξαιρετικά ασταθές οικονομικό περιβάλλον της εποχής.
Η επίδραση της τεχνολογίας στη διεθνή διαιτησία
Τα τελευταία χρόνια, η χρήση της τεχνολογίας έχει αναπτυχθεί ραγδαία στο δικηγορικό επάγγελμα και τη νομική επιστήμη. Η εναλλακτική επίλυση των διαφορών, και ιδίως η διαιτησία, είναι ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς αναφορικά με τη χρήση της τεχνολογίας στον νομικό κλάδο. Άλλωστε, η αποτελεσματική χρήση της τεχνολογίας στη διαιτησία μπορεί να συμβάλει στη μείωση του χρόνου και του κόστους, αλλά και στη βελτίωση των δικαστικών κρίσεων, πλεονεκτήματα που είναι σαφέστατοι στόχοι και συγχρόνως κριτήρια επιλογής αυτού του μηχανισμού επίλυσης διαφορών.
Φυσικά, η πανδημία του Covid-19 επιτάχυνε σημαντικά τις εξελίξεις, αποτελώντας μια ευκαιρία για την κοινότητα της διαιτησίας να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση των διαφορών, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να υπερπηδήσει τα εμπόδια της πρωτοφανούς υγειονομικής κατάστασης. Οι πιο θεμελιώδεις τεχνολογικές εξελίξεις για τη διαιτησία είναι η τηλεδιάσκεψη και τα εργαλεία διαχείρισης υποθέσεων.
Αναμφίβολα, η πιο κρίσιμη επίδραση του Covid-19 στη διαιτησία είναι η μετατόπιση από τη φυσική παρουσία στις τηλεδίκες
Η εικονική ακρόαση θεωρήθηκε ως ο μόνος τρόπος για να συνεχιστεί η διαδικασία διαιτησίας εν μέσω των υγειονομικών περιορισμών. Πρόκειται για την ακρόαση που διεξάγεται με οπτικοακουστικά μέσα και επιτρέπει σε διαιτητές, πληρεξούσιους / εκπροσώπους, μάρτυρες και άλλους συμμετέχοντες να παρευρίσκονται σε ακροάσεις στο διαδίκτυο ή στην έσχατη περίπτωση τηλεφωνικά.
Οι εικονικές ακροάσεις δεν ήταν άγνωστες στη διεθνή κοινότητα της διαιτησίας. Για παράδειγμα, στο άρθρο 19 του κανονισμού του ICC όριζε ότι «η ακρόαση μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω βίντεο, τηλεφωνικής ακρόασης ή αυτοπροσώπως». Επιπλέον, τα περισσότερα όργανα διεθνούς διαιτησίας έχουν δημοσιεύσει εδώ και χρόνια διάφορες εκθέσεις για την ηλεκτρονική ανταλλαγή εγγράφων και θέματα προστασίας των δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια τηλεδιάσκεψη, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών που πρέπει να δώσει το δικαστήριο στα μέρη μετά από διαβούλευση με αυτά.
Η διαφορά, όμως, είναι ότι πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των διασκέψεων γίνεται απομακρυσμένα και τα όργανα διαιτησίας έχουν επικεντρωθεί στην επαρκή καθοδήγηση των μερών με σεμινάρια και επεξηγηματικά σημειώματα, ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικά ή, εφόσον δεν υπάρχει κατάλληλη σύνδεση στο διαδίκτυο, τηλεφωνικά.
Επιπλέον, έχει ενισχυθεί η εξουσία των διαιτητικών δικαστηρίων να αποφασίζουν για τη διεξαγωγή της διαδικασίας απομακρυσμένα. Ενώ ο κανόνας εξακολουθεί να είναι η συμφωνία των μερών για το θέμα, το δικαστήριο εν μέσω πανδημίας οφείλει να εξισορροπήσει τα συμφέροντα, εφόσον στόχος είναι να διεξαχθεί η διαδικασία με αποτελεσματικό και γρήγορο τρόπο. Έτσι, ενδέχεται να διατάξει την τηλεδιάσκεψη, ακόμα και αν διαφωνούν και τα δύο μέρη. Ρόλο σε μια τέτοιου είδους απόφαση θα παίξει το πλαίσιο της διαφοράς, οι τεχνικές προκλήσεις καθώς και η ενδεχόμενη ζημία από την χρονική καθυστέρηση που θα συμβεί, αν γίνει αποδεκτή η υποχρεωτική φυσική παρουσία των διαδίκων.
Σε κάθε περίπτωση, η απομακρυσμένη διαδικασία δεν είναι χωρίς μειονεκτήματα. Ζητήματα αμεροληψίας και αξιοπιστίας των μαρτυρικών καταθέσεων, όταν δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν βρίσκεται και άλλο μη εξουσιοδοτημένο άτομο στο δωμάτιο κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, η εξοικείωση των μερών με αυτού του τύπου τις διασκέψεις, η εμπιστευτικότητα και η ασφάλεια των πληροφοριών που αποκαλύπτονται στις ακροάσεις αποτελούν περιορισμούς στην καθολική υιοθέτηση των τηλεδικών σε όλα τα αντικείμενα.
Εκτός από τις απομακρυσμένες ακροάσεις, η χρήση της τεχνολογίας έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη με τη συμβολή των εργαλείων διαχείρισης υποθέσεων. Η διευκόλυνση της αποτελεσματικής τεκμηρίωσης και της κοινής χρήσης εγγράφων είναι ένα κρίσιμο στοιχείο της διαιτησίας που έχει υιοθετηθεί στο διαδικαστικό μέρος των περισσότερων διαιτητικών οργάνων.
Με τη χρήση εργαλείων διαχείρισης υποθέσεων, τα έγγραφα που υποβάλλονται για μια συγκεκριμένη περίπτωση αξιοποιούνται αποκλειστικά μέσω μιας ενιαίας πλατφόρμας. Έτσι, οι απαιτήσεις της σαφήνειας, της ευκολίας επικοινωνίας και διασαφηνίσεων και του μεγάλου διαθέσιμου χώρου καλύπτονται, ενώ ταυτόχρονα πληρούνται και οι ανάγκες ταχύτητας και ασφάλειας στην ανταλλαγή εγγράφων.
Covid-19 και επενδυτική διαιτησία
Οι κρατικοί περιορισμοί σε πολλές δραστηριότητες λόγω των μέτρων ελέγχου της πανδημίας αναμένεται να δημιουργήσουν πληθώρα διαφορών στα πλαίσια των διμερών επενδυτικών συμβάσεων μεταξύ κρατών και επενδυτών. Στο παρελθόν, πολλά διαιτητικά δικαστήρια έχουν δεχθεί ότι κρατικά μέτρα αντιμετώπισης κρίσεων (κυρίως οικονομικών) δικαιολογούν την παραβίαση ορισμένων όρων των συμβάσεων, όμως αυτό δεν είναι πάντα ο κανόνας.
Η έννοια της ανωτέρας βίας (force majeure) παίζει κεντρικό ρόλο στην κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου και οπωσδήποτε έχει διαφορετική αντιμετώπιση σε μια οικονομική κρίση από μια υγειονομική κρίση παγκόσμιου βεληνεκούς.
Με δεδομένο ότι για την αποδοχή της ανωτέρας βίας απαιτείται η επέλευση αναπόφευκτου συμβάντος εκτός του ελέγχου του ενός από τους δύο συμβαλλόμενους, τότε η μη εκπλήρωση δεσμευτικών υποχρεώσεων των κρατών σε διμερείς επενδυτικές συμβάσεις μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω της πανδημίας. Σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου μπορεί να αφορά τη ματαίωση ή την παράταση της σύμβασης. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι το δικαστήριο θα δεχτεί ένα τέτοιο επιχείρημα, καθώς μπορεί να κριθεί ότι η κρατική αρχή δεν ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις.
Η κατάσταση ανάγκης μπορεί να είναι ένα ακόμα στοιχείο της υπερασπιστικής γραμμής σε διαφορά που θα ανακύψει από μια επενδυτική σύμβαση. Για να στοιχειοθετηθεί η κατάσταση ανάγκης, θα πρέπει να αποδειχτεί ότι το κράτος δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις λόγω σοβαρού και επικείμενου κινδύνου που αφορούσε ζωτικό συμφέρον της χώρας και ότι η αντισυμβατική κρατική πράξη ήταν ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί αυτό το συμφέρον.
Είναι συζητήσιμο το αν οι αντισυμβατικές πράξεις, στις οποίες προέβησαν τα κράτη, ήταν όντως τα μοναδικά μέσα για τη διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων των χωρών
Η πανδημία του Covid-19 είναι σαφώς ένας σοβαρός επικείμενος κίνδυνος που απειλεί ζωτικά συμφέροντα των κρατών, όπως η δημόσια υγεία και το σύστημα περίθαλψης. Όμως, είναι συζητήσιμο το αν οι συγκεκριμένες πράξεις, στις οποίες προέβησαν τα κράτη, ήταν όντως τα μοναδικά μέσα για τη διασφάλιση αυτών των συμφερόντων.
Κατά συνέπεια, και λόγω του γεγονότος ότι τα διάφορα κράτη αντέδρασαν με διαφορετικό τρόπο ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε ποια επιχειρήματα θα αναπτυχθούν στα διεθνή διαιτητικά δικαστήρια τους επόμενους μήνες και αν θα διατυπωθεί ένας κοινός κανόνας που θα αποσαφηνίζει τις παραπάνω διακρίσεις και θα επηρεάζει την κρίση της διαιτησίας.
Ακριβώς, όμως, επειδή το ζήτημα είναι περίπλοκο, είναι λογικό να αναμένουμε ότι τα μέρη θα προσπαθήσουν να επιτύχουν φιλικό διακανονισμό στις διαφορές τους. Όπως επισημαίνει ο Γιώργος Πανόπουλος, Partner στη Lambadarios Law Firm, «η πανδημία χαρακτηρίζεται, τουλάχιστον στο πλαίσιο της ηπειρωτικής δικαιικής παράδοσης, ως γεγονός ανωτέρας βίας και οι περιορισμοί, που επέβαλαν τα κράτη προς αντιμετώπισή της, είναι κατ’ αρχήν δικαιολογημένοι.
Ωστόσο, οι χωρίς προηγούμενο επιπτώσεις, που η πανδημία και οι περιορισμοί προκάλεσαν στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων, επιβάλλουν παρεκκλίσεις από τις συνήθεις έννομες συνέπειες, που συνίστανται στην αμοιβαία απαλλαγή των συμβαλλομένων από τις υποχρεώσεις τους. Έτσι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρατηρείται μία τάση προς φιλική διευθέτηση των επιπτώσεων αυτών εντός των περιορισμών που θέτει το ευρωπαϊκό δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, και μόνο σπανιότερα γίνεται χρήση των εργαλείων της επίλυσης διαφορών.»
Δημήτρης Εμβαλωμένος, Δικηγόρος LL.M., Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπουργείου Δικαιοσύνης & του Centre of Effective Dispute Resolution (CEDR) του Λονδίνου, Αναπλ. Διευθύνων Εταίρος της BGP
Ποιές θεωρείτε ότι θα είναι οι συνέπειες της πανδημίας στη διεθνή διαιτησία; Πιστεύετε ότι θα αυξηθούν οι αξιώσεις επενδυτών σε βάρος των κρατών για τη μη εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων λόγω των περιορισμών σε διάφορους τομείς δραστηριότητας;
Η πανδημία δημιούργησε εν γένει συνθήκες ανωτέρας βίας, επιδρώντας και στην οικονομική δραστηριότητα. Σε πολλούς τομείς της συναλλακτικής ζωής, συνέπεια ήταν η αναγκαστική προσαρμογή συμβατικών υποχρεώσεων (ιδίως στις διαρκείς συμβάσεις) ανάλογα με τα συγκεκριμένα δεδομένα κάθε περίπτωσης όσον αφορά στα πραγματικά περιστατικά και τις συμβατικές δεσμεύσεις των συμβαλλομένων. Στο γενικό αυτό πλαίσιο, θα πρέπει να ιδωθούν και αξιώσεις επενδυτών έναντι κρατών, λαμβανομένου υπόψη του εφαρμοστέου δικαίου κατά περίπτωση. Ο συμφωνηθείς τρόπος επίλυσης των όποιων διαφορών (δικαστικά ή διαιτητικά, σε τυχόν συνδυασμό με διαμεσολάβηση) αφορά στη διαδικασία.
Γενικά, ο Αστικός Κώδικας δεν ορίζει ρητά την έννοια της ανωτέρας βίας, που έχει έτσι διαμορφωθεί νομολογιακά (συνεπικουρούμενη από τη θεωρία). Βάσει της αρχής της υπαιτιότητας, η έλλειψή της συνεπάγεται τη μη ευθύνη του οφειλέτη, εκεί δε που τελειώνει η ελαφρά αμέλεια αρχίζουν τα τυχερά, κατηγορία των οποίων είναι η ανωτέρα βία που καλύπτει τις ακραίες περιπτώσεις των περιστατικών που είναι αδύνατο να αποτραπούν με ανθρώπινες δυνάμεις. Ως προς τον ορισμό της ανωτέρας βίας έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες, η αντικειμενική (η απόλυτη – αυστηρότερη για τον οφειλέτη) και η υποκειμενική (η σχετική – επιεικέστερη για τον οφειλέτη).
Σε διεθνές επίπεδο, παρατηρείται μία στροφή προς τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, καθώς τα όργανα διαμεσολάβησης και διαιτησίας συνεχίζουν απρόσκοπτα το έργο τους ακόμα και εν μέσω πανδημίας. Ισχύει το ίδιο και στην Ελλάδα; Αν όχι, σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Ισχύει (ευτυχώς), στο μέτρο και το βαθμό που αναπτύσσεται σταδιακά στη χώρα μας η κουλτούρα εναλλακτικών – εξώδικων τρόπων επίλυσης των διαφορών. Θεωρώ πως είναι πλέον αναμφισβήτητο ότι η παρατεταμένη πανδημία και το δικαστηριακό lockdown επέσπευσε την αναγκαστική αναζήτηση τέτοιων εναλλακτικών τρόπων, πάντα με την πολύτιμη συνδρομή της τεχνολογίας που μπορεί και υποκαθιστά, χωρίς ουσιώδη προβλήματα, την ταυτόχρονη φυσική παρουσία των μερών.
Ειδικά για τη Διαμεσολάβηση, ο ν. 4640/2019 περιέχει ειδική πρόβλεψη για τηλεδιάσκεψη (αρ. 5, παρ. 3), με τα μέρη να έχουν δυνατότητα χρήσης κάθε πρόσφορου μέσου γι’ αυτήν. Επιπλέον, ελληνικοί φορείς Διαμεσολάβησης (ενδεικτικά, ο ΕΟΔΙΔ) κατάφεραν να συνδράμουν αποτελεσματικά στην απρόσκοπτη διεξαγωγή online συνεδριών, ενισχύοντας έτσι στην πράξη την εμπιστοσύνη των μερών στις δυνατότητες του θεσμού ακόμα και υπό τις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η online Διαμεσολάβηση θέτει ιδιαίτερα ζητήματα, όπως κατάλληλης τεχνικής υποδομής / σύνδεσης internet, ασφάλειας /εμπιστευτικότητας αλλά και ιδιαιτεροτήτων στον τρόπο διενέργειας και επικοινωνίας, που απαιτούν βασικά την ειδική προετοιμασία των συμμετεχόντων σε αυτή από τον διαμεσολαβητή και τη φερεγγυότητα του φορέα – παρόχου της πλατφόρμας.
Ευγενία Παπαθανασοπούλου, Director Legal Affairs & Secretary to the BoD Accredited Mediator (CEDR & Hellenic Ministry of Justice) ATHENS INTERNATIONAL AIRPORT S.A.
Σε διεθνές επίπεδο, τα διαιτητικά όργανα υιοθετούν καινοτόμες λύσεις τεχνολογίας, όπως η καθολική εφαρμογή των τηλεδικών, ώστε να μπορέσει η επίλυση των διαφορών να προχωρήσει απρόσκοπτα ακόμα και εν μέσω πανδημίας. Συμβαίνει το ίδιο και στην Ελλάδα; Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα που δεν μπορούν να υπερκαλυφθούν με τη χρήση της τεχνολογίας;
Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι, ακόμα και στην Ελλάδα, υπό την πίεση των συνθηκών έγιναν, πολυεπίπεδα, βήματα που, χωρίς την πίεση αυτή, θα απαιτούσαν πολύ περισσότερο χρόνο. Η τεχνολογία, ως εργαλείο, μας δίνει τη δυνατότητα ακόμα και στην επίλυση διαφορών να προχωράμε και σε συνθήκες που απαιτούν κοινωνική απομάκρυνση. Δείτε, για παράδειγμα, την ηλεκτρονική υπογραφή. Μπορούμε πλέον να συζητήσουμε, διαπραγματευτούμε και υπογράψουμε με απόλυτη ασφάλεια χωρίς να συναντηθούμε ποτέ.
Δεν είμαι, λοιπόν, βέβαιη ότι υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να υπερκαλυφθεί με τη χρήση της τεχνολογίας. Ασφαλώς, χρειάζεται να προσαρμοστούμε, να συνηθίσουμε σε έναν νέο τρόπο, να κατανοήσουμε ότι υπάρχει και αυτή η δυνατότητα συνεργασίας, κατά την οποία δεν θα μπορούμε να χαιρετήσουμε τους συνομιλητές μας με χειραψία ή για την οποία θα χρειαστεί να δημιουργήσουμε νέους κώδικες, για να ερμηνεύσουμε τη (νέα) γλώσσα του (περιορισμένου) σώματος.
Επίσης, ασφαλώς, χρειάζεται να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, για να εντοπίσουμε ενδεχόμενα ζητήματα ασφαλείας (cybersecurity), που προκύπτουν από τη χρήση του διαδικτύου και να περιορίσουμε τους κινδύνους. Τίποτα από αυτά, όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν μας σταματούν από το να προχωράμε και στην Ελλάδα και να εξελισσόμαστε, χρησιμοποιώντας αποτελεσματικά και έξυπνα όλα τα εργαλεία που μας προσφέρει η τεχνολογία.
Μπορεί η πανδημία να αποτελέσει momentum για την ανάδειξη των εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης των διαφορών στη μετά Covid-19 εποχή; Ποιες άλλες προϋποθέσεις υπάρχουν, για να γίνει ο θεσμός της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας πιο δημοφιλής στη χώρα μας;
Ενδιαφέρουσα σκέψη. Θα έλεγε κανείς ότι, ίσως, η πανδημία και όλοι οι περιορισμοί που επιβάλλονται για την ανάσχεσή της θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάδειξη των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών, δεδομένου ότι διαφορές/συγκρούσεις εξακολουθούν να υπάρχουν/γεννιούνται και η παραδοσιακή οδός επίλυσης αυτών -το δικαστικό σύστημα- είναι, πρόσκαιρα, πρακτικά απενεργοποιημένο. Συνεπώς, αυτή τη στιγμή, για την επίλυση των διαφορών, μοιάζει μονόδρομος η επιλογή κάποιου εναλλακτικού τρόπου επίλυσης, όπως είναι η διαιτησία και ακόμα περισσότερο η διαμεσολάβηση, η οποία μπορεί, εξίσου καλά, να πραγματοποιηθεί και μέσω τηλεδιάσκεψης, ώστε να μην διακινδυνεύσουν οι συμμετέχοντες.
Τα τελευταία δέκα χρόνια γίνονται στη χώρα μας, όπως και στο σύνολο της Ε.Ε., προσπάθειες να διαδοθεί ο θεσμός της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών. Τον Νοέμβριο 2019, ο νομοθέτης τόλμησε να εισαγάγει για ένα σημαντικό μέρος των υποθέσεων που απευθύνονται στα Δικαστήρια την έννοια της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης, με στόχο να γνωρίζει ο πολίτης τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και να κρίνει μόνος του αν αυτή είναι κατάλληλη για τον ίδιο και την συγκεκριμένη διαφορά του. Είναι ένα σημαντικό και τολμηρό βήμα.
Κατά τη γνώμη μου χρειάζονται κι άλλες πρωτοβουλίες, για να εμπεδωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας η σημασία της διαμεσολάβησης και να επιτευχθεί ο στόχος, που είναι ο ίδιος ο πολίτης να γνωρίζει ότι έχει αυτή την επιλογή και να αποφασίζει, με βάση τις εκάστοτε συνθήκες και τις ατομικές του ανάγκες, αν θα την επιλέξει κάθε φορά ή όχι. Ενδεχομένως, χρειάζεται να εισαχθεί στα Πανεπιστήμια ως μάθημα, ούτως ώστε να εκπαιδεύονται συστηματικά οι νέες γενιές δικηγόρων και δικαστών.
Επίσης, θα μπορούσε σε επίπεδο Δήμων να προωθηθεί θεσμικά η διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης των διαφορών της γειτονιάς (αυτό που ονομάζεται community mediation) χωρίς οικονομική επιβάρυνση των ωφελούμενων. Βλέπετε, υπάρχουν τρόποι, απλά απαιτείται όραμα, υπομονή και διαρκής προσπάθεια.
Σταύρος Μπρεκουλάκης, Καθηγητής Διεθνούς Διαιτησίας και Εμπορικού Δικαίου, Queen Mary University of London, Δικηγόρος, Διαιτητής, 3 Verulam Buildings (Gray’s Inn)
Εν μέσω πανδημίας, έχει παρατηρηθεί σε διεθνές επίπεδο μία στροφή προς τη διαιτησία ως έναν αποτελεσματικό και ταχύ μηχανισμό επίλυσης των διαφορών, ειδικά λόγω των εκτεταμένων περιορισμών στην κρατική δικαιοσύνη. Έχει παρατηρηθεί και στην Ελλάδα αυτή η τάση;
Η πανδημία ήταν ένα βίαιο γεγονός που ήρθε έντονα και γρήγορα, εμποδίζοντας την ομαλή διεξαγωγή πολλών διαιτησιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Σε σχέση με την αντίδραση που είχαν τα κρατικά δικαστήρια, των οποίων η λειτουργία περιορίστηκε σημαντικά, η διεθνής διαιτησία προσαρμόστηκε αξιοσημείωτα στην πανδημία, δείχνοντας ευελιξία στον τρόπο, με τον οποίο διοργανώθηκε. Στην αρχή, όλοι ξαφνιαστήκαμε και δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε. Η πρώτη σκέψη ήταν να αναβάλλουμε τις ακροάσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν λόγω περιορισμού των ταξιδιών.
Στη συνέχεια, όμως, πολύ γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι η τεχνολογία αξιοποιούνταν στη διαιτησία ούτως ή άλλως. Οι δικηγορικές εταιρίες είχαν δυνατότητα για εξ αποστάσεως επικοινωνία και προ πανδημίας, όπως για παράδειγμα όταν γίνονταν προδικαστικές συναντήσεις με ηλεκτρονικά μέσα ή όταν δεν μπορούσαν να παραστούν ορισμένοι μάρτυρες και έδιναν τις καταθέσεις τους ηλεκτρονικά. Η διεθνής διαιτησία ήταν, λοιπόν, έμπειρη σε έναν βαθμό σε εξ αποστάσεως διαδικασίες, ωστόσο είναι διαφορετικό να γίνεται εξ ολοκλήρου η διαιτησία εξ αποστάσεως, όπου όλοι οι συμμετέχοντες βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη.
Μέχρι τον Απρίλιο του 2020, βγήκαν πρωτόκολλα, έτσι ώστε να μην αναβληθούν ξανά οι ακροάσεις, οι δικηγορικές εταιρείες συμφώνησαν, ενώ βρέθηκαν και εταιρείες τεχνολογίας, για να αναλάβουν την υποστήριξη σε όλη τη διαδικασία της διαιτησίας με πολύ προηγμένες τεχνολογικά πλατφόρμες υποστήριξης διαιτησιών.
Στην Ελλάδα, η εμπειρία μου δεν ήταν ανάλογη, καθώς σε πολλές διαφορές υπήρξε αδυναμία τεχνολογικής υποστήριξης και δυσπιστία στην εξ αποστάσεως ακρόαση, οπότε οι ακροάσεις αναβλήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, όταν τα μέρη είχαν τη δυνατότητα τεχνολογικής υποστήριξης της διαδικασίας με ηλεκτρονικά μέσα, οι υποθέσεις προχώρησαν κανονικά.
Όσο περνάει ο καιρός, δημιουργείται και στην Ελλάδα η κουλτούρα της ηλεκτρονικής διεξαγωγής της διαιτησίας και είμαι αισιόδοξος ότι στο μέλλον θα υπάρξει αντίστοιχη ευελιξία με την εμπειρία που είχα σε διεθνές επίπεδο.
Η τεχνολογία έχει αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας στην απρόσκοπτη πρόοδο των διαιτητικών διαδικασιών παρά την πανδημία. Μπορεί η τεχνολογία να υπερκεράσει όλα τα εμπόδια που έφερε η πανδημία ή ακόμα και με αυτή υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί στην όλη διαδικασία;
Οπωσδήποτε, στην ηλεκτρονική διεξαγωγή των διαιτησιών υπάρχουν ορισμένα εμπόδια, όπως η κούραση εστίασης. Είναι διαφορετική η προσωπική επαφή για 8-9 ώρες από τη συγκέντρωση μπροστά σε μια κάμερα για 6 ώρες. Συνεπώς, εφόσον οι ώρες κάθε ημέρα είναι λιγότερες, απαιτούνται περισσότερες μέρες ακρόασης, για να ολοκληρωθεί η ακρόαση. Ένα άλλο εμπόδιο που δεν μπορεί να υπερκεράσει η τεχνολογία είναι η διαφορά ώρας ανάμεσα σε μάρτυρες, συνηγόρους, διαιτητές κλπ., με αποτέλεσμα, όταν οι συμμετέχοντες βρίσκονται σε πολύ μακρινά μέρη μεταξύ τους, να μην υπάρχουν πάνω από 4 ενεργείς ώρες καθημερινά.
Ένα πρόβλημα με τις εξ αποστάσεως ακροάσεις, το οποίο έχει συζητηθεί αρκετά, είναι η ενδεχόμενη μειωμένη αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων. Προσωπικά και με βάση την εμπειρία μου, θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πρόβλημα και είναι ζήτημα υπερβολής. Η αξιοπιστία του μάρτυρα μπορεί να εκτιμηθεί σταθμίζοντας τις αντιδράσεις του ακόμα και εξ αποστάσεως. Άλλωστε, σπάνια η διαιτητική απόφαση εξαρτάται μόνο από τη μαρτυρική κατάθεση, καθώς βασίζεται σε πολλά ακόμη αποδεικτικά μέσα, σχετίζεται με την ερμηνεία του νόμου κλπ.
Από την άλλη, αξίζει να σκεφτούμε τα τεράστια οφέλη που προσφέρει η τεχνολογία. Το κόστος της εξ αποστάσεως διαδικασίας είναι σαφώς μικρότερο, καθώς δεν υπάρχουν οι δαπάνες των αεροπορικών εισιτηρίων και της κατά αποκοπής αμοιβής των διαιτητών ανά ημέρα παραμονής τους στον τόπο διεξαγωγής της διαιτησίας. Είναι ιδιαίτερα θετικό το πόσο εύκολα προσαρμόστηκε ο ευέλικτος μηχανισμός της διαιτησίας και θεωρώ ότι οι εξ αποστάσεως ακροάσεις ήρθαν για να μείνουν, σε ένα υβριδικό μοντέλο, το οποίο θα αποτελείται τόσο από δια ζώσης όσο και εξ αποστάσεως ακροάσεις.
Η κοινότητα της διαιτησίας πρέπει να έχει μια ολιστική, οικολογική προσέγγιση δίνοντας το καλό παράδειγμα και αποφεύγοντας τα άσκοπα αεροπορικά ταξίδια. Είναι, λοιπόν, μια πολύ καλή ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τα οφέλη της τεχνολογίας προς αυτή την κατεύθυνση.
Η έννοια της ανωτέρας βίας αναμένεται ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις διαφορές από επενδυτικές συμβάσεις λόγω μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων των κρατών. Θεωρείτε ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί ως επιχειρηματολογία ή ότι η ανωτέρα βία ακόμα και σε καιρούς υγειονομικών κρίσεων συναντάει τα όριά της στην αρχή της αναλογικότητας;
Το ζήτημα της ανωτέρας βίας μπορεί να εμφανιστεί με δύο τρόπους. Όταν προβλέπεται ρητά ως συμβατικός όρος η ρήτρα ανωτέρας βίας, επαφίεται στα μέρη το πώς θα την οριοθετήσουν. Έτσι, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στον τρόπο, με τον οποίο ρυθμίζεται συμβατικά η ρήτρα της ανωτέρας βίας ανάλογα και με τη συναλλακτική δύναμη κάθε μέρους. Από εκεί και πέρα, η ανωτέρα βία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο αστικό δίκαιο, όπου τίθενται ζητήματα καταμερισμού σχετικά με το ποιος θα επιβαρυνθεί, αν όντως κατέστη αδύνατη η παροχή.
Εν προκειμένω, στις διακρατικές επενδυτικές συμφωνίες, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι επενδυτές έχασαν χρήματα όχι άμεσα λόγω της πανδημίας, αλλά λόγω των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη προς αντιμετώπισή της. Συνεπώς, καθώς η αιτιώδης συνάφεια βρίσκεται ανάμεσα στα μέτρα και τη ζημία, πρέπει να αναρωτηθούμε αν δικαιολογείται το κράτος να λάβει αυτά τα μέτρα, έτσι ώστε να μη θεωρηθεί ότι είναι υπαίτιο της ζημίας. Στις περισσότερες επενδυτικές συμβάσεις, προβλέπονται εξαιρέσεις σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει το ελληνικό κράτος για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Το θέμα, λοιπόν, που μας απασχολεί και το οποίο σχετίζεται με την αρχή της αναλογικότητας είναι αν τα μέτρα ήταν σταθμισμένα με βάση τα πραγματικά περιστατικά και επομένως εμπεριστατωμένα, αν έγιναν συγκεκριμένες μελέτες σχετικά με το κόστος και το όφελος από κάθε μέτρο, ώστε να διαπιστωθεί ότι ο εν λόγω περιορισμός ήταν αναγκαίος και αναλογικός. Αυτό θα μπορούσε να κριθεί σε ένα διαιτητικό δικαστήριο, όπως και το ζήτημα του αν έγιναν διακρίσεις στη λήψη των αποφάσεων, με βάση τις οποίες επλήγησαν συγκεκριμένες επενδύσεις, εφόσον μπορεί να αποδειχτεί κάτι τέτοιο.
Νικόλας Κανελλόπουλος, Δικηγόρος – Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής, Γενικός Γραμματέας Οργανισμού Προώθησης Εναλλακτικών Μεθόδων Επίλυσης Διαφορών (ΟΠΕΜΕΔ)
Σε διεθνές επίπεδο, παρατηρείται μία στροφή προς τη διαιτησία αλλά και γενικά τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών λόγω των χαρακτηριστικών της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητάς τους, τα οποία είναι ουσιώδη εν μέσω πανδημίας και με τους τρέχοντες περιορισμούς στα κρατικά δικαστήρια. Παρατηρείτε και στην Ελλάδα μια αντίστοιχη τάση; Θεωρείτε ότι η πανδημία θα σταθεί αφορμή, για να εδραιωθεί ο θεσμός των εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών στη χώρα μας;
Τις τελευταίες δεκαετίες, παγκοσμίως, η εναλλακτική επίλυση διαφορών έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία και αντίστοιχη προβολή, εν όψει της παγκοσμιοποιημένης λειτουργίας του διεθνούς οικονομικού συστήματος και των προκλήσεων που αυτή συνεπάγεται για τα εθνικά συστήματα απονομής δικαιοσύνης.
Το εύρος και η ταχύτητα των συναλλαγών, η χρήση της τεχνολογίας και η πολυπλοκότητα των διαφορών με στοιχεία διεθνικότητας έχουν διαμορφώσει ένα σύνθετο σκηνικό που ευνοεί την ανάπτυξη και εφαρμογή ευέλικτων και αποδοτικών θεσμών διευθέτησης των διαφορών. Τόσο η διαιτησία όσο και η διαμεσολάβηση, που εδώ και πολλά έτη αναγνωρίζονται και ρυθμίζονται κανονιστικά σχεδόν σε όλες τις έννομες τάξεις, συνιστούν πλέον βιώσιμες και αξιόπιστες επιλογές για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται και γίνονται ακόμη πιο επίκαιρες στη σημερινή δυσμενή συγκυρία της πανδημίας. Η παγκόσμια περιπέτεια του Covid-19 δημιουργεί εντελώς νέες συνθήκες στην εφαρμογή του δικαίου και τη διαχείριση των ιδιωτικών διαφορών. Η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων -σε πλήθος χωρών, όπως και στην Ελλάδα- δυσχεραίνει την παροχή έννομης προστασίας σε προσήκοντα χρόνο.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί έλλειμμα ασφάλειας δικαίου στην κοινωνική συμβίωση και στις συναλλαγές. Οι εναλλακτικές μέθοδοι προσφέρουν την ευκαιρία για αποτελεσματική διαχείριση των διενέξεων χωρίς να διακυβεύονται οι κανόνες της τήρησης της δημόσιας υγείας. Η ιδιαίτερη -tailor-made- φυσιογνωμία της διαιτησίας και της διαμεσολάβησης ενισχύεται από τη δυνατότητα χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας, που εξαλείφει τις αποστάσεις, διασφαλίζοντας μία προσήκουσα και ασφαλή διαδικασία επίλυσης της διαφοράς.
Αυτό είναι αληθές όχι μόνο στις διασυνοριακές διαφορές, αλλά πλέον και σε κάθε ιδιωτική διαφορά, αστικού ή εμπορικού δικαίου, που ανακύπτει στην ημεδαπή ανάμεσα σε διαδίκους που κατοικούν ή εδρεύουν στην Ελλάδα. Με αυτήν την έννοια, μέσα από την υγειονομική κρίση, διαφαίνεται μία σπάνια ευκαιρία για την ενίσχυση και εδραίωση της εναλλακτικής επίλυσης στο σύγχρονο κοινωνικό οικοδόμημα: η ανάγκη για άμεση και αποτελεσματική διαχείριση των συγκρούσεων δεν μπαίνει σε «καραντίνα».