COP26: Η Διάσκεψη για το Κλίμα και η επόμενη μέρα για την ΕΕ

Χαρακτηρίστηκε, και όχι άδικα, η τελευταία ίσως ευκαιρία της ανθρωπότητας να αντιστρέψει την κλιματική καταστροφή. Με τους επιστήμονες να κρούουν πανικόβλητοι τον κώδωνα του κινδύνου, αν η μέση θερμοκρασία της γης ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, και με τις έως τώρα προβλέψεις να μιλούν για αύξηση άνω των 2 βαθμών, η λήψη βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων έχει ήδη αργήσει πολύ.

Τα αποτελέσματα της COP 26, της πρόσφατης Διάσκεψης για το Κλίμα που έλαβε χώρα στη Γλασκώβη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου 2021, ήταν ενθαρρυντικά, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξαλειφθεί η απειλή της κλιματικής αλλαγής. Οι δεσμεύσεις των κρατών κινήθηκαν προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως πέρα από ορισμένες χώρες που πρωτοπορούν και θέτουν ολοένα και πιο φιλόδοξους στόχους, όπως η ΕΕ, υπήρξε σημαντική ασάφεια και αναβλητική τάση από τις υπόλοιπες. Η επόμενη μέρα θα κριθεί σε τεράστιο βαθμό από την εξειδίκευση, την επικαιροποίηση και την έγκαιρη υλοποίηση όσων συμφωνήθηκαν στη Γλασκώβη.

Το πλαίσιο της Διάσκεψης
Τα αρχικά COP σημαίνουν Διάσκεψη των Μερών (Conference of the Parties), τα οποία αντιπροσωπεύουν το εκτελεστικό σώμα της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (Συμφωνία των Παρισίων). H Συμφωνία αυτή είναι η πρώτη νομικά δεσμευτική διεθνής συμφωνία για το κλίμα, η οποία υπογράφηκε στις 22 Απριλίου 2016 και έθεσε ως στόχο τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας της γης κάτω από 2 βαθμούς και ιδανικά κάτω από 1,5 σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα μέσω της μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου.

Καθώς η εν λόγω Συμφωνία αποτελούσε ένα γενικό πλαίσιο, πολλά επιμέρους στοιχεία της δεν είχαν οριστικοποιηθεί έως τον Δεκέμβριο του 2018 και την COP24, η οποία κατέληξε στον λεγόμενο “Κανονισμό του Παρισιού” (Paris Rulebook) με λειτουργικές και τεχνικές λεπτομέρειες για την υλοποίηση των Συμφωνίας των Παρισίων. Η COP24 αποδείχθηκε μεγαλύτερη πρόκληση ακόμα και από την ίδια την υπογραφή της Συμφωνίας, καθώς τα κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα με πλήθος τεχνικών και πολιτικών προκλήσεων που συνόδευαν την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Παρόλο που εγκρίθηκε πληθώρα διατάξεων για την υλοποίηση και τη χρηματοδότηση της Συμφωνίας, ανεπίλυτο έμεινε το ζήτημα του περιβόητου άρθρου 6, το οποίο αφορούσε τη διεθνή συνεργασία για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.

Η COP25 πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2019, όπου ο ΟΗΕ κάλεσε τα κράτη να παρουσιάσουν υψηλότερους στόχους για το 2020 και ουσιαστικότερα σχέδια για τη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου. Τα αποτελέσματα αυτής της Διάσκεψης δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αν και θετική κρίθηκε η εξέλιξη, με την οποία 66 χώρες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να επιτύχουν κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.

Στην COP26, η οποία πραγματοποιήθηκε φέτος λόγω αναβολής της το 2020 εξαιτίας της πανδημίας, συγκεντρώθηκαν 197 χώρες με αίτημα τη λήψη δεσμευτικών μέτρων που θα ανακόψουν την πορεία της κλιματικής αλλαγής. Η Γλασκώβη επιλέχθηκε σκόπιμα, καθώς είναι μία από τις πιο πράσινες ευρωπαϊκές πόλεις με στόχο για κλιματική ουδετερότητα έως το 2030.

Τι αποφασίστηκε

Μείωση αερίων του θερμοκηπίου
Το κύριο ζητούμενο ήταν να συμφωνηθεί η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία είναι υπεύθυνα για την αύξηση της θερμοκρασίας της γης. Ωστόσο, -και αυτή είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση της Διάσκεψης- δεν υπήρξαν σαφείς δεσμεύσεις από τα κράτη για ουσιαστική μείωση μέχρι το 2030. Οι μοναδικές μεγάλες βιομηχανικές χώρες που έχουν δεσμευτεί για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 είναι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Ιαπωνία, ενώ παράλληλα έχουν υποβάλλει και ουσιαστικά σχέδια για σημαντική μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα (της τάξης του 50%) μέχρι το 2030.

Αντίθετα, η Κίνα έθεσε ως ορίζοντα για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας το 2060, ενώ ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι δεν παρουσίασε κανένα στόχο για μείωση των εκπομπών έως το 2030, οπότε θεωρείται ότι θα επέλθει κορύφωσή τους. Από την άλλη, η Ρωσία έχει ανακοινώσει τον στόχο για μείωση 30% των εκπομπών έως το 2030, ωστόσο τα μέχρι τώρα στοιχεία καταδεικνύουν ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολη η επίτευξή του και το σχέδιο ασαφές.

Ακόμα χειρότερα διαμορφώθηκε η κατάσταση με την Ινδία, η οποία δεν δεσμεύτηκε για κανέναν στόχο έως το 2030 και ανακοίνωσε την πρόθεσή της για κλιματική ουδετερότητα όχι νωρίτερα από το 2070. Η Τουρκία, από την άλλη, στοχεύει στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2053, όμως για το 2030 έχει θέσει ως μοναδικό στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 21% σε σύγκριση όχι με το 2005, όπως ισχύει για τις άλλες χώρες, αλλά με το υποτιθέμενο επίπεδο που θα διαμορφωνόταν χωρίς τη λήψη μέτρων.

Το βασικότερο, πάντως, πρόβλημα δεν είναι τόσο οι στόχοι αυτοί καθ’ αυτοί όσο το ότι αυτοί είναι αδύναμοι, γιατί δεν συνοδεύονται από αξιόπιστα σχέδια για την επίτευξή τους. Με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί για το 2030, οι οποίοι περιλαμβάνουν μόνο τη σταδιακή μείωση των εκπομπών, η θερμοκρασία της γης θα αυξηθεί τελικά κατά 2,5 βαθμούς, οπότε η μόνη ελπίδα να αντιστραφεί αυτή η πορεία είναι αν επιτευχθούν οι στόχοι για μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050. Όμως, επειδή ακριβώς τα σχέδια πολλών χωρών, όπως η Αυστραλία, η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, η Βραζιλία και η Ρωσία, δεν είναι λεπτομερή και γεννούν αμφιβολίες για τη δυνατότητα υλοποίησής τους, δημιουργείται ένα κενό αξιοπιστίας που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για το επίπεδο των εκπομπών στο μέσο του αιώνα.

Εντούτοις, κρίνεται θετικό το γεγονός ότι στη Συμφωνία της COP26 οι χώρες κλήθηκαν να επανεξετάσουν τους στόχους τους και να ενισχύσουν τον σχεδιασμό τους έως το τέλος του 2022, έτσι ώστε να είναι περισσότερο πιθανή η ευθυγράμμισή τους με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στη Συμφωνία των Παρισίων. Παράλληλα, η δέσμευση 80 χωρών, μεταξύ των οποίων η ΕΕ και οι ΗΠΑ, να μειώσουν κατά 30% σε σχέση με το 2020 τις εκπομπές μεθανίου, του δεύτερου αερίου που συμβάλλει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μετά το διοξείδιο του άνθρακα, ήταν μια μη αναμενόμενη εξέλιξη που θα μπορούσε να εξισορροπήσει εν μέρει τους περιορισμένους στόχους σχετικά με το διοξείδιο του άνθρακα.

Μείωση της χρήσης άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας
Σημαντικό σημείο της COP26 είναι αναμφίβολα η συμφωνία των χωρών για τη σταδιακή μείωση της χρήσης άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, η οποία ωστόσο επήλθε έπειτα από συμβιβασμό, ο οποίος μειώνει κατά πολύ τους αρχικούς στόχους. Συγκεκριμένα, η αρχική διατύπωση έκανε λόγο για “σταδιακή κατάργηση” της χρήσης άνθρακα, όμως η Ινδία και η Κίνα διαφώνησαν και τελικά συμφωνήθηκε η “σταδιακή μείωση”.

Ωστόσο, το ενθαρρυντικό είναι ότι επετεύχθη για πρώτη φορά συμφωνία των κρατών για τον περιορισμό της χρήσης άνθρακα, αλλά και για τον τερματισμό των κρατικών ενισχύσεων στα ορυκτά καύσιμα για παραγωγή ενέργειας. Επιπλέον, 23 χώρες, μεταξύ των οποίων το Βιετνάμ, η Πολωνία και η Χιλή, όπου η χρήση άνθρακα είναι πολύ διαδεδομένη, δεσμεύτηκαν στον τερματισμό του για την παραγωγή ενέργειας.

Διεθνείς αγορές άνθρακα
Μετά από πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων, τα κράτη κατέληξαν στους κανόνες που θα διέπουν την παγκόσμια αγορά άνθρακα στο πλαίσιο του άρθρου 6 της Συμφωνίας των Παρισίων. Επρόκειτο για ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα ζητήματα τα τελευταία χρόνια, για το οποίο δεν είχε επιτευχθεί συμφωνία στις προηγούμενες Διασκέψεις του ΟΗΕ. Τελικά, τα κράτη συμφώνησαν να αποφύγουν τη διπλή καταμέτρηση, ώστε να μην είναι δυνατό περισσότερες από μία χώρες να διεκδικούν τις ίδιες μειώσεις των εκπομπών που υπολογίζονται για τη διαπίστωση της τήρησης των δεσμεύσεων, κάτι που θα υπονόμευε την πρόοδο σε αυτό το θέμα.

Δυστυχώς, όμως, τα κράτη αποφάσισαν ότι θα επιτρέψουν τη μεταφορά παλαιών πιστώσεων άνθρακα που έχουν δημιουργηθεί από το 2013 στο πλαίσιο του μηχανισμού καθαρής ανάπτυξης του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Μάλιστα, δεν τέθηκαν κατευθυντήριες γραμμές που θα εξασφάλιζαν ότι αυτές οι παλαιότερες πιστώσεις αντιπροσωπεύουν τις πραγματικές μειώσεις εκπομπών του θερμοκηπίου, οπότε τελικά το ζήτημα παρέμεινε ανοιχτό και πρέπει να επιλυθεί στην επόμενη Διάσκεψη COP27 το 2022.

Χρηματοδότηση στις αναπτυσσόμενες χώρες
Το 2009, οι πλουσιότερες χώρες δεσμεύτηκαν να χρηματοδοτήσουν με 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2020 τις προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χωρών να προσαρμοστούν στις νέες ανάγκες για την κλιματική αλλαγή. Όμως, στην COP26 διαπιστώθηκε ότι οι ανεπτυγμένες χώρες δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτή τη δέσμευση, αφού το υψηλότερο ποσό ετησίως που δόθηκε για αυτό τον σκοπό ήταν 79,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019.

Σε αυτό το πλαίσιο, πέρα από τη δέσμευση των κρατών ότι θα αγγίξουν τον στόχο των 100 δισεκατομμυρίων ετησίως έως το 2023, συμφωνήθηκε και συγκεκριμένη διαδικασία για την ανάπτυξη ενός νέου, μεγαλύτερου στόχου χρηματοδότησης, ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ μετά το 2025. Με τον καθορισμό ενός ευρέος φάσματος επιλογών που εξασφαλίζουν την πρόοδο της διαδικασίας όσον αφορά τις τεχνικές λεπτομέρειες, ο νέος στόχος αναμένεται να προσδιοριστεί με ακρίβεια το 2024. Παρά όλα αυτά, το αίτημα για σαφή διατύπωση περί διπλασιασμού του στόχου χρηματοδότησης δεν ευοδώθηκε.

Διάσωση των δασών
Οι ηγέτες από περισσότερες από 100 χώρες, στις οποίες βρίσκεται περίπου το 85% των δασών του πλανήτη, υποσχέθηκαν να σταματήσουν την αποδάσωση μέχρι το 2030. Αυτή η συμφωνία, στην οποία συμπεριλήφθηκε και η Βραζιλία που έχει κατηγορηθεί επανειλημμένως για την αποψίλωση του Αμαζονίου, θεωρείται ζωτικής σημασίας όχι μόνο για το συνολικότερο περιβαλλοντικό της όφελος, αλλά και ειδικότερα επειδή τα δάση απορροφούν τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα.

Οι δεσμεύσεις της ΕΕ
Η ΕΕ βρίσκεται στην πρωτοπορία των προσπαθειών της ανθρωπότητας για περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, οπότε προσήλθε στην COP26 με φιλόδοξους στόχους και επιτυχημένες δεσμεύσεις. Συγκεκριμένα, έχει ήδη καταφέρει να μειώσει το 2020 τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 31% σε σχέση με το 1990, ενώ παρουσίασε τον Δεκέμβριο του 2019 την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία στοχεύει στον μηδενισμό των καθαρών εκπομπών άνθρακα έως το 2050.

Επιπλέον, με τον νέο Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο αναθεώρησε τον ενδιάμεσο στόχο της μείωσης των εκπομπών σε 55% για το 2030 και αναμένεται να θέσει επιπλέον στόχους για το 2040, οι οποίοι θα εξειδικευτούν μέχρι το 2024. Ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος, ο οποίος εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον περασμένο Ιούνιο, μετατρέπει την πολιτική δέσμευση της Πράσινης Συμφωνίας για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050 σε νομική υποχρέωση. Πέρα από τους αναφερόμενους στόχους, ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος προβλέπει ένα συνεκτικό πλάνο για την αξιολόγηση των κρατών από την Επιτροπή, έτσι ώστε να διαπιστώνεται έγκαιρα η πρόοδός τους και η συνοχή των εθνικών μέτρων που λαμβάνουν για την επίτευξη του συλλογικού στόχου της κλιματικής ουδετερότητας.

Παράλληλα, βρίσκεται ήδη σε διαβούλευση το πακέτο “Fit for 55”, το οποίο περιλαμβάνει δεκατρείς νομοθετικές προτάσεις για την αναθεώρηση ολόκληρου του πλαισίου της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2030. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι Οδηγίες για τον επιμερισμό των προσπαθειών, τη χρήση γης και τη δασοκομία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση, τα πρότυπα εκπομπών για τα νέα αυτοκίνητα και τα φορτηγά και για τη φορολόγηση της ενέργειας.

Συγκεκριμένα, ορισμένες από τις πιο καίριες προτάσεις αφορούν ποικίλους τομείς:

  • Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) της ΕΕ θα αναθεωρηθεί, έτσι ώστε να μειωθεί τόσο το συνολικό όσο και το ετήσιο ανώτατο όριο εκπομπών. Επίσης, η Επιτροπή προτείνει τη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής για τις αεροπορικές μεταφορές και τη συμπερίληψη των εκπομπών από τις θαλάσσιες μεταφορές στο ΣΕΔΕ.
  • Έως το 2035 τίθεται ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας στους τομείς της χρήσης γης, της δασοκομίας και της γεωργίας.
  • Η Οδηγία για τις ΑΠΕ θα θέσει αυξημένο στόχο για την παραγωγή του 40% της συνολικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030.
  • Η Οδηγία για την ενεργειακή απόδοση πρόκειται να διπλασιάσει την υποχρέωση ετήσιας εξοικονόμησης ενέργειας από τα κράτη-μέλη, αλλά και να αυξήσει τις υποχρεώσεις ανακαίνισης κτιρίων, έτσι ώστε παράλληλα με τη μείωση της χρήσης ενέργειας να δοθεί ώθηση και στην οικονομία.
  • Θα αυστηροποιηθούν οι πρότυπες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα για τα αυτοκίνητα και τα ημιφορτηγά, απαιτώντας μείωση των μέσων εκπομπών των καινούργιων αυτοκινήτων κατά 55% το 2030 και κατά 100% το 2035 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021. Επικουρικά, θα αναθεωρηθεί ο Κανονισμός για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων, ώστε σε όλα τα κράτη-μέλη να διασφαλίζεται επαρκές δίκτυο φόρτισης.
  • Για τη μείωση της ρύπανσης από την αεροπορία και τη ναυτιλία, οι πρωτοβουλίες ReFuelEU Aviation και FuelEU Maritime αντίστοιχα θα υποχρεώνουν σε χρήση βιώσιμων συνθετικών καυσίμων με χαμηλές εκπομπές με συγκεκριμένο ανώτατο όριο για την περιεκτικότητα σε συμβατικά καύσιμα υψηλών εκπομπών.
  • Αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος διαρροής άνθρακα με τη θέσπιση νέου μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής, ο οποίος θα επιβάλει συγκεκριμένη τιμή εκπομπών άνθρακα στις εισαγωγές και θα διασφαλίζει ότι η μείωση των εκπομπών εντός ΕΕ συμβάλλει στην παγκόσμια μείωση των εκπομπών.

Προκύπτει, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι η ΕΕ έχει εισέλθει πλέον σε μία φάση, κατά την οποία εκπονεί ολοκληρωμένα σχέδια με προτάσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε να μπορέσει να επιτύχει εγκαίρως και ενδεχομένως να υπερβεί τους στόχους που έχει θέσει, επενδύοντας σε μια πράσινη οικονομία που λαμβάνει συγχρόνως υπόψη και τις προϋποθέσεις κοινωνικής βιωσιμότητας. Έτσι, σε κάθε διεθνή διάσκεψη για το κλίμα και το περιβάλλον προσέρχεται με συγκεκριμένο πλάνο και επιτευχθέντες στόχους, διαμορφώνοντας εν πολλοίς τις φιλοδοξίες και την επόμενη μέρα για τον πλανήτη.