Brexit: Πώς θα επηρεάσει την παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών σε ΕΕ και Ηνωμένο Βασίλειο

Της Αλεξιάννας Τσότσου

Με το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο να μην έχει πλέον ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο από την 1η Ιανουαρίου 2021, τόσο οι ευρωπαϊκές όσο και οι βρετανικές ασφαλιστικές εταιρείες βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πρωτόγνωρη κατάσταση που απειλεί την εύρυθμη λειτουργία τους. Η πρόσφατη συμφωνία για το Brexitάφησε σε μεγάλο βαθμό αρρύθμιστο το πεδίο της παροχής υπηρεσιών, οπότε μέχρι την υιοθέτηση μιας νέας, εξειδικευμένης συμφωνίας οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα λειτουργούν με πολλές δυσκολίες και ερωτηματικά σε ένα προσωρινό καθεστώς.

Μπορεί ο Boris Johnson να ύψωσε θριαμβευτικά τα χέρια του την παραμονή των Χριστουγέννων, χαρούμενος για τη συμφωνία ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ, όμως οι επιπτώσεις του Brexitείναι πολύ πιο περίπλοκες και απαιτητικές από το κείμενο της 24ης Δεκεμβρίου. Με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κανονισμοί της τελευταίας έπαυσαν να έχουν ισχύ στην επικράτειά του από την 1η Ιανουαρίου 2021. Αυτό έχει συγκεκριμένες και πρακτικές συνέπειες σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της οικονομίας, με αυτούς της παροχής υπηρεσιών να αντιμετωπίζουν τα περισσότερα προβλήματα.

Η συμφωνία για το Brexit, η οποία επιτεύχθηκε ελάχιστα πριν την εκπνοή της περιόδου χάριτος ενός έτους μετά την επίσημη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, αφορά στον μεγαλύτερο βαθμό τις εμπορικές συναλλαγές σε αγαθά και τις μετακινήσεις προσώπων, ενώ αντίθετα αφήνει αρρύθμιστο τον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μέχρι τότε, όμως, εταιρείες παροχής υπηρεσιών, όπως τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, συγκαταλέγονται μεταξύ χιλιάδων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν περιορισμούς στο εμπόριο από την 1η Ιανουαρίου.

Καθώς το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την ασφάλιση (Φερεγγυότητα II) δεν ισχύει πλέον για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, οι επιπτώσεις στο διασυνοριακό εμπόριο είναι αναπόφευκτες

Καθώς το νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την ασφάλιση, ιδίως η Οδηγία «Φερεγγυότητα II», δεν ισχύει πλέον για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, οι επιπτώσεις μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

  • Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορούν πλέον να παρέχουν υπηρεσίες στην ΕΕ και θα γίνουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα τους επιτρέπεται πλέον να παρέχουν υπηρεσίες στην ΕΕ, ακόμη και μέσω διαδικτυακών πωλήσεων, βάσει των τρεχουσών αδειών τους.
  • Τα υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ θα γίνουν υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών. Θα χρειαστούν άδεια στο κράτος-μέλος της δραστηριότητάς τους, για να μπορέσουν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται. Για να λάβουν την άδεια, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους όρους που καθορίζονται στη Φερεγγυότητα ΙΙ. Ωστόσο, η άδεια σε κάποιο υποκατάστημα δεν παρέχει το δικαίωμα διεξαγωγής επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά μόνο στο κράτος-μέλος που έχει χορηγήσει την άδεια.
  • Οι θυγατρικές εταιρείες των βρετανικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων που βρίσκονται στην ΕΕ μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν ως ασφαλιστικές επιχειρήσεις, φυσικά εφόσον τηρούν τους κανόνες που θέτει το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο.

Φερεγγυότητα ΙΙ

Το νομικό πλαίσιο της ΕΕ για τις ασφαλιστικές εταιρείες θέτει αυστηρές προϋποθέσεις και διαδικασίες για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οπότε είναι απαραίτητο για οποιαδήποτε εταιρεία του Ηνωμένου Βασιλείου θέλει να δραστηριοποιείται στην ΕΕ να συμμορφωθεί με αυτό.

Η «Φερεγγυότητα ΙΙ» (Solvency II) είναι η Οδηγία 2009/138/ΕΚ της 25/11/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης. Με τη «Φερεγγυότητα ΙΙ», η οποία στην Ελλάδα τέθηκε σε εφαρμογή από την 1/1/2016 με τον νόμο 4364/2016, πραγματοποιήθηκε μια δραστική αλλαγή αναφορικά με την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με νέες προϋποθέσεις και διαδικασίες, οι οποίες οδηγούν στην ξεκάθαρη απεικόνιση των κρίσιμων οικονομικών στοιχείων και μεγεθών κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης.

Η βασική ιδέα της νομοθετικής πρωτοβουλίας στηρίχθηκε στην Οδηγία «Βασιλεία ΙΙ» (Basel II) που αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, οπότε αντίστοιχα δόθηκε έμφαση στην κεφαλαιακή επάρκεια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Σκοπός της «Φερεγγυότητας ΙΙ» είναι η προστασία των ασφαλισμένων, η χρηματοοικονομική σταθερότητα, ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας της εποπτείας και η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στην ασφαλιστική αγορά μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου συστήματος υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε όλα τα κράτη-μέλη.

Η Οδηγία εισάγει ως βασικούς όρους αφενός την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (Minimum Capital Requirement, MCR), η οποία απεικονίζει το ελάχιστο επίπεδο κεφαλαίου φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας, και αφετέρου την απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement, SCR), το οποίο απεικονίζει το κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης που είναι απαραίτητο, για να καλύψει όλους τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται, σε ποσοστό 99,5% ανά έτος.

Τίθενται, επίσης, και προδιαγραφές εταιρικής διακυβέρνησης που εγγυώνται τη σωστή και συνετή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Μεταξύ αυτών είναι η λειτουργία διαχείρισης κινδύνων με διαδικασίες που απαιτούνται για την καταγραφή, παρακολούθηση, μέτρηση και διαχείριση των κινδύνων, καθώς και τα όρια ανοχής κινδύνου στα οποία είναι εκτεθειμένες οι ασφαλιστικές εταιρείες, η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης για την προσαρμογή της επιχείρησης στο νομοθετικό πλαίσιο, η λειτουργία εσωτερικής επιθεώρησης με αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου, το οποίο περιλαμβάνει διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες συντονισμού και ελέγχου, και τέλος η αναλογιστική λειτουργία με διαδικασίες προσδιορισμού των κατάλληλων μεθόδων για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, καθώς και της αξιολόγησης της επάρκειας και της ποιότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό τους.

Στο επίκεντρο των αυστηρών απαιτήσεων που εγγυώνται τη διαφάνεια, τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τίθεται και η υποχρέωση δημοσιοποίησης οικονομικών και ποιοτικών πληροφοριών, οι οποίες είναι απαραίτητες τόσο για τις εποπτικές αρχές όσο και για την καλύτερη ενημέρωση των ασφαλισμένων. Τέτοιες πληροφορίες είναι μεταξύ άλλων οι οικονομικές καταστάσεις, τα στοιχεία εταιρικής δράσης, το οργανόγραμμα της εταιρείας και οι εταιρικοί στόχοι.

Μέσα σε ένα τόσο συνεκτικό και απαιτητικό πλαίσιο για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην ΕΕ, τίθεται το ερώτημα αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα εναρμονιστεί με αυτό ή θα προτιμήσει μια ελαφρύτερη εκδοχή του

Μέσα σε ένα τόσο συνεκτικό και απαιτητικό νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στην ΕΕ, προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα εναρμονιστεί με αυτό ή θα θελήσει να διαφοροποιηθεί, υιοθετώντας συγκεκριμένες διατάξεις και απορρίπτοντας άλλες.Παρόλο που η εναρμόνιση είναι βασική προϋπόθεση, για να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών και να επανέλθει η ελευθερία στο διασυνοριακό εμπόριο, η πιθανότητά της είναι αρκετά αμφισβητήσιμη.

Ήδη από την εισαγωγή της Οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», πολλές ασφαλιστικές εταιρείες στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους σε διάφορα σημεία της, όπως το περιθώριο κινδύνου ή οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία (π.χ. ακίνητα ή εταιρικά ομόλογα υψηλής απόδοσης). Ο πειρασμός είναι, επομένως, μεγάλος για την αναθεώρηση του ευρωπαϊκού πλαισίου, προκειμένου να υπάρξει μια ελαφρύτερη εκδοχή για το Ηνωμένο Βασίλειο.

Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, οι διαπραγματεύσεις για το διασυνοριακό εμπόριο στον τομέα της παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών θα δυσκολεύσουν αρκετά και πιθανότατα θα καταλήξουν σε ένα αποτέλεσμα, το οποίο θα απέχει παρασάγγας από την ελεύθερη κυκλοφορία που ίσχυε στην ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΕ. Μία πρόγευση του πώς θα είναι το μέλλον για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου που θέλουν να δραστηριοποιούνται στην άλλη πλευρά της Μάγχης παίρνουμε σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, καθώς από 1η Ιανουαρίου η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών δεν ισχύει, ενώ παράλληλα δεν έχει υπάρξει κάποια συμφωνία για την παροχή υπηρεσιών μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου.

Προσωρινές άδειες λειτουργίας και η επόμενη μέρα

Η έλλειψη συμφωνίας έχει ως αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο να χρειάζονται άδεια λειτουργίας, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις βρετανικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επί του παρόντος, έχει θεσπιστεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με εθνικά νομοθετικά μέτρα μεταβατική περίοδος, κατά την οποία οι βρετανικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους για περιορισμένο χρονικό διάστημα χωρίς την ύπαρξη άδειας. Αντίστοιχα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ήδη δηλώσει ότι θα συνεχίσει να επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρείες της ΕΕ να λειτουργούν με την προσωρινή άδεια Temporary Permissions Regime (TPR).

Το τι θα γίνει στο μέλλον αναμένεται με ενδιαφέρον. Το καθεστώς των προσωρινών αδειών κάποτε θα τελειώσει και θα διαφανεί η πραγματική έκταση του προβλήματος και του ενδεχόμενου σοβαρού περιορισμού στην κυκλοφορία των ασφαλιστικών υπηρεσιών. Αν υπάρξει συμφωνία, τότε μένει να δούμε υπό ποιους όρους θα επιτραπεί το διασυνοριακό εμπόριο και αν η νέα κατάσταση θα γειτνιάζει ή θα απέχει από την ελεύθερη κυκλοφορία που ίσχυε, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μέλος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

Αν δεν υπάρξει συμφωνία, τότε το εμπόριο ασφαλιστικών υπηρεσιών μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου θα ρυθμίζεται βάσει της Γενικής Συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για το Εμπόριο Υπηρεσιών (GATS).

Αν δεν υπάρξει συμφωνία, τότε το εμπόριο ασφαλιστικών υπηρεσιών μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου θα ρυθμίζεται βάσει της Γενικής Συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για το Εμπόριο Υπηρεσιών (GATS), υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρούνται οι απαιτήσεις του κράτους υποδοχής. Πάντως, ούτε και αυτή η λύση είναι η απλούστερη, καθώς απαιτεί από το Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο να αποκτήσει την ιδιότητα μέλους στον ΠΟΕ, αλλά και να συμμετάσχει στις συμφωνίες του, στις οποίες μέχρι πρότινος ήταν συμβαλλόμενο μέρος μέσω της συμμετοχής της ΕΕ.

Αρκετές, πάντως, ασφαλιστικές εταιρείες βρίσκονται ή έχουν ήδη προχωρήσει σε διαδικασία αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεών τους με μετεγκατάσταση ή ίδρυση θυγατρικών εταιρειών σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στην ενιαία αγορά. Η κινητικότητα αυτή, η οποία προκύπτει από την έντονη ανησυχία, φανερώνει πόσο άκαιροι ήταν οι βεβιασμένοι πανηγυρισμοί την παραμονή των Χριστουγέννων, στο τέλος μιας χρονιάς που σημάδεψε τον κόσμο όχι μόνο με την πανδημία.