Η τιτλοποίηση δανειακών απαιτήσεων αλλάζει την αγορά νομικών υπηρεσιών.
Τί επιδιώκουν οι τράπεζες – η τοποθέτηση των Servicers στην αγορά – θετικές και αρνητικές συνέπειες για τις δανεισμένες επιχειρήσεις.
Το καλοκαίρι του 2020 έφερε κρίσιμες αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες. Τίποτα δεν έγινε ξαφνικά. Αντιθέτως, πρόκειται για το χρονικό μιας προαναγγελθείσης διαδικασίας, ήδη με την εισαγωγή του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων, ως κλειδιού, για την τοποθέτηση των ξένων εταιριών διαχείρισης κεφαλαίων (funds) στην αγορά τραπεζικών απαιτήσεων και την δραστηριοποίηση των Servicers, εταιριών που διαχειρίζονται τα «κόκκινα χαρτοφυλάκια» που περιέρχονται στα funds.
Γιατί οι τράπεζες προχωρούν σε μαζικές τιτλοποιήσεις απαιτήσεων
Στην Ελλάδα, η συσσώρευση μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) καταναλωτικών, στεγαστικών, επιχειρηματικών, εμπραγμάτως ασφαλισμένων και μη, βάρυνε σημαντικά τις «αποσκευές» των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Η οικονομική δυσπραγία της τελευταίας δεκαετίας και η έκρηξη του αριθμού των NPLs μείωνε τη ρευστότητα, σπρώχνοντάς τες προς τους -καθόλου ελκυστικούς- μηχανισμούς στήριξης. Το κλείσιμο της τραπεζικής στρόφιγγας οδηγούσε ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, μέχρι και τους πλέον συνεπείς, στην αφερεγγυότητα και την αδυναμία αποπληρωμής.
Η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη με το «πάγωμα» των πλειστηριασμών και διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις, π.χ. για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, με αποτέλεσμα τα «κόκκινα χαρτοφυλάκια» να φουσκώνουν επικίνδυνα στα συρτάρια των τραπεζών, όσο βάθαινε η κρίση. Η μνημονιακή νομοθεσία του 2015 καθιέρωσε τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και έφερε ριζικές τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στον πτωχευτικό νόμο και στον Κ.Ε.Δ.Ε., ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες είσπραξης των καθυστερούμενων απαιτήσεων. Άνοιξε ο δρόμος στα Funds, που έσπευσαν να απαλλάξουν τις τράπεζες από τα βαρίδια των κόκκινων δανείων, αγοράζοντας φθηνά καθυστερούμενα δάνεια και προχωρώντας ταχέως σε διαδικασίες είσπραξης.
Νέα εργαλειοθήκη, νέες δυνατότητες
Το άρθρο 10 του ν. 3156/2003 είναι το βασικό εργαλείο που δείχνει πώς δομείται μια τιτλοποίηση.
Πρόκειται για ένα σύνθετο μηχανισμό, αποτελούμενο από επιμέρους συμβατικές σχέσεις. Οι τράπεζες μεταβιβάζουν -με συμβάσεις πώλησης και εκχώρησης- ομοειδείς απαιτήσεις, (π.χ. μικρομεσαία επιχειρηματικά δάνεια) προς μια εταιρία ειδικού σκοπού, η οποία αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα. Η ίδια αναλαμβάνει την έκδοση και διάθεση ομολογιακού δανείου, με το οποίο δημιουργούνται νέες συμβατικές σχέσεις μεταξύ της εταιρίας ειδικού σκοπού και των ομολογιούχων δανειστών (επενδυτών), αφού, με το προϊόν της διάθεσης των ομολογιών καταβάλλεται το αντίτιμο της μεταβίβασης. Τέλος, συμβατικοί δεσμοί προστίθενται στην αλυσίδα της τιτλοποίησης, όταν η εταιρία ειδικού σκοπού προχωρά σε σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης και είσπραξης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων στους Servicers.
Έτσι, η τιτλοποίηση μετατρέπει μια σειρά αξιώσεων σε τίτλους. Η τράπεζα μπορεί να εγγυηθεί μερικά ή ολικά την αποπληρωμή των ομολογιών. Αξιοσημείωτη είναι η υποχρεωτική ιδιωτική τοποθέτηση των ομολογιών προς 150 ομολογιούχους, κατ’ ανώτατο όριο (ο ν. 3156 δεν προβλέπει δημόσια προσφορά των τίτλων) καθώς και το ελάχιστο ύψος κάθε ομολογίας σε 100.000 €.
Ο τελικός κάτοχος των τίτλων (επενδυτής – fund), αποκτά μια ομολογία, η απόδοση της οποίας εξαρτάται από την εξόφληση των αξιώσεων που ενσωματώνει. Η είσπραξή τους ανατίθεται στους Servicers που διαθέτουν την υποδομή να διαπραγματευτούν, να ρυθμίσουν ή να επιδιώξουν δικαστικά τις οφειλές, είτε με δικά τους νομικά τμήματα, είτε μισθώνοντας δικηγορικά γραφεία. Οι Servicersμπορεί να ανήκουν σε τράπεζα, σε fund ή να δρουν ανεξάρτητα, συνήθως όμως ο έλεγχός τους καταλήγει στο fund που κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο των χαρτοφυλακίων που διαχειρίζονται.
Πρόσφατα η Eurobank τιτλοποίησε και μεταβίβασε μεγάλο μέρος του δανειακού της χαρτοφυλακίου σε funds, συνάπτοντας συγχρόνως σύμβαση διαχείρισης με την ιταλική DoValue. Ακολουθεί η Alpha Bank με την τιτλοποίηση και μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου Neptune και την εξελισσόμενη τιτλοποίηση–μαμούθ του χαρτοφυλακίου Galaxy, έχοντας αποκτήσει και τον Servicer Cepal AE.
Η τιτλοποίηση έχει σημαντικά οφέλη για τις τράπεζες. Αυξάνει τη ρευστότητα λόγω πώλησης απαιτήσεων που θα εισπράττονταν σε βάθος χρόνου και τις απαλλάσσει από τον πιστωτικό κίνδυνο των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων (με την επιφύλαξη της τυχόν παροχής εγγυήσεων προς το Fund).
Bασικό κίνητρο για μια τράπεζα είναι ότι, με την τιτλοποίηση, αφαιρεί τις πωλούμενες απαιτήσεις από τα υπολογιζόμενα στοιχεία του ενεργητικού της, για τους σκοπούς της κεφαλαιακής της επάρκειας.
Έτσι, η τράπεζα απελευθερώνει κεφάλαια και επαυξάνει τη ρευστότητά της. Η επόμενη μέρα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μετά την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης και αποδέσμευσης των τραπεζών από τα επαχθή δάνεια, έρχεται με την δημιουργία μιας νέας, «καθαρής» τράπεζας. Αυτό επιτυγχάνεται με το «hiving down», δηλαδή την απόσχιση κλάδου των τραπεζών και την εισφορά τους σε νέες εταιρίες, απαλλαγμένες από τα βάρη των μητρικών που παραμένουν ως εταιρίες συμμετοχών. Οι νέες εταιρίες αδειοδοτούνται και λειτουργούν ως «καθαρές» πλέον τράπεζες. Πρώτη προχώρησε σε «hivingdown» η Eurobank, ενώ ακολουθούν η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank.
Οι Servicers απαντούν στην πρόκληση
Tα Funds και οι Servicers βλέπουν χρυσές ευκαιρίες στον «πυρετό» των τιτλοποιήσεων και πωλήσεων των κόκκινων χαρτοφυλακίων.
H νέα διαδικασία είσπραξης έβαλε τέλος στο σχήμα τράπεζες–εισπρακτικές εταιρίες και στην αδυναμία να διαγράψουν καθυστερούμενα ποσά από τα βιβλία τους, λόγω συστημικής εποπτείας και τραπεζικής πίστης.
Οι Servicers είναι εξουσιοδοτημένοι να εισπράττουν στο όνομα της εταιρίας ειδικού σκοπού, με κατάθεση των ποσών σε ειδικό, ακατάσχετο λογαριασμό τους, προοριζόμενο για την εξόφληση των ομολογιών. Άρα, η εταιρία ειδικού σκοπού αναθέτει στον Servicerνα εισπράξει και υπέρ των ομολογιούχων δανειστών. Οι Servicers δεν δεσμεύονται από την αυστηρή εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών, ούτε λαμβάνουν προβλέψεις. Τα στελέχη τους συχνά προέρχονται από τους τραπεζικούς κόλπους, αφού οι τράπεζες μεταφέρουν στις εταιρίες αυτές το προσωπικό που ασχολείται με τις υποθέσεις καθυστερούμενων απαιτήσεων. Έτσι στελεχώνονται με έμπειρο και εξειδικευμένο δυναμικό, απασχολούμενο υπό νέο καθεστώς, στην ίδια εργασία που είχε στην τράπεζα.
Πρόσφατα, Διευθύνσεις εμπλοκών των συστημικών τραπεζών «μετανάστευσαν» σχεδόν αυτούσιες στους μεγάλους Servicers που διαχειρίζονται τα πωληθέντα χαρτοφυλάκια. H τράπεζα Πειραιώς μετακίνησε το προσωπικό της προς την Intrum, η Eurobank στην FPS και η Alpha Bank στην Cepal.
Έτσι, οι Servicers αποκτούν ισχυρή και αποτελεσματική υποδομή, με βαθιά γνώση των υποθέσεων που αναλαμβάνουν, αφού οι χειριστές ελάχιστα αλλάζουν. Σε συνδυασμό και με την ελευθερία κινήσεων που απολαμβάνουν έναντι των τραπεζών, έχουν τις προδιαγραφές να κινηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, μεγιστοποιώντας τα οφέλη τους.
Η αγορά real estate δεν μένει ανεπηρέαστη. Οι πλειστηριασμοί ακινήτων, στις πάμπολλες περιπτώσεις των μη ρυθμιζομένων οφειλών, διενεργούνται με ταχείς ρυθμούς, που μόνο προσωρινά ανέκοψε η πρόσφατη πανδημία.
Η αθρόα έλευση ξένων επενδυτών στην αγορά ακινήτων αποτελεί παράλληλο πεδίο δράσης για τις τράπεζες, που σπεύδουν να «ξεφορτωθούν» χαρτοφυλάκια ακινήτων συσσωρευμένων από πλειστηριασμούς παλαιοτέρων ετών.
Το project Star της Eurobank με την πώληση 900 ακινήτων κινείται προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοιες εξελίξεις παρακολουθούνται στενά από τα funds που ενδιαφέρονται για την αγορά εμπραγμάτως εξασφαλισμένων NPLs. Μαθαίνουν την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα και ενθαρρύνονται σε μεγαλύτερη συμμετοχή στις προσεχείς πωλήσεις “κόκκινων” δανείων. Το ενδιαφέρον των funds στο real estate, προσελκύει περισσότερους επενδυτές, δημιουργώντας έτσι αυξανόμενη κινητικότητα στον κλάδο, γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια σειρά υπηρεσιών, όπως σύμβουλοι, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, εκτιμητές ακινήτων, μηχανικοί.
Το μέλλον των παικτών στη σκακιέρα της τιτλοποίησης
Ο οφειλέτης δεν συνομιλεί πλέον με την τράπεζα. Σύμφωνα με το ν. 3156 οι όροι της δανειακής του σύμβασης παραμένουν αμετάβλητοι, η δε ενημέρωσή του για τη μεταβίβαση ολοκληρώνεται με την καταχώρηση των συμβάσεων πώλησης και διαχείρισης στο Ενεχυροφυλακείο (ν.2844/2000). Στην πράξη, συνήθως λαμβάνει και επιστολή από τον Servicer, με την οποία του ανακοινώνεται η πώληση και καλείται να τακτοποιήσει την οφειλή. Απευθυνόμενος πλέον στον Servicer, διαπραγματεύεται με χειριστές που εξετάζουν αιτήματα μακροπρόθεσμης καταβολής, χαμηλότερων δόσεων, οικειοθελούς εισφοράς του ακινήτου, «κουρέματος» του δανείου, τα οποία στο πλαίσιο μιας τραπεζικής διαπραγμάτευσης ίσως θα απορρίπτονταν πολύ γρήγορα.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι νέοι δικαιούχοι χαρίζουν τα δάνεια. Κάθε άλλο. Η στρατηγική τους υπαγορεύεται από την εικόνα του οφειλέτη, το ύψος εξασφάλισης του δανείου, τη συμπεριφορά που τον οδήγησε στην αδυναμία πληρωμής αλλά, κυρίως, την πιθανότητα μεγιστοποίησης του κέρδους, έστω και σε μακρό χρονικό διάστημα. Έχοντας αποκτήσει τα χαρτοφυλάκια σε χαμηλό ποσοστό της αξίας τους, περίπου στο 30%, τα περιθώρια ελιγμών τους είναι ευρύτερα από τα αντίστοιχα των τραπεζών.
Ο οφειλέτης που διαπραγματεύεται τη ρύθμιση του δανείου του έχει ευκαιρίες, αλλά δεν πρέπει να ποντάρει στην αδράνεια, ή την ολιγωρία που συχνά χαρακτήριζε τις τράπεζες, κυρίως του δημόσιου τομέα. Η προοπτική της πολύχρονης δικαστικής εμπλοκής, που δεν τρόμαζε ιδιαίτερα τις τράπεζες, τώρα είναι πιο απωθητική, αφού τα funds ενδιαφέρονται να εισπράττουν και όχι να διαιωνίζουν μια δικαστική διαμάχη με τον οφειλέτη.
Η τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυσε από 1.1.2016, εκτός από την εισαγωγή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, κατάργησε μια σειρά διατάξεων που πολλοί οφειλέτες συχνά εκμεταλλεύονταν, ώστε να χρονίζουν οι πλειστηριασμοί. Επιτράπηκαν οι πολλαπλές κατασχέσεις, καταργήθηκε το άρθρο 938 που προέβλεπε αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και τροποποιήθηκε το άρθρο 954, ώστε η διόρθωση της τιμής πρώτης προσφοράς να μην αναστέλλει τον πλειστηριασμό. Μειώθηκε έτσι η δυνατότητα κωλυσιεργίας, που οδηγούσε ακόμη και στην εγκατάλειψη του πλειστηριασμού και στην οικονομική απαξίωση του ακινήτου.
Τα funds γρήγορα αντιλήφθηκαν τη νομική πραγματικότητα, τις δυνατότητες, αλλά και τις δυσκολίες που υπήρχαν. Όπως και οι τράπεζες, δεν είναι άμοιρα ευθυνών για νομοθετικές μεταβολές που διευκολύνουν το έργο τους. Μέσα στη δίνη των αλλαγών, οι περισσότεροι δανειολήπτες παραμένουν το ευάλωτο μέρος. Μπορούν βέβαια να επωφεληθούν από την ευελιξία των funds και να πετύχουν καλύτερες συμφωνίες ρύθμισης και κουρέματος από ό,τι με τις τράπεζες, ειδικά στα εξασφαλισμένα δάνεια.
Στον αντίποδα πάντως, υπάρχει η βάσιμη άποψη ότι τα funds διεκδικούν δυναμικά τις οφειλές και είναι πολύ φειδωλά στα «κουρέματα», ειδικά στις περιπτώσεις των λεγόμενων «στρατηγικών κακοπληρωτών».
Το «κούρεμα» οφειλής δεν συνηθίζεται στην Ευρώπη. Η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και της οικονομικής κρίσης. Προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα, τα funds περικόπτουν απαιτήσεις, αφού βεβαιωθούν ότι ο οφειλέτης δεν έχει την δυνατότητα να εξοφλήσει στο ακέραιο την οφειλή.
Έτσι, τα funds θα προχωρήσουν στην άσκηση κάθε ενδίκου μέσου –από διαταγή πληρωμής μέχρι πλειστηριασμό– για την είσπραξη της οφειλής και μάλιστα χωρίς χρονοτριβή, όταν δεν υπάρχει περιθώριο συνδιαλλαγής με τον οφειλέτη.
Στην πράξη, μένει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: Ξένη επένδυση ή εισβολή; Ανάλογα με τη θέση του ερωτώμενου στην σκακιέρα της τιτλοποίησης, η απάντηση σίγουρα διαφέρει.
* Η Βασιλική Πολυμερίδου διετέλεσε υπεύθυνη τομέως είσπραξης επιχειρηματικών απαιτήσεων στην ALPHA BANK έως τον Αύγουστο 2018 και διαχειρίστηκε το χαρτοφυλάκιο NEPTUNE της ALPHA BANK κατά τη μεταβίβασή του, έως τον Μάιο του 2020.
Πώς επηρεάζεται η παροχή των νομικών υπηρεσιών από την αγορά της τιτλοποίησης των δανειακών απαιτήσεων;
Η τιτλοποίηση των δανειακών απαιτήσεων (NPLs NPEs) «μη εξυπηρετουμένων δανείων» απαίτησε μια ακόμα εξειδίκευση νομικών. Γιατί ο σκοπός της εξυγίανσης των οικονομικών καταστάσεων, δια της διαχείρισης των τιτλοποιημένων μη εξυπηρετουμένων δανείων, απαιτεί τη συνδρομή δύο ουσιωδών προϋποθέσεων: α) Να υπάρχει true sale των δανείων. Δηλαδή αληθής και πλήρης μεταβίβασή τους, χωρίς αιρέσεις και προϋποθέσεις (λ.χ. επαναγοράς τους ή εγγυήσεις τους από την πωλήτρια Τράπεζα ή ρήτρα εξώνησης κλπ.), και β) Derecognition αυτών ως φορολογικών επισφαλειών (φορολογική αποαναγνώριση). Αυτές οι δυο προϋποθέσεις πληρούνται εφόσον η σύμβαση μεταβίβασης εξασφαλίζει νομικά και φοροτεχνικά τις δύο ανωτέρω προϋποθέσεις, μέσα σε εύλογο χρόνο (λ.χ. 7-10 έτη), με την έκδοση δύο κατηγοριών ομολογιών. Εκείνων που εμπεριέχουν εισπράξιμα δάνεια και εκείνων που εμπεριέχουν δάνεια που δεν προβλέπεται να εισπραχθούν (senior και junior bonds). Οι αγοραστές των δανείων αυτών (funds) αγοράζουν και τις αντίστοιχες ομολογίες, τις μεν εισπράξιμες αντί συγκεκριμένου αντιτίμου που καταβάλουν στην πωλήτρια Τράπεζα, υποσχόμενοι να εισπράξουν και τα αντίστοιχα ποσά εντός ευλόγου χρόνου (συνήθως 7-10 έτη), χωρίς όμως να παρέχουν σχετικές εγγυήσεις της εισπραξιμότητάς τους, τις δε ομολογίες που εμπεριέχουν δάνεια, των οποίων η είσπραξη δεν προβλέπεται αντί συμβολικού τιμήματος (λ.χ. ενός (1) ευρώ).
Έτσι, οι οικονομικές καταστάσεις της πωλήτριας Τράπεζας εξυγιαίνονται, αφού αφαιρούνται από αυτές οι αντίστοιχες επισφάλειες και δημιουργείται μία νέα αγορά δανείων και εξασφαλίσεών τους (συνήθως ακινήτων υποθηκευμένων για την εξασφάλιση των δανείων), η οποία δρα έξω από τις Τράπεζες μέσω ειδικών ανωνύμων εταιρειών διαχείρισης των δανείων αυτών, οι οποίες αδειοδοτούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος με αυστηρά κριτήρια λειτουργίας τους. Όλη αυτή η νομική κατασκευή, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά απαιτεί απολύτως εξειδικευμένους νομικούς, σε συνεργασία με επίσης εξειδικευμένους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές.
Πώς αξιολογείτε την έως τώρα εφαρμογή του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων;
Ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων λειτουργεί στην Ελλάδα με μικρή σχετικώς αποτελεσματικότητα για πολλούς λόγους, οι κυριότεροι των οποίων είναι οι ακόλουθοι:
α) Συντρέχει με παράλληλους Δικαστικούς Μηχανισμούς Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων, στους οποίους προτιμούν να καταλήγουν οι οφειλέτες, διότι οι ρυθμίσεις που επιτυγχάνουν ενσωματώνονται σε αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις, υποχρεωτικής εφαρμογής από τις δανείστριες Τράπεζες.
β) Τα τραπεζικά στελέχη που είναι εξουσιοδοτημένα να αποφασίζουν τις ρυθμίσεις αυτές είναι συνήθως ιδιαιτέρως επιφυλακτικά, διότι φοβούνται προσωπικές τους ευθύνες, παρότι ο νόμος τους παρέχει αμνηστία, υπό προϋποθέσεις, και
γ) Οι Τράπεζες προτιμούν να μεταβιβάζουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους, μαζί με τις εγγυήσεις τους, σε τρίτα funds, ως ανωτέρω, για να ελαφρύνουν τις οικονομικές τους καταστάσεις, αλλά και να μειώσουν σημαντικά το προσωπικό τους, από πλήθος υπαλλήλων και δικηγόρων που ασχολούνται με τις εισπράξεις και ρυθμίσεις των οφειλών των επιχειρήσεων, αφού, με τη μεταβίβαση των NPLs και NPEs αυτών, τις αντίστοιχες εφεξής ρυθμίσεις (εξωδικαστικές ή δικαστικές) και εισπράξεις αναλαμβάνουν αποκλειστικά οι διαχειρίστριες ανώνυμες εταιρείες ειδικού σκοπού, τις οποίες χρησιμοποιούν τα funds που αγοράζουν τα δάνεια αυτά των Τραπεζών και στις οποίες μεταφέρεται συνήθως, εν όλω ή εν μέρει, το αντίστοιχο προσωπικό των πωλητριών Τραπεζών.
Don’t cry for me, Argentina | Πόσο κοστίζει, τελικά, το εθνικό χρέος της Αργεντινής
Η Αργεντινή θα προσαρμόσει της ημερομηνίες πληρωμών, χωρίς να αυξήσει το συνολικό ποσό των κύριων πληρωμών. Δεν είναι η πρώτη και δυστυχώς ούτε η τελευταία φορά που η πάλαι ποτέ υπερδύναμη της Λατινικής Αμερικής, την τελευταία εικοσαετία, ωθείται σε αναδιάρθρωση κρατικού χρέους.
Η πτώχευση ενός κυρίαρχου κράτους, τόσο ως νομικό όσο και ως οικονομικό γεγονός, δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα με τη συνθήκη πτώχευσης οποιασδήποτε εταιρείας και σίγουρα μετά από εννέα πτωχεύσεις από το 2001 μέχρι σήμερα, η Αργεντινή ενισχύει τη θέση αυτή αποτελώντας διαχρονικά ένα σημείο αναφοράς και μελέτης για την ορθή, ή μη, διαχείριση του εθνικού χρέους.
Ταυτόχρονα, το εθνικό χρέος και οι συνέπειες της αποτυχίας αποπληρωμής τουχαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα της απουσίας ενός διεθνούς νομοθετικού πλαισίου, που θα περιόριζε την δράση των Funds, τα οποία αγοράζουν στο 1/3 ή ακόμα και στο 1/4 της αξίας των κρατικών ομολόγων, όταν αυτά υποτιμηθούν, αναζητώντας την πλήρη τους αξία κατά τη λήξη τους.
Ανατρέχοντας στο μακρινό 2001, η Αργεντινή αθέτησε πληρωμές χρέους ύψους 80 δις δολαρίων και ακολούθησαν διαδοχικές αναδιαρθρώσεις δημόσιου χρέους, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 2005 και το 2010 με τη συναίνεση του 92% των ομολογιούχων πιστωτών.
Μετά από εννέα πτωχεύσεις από το 2001 μέχρι σήμερα, η Αργεντινή ενισχύει τη θέση αυτή αποτελώντας διαχρονικά ένα σημείο αναφοράς και μελέτης για την ορθή, ή μη, διαχείριση του εθνικού χρέους
Κατά συνέπεια, η εξέλιξη των γεγονότων το 2001 ήταν ραγδαία. Η αποτυχία του προγράμματος του ∆ΝΤ να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών έγινε εμφανής , καθώς η Αργεντινή δεν μπορούσε να δανειστεί στις διεθνείς αγορές. Τον Ιανουάριο του 2001 ανακοινώθηκε η μετατροπή των όρων της συμφωνίας με το ∆ΝΤ, αλλά η όποια ευνοϊκή επίδραση στα περιθώρια δανεισμού ήταν σύντομη, καθώς κατέστη φανερό ότι οι στόχοι του προγράμματος ήταν αδύνατο να επιτευχθούν.
Η χρεοκοπία του 2001 οδήγησε σε περισσότερο από μια δεκαετία νομικής διαμάχης (στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης) αναγκάζοντας την χώρα σε τεχνική χρεοκοπία το 2014, με την Αργεντινή να παραμένει αποκλεισμένη από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές έως το 2016.
Αυτή η πολυετής διαμάχη της Αργεντινής με τους πιστωτές της είναι μια υπενθύμιση του τι μπορεί να συμβεί όταν μια χώρα αθετεί τις πληρωμές σε Funds (ο τρόπος δράσης των οποίων αναλύθηκε παραπάνω)
Η σημαντικότερη νίκη τους και ίσως η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα στην παγκόσμια ιστορία, επετεύχθη όταν μια ομάδα εξ’ αυτών, με επικεφαλής τον Paul Singer, πέτυχε την πληρωμή 2,4 δισ. δολαρίων προς την εταιρεία του το 2016, με σειρά ομολόγων αξίας 50 δισεκατομμύριων δολαρίων να υπόκειται στη νομοθεσία της Νέας Υόρκης και να επιβαρύνεται με επιπρόσθετο επιτόκιο 9% σε περίπτωση καταγγελίας περί παραβίασης της σύμβασης χρέους στο αστικό δικαστήριο της Νέας Υόρκης.
Την ίδια στιγμή, η κατάσταση έγινε τόσο ασφυκτική, που οι δυσαρεστημένοι ομολογιούχοι Elliott Management, Aurelius Capital Management, EM Ltd., Montreux Partners, Bracebridge Capital και Davidson Kempner έφτασαν σε σημείο να προχωρήσουν σε κατάσχεση μέχρι και πλοίου του Πολεμικού Ναυτικού της Αργεντινής.
Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα η Αργεντινή έχει περιέλθει εκ νέου σε άσχημη θέση: η οικονομία της βρίσκεται σε ύφεση επί δύο χρόνια, ο πληθωρισμός έχει απογειωθεί (53% το 2019), ενώ η φτώχεια δεν σταματά να εξαπλώνεται (33% του πληθυσμού το 2019). Το πιο πρόσφατο χρεοστάσιο ανάγεται στο 2001, όταν αφορούσε δανειακές υποχρεώσεις περίπου 100 δις δολαρίων.
Η χρονιά εκείνη είχε πυροδοτήσει μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις από την ίδρυση του κράτους το ωστικό κύμα της οποίας απλώνεται μέχρι και στο σήμερα.
Το 2020, πολύ πριν η πανδημία του κορωνοϊού αναγκάσει την Αργεντινή να λάβει υγειονομικά μέτρα, στις 19 Φεβρουαρίου, σε δημόσια ανακοίνωσή του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δήλωσε πως το χρέος της χώρας καθίσταται μη βιώσιμο και πως το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο απαιτείται για να μειωθεί το δημόσιο χρέος της χώρας είναι πολιτικά και οικονομικά ανέφικτο.
Ως απόρροια αυτού, ο οίκος αξιολόγησης S&P προχωρά σε υποβάθμιση και το αξιόχρεο της Αργεντινής από CC τρέπεται σε D («Default», κατάσταση χρεοκοπίας). Την ίδια στιγμή, ο Fitch έκανε ουσιαστικά το ίδιο υποβαθμίζοντάς το από το C στο επίπεδο RD («Restricted Default»), που ισοδυναμεί με επιλεκτική χρεοκοπία.
Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση του προέδρου Αλμπέρτο Φερνάντες δεν προχώρησε εντός προθεσμίας σε αποπληρωμή τόκων ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων για σειρά αξιογράφων, η ωρίμανση των οποίων επίκειται το 2021, το 2026 και το 2046 αντίστοιχα και υπό τον κίνδυνο το χρέος να αποτελέσει το 146% έως το 2040 σε σχέση με το τωρινό 88% του ΑΕΠ χωρίς άμεση αναδιάρθρωση του, η χώρα οδηγήθηκε και πάλι στην χρεοκοπία.
Εν μέσω του παγκόσμιου οικονομικού σοκ και μετά από σχεδόν οκτώ μήνες διαπραγματεύσεων, η Αργεντινή πέτυχε τον Αύγουστο ένα μικρό θαύμα και κατέληξε σε συμφωνία με τους σημαντικότερους πιστωτές της για την αναδιάρθρωση χρέους της ύψους 65 δισ. δολαρίων.
Έχοντας ήδη πτωχεύσει από τον Μάιο, για ένατη φορά στην ιστορία της και ταυτόχρονα ευρισκόμενη σε μνημονιακό καθεστώς, έχοντας προσφύγει στο ΔΝΤ από το 2018, η χώρα του ήλιου προσέθεσε μία ακόμη στη μακρά σειρά αναδιαρθρώσεων του χρέους της, πετυχαίνοντας μάλιστα και την έγκριση του 50-60% των ομολογιούχων. Το aftermath του 2001 και η διαχείριση του 2020 γεμίζει τους Αργεντίνους με την αισιοδοξία ότι, χάρη στην τελευταία αναδιάρθρωση, δεν αναμένεται να αποκλείστει εκ νέου η χώρα από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Ενώ άλλες χώρες, με αναπτυγμένα εγχώρια τραπεζικά συστήματα, μπορούν να εκδώσουν μεγάλο μέρος του χρέους τους σε εθνικό νόμισμα, το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής ήταν ανέκαθεν ασθενές εξαιτίας του ότι οι πολίτες δεν εξοικονομούν τα χρήματά τους στο νόμισμα της χώρας, το ευάλωτο και ασταθές έναντι των άλλων νομισμάτων, πέσο.
Είναι γεγονός, ότι οι Αργεντίνοι διατηρούν σε υπεράκτιους τραπεζικούς λογαριασμούς τουλάχιστον 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό, λόγω του ότι η χώρα χαρακτηρίζεται από μια μακρά και εξαντλητική περίοδο οικονομικής αστάθειας, από περιοδικές κρίσεις που καταλήγουν πάντοτε σε χρεοκοπία, υποτίμηση και υπερπληθωρισμό, με την Αργεντινή να αποτελεί το κλασικό παράδειγμα χώρας που εκδίδει χρέη σε ξένο νόμισμα και καταλήγει αντιμέτωπη με μια νομισματική κρίση.
Στο εξής, σε ένα ακόμα επεισόδιο της σειράς διαχείρισης του χρέους, η Αργεντινή ξεκινά άμεσα συζητήσεις με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς η νομισματική κρίση του 2018 την οδήγησε σε πρόγραμμα διάσωσης ύψους 44 δις δολαρίων, με το στόχο να έχει κλειδώσει στο κύριο αίτημά της να αναβάλει τις πληρωμές της επερχόμενης διετίας 2021-23 προκειμένου να αποφύγει σκληρά μέτρα λιτότητας. Και όπως αυθόρμητα ανεφώνησε Αργεντίνος συνομιλιτής μου, συνάδελφος, με ουσιαστική συμβολή στη διαδικασία των αναδιαρθρώσεων και καθηγητής σε top-tier αγγλικό Πανεπιστήμιο, σε πρόσφατη συζήτηση για το ζήτημα, “the story is always the same…default!”
Έτσι, κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, σε ένα παράλληλο σύμπαν έσβησε και η ένατη ακτίνα του ήλιου της Αργεντινής τα τελευταία είκοσι χρόνια, αποτυγχάνοντας σε μια ακόμη προσπάθεια να φωτίσει το δημοσιονομικό μέλλον της χώρας.
Όπως λένε και οι ίδιοι, it takes two to tango και παρά τις Κασσάνδρες, ευχή όλων (πλην των ομολογιούχων) είναι η μουσική που ηχεί στα αυτιά των Αργεντίνων κάθε φορά που το κρατικό χρέος αναδιαρθρώνεται και το ανάλγητο 2001 απομακρύνεται, να μη σταματήσει, διότι, έτσι, οι ίδιοι θα μείνουν απομονωμένοι, δίχως παρτενέρ με το φαύλο κύκλο να συνεχίζει ατέρμονα.