Η ιδιωτικοποίηση δημόσιων φορέων έχει επιλεγεί συχνά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, με σκοπούς διαφορετικούς ανάλογα τη φάση, στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι γενικότεροι στόχοι των ιδιωτικοποιήσεων είναι η ενίσχυση της αποδοτικότητας των δημοσίων επιχειρήσεων, η άντληση εσόδων και η περικοπή δαπανών, αλλά και η προσέλκυση επενδυτών για ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Αν και οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν μια επιλογή που ακολουθήθηκε σε διάφορα στάδια της μεταπολίτευσης, την περίοδο της εντατικής δημοσιονομικής προσαρμογής υιοθετήθηκε ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων κυρίως για τη μείωση των δημόσιων δαπανών και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα. Με τον ν. 3986/2011 ιδρύθηκε το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και στη συνέχεια με τον ν. 4389/2016 ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ) ή αλλιώς το γνωστό “Υπερταμείο”, όπου περιήλθε το σύνολο των μετοχών κυριότητας του ελληνικού Δημοσίου σε διάφορες δημόσιες επιχειρήσεις.
Η ιδιωτικοποίηση αποτελεί έναν ευρύτερο όρο για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου προς ιδιώτες, όμως μπορεί να γίνει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το είδος της επιχείρησης και τον σκοπό που επιτελεί. Έτσι, η ιδιωτικοποίηση μπορεί να λάβει τη μορφή της πώλησης ολόκληρης της επιχείρησης ή μέρους των μετοχών της ή στοιχείων του ενεργητικού της, αλλά και τη μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης περιουσιακών στοιχείων, σύμβασης παραχώρησης ή ανάθεσης έργων με αυτοχρηματοδότηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον το ζήτημα των περιορισμών σε αυτή τη διαδικασία, η οποία απεκδύει το κράτος από τον ρυθμιστικό και συμμετοχικό του ρόλο στην οικονομία και το μετατρέπει πλέον σε έναν εγγυητικό παράγοντα που εποπτεύει την παροχή υπηρεσιών από τους ιδιώτες. Οι περιορισμοί αυτοί απορρέουν τόσο από το ελληνικό δίκαιο και κυρίως από το Σύνταγμα, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του ΣτΕ, όσο και από το πρωτογενές και δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο, αφορώντας κατά βάση τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, όπου η κρατική εποπτεία στην ιδιωτική πρωτοβουλία είναι ακόμα εντονότερη λόγω των δημοσίων αγαθών που διακυβεύονται εν προκειμένω.
Οι περιορισμοί που απορρέουν από το ελληνικό δίκαιο
Το ελληνικό Σύνταγμα θεωρείται ουδέτερο ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την οργάνωση της οικονομικής ζωής της χώρας. Το άρθρο 5 παρ. 1 σχετικά με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός αλλά και ειδικότερα το άρθρο 106 για την οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα αποτυπώνουν τον πλουραλιστικό χαρακτήρα του Συντάγματος, από την άποψη ότι αυτό κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία σε συνδυασμό όμως με την προάσπιση του γενικότερου συμφέροντος. Έτσι, η ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων του κράτους δεν απαγορεύεται, όμως η οικονομική ελευθερία των πολιτών περιορίζεται στα όρια που θέτει ο κρατικός παρεμβατισμός για την προάσπιση του γενικότερου συμφέροντος.
Σε αυτά, λοιπόν, τα πλαίσια δύο είναι οι κυριότερες διακρίσεις που διαμορφώνουν τη δυνατότητα και τους όρους ιδιωτικοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου. Η πρώτη αφορά τη διάκριση μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Στο σύνολό της η περιουσία του Δημοσίου προορίζεται για την εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, όμως στη δημόσια περιουσία αυτό επιτυγχάνεται άμεσα λόγω της φύσης του περιουσιακού στοιχείου, ενώ στην ιδιωτική έμμεσα με την επωφελή αξιοποίησή της και την απολαβή εσόδων.
Η διάκριση έχει πρακτική σημασία, καθώς η ιδιωτική περιουσία μπορεί ελεύθερα να μεταβιβαστεί σε ιδιώτες, ενώ η δημόσια θεωρείται εκτός συναλλαγής υπό την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ, αφού περιλαμβάνει πράγματα, τα οποία είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ως τέτοια πράγματα έχουν κριθεί νομολογιακά, για παράδειγμα, οι λίμνες, οι όχθες, οι παραλίες και οι λιμένες. Βεβαίως, το Δημόσιο, κατ’ ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας του έχει το δικαίωμα να αξιοποιήσει οικονομικά ακόμα και τη δημόσια περιουσία του, συστήνοντας επί αυτής ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα βάσει του άρθρου 970 ΑΚ και ειδικότερων νόμων, υπό τον όρο ότι δεν αναιρείται η κοινή χρήση της.
Για όλες τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας η κρατική εποπτεία σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης είναι δεδομένη, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι κερδοσκοπικούς σκοπούς
Από εκεί και πέρα, ενδιαφέρουσα είναι και η διάκριση, η οποία έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του ΣτΕ ανάμεσα σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας υψίστης ζωτικής σημασίας και επιχειρήσεις απλώς κοινής ωφελείας. Για όλες τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας η κρατική εποπτεία σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης είναι δεδομένη, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι κερδοσκοπικούς σκοπούς και ότι διέπονται από τις αρχές της συνεχούς λειτουργίας και της ποιότητας. Ωστόσο, το ερώτημα είναι αν όλες οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν.
Κατά το Σύνταγμα και συγκεκριμένα το άρθρο 106 παρ. 3, είναι επιτρεπτή η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων υπό το καθεστώς ιδιωτικού δικαίου είτε από το κράτος είτε από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κάτι που δεχόταν παλαιότερα και η νομολογία υπό τον όρο της κρατικής εποπτείας. Ωστόσο, με την απόφαση ΟλΣτΕ 1906/2014 επήλθε τομή σε αυτή την ενιαία αντιμετώπιση, καθώς έγινε διάκριση ανάμεσα σε υπηρεσίες υψίστης ζωτικής σημασίας, όπως η ύδρευση και αποχέτευση, και στις υπόλοιπες, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως απλώς κοινής ωφελείας.
Με αυτή την απόφαση η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης που ασκήθηκε κατά της υπ’ αριθ. 206/25.04.2012 απόφασης της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, με την οποία μεταβιβάστηκε το 34% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ, με στόχο την περαιτέρω μεταβίβασή της σε ιδιώτες.
Το σκεπτικό του Δικαστηρίου ήταν ότι σε τέτοιου είδους υπηρεσίες, οι οποίες κρίνονται ως ύψιστης ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, η κρατική εποπτεία δεν είναι επαρκής, για να εξασφαλίσει την προσιτότητα και την ποιότητά τους. Έτσι, είναι απαραίτητο οι εν λόγω υπηρεσίες να ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έστω και διεπόμενες υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμες εταιρείες.
Όμως, αν πωληθεί ποσοστό άνω του 50% η δημόσια επιχείρηση τρέπεται ουσιαστικά σε ιδιωτική, οπότε ελλοχεύει ο κίνδυνος της λειτουργίας της μόνο με βάση το κέρδος. Από την άλλη, η ίδια απόφαση απέρριψε την αίτηση ακύρωσης κατά το μέρος που αφορούσε τη μεταβίβαση του μετοχικού κεφαλαίου των ανώνυμων εταιρειών ΔΕΠΑ, ΟΛΠ και ΟΛΘ, διαφοροποιώντας έτσι τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας και το επιτρεπτό ή όχι της ιδιωτικοποίησής τους.
Η νομική βάση των ιδιωτικοποιήσεων στο πρωτογενές και δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο
Οι Συνθήκες της ΕΕ εγκαθιδρύουν εσωτερική αγορά, η οποία λειτουργεί σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, όμως δεν απαγορεύουν τον κρατικό παρεμβατισμό, όταν επιδιώκονται στόχοι γενικότερου συμφέροντος. Έτσι, το άρθρο 345 ΣΛΕΕ εισάγει την αρχή της ιδιοκτησιακής ουδετερότητας, ορίζοντας ότι το καθεστώς ιδιοκτησίας στα κράτη-μέλη δεν καθορίζεται από τις Συνθήκες.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε κράτος-μέλος έχει απόλυτη ελευθερία να επιλέξει ένα πλήρως παρεμβατικό μοντέλο οικονομίας, το οποίο θα απαγορεύει την ιδιωτικοποίηση. Οι αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης και κίνησης των κεφαλαίων οριοθετούν τη δράση του κράτους με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν είναι δυνατόν να απαγορευθεί απόλυτα η ιδιωτικοποίηση όλων των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος που λειτουργούν σε καθεστώς απελευθέρωσης.
Οι αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης και κίνησης των κεφαλαίων οριοθετούν τη δράση του κράτους, ώστε δεν είναι δυνατόν να απαγορευθεί η ιδιωτικοποίηση όλων των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 106 ΣΛΕΕ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, ήτοι αυτές οι οποίες θεωρούνται από τις δημόσιες αρχές κάθε κράτους ως κοινωφελείς, υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού, όπως θα εκτεθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Βέβαια, καθίσταται δυνατό να επιβληθούν περιορισμοί στην ιδιωτική δράση, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός δηλαδή είναι κατάλληλος και αναγκαίος για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 14 ΣΛΕΕ για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος “η Ένωση και τα κράτη-μέλη, εντός των πλαισίων των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, και εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών, μεριμνούν ούτως ώστε οι υπηρεσίες αυτές να λειτουργούν βάσει αρχών και προϋποθέσεων, ιδίως οικονομικών και δημοσιονομικών, οι οποίες επιτρέπουν την εκπλήρωση του σκοπού τους”.
Το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό και με επιμέρους άρθρα, όπως τα άρθρα 53, 62 και 114 ΣΛΕΕ, θεωρείται ότι αποτελεί τη βάση που επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο να εκδίδει Οδηγίες ή Κανονισμούς σχετικά με τη διαχείριση και την οργάνωση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια πολλές Οδηγίες που αφορούν τις υπηρεσίες των μεταφορών, της ενέργειας, των λιμένων και των επικοινωνιών. Οι Οδηγίες αυτές στόχευαν στην απελευθέρωση των υπηρεσιών αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού και επέβαλλαν σειρά υποχρεώσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στην αγορά της ενέργειας επιβλήθηκε ο διαχωρισμός ανάμεσα στον φορέα που εκμεταλλεύεται το δίκτυο μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας ή τη διαχείρισή του και σε αυτόν που δραστηριοποιείται στην παραγωγή ενέργειας.
Ο διαχωρισμός αυτός οδήγησε στην Ελλάδα στην απόσχιση του ΔΕΔΔΗΕ και του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ με την περαιτέρω ιδιωτικοποίησή τους. Επιπλέον, έχουν νομοθετηθεί κανόνες για την ίδρυση και τη λειτουργία εθνικών ρυθμιστικών αρχών, οι οποίες εποπτεύουν με ευρείες εξουσίες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις κοινωφελών υπηρεσιών, ώστε να εξασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των χρηστών.
Οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού που βρίσκουν εφαρμογή στις αποκρατικοποιήσεις
Όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της ιδιοκτησιακής ουδετερότητας, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 345 ΣΛΕΕ, δεν δίνει το δικαίωμα στον εθνικό νομοθέτη να παραβιάζει τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, όταν οργανώνει τη διαχείριση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Ωστόσο, παρέχεται από τις Συνθήκες μια ευελιξία, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 106 ΣΛΕΕ, οι επιχειρήσεις αυτές διέπονται από τους κανόνες του ανταγωνισμού, εφόσον όμως η εφαρμογή τους δεν παρακωλύει την επίτευξη του σκοπού γενικού συμφέροντος.
Δεν αποκλείονται περιορισμοί στην απόλυτη ελευθερία του ανταγωνισμού μέσω της κρατικής παρέμβασης και της παροχής ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις, εφόσον αυτοί οι περιορισμοί τίθενται για την εξασφάλιση του γενικού συμφέροντος
Συνεπώς, δεν αποκλείονται περιορισμοί στην απόλυτη ελευθερία του ανταγωνισμού μέσω της κρατικής παρέμβασης και της παροχής ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις, εφόσον αυτοί οι περιορισμοί τίθενται για την εξασφάλιση του γενικού συμφέροντος, είναι απαραίτητοι και στο αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη αυτού του σκοπού και θέτουν με σαφήνεια και διαφάνεια συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση των αντισταθμίσεων που παρέχονται στους ιδιώτες από το κράτος, ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν υποχρεωθεί να παρέχουν καθολικά τις υπηρεσίες τους. Οι αντισταθμίσεις αυτές θα πρέπει να μην συνιστούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.
Για να συμβεί αυτό και επομένως να θεωρηθούν συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο, θα πρέπει να διαπιστώνεται η εκπλήρωση καθορισμένης υποχρέωσης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας από την επιχείρηση. Παράλληλα, τα στοιχεία της αντιστάθμισης θα πρέπει να είναι προσδιορισμένα με διαφάνεια και αντικειμενικότητα και να μην ξεπερνούν το αναγκαίο μέτρο για την κάλυψη των αναγκών και των δαπανών της επιχείρησης, οι οποίες κρίνονται με βάση τα δεδομένα μιας μέσης επιχείρησης υπό χρηστή διαχείριση και με τον κατάλληλο προς τούτο εξοπλισμό. Αν τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται, τότε αυτή η αντιστάθμιση θεωρείται κρατική ενίσχυση, οπότε θα πρέπει σε δεύτερο στάδιο να διαπιστωθεί αν μπορεί να επιτραπεί αυτός ο περιορισμός στον ανταγωνισμό για την εξασφάλιση του γενικότερου συμφέροντος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η προβληματική της αντιστάθμισης και της διερεύνησης κατά πόσον αυτή συνιστά κρατική ενίσχυση δεν καταλαμβάνει μόνο το στάδιο της παροχής σε ιδιωτικούς φορείς, αλλά και το στάδιο εξυγίανσης μιας προβληματικής δημόσιας επιχείρησης, το οποίο προηγείται της ιδιωτικοποίησης. Το στάδιο αυτό, το οποίο συχνά περιλαμβάνει τη διαγραφή χρέους ή την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, θα πρέπει να κρίνεται με βάση την αρχή του μέσου επενδυτή στην εν λόγω χώρα. Υπό αυτή την έννοια, οι ληφθείσες αποφάσεις θα πρέπει να ταυτίζονται με αυτές που θα ελάμβανε ο μέσος συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας, για να εξυγιάνει και εν τέλει να πωλήσει την επιχείρησή του.
Συμπερασματικά
Γίνεται σαφές ότι στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, όπου η εξασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος τίθεται στο επίκεντρο, η ισορροπία ανάμεσα στον κρατικό παρεμβατισμό και την οικονομική ελευθερία αποτελεί μία δύσκολη εξίσωση. Οι ειδικότεροι όροι και περιορισμοί που επιβάλλονται στις ιδιωτικοποιήσεις εξελίσσονται σταδιακά, έτσι ώστε να διατηρείται η άσκηση δημόσιας εξουσίας από πλευράς του κράτους, χωρίς όμως να θίγονται θεμελιώδεις αρχές της εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης.
Οι απαιτήσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα και συνακόλουθα τη νομολογία του ΣτΕ σχετίζονται κυρίως με τον αυστηρό προσδιορισμό των υπηρεσιών κοινής ωφελείας που δύνανται να ιδιωτικοποιηθούν. Από την άλλη, οι απαιτήσεις του πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου επικεντρώνονται στη διασφάλιση της άσκησης δημόσιας εξουσίας στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησης τέτοιου είδους υπηρεσιών, χωρίς όμως να θίγονται κατά το δυνατόν οι αρχές της ελευθερίας εγκατάστασης και κίνησης κεφαλαίων ή οι προϋποθέσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού. Και στις δύο, πάντως, έννομες τάξεις το απώτερο ζητούμενο είναι η ύπαρξη ενός βιώσιμου μοντέλου που θα προωθεί την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και θα σέβεται την αξιοπρέπεια των πολιτών.
Γιάννος Γραμματίδης, Partner της Μπαχάς, Γραματίδης & Συνεταίροι
- Ποια είναι τα σημαντικότερα νομικά ζητήματα αναφορικά με τους περιορισμούς δημοσίου δικαίου που τίθενται στις ιδιωτικοποιήσεις στην αγορά της ενέργειας;
Η αγορά της ενέργειας αποτελεί έναν πολυπρισματικό τομέα με σημεία επαφής σε μια σειρά δικαιϊκών κλάδων, όπως το ενωσιακό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο, το αστικό δίκαιο, το δίκαιο περιβάλλοντος, το δίκαιο ανταγωνισμού κ.ά. Η απόφαση για τη διενέργειά των προγραμμάτων ιδιωτικοποίησης σε αυτόν αλλά και σε οποιονδήποτε τομέα συνιστά ενάσκηση κυβερνητικής πολιτικής και η υλοποίησή τους επαφίεται στον κοινό νομοθέτη.
Κατά τη θέσπιση ενός προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, ο εθνικός νομοθέτης υπόκειται σε κανόνες οι οποίοι εγγυώνται την οικονομική ωφέλεια του Δημοσίου και την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού, ταυτόχρονα όμως και σε περιορισμούς που εξασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών και το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Το κοινό δίκαιο λειτουργεί κυρίως ως μέσο εφαρμογής των προγραμμάτων ιδιωτικοποίησης, ενώ το συνταγματικό δίκαιο λειτουργεί ορισμένες φορές ως περιορισμός τους, καθώς αποτελεί τη σταθερά βάσει της οποίας εξετάζονται οι πολιτικές επιλογές, οι οποίες δεν δύνανται να προσκρούουν σε αρχές που απορρέουν από το Σύνταγμα.
Η ενέργεια είναι αγαθό ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο και προϋπόθεση για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Επιπλέον, αποτελεί θεμελιώδη παράμετρο για την οικονομική ανάπτυξη και την πρόοδο, αφού είναι βασικός συντελεστής για την παραγωγή άλλων βιομηχανικών αγαθών και την παροχή βασικών υπηρεσιών. Οι συνταγματικές δεσμεύσεις των ιδιωτικοποιήσεων, επομένως, δεν εξαντλούνται στην στιγμιαία απόφαση της πραγματοποίησής τους, αλλά συνοδεύουν τη διαδικασία αυτή καθ’ όλη τη διάρκειά της, αλλά και την υπερβαίνουν, στο βαθμό που συνεπάγονται την επιβολή διαρκών υποχρεώσεων.
Εβελίνα Δαφνή, Junior Associate της Μπαχάς, Γραματίδης & Συνεταίροι
- Έχουν ανακύψει τα τελευταία χρόνια ζητήματα ελεύθερου ανταγωνισμού λόγω των ιδιωτικοποιήσεων σε υπηρεσίες κοινής ωφελείας;
Η ιδιωτικοποίηση αποβλέπει στην εισαγωγή του ανταγωνισμού στις μέχρι τώρα κλειστές αγορές, με κύριο στόχο την κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων, τη βελτίωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και την ευημερία των καταναλωτών. Σε ένα όλο και περισσότερο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, ο περιορισμός του δυσλειτουργικού παρεμβατικού κρατικού μηχανισμού κρίθηκε αναγκαίος για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών σε τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κ.ά.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός διέπεται από θεμελιώδεις αρχές, όπως είναι η προώθηση της ολοκλήρωσης της αγοράς, η προστασία της οικονομικής ελευθερίας, η καταπολέμηση του πληθωρισμού, η αμεροληψία και η ισότητα. Σε κάθε περίπτωση, σημαντικός είναι ο ρόλος των ρυθμιστικών αρχών να επαγρυπνούν σε συνεχή βάση και να αποτρέπουν την κατάχρηση μονοπωλιακής θέσης.
Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η ενιαία αγορά στη βάση του θεμιτού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται εντός αυτής αποφέρει τελικά μεγαλύτερο όφελος στον τελικό καταναλωτή και πολίτη του κράτους. Είναι ποικίλα τα παραδείγματα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στην Ελλάδα που βελτίωσαν άρδην τις υπηρεσίες τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ΟΤΕ, και προσφάτως τη ΔΕΗ να βαίνει προς τη γενναία εξυγίανση ακολουθώντας ένα πρόγραμμα επενδύσεων υψηλών προσδοκιών.