Ανωτέρα βία στα χρόνια του κορωνοϊού: Χαρτογραφώντας τη νομική «άβυσσο» του απρόβλεπτου

Μετά από μια δεκαετία «κρίσης», όπως συνηθίζεται να λέγεται, η ελληνική οικονομία είχε μπει σε πορεία ανάκαμψης. Έδειχνε να ανακτά την εμπιστοσύνη των αγορών και η ιδιωτική πρωτοβουλία επανερχόταν στο προσκήνιο δείχνοντας να απολαμβάνει τη «δυναμική» που είχε αναπτυχθεί. Η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα έμοιαζε να μπαίνει δυναμικά κοντολογίς και ένα «χαμόγελο αχνοφαινόταν».

Δειλά και ίσως δίχως πολλοί να δίδουν σημασία, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της μια άγνωστη για τους μη ειδήμονες λέξη που όσο κακόηχη και αν φαίνεται, έμελλε να σφραγίσει το έτος 2020. Και πέρα από το «κακόηχο αυτής» είχε κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο. Στην πόλη Wuhan, επαρχία Hubei, στην Κίνα, εμφανίστηκε συρροή κρουσμάτων πνευμονίας. Στις 9 Ιανουαρίου 2020 οι υγειονομικές αρχές της Κίνας ανακοίνωσαν ότι πρόκειται για νέο στέλεχος κορωνοϊού (2019-nCoV). Στις 27 Φεβρουαρίου 2020 επιβεβαιώθηκε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα, ενώ με σωρεία νομοθετημάτων μετά τις 13 Μαρτίου 2020 η χώρα «μπήκε στον πάγο» [ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ. 18149/13-03-2020 (ΦΕΚ B’ 855/13.03.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ. 19024 (ΦΕΚ Β’ 915/17.3.2020) και Δ1α/ΓΠ.οικ. 21268/ (ΦΕΚ B’ 1081/28.03.2020)]. Μία μετά την άλλη, οικονομικές δραστηριότητες στην χώρο παρέλυαν, καταστήματα λιανικής πώλησης με ελάχιστες εξαιρέσεις (σούπερ μάρκετ και φαρμακεία) τέθηκαν σε καθεστώς απαγόρευσης λειτουργίας, πλήθος μέτρων (φορολογικών, κοινωνικοασφαλιστικών, εργατικών, μισθώσεων) εξαγγέλθηκαν και, αναπόφευκτα, πολλοί νομικοί ήρθαν απέναντι στο ερώτημα:

Μπορώ να συμβουλεύσω με ασφάλεια τον πελάτη μου ότι η υφιστάμενη κατάσταση συνιστά λόγο ανωτέρας βίας; Μήπως τίθεται ζήτημα «απρόοπτης μεταβολής συνθηκών»;

Αρχικά, λόγος πρέπει να γίνει για τις δύο «ρητά ρυθμισμένες περιπτώσεις» συμβάσεων μίσθωσης και εργασίας. Ως προς τη μίσθωση, η κρατική πράξη με την οποία απαγορεύεται η λειτουργία μιας επιχείρησης σημαίνει ότι ο εκμισθωτής αδυνατεί να παραχωρήσει τη χρήση του μισθίου. Έτσι, κατά το άρθρο 596 ΑΚ, ο μισθωτής απαλλάσσεται του μισθώματος, εφ’ όσον αδυνατεί να κάνει χρήση του, για λόγους που δεν τον αφορούν. Όμως, η Πολιτεία «εξισορροπώντας» τα συμφέροντα μισθωτή και εκμισθωτή, όρισε την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει το 60% του μισθώματος. Ως προς τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που κλείνουν, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει το μισθό του εργαζομένου όταν εμφανίζεται τέτοιο περιστατικό «πέρα» από τη σφαίρα επιρροής του εργοδότη, αφού αδυνατεί να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου όχι για λόγους που τον αφορούν αλλά για άλλους λόγους, αναγόμενους σε κρατική εντολή. Διατηρείται, βέβαια, η σχετική υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει το μισθό για τον πρώτο μήνα τέτοιας κατάστασης (βλ. άρθρα 657 και 658 ΑΚ), από το μισθό του «μήνα» θα αφαιρεθεί όμως η «αναλογία» του επιδόματος των 800 €, το οποίο ως γνωστό καλύπτει 45 ημέρες. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν δύο «καινοφανή», για την εθνική έννομη τάξη, εργαλεία: αυτό της αναστολής της σύμβασης εργασίας και αυτό της εκ περιτροπής εργασίας. Τέλος, ορίζεται ότι οι επιχειρήσεις-εργοδότες, που τελούν σε αναστολή της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, κατόπιν εντολής δημόσιας αρχής, και για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού COVID-19, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας. Σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες.

Η επίκληση ανωτέρας βίας σε περίπτωση “σύμβασης” λειτουργεί ως ένσταση του οφειλέτη, ο οποίος πρέπει να την επικαλεστεί και να την αποδείξει για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του

Και πάμε τώρα στο «πυρηνικό» ερώτημα. Τα περιστατικά που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 συνιστούν περιστατικά «ανωτέρας βίας»; Πριν δοθεί μια εκτίμηση, ας αναφερθούμε στην «ακραία έννοια» της ανωτέρας βίας. Ως ανωτέρα βία, ορίζεται κάθε εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός, του οποίου η επέλευση ήταν αναπόφευκτη ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης ως εκ της φύσεως αυτού. Η ανώτερη βία συνιστά όχι μόνο λόγο προς απαλλαγή σε περίπτωση ευθύνης από τη μη εκπλήρωση ή τη μη έγκαιρη εκπλήρωση προϋφιστάμενης από τη σύμβαση σχέσης ενοχής, αλλά και της από την αδικοπραξία, αφού, σε περίπτωση ύπαρξής της, αίρεται το στοιχείο της υπαιτιότητας του υπαιτίου, ο οποίος δεν φέρει καμιά ευθύνη. Η επίκληση ανωτέρας βίας σε περίπτωση «σύμβασης» λειτουργεί ως ένσταση του οφειλέτη, ο οποίος πρέπει να την επικαλεστεί και να την αποδείξει για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του. Για το τι είναι «ανωτέρα βία» και το πόσο ακραίο χαρακτήρα έχει, ας αναφερθούμε σε μια απόφαση Δικαστηρίου (ΜΠρΜυτιλ 89/2019 ΔΕΕ 2019, 859), το οποίο έκρινε ότι οι μειωμένες κρατήσεις που δεν ικανοποιούσαν τις προσδοκίες επίτευξης, οφείλονταν σε δυσμενείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δεν ευνοούν τον τουρισμό εν μέσω προσφυγικής κρίσης, ωστόσο δεν συνιστούσαν ακραίες και μη προβλέψιμες καταστάσεις αλλά εντάσσονταν στα πλαίσια του επιχειρηματικού ρίσκου που είχε αναλάβει η εναγόμενη εντός των πλαισίων της (επίδικης) σύμβασης εγγυημένης κράτησης.

Είναι, λοιπόν, τα όσα βιώνουμε «περιστατικά ανωτέρας βίας»; Ας το δούμε με κάποια υποθετικά παραδείγματα. Ο Α έχει αγοράσει νέα έπιπλα για τα δωμάτια του ξενοδοχείου του, το οποίο δεν θα λειτουργήσει. Δικαιούται να ζητήσει απαλλαγή από τη σύμβαση; Ο Β έχει αναλάβει να εκτελέσει κάποιες εργασίες ανακαίνισης ενός παλιού σπιτιού σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα έναντι αυστηρών ποινικών ρητρών στην περιοχή Χ, στην οποία έχουν εμφανιστεί πολλά κρούσματα. Δικαιούται να επικαλεστεί το φόβο για την υγεία του ως λόγο για να μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση μιας παροχής; Θα άλλαζε η απάντηση αν είχε ήδη νοσήσει; Και στον αντίποδα, η απλή «οικονομική αδυναμία», λόγω μειωμένων πωλήσεων εξ αιτίας αυτής της κατάστασης, μπορεί να αποτελέσει λόγω προσωρινής απαλλαγής του οφειλέτη;

Βλέπουμε ήδη – στα ανωτέρω όχι απλά σχολικά παραδείγματα, αλλά παραδείγματα βγαλμένα από τη ζωή, αλλά και ερωτήματα που καθημερινά καλούμαστε να απαντήσουμε σε κοινωνούς του δικαίου – ότι η επίδραση του κορωνοϊού αφήνει το στίγμα της σε όλους τους τομείς της ζωής και αναπόφευκτα και της δικαϊικής. Impossibilium nullum est obligation έλεγαν οι… Ρωμαίοι ημών νομικοί πρόγονοι, αναδεικνύοντας παράλληλα και τη bona fide. Μια bona fide που υπό την δικαιοθετική της βάση στο ισχύον δίκαιο (ΑΚ 288) επιβάλλεται να «ακτινοβολήσει υπομονή» στις συναλλαγές, οδηγώντας σε μια εύλογη εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων και μετριασμό των εκατέρωθεν ζημιών. Άλλωστε, ο νομοθέτης επιβάλλοντας υποχρέωση καταβολής του 60% του μισθώματος, έδειξε το δρόμο για μια κατανομή των βαρών.

Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης
Δικηγόρος, Δρ. Νομικής
Attorney at Law, Lamda Development S.A.