Οι σύγχρονες προκλήσεις του δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας

Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου, Managing Partner, AP Law Firm

Tο δίκαιο διανοητικής ιδιοκτησίας αφορά νευραλγικούς τομείς της αγοράς (ψυχαγωγία, τεχνολογίες, άυλα περιουσιακά στοιχεία επιχειρήσεων), κατά το τρέχον δε διάστημα επίκεινται σημαντικές αλλαγές που χρήζουν επισήμανσης. Χαρακτηριστικά θα αναφερθούμε επιλεκτικά σε δύο αντικείμενα προς ανάπτυξη: α) την νέα Οδηγία (ΕΕ) 2019/790, και β) την τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence – AI).

α) Μία από τις μεγαλύτερες σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι η εκμετάλλευση πνευματικών έργων (οπτικοακουστικών έργων, μουσικών έργων, βιβλίων, κλπ) στο ψηφιακό περιβάλλον κυρίως μέσω των μεγάλων πλατφορμών παροχής επιγραμμικών υπηρεσιών (YouTube, Facebook, Instagram, TikTok, Spotify κ.ά.). Μέχρι τώρα, η κατάσταση στο ψηφιακό περιβάλλον ήταν εν πολλοίς αρρύθμιστη ακόμη και στα κράτη μέλη της ΕΕ, κυρίως λόγω της αποσπασματικής αντιμετώπισης και έλλειψης ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου. Το πιο διαδεδομένο εργαλείο στο οποίο προστρέχουν οι δικαιούχοι για να περιορίσουν τις παράνομες χρήσεις των έργων τους στο Διαδίκτυο είναι το λεγόμενο «notice and take down» νομοθετικό εργαλείο αμερικανικής προέλευσης αποφυγής εν πολλοίς της ευθύνης του χρήστη, δηλαδή η ειδοποίηση κάθε φορά του διαδικτυακού παρόχου από τον δικαιούχο προκειμένου να «κατέβει» το παράνομο περιεχόμενο.

Ωστόσο, έχουμε διαπιστώσει ότι η λύση αυτή δεν αποφέρει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς ο δικαιούχος επωμίζεται όλο το βάρος (και τα σχετικά έξοδα) για τον εντοπισμό παράνομου περιεχομένου στο αχανές ψηφιακό περιβάλλον, ενώ ακόμα και όταν πετύχει να κατεβάσει το παράνομο περιεχόμενο από μία ιστοσελίδα αντιμετωπίζει τα γνωστά προβλήματα της επαναφόρτωσής του από άλλον υπερσύνδεσμο ή από άλλο όνομα χρήστη. Επιπλέον, το notice-and-take-down είναι ένας κατασταλτικός μηχανισμός επί διαπιστωθείσας προσβολής που δεν εξασφαλίζει έσοδα στους δικαιούχους, καθώς μέχρι τώρα οι ψηφιακοί πάροχοι δεν έσπευδαν να λάβουν άδειες από τους δικαιούχους για χρήσεις των έργων τους, εκμεταλλευόμενοι την «ασυλία» που τους παρείχε το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.

Έτσι, έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό «value gap» μεταξύ αφενός των πολύ μεγάλων εσόδων που εισπράττουν οι πλατφόρμες από την ψηφιακή εκμετάλλευση πνευματικών έργων και αφετέρου της υπο-αμοιβής των δικαιούχων από την χρήση των έργων τους, τα οποία (πνευματικά έργα) αποτελούν την πρώτη ύλη εκμετάλλευσης και την βασική πηγή εσόδου των συγκεκριμένων πλατφορμών.

Αυτό το value gap φιλοδοξεί να αμβλύνει η νέα Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά, η οποία θα ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη το προσεχές διάστημα (στις 18-10-2022 εισήλθε στο στάδιο της διαβούλευσης).

Η οδηγία αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς εμφιλοχωρεί για πρώτη φορά στο σύστημα των συμβάσεων μεταξύ δημιουργών/ερμηνευτών και των εκμεταλλευόμενων τα έργα/ερμηνείες τους (όπως παρόχους περιεχομένου, μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς κλπ) και δημιουργεί νέα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 18-23 της Οδηγίας στοχεύουν για πρώτη φορά στην ενιαία ρύθμιση του σχετικού συμβατικού πλαισίου με σκοπό την ενίσχυση της θέσης των δημιουργών και ερμηνευτών.

Θα σταθώ ιδίως στο Άρθρο 18 που αναγνωρίζει την γενική αρχή της δέουσας και αναλογικής αμοιβής των δημιουργών και ερμηνευτών, και το οποίο εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τις μη αναλογικές εφάπαξ καταβαλλόμενες αμοιβές που απαντώνται πολύ συχνά στην συγκεκριμένη αγορά, σκοπεύει δε η συγκεκριμένη ρύθμιση να λειτουργήσει ως διαπραγματευτικό εργαλείο προς όφελος των δημιουργών και ερμηνευτών. Η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν φαίνεται και δεν είναι λογικό για λόγους συναλλακτικής ασφάλειας να καταλαμβάνει τις αμοιβές που έχουν συμφωνηθεί σε προηγούμενες συμφωνίες. Το δε Άρθρο 19 προβλέπει την υποχρέωση διαφάνειας με επικαιροποιημένες και επαρκείς πληροφορίες σε ετήσια βάση προς τους δημιουργούς και ερμηνευτές σχετικά με την εκμετάλλευση και προώθηση των έργων τους από τους τρίτους που τα εκμεταλλεύονται (ειδικούς διαδόχους, αδειούχους και υποαδειούχους αυτών).

Επίσης, το Άρθρο 20 προβλέπει ένα μηχανισμό αναπροσαρμογής των συμβάσεων στην περίπτωση που η αμοιβή των δημιουργών/ερμηνευτών ήταν δυσανάλογα χαμηλή σε σχέση με τα μετέπειτα εισπραττόμενα έσοδα (ένα είδος «best seller clause»). Εκτιμώ ότι το εν λόγω άρθρο θα δημιουργήσει σημαντική αναστάτωση στην αγορά καθώς μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση συμβάσεις εν ισχύ και να δημιουργήσει προβλήματα σε συμβάσεις τα δικαιώματα εκ των οποίων θεωρούνται μέχρι εκείνη την στιγμή εκκαθαρισμένα και συνεπώς τα συγκεκριμένα αντικείμενα εκμετάλλευσης (πνευματικά έργα και ερμηνείες) ελεύθερα προς εκμετάλλευση.

Περαιτέρω, το πολυσυζητημένο άρθρο 17 της Οδηγίας θεσπίζει την ευθύνη των παρόχων διαμοιρασμού περιεχομένου για την παρουσίαση και κατ΄ αίτηση διάθεση στο κοινό έργων που αναρτώνται από τους χρήστες τους. Στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται για πρώτη φορά ότι οι πλατφόρμες θα πρέπει να λαμβάνουν άδειες από τους δικαιούχους για τα έργα που ανεβάζουν οι χρήστες τους, αλλιώς υπέχουν ευθύνη θεωρώντας ο Ευρωπαίος νομοθέτης ανεπαρκές το σύστημα του notice and take down. Όσο και να φαίνεται δύσκολη η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης και να αποτελεί όπως πάντα αντικείμενο συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συμφερόντων (γεγονός που απεικονίζεται στις ευρείες εξαιρέσεις και δυσεφάρμοστες κυρώσεις) θα δημιουργήσει ευκαιρία νέου σημαντικού εσόδου για τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές αλλά και την ανάγκη αρκετά σημαντικών επενδύσεων από την πλευρά των υπόχρεων παρόχων προκειμένου να τύχει εφαρμογής (λειτουργία αυτοματοποιημένου αλγορίθμου φιλτραρίσματος/upload filters και ανθρώπινος έλεγχος, stay down μηχανισμός, μηχανισμός εξεύρεσης δικαιούχων κλπ).

Τέλος, το Άρθρο 15 εισάγει ένα νέο sui generis δικαίωμα περιορισμένης διάρκειας (2 έτη) για τους εκδότες τύπου σχετικά με επιγραμμικές χρήσεις των εκδόσεών τους. Το εν λόγω δικαίωμα αποσκοπεί στη δημιουργία μίας νέας πηγής εσόδων των εκδοτών για τις επιγραμμικές εκμεταλλεύσεις, που θα εισρεύσουν από τους παρόχους υπηρεσιών κοινωνίας της πληροφορίας (κυρίως news aggregators και social media).

Όλες αυτές οι καινοφανείς ρυθμίσεις της Οδηγίας 2019/790 αναμένεται να δημιουργήσουν σημαντική ανασφάλεια στις συναλλαγές. Υπ’ αυτό το πρίσμα, εξισορροπιστικό ρόλο μπορεί να παίξει η εναλλακτική επίλυση των διαφορών μέσω της εκούσιας διαμεσολάβησης και της διαιτησίας, κάτι που αναγνωρίζει ρητά και η ίδια η Οδηγία (βλ. άρθρα 13 και 21 αυτής).

β) Οι εξελίξεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence – AI), επηρεάζουν ποικιλοτρόπως το δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας.

Στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας ειδικότερα, τίθενται ζητήματα αναφορικά με τη δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εφευρέσεων που δημιουργούνται από μηχανές τεχνητής νοημοσύνης (AI patents) και τον προσδιορισμό του εφευρέτη. Αντίστοιχα, στην πνευματική ιδιοκτησία, ανακύπτουν ερωτήματα για το ποιος είναι ο δημιουργός και πρωτογενής δικαιούχος επί έργων που δημιουργούνται από ή με την συνδρομή της τεχνητής νοημοσύνης (AI-generated works).

Αυτά τα ζητήματα έχουν αρχίσει να απασχολούν τα γραφεία διανοητικής ιδιοκτησίας και τα δικαστήρια διεθνώς. Σημειώνεται ωστόσο ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει αποκτήσει ακόμα τέτοιο επίπεδο αυτονομίας ώστε να απουσιάζει τελείως η ανθρώπινη σύμπραξη στο παραγόμενο έργο. Συνεπώς, οι υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις για τα προγράμματα Η/Υ φαίνεται προσώρας να μπορούν να εφαρμοστούν και για τα AI-generated works. Κομβικής σημασίας βεβαίως είναι η σωστή αποτύπωση της αλυσίδας διαδοχής των δικαιωμάτων στις καταρτιζόμενες συμβάσεις.
Ένα άλλο ζήτημα που γεννάται είναι αυτό της συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης από AI (π.χ. περίπτωση όπου μία μηχανή τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιήσει ως δεδομένα μηχανικής μάθησης πνευματικά έργα χωρίς άδεια), για το οποίο ήδη σε ενωσιακό επίπεδο υπάρχουν σημαντικές πρωτοβουλίες με προτάσεις κανονισμών και οδηγιών για εναρμονισμένη ρύθμιση στην εσωτερική αγορά.