Η σχέση μιας Μαύρης Πέμπτης με την τάση των FinTech

Γράφει ο Γιάννης Μουρατίδης, Δημοσιογράφος

Η χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ έχει βιώσει αρκετές “βουτιές”. Καμία, όμως, δεν ήταν συντομότερη από το flash crash που έγινε στις 6 Μαΐου του 2010 και είχε ως αποτέλεσμα ο Dow Jones να σημειώσει απώλειες σχεδόν 1000 μονάδων, σε λιγότερο από 36 λεπτά.

Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για αυτό το συμβάν είναι αρκετές. Ωστόσο, ο κοινός τους τόπος είναι ότι συνδέονται με την αξιοποίηση της τεχνολογίας στις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Η πιο φημισμένη εξ’ αυτών αφορά την πρωτοβουλία που πήραν κάποιοι αλγόριθμοι, στους οποίους δεν είχαν τεθεί όρια, με αποτέλεσμα να πράξουν χωρίς ηθικό δισταγμό, με στόχο το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.

Για όποιον ενδιαφέρεται, υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με το συμβάν. Εμείς, όμως, θα το αφήσουμε στις αναμνήσεις μας και θα το χρησιμοποιήσουμε ως ορόσημο για τη διείσδυση της τεχνολογίας πιο βαθιά στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Τρία χρόνια πριν το flash crash, στη φάση μιας άλλης οικονομικής κρίσης, ο όρος FinTech (Financial Technology) είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός, αν και οι πρώτες αναφορές σε αυτόν εμφανίζονται τη δεκαετία του 1980. Ο όρος εμφανίστηκε ως ομπρέλα για τις επιχειρήσεις που αξιοποιούσαν την τεχνολογία για να βελτιώσουν τις υπηρεσίες και τα προϊόντα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σύντομα συνδέθηκε με την ανερχόμενη τάση των startups, οι οποίες είχαν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και έντονο οικονομικό κίνητρο για να ταράξουν τα στάσιμα νερά μιας αγοράς που ήταν από τις πιο παραδοσιακές μέχρι τότε.

Αρκετοί μελλοντολόγοι είχαν προβλέψει τότε ότι η Apple ή η Google θα μπορούσαν να είναι οι τράπεζες του μέλλοντος και ότι συστήματα, όπως αυτά των Mastercard και VISA, ήταν πιθανό να τεθούν σε αχρηστία εξαιτίας της εμφάνισης νέων τρόπων συναλλαγών. Αρχικά, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αγνόησαν την αλλαγή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έγιναν και αλαζονικοί, εκφράζοντας θέσεις όπως, “θα τους αφήσουμε να κάνουν τη δουλειά για εμάς και μετά θα τους εξαγοράσουμε. Άλλωστε από εμάς θα έχουν πάρει τα δάνεια.”.

Η σκέψη για τα δάνεια δεν ήταν λάθος, γιατί πράγματι οι νέες επιχειρήσεις χρειάζονταν κεφάλαια για να αναπτυχθούν. Ενώ, όμως, οι παραδοσιακοί χορηγοί κεφαλαίων ήταν οι τράπεζες, οι venture capitalists και τα ανεξάρτητα fundsάρχισαν να πληθαίνουν και «να τους παίρνουν τη μπουκιά από το στόμα». Έτσι, οι “παλαιοί” χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί βρέθηκαν απέναντι σε ανταγωνιστές που δεν χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι.

Σήμερα, ο όρος FinTech περιγράφει ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες ξεκινούν από τις απλές μεταφορές χρημάτων, όπως το “αρχαίο” πλέον Paypal και φτάνουν μέχρι χορηγήσεις δανείων και διαχείριση επενδύσεων. Πρακτικά δηλαδή, οι FinTech ανταγωνίζονται τους παλαιούς παίκτες σε κάθε τομέα όπου αυτοί δραστηριοποιούνταν. Στην προσπάθεια τους να εξελιχθούν, οι παλαιοί παίκτες δημιουργούν τα δικά τους FinTech τμήματα ή εξαγοράζουν FinTechs και, έτσι, έχει δημιουργηθεί ένα οικοσύστημα, μέσα στο οποίο τα όρια είναι δύσκολα ορατά.

O χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν περιχαρακωμένος και τώρα …

Ανέκαθεν, οι πύλες εισόδου στον τομέα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ήταν δύσβατες για τους πολλούς. Όσοι δάνειζαν χρήματα, εκτός του τραπεζικού τομέα, θεωρούνταν τοκογλύφοι και όσοι πρόσφεραν επενδυτικές συμβουλές θεωρούνταν «αλμπάνηδες» ή «παπαγαλάκια». Θα μπορούσαμε, με ένα ποσοστό αυθαιρεσίας, να ισχυριστούμε ότι το Paypal ήταν η πρώτη “σοβαρή” εταιρεία που ξεπέρασε τις δυσκολίες και διεκδίκησε μερίδιο από μια αγορά που ήταν ανέτοιμη για αυτόν τον απροσδόκητο ανταγωνιστή. Από το 1998, οπότε και εμφανίστηκε το Paypal στην αγορά, μέχρι και σήμερα, η εικόνα μοιάζει σαν να έχει επέμβει ο Πόλοκ στη Τζοκόντα.

Οι ρυθμιστικές αρχές γίνονται διαρκώς πιο διαλλακτικές σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι τράπεζα, επιτρέπουν σε εταιρείες χωρίς σημαντικά αποθεματικά κεφάλαια να δέχονται αποταμιεύσεις και να δανείζουν, αναγκάζουν τις τράπεζες να μοιράζονται τις “μυστικές” τους πληροφορίες με “αγνώστους” και δέχονται την ύπαρξη ψηφιακών νομισμάτων που δεν ελέγχονται από κάποια κεντρική τράπεζα. Φυσικά, οι καινοτόμοι, μεταξύ των οποίων και κάποιοι τυχοδιώκτες, δεν έχασαν την ευκαιρία και, έτσι, βιώνουμε ένα Ελ Ντοράντο υπηρεσιών.

Στη φάση αυτή, ελάχιστες FinTech καταφέρνουν να είναι κερδοφόρες και οι τράπεζες χάνουν έσοδα από τους πελάτες που τους αποσπούν οι FinTech, οπότε, προσωρινά τουλάχιστον, ο αγοραστής φαίνεται να είναι ο πιο ωφελημένος. Ανάληψη μετρητών στο εξωτερικό με μηδενική προμήθεια, χρηματιστηριακές συναλλαγές με μηδενική προμήθεια, άνοιγμα λογαριασμού με μερικά κλικ στο smart phone, είναι μερικές μόνο από τις νέες υπηρεσίες που είναι σήμερα διαθέσιμες και δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πριν μερικά χρόνια.

Σύμφωνα με μελέτη της EY, η αποδοχή υπηρεσιών FinTech από τους αγοραστές από το 16% το 2015, την πρώτη χρονιά που η EY παρουσίασε τον Global FinTech Adoption Index, ανέβηκε στο 33% το 2017 και έφτασε το 64% το 2019. Την περασμένη τριετία, οι FinTech έχουν βάλει στο στόχαστρό τους τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πλέον υπάρχουν χώρες, όπως η Κίνα, όπου πάνω από το 60% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων χρησιμοποιούν υπηρεσίες FinTech.

Μένοντας στη σημασία των αριθμών, σύμφωνα με έρευνα που διαθέτει η The Business Research Company, η παγκόσμια αγορά FinTech είχε αποτίμηση 128 δις δολάρια το 2018 και αναμένεται να φτάσει τα 310 δις δολάρια το 2022. Η ανάπτυξη στον τομέα των πληρωμών είναι αυτή που ωθεί προς τα πάνω την αγορά και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τεχνολογικών κολοσσών, όπως η Apple και η Google. To Apple Pay έγινε πρόσφατα διαθέσιμο στην ελληνική αγορά και, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, η αποδοχή του είναι θεαματική.

Εστιάζοντας στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα που δημοσιεύονται στο Statista.com, οι συνολικές επενδύσεις σε εταιρείες FinTech ξεπέρασαν τα 5.1 δις δολάρια

Εστιάζοντας στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα που δημοσιεύονται στο Statista.com, οι συνολικές επενδύσεις σε εταιρείες FinTech ξεπέρασαν τα 5.1 δις δολάρια. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η αποδοχή του online banking στην Ελλάδα ήταν, το 2019, περίπου στο 31% και το αντίστοιχο νούμερο για τη Νορβηγία ήταν 95%, μπορούμε να έχουμε μια γενική εικόνα για την αποδοχή υπηρεσιών FinTech στη χώρα μας και τα περιθώρια ανάπτυξης τα ερχόμενα χρόνια.

Στην Ελλάδα έχουν μπει οι βάσεις και αναμένονται καλές ιδέες και κεφάλαια

Οι διαδικασίες για την ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς FinTech έχουν ήδη δρομολογηθεί, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία του Regulatory Sandbox. Επιπλέον, η ΤτΕ, προκειμένου να διευκολύνει την καινοτομία στον χρηματοοικονομικό χώρο, σύστησε το Μάρτιο του 2019 το FinTech Innovation Hub, το οποίο αποτελεί ένα εξειδικευμένο σημείο επαφής για τις εταιρείες, στο οποίο μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις στις αρμόδιες αρχές, για θέματα που σχετίζονται με τεχνολογίες FinTech και να λαμβάνουν μη δεσμευτικές οδηγίες, σχετικά με την κανονιστική συμμόρφωση καινοτόμων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, με απαιτήσεις αδειοδότησης και ρυθμιστικές/εποπτικές προσδοκίες.

Σύμφωνα με την έκθεση του 2019 που δημοσίευσε το FinTech Innovation Hub, από τη σύστασή του, ο Κόμβος έχει λάβει συνολικά 36 αιτήματα, εκ των οποίων το 70% προήλθε από νεοφυείς επιχειρήσεις και το υπόλοιπο 30% από εδραιωμένες επιχειρήσεις, εταιρίες τεχνολογίας, άλλες εποπτικές αρχές και δικηγορικά γραφεία. Από το σύνολο των επιχειρήσεων, 80% δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κάποια αρμόδια αρχή.

Σε ποσοστό 25%, οι αιτούντες επανήλθαν με νέα σειρά ερωτήσεων ή επιδίωξαν συνάντηση στο χώρο της ΤτΕ, προκειμένου να παρουσιάσουν το προϊόν ή την υπηρεσία τους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (περίπου 65% του συνόλου), αντικείμενο του αιτήματος ήταν πληροφορίες σχετικά με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο και την απόκτηση άδειας λειτουργίας, ενίοτε σε συνδυασμό και με νομικά ερωτήματα.

H Επιτροπή Ανταγωνισμού, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η χρηματοοικονομική τεχνολογία, έχει προχωρήσει στην εκκίνηση κλαδικής έρευνας στις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες

Επιπλέον των παραπάνω ενεργειών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η χρηματοοικονομική τεχνολογία, έχει προχωρήσει στην εκκίνηση κλαδικής έρευνας στις χρηματοοικονομικές τεχνολογίες, ασκώντας τη σχετική αρμοδιότητα που έχει αναλάβει βάσει του άρθρου 40 του ν. 3959/2011. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, θα εξεταστούν ζητήματα όπως το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο στις αγορές αυτές, με έμφαση σε τυχόν απαιτήσεις αδειοδότησης, τυχόν ασάφειες ή κενά του πλαισίου αυτού.

Όπως αναφέρει η δικηγόρος Ερικέτη Διακουμάκου με M.Sc στο Banking and Finance Law, LL.M. InternationalCommercial LawΧωρίς αμφιβολία, η κληρονομιά της υγειονομικής κρίσης θα είναι μεγάλη. Μετά τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημοσίου -που ήδη λαμβάνει χώρα- σειρά έχει η προσαρμογή της χώρας μας στη νέα πραγματικότητα των χρηματοοικονομικών τεχνολογιών. Βασική προϋπόθεση, να γίνει με όρους που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και θα καταστήσουν την Ελλάδα “ισχυρό παίκτη” στις διεθνείς αγορές.”

Το Open Banking ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό

Οι κάτοχοι της κάρτας μιας ψηφιακής τράπεζας, η οποία δραστηριοποιείται και στην Ελλάδα, διαπίστωσαν με έκπληξη, πριν από μερικούς μήνες, ότι χρεώνονταν μια προμήθεια όταν χρησιμοποιούσαν την κάρτα τους για ανάληψη μετρητών. Η προμήθεια αυτή δεν υπήρχε στο ξεκίνημα της χρήσης της κάρτας στην ελληνική αγορά και η ψηφιακή τράπεζα αναγκάστηκε να ενημερώσει τους πελάτες της ότι η προμήθεια ήταν ένα εμπόδιο που προσπαθούσαν να θέσουν οι εγχώριες τράπεζες. Επίσης, η εταιρεία ενημέρωσε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να απορροφήσει αυτήν τη χρέωση.

Διανύουμε μια περίοδο, στη διάρκεια της οποίας θεωρητικά οι τράπεζες τελειοποιούν τα Open APIs, δηλαδή γέφυρες που θα δώσουν τη δυνατότητα σε άλλες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και ανταγωνιστές τους, να αξιοποιήσουν δεδομένα, τα οποία μέχρι πριν από ένα έτος τα κρατούσαν κλειδωμένα στα ψηφιακά τους θησαυροφυλάκια, όπως για παράδειγμα υπόλοιπα λογαριασμών, δάνεια κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, οι FinTechs προετοιμάζουν τις εφαρμογές τους για να υποδεχτούν τα νέα πολύτιμα δεδομένα και να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στους πελάτες τους, τόσο σε σχέση με αυτές που προσέφεραν μέχρι τώρα, όσο και σε σχέση με αυτές που τους προσφέρουν οι τράπεζες. Παράλληλα, οι τράπεζες βελτιώνουν τις δικές τους εφαρμογές, ώστε οι πελάτες τους να προτιμήσουν αυτές και όχι τις εφαρμογές μιας FinTech.

Θεωρητικά, η PSD2 προβλέπει ότι, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, οι τράπεζες δεν πρέπει να δημιουργήσουν εμπόδια στις FinTech. Θα γίνει, όμως, αυτό και πράξη; Εκπρόσωποι των τραπεζών παραδέχονται ότι τα τεχνολογικά τους τμήματα δεν είναι τόσο εξελιγμένα όσο αυτά των FinTech. Επιπλέον, αναδύονται ερωτηματικά, όπως ποιοι θα έχουν την ευθύνη σε περίπτωση απώλειας δεδομένων, λόγω σφάλματος ή κακόβουλης ενέργειας, οπότε και ποιοι θα πληρώσουν το πρόστιμο που προβλέπει ο GDPR; Θα μπορούσαν κακόβουλοι χρήστες να αξιοποιήσουν τις γέφυρες ανάμεσα σε τράπεζες και FinTech για να μπουν στα ενδότερα των τραπεζικών συστημάτων και να αποσπάσουν πολύτιμα δεδομένα;

Τα παραπάνω είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου, εάν φανταστούμε και την είσοδο των κολοσσών της τεχνολογίας στο Open Banking. Εταιρείες, όπως οι Apple, Facebook, Google και άλλες, έχουν αποθεματικά σε ρευστό που είναι πολλαπλάσια αυτών εκατοντάδων τραπεζών. Οπότε, αν οι τράπεζες διαθέσουν στις εταιρείες αυτές τα δεδομένα τους, αυτομάτως τις θέτουν σε ηγετική θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Για παράδειγμα, το Facebook έχει πολύ μεγαλύτερο πελατολόγιο από οποιαδήποτε τράπεζα του πλανήτη, γνωρίζει για τους πελάτες του προσωπικά δεδομένα που δεν γνωρίζει καμία τράπεζα στον πλανήτη και, άρα, αν συλλέξει και τα δεδομένα που θα διαθέσουν οι τράπεζες μέσω Open Banking, θεωρητικά βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.

Το βέβαιο είναι ότι οι τράπεζες δεν θα πέσουν αμαχητί και τα νομικά τους τμήματα θα είναι διαρκώς υπ’ ατμόν για να δημιουργήσουν ασπίδες, μέχρι τα τμήματα τεχνολογίας να βρουν λύσεις που θα μειώνουν το ρίσκο του Open Banking. Σε αυτήν την αρένα, η εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού των νομικών τμημάτων θα παίξει καθοριστικό ρόλο, γεγονός που ήδη έχει αποδειχτεί από την εφαρμογή του GDPR και έπειτα.