Εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης: Πόσο ανάγκη έχουμε τη χρηματοδότηση τύπου venture capital και private equity;

Αλεξάνδρα Μπάλτα, Δικηγόρος, Manager στην «Πλατής – Αναστασιάδης & Συνεργάτες» Δικηγορική Εταιρεία, συνεργαζόμενη με την ΕΥ Ελλάδος, μέλος του δικτύου ΕΥ Law

H επαρκής χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της δραστηριότητάς τους. Η ταραχώδης περίοδος της οικονομικής και δημοσιονομικής ύφεσης και οι δυσχέρειες στη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες προκλήσεις (ενεργειακή και πανδημική κρίση, πληθωρισμός, κ.λπ.), καθιστούν την ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών χρηματοδοτικών διαύλων επιτακτική.

Η πρακτική της αγοράς έχει αναδείξει τη σημασία δύο μορφών χρηματοδότησης: των private equity (PEs) funds (ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια) και των venture capital (VCs) funds (κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών) – οι οποίες φαίνεται να ικανοποιούν τα αιτήματα, αφενός των επιχειρήσεων για μείωση του κόστους του εταιρικού κεφαλαίου και, αφετέρου, των επενδυτών, για εξισορρόπηση της σχέσης κίνδυνου-κέρδους. Η δράση τους αφορά τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων έναντι της συμμετοχής των επενδυτών στο κεφάλαιό τους με την απόκτηση μετοχών ή ομολογιών και με απώτερο στόχο την αποεπένδυση. Παρά τις κοινές τους βάσεις, τα δύο αυτά σχήματα εμφανίζουν διαφορές στην επενδυτική συμπεριφορά, κυρίως ως προς το είδος των επιχειρήσεων που συμμετέχουν και τη διάρκεια της συμμετοχής τους.

Τα PEs συνιστούν ιδιωτικά κεφάλαια που επενδύονται σε υφιστάμενες εταιρείες με σταθερές χρηματοροές και προοπτικές εξέλιξης, για την εξαγορά τους, είτε την απόκτηση πακέτων μετοχών, και αποβλέπουν στη βελτίωση των αποδόσεών τους. Η ρευστοποίηση της συμμετοχής των επενδυτών, πραγματοποιείται συνήθως μέσα σε τρία έως πέντε έτη.

Με τα VCs, επιδιώκεται η μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση startups. Αναλαμβάνοντας τον υψηλό κίνδυνο που απορρέει από τη νεοσύστατη φύση τέτοιων εταιρειών, οι επενδυτές επιζητούν την επιτυχή ανάπτυξή τους και αναλόγως υψηλές αποδόσεις. Η αποεπένδυση συνήθως πραγματοποιείται με την είσοδο των επιχειρήσεων σε ανοιχτές αγορές, ή τη μεταπώληση των μεριδίων, σε διάστημα πέντε έως επτά ετών.

Η ισχυρή παρουσία αυτών των μορφών χρηματοδότησης αναδεικνύει την αποτελεσματική ανταπόκρισή τους στην κάλυψη των σύγχρονων απαιτήσεων. Μέσω αυτών, οι επιχειρηματίες απολαμβάνουν τα προνόμια μιας κλασσικής δανειοδότησης, απαλλασσόμενοι από μειονεκτήματα, όπως η επιφυλακτικότητα των τραπεζών, η παροχή εγγυήσεων και η απουσία ευελιξίας στις διαπραγματεύσεις. Με σκοπό τη στάθμιση του κινδύνου που αναλαμβάνουν, οι επενδυτές αποκτούν λόγο και ρόλο στη διοίκηση και στη χάραξη της στρατηγικής της επιχείρησης, γεγονός που συχνά επιφέρει μεταβολές στη δομή και τη λειτουργία της, παράλληλα, όμως, προσφέρει τη δυνατότητα αξιοποίησης της τεχνογνωσίας και της εμπειρίας των χρηματοδοτών.

Οι επενδυτές, λόγω της ενδελεχούς εκτίμησης των προοπτικών σε προ-επενδυτικό στάδιο, εξασφαλίζουν σημαντικές πιθανότητες ευδοκίμησης των κινήσεών τους και αποκόμισης υψηλών κερδών. Ωστόσο, το ρευστό περιβάλλον δημιουργεί αντίστοιχες πιθανότητες για υψηλές απώλειες. Για τους ίδιους λόγους, ανακριβείς μπορεί να αποδειχθούν οι προβλέψεις σχετικά με τον χρόνο απόδοσης, με αποτέλεσμα τη μακροχρόνια και απρόσφορη δέσμευση των κεφαλαίων. Οι, δε, νομοθετικές προβλέψεις, φαίνεται πως ευνοούν τους επενδυτές, αναγνωρίζοντάς τους φορολογικές ελαφρύνσεις και οικονομικά προνόμια.

Στα VCs ανακύπτουν νομικά προβλήματα που αφορούν τη μετοχική δομή και τον κίνδυνο «αραίωσης» της συμμετοχής. Η κυμαινόμενη εξέλιξη μιας επιχείρησης και οι ενδεχόμενοι νέοι «γύροι» χρηματοδότησης, δύνανται να προκαλέσουν οικονομική αραίωση της αξίας των συμμετοχών των VCs, οπότε και ανακύπτει ανάγκη προστασίας των επενδυτών αυτών. Παράλληλα, κρίσιμη αναδεικνύεται η ρύθμιση και η εξασφάλιση των δικαιωμάτων διοίκησης με τη διαμόρφωση των κατάλληλων συμφωνιών μεταξύ των επενδυτών και των μετόχων και την ένταξή τους στις διατάξεις του καταστατικού. Στην Ελλάδα, τα VCs ενσωματώνονται στις Εταιρείες Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.), η δε νομοθετική τους ρύθμιση γίνεται με τον ν. 2367/1995. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι συνιστούν ανώνυμες εταιρείες με σκοπό τη συμμετοχή σε κεφάλαια επιχειρήσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ περαιτέρω ρυθμίζονται περιορισμοί σχετικά με τα ποσοστά συμμετοχής σε συνάρτηση με τα ίδια κεφάλαια της Ε.Κ.Ε.Σ. και χορηγούνται σημαντικά φορολογικά προνόμια.

Το σύγχρονο ελληνικό επιχειρηματικό οικοσύστημα, χάρη στις βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες και την παρουσία υψηλών καινοτομιών, είναι πρόσφορο να υποστηρίξει μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αναμένεται να προκαλέσουν αύξηση της απασχόλησης, της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και, κατ’ επέκταση, της ελληνικής οικονομίας, και να έχουν θετική συμβολή στον επιχειρηματικό ανταγωνισμό. Απαιτείται, λοιπόν, η εγκαθίδρυση κατάλληλων μηχανισμών, προκειμένου να δομηθεί και να ρυθμιστεί μία τέτοια επένδυση, για την προστασία του επενδυτή και την προσέλκυση περισσότερων επενδυτικών κεφαλαίων μέσω της παροχής κινήτρων.