Τραπεζική κρίση και ασφάλιση καταθέσεων: Η επερχόμενη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου διαχείρισης

Tο πλαίσιο διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων (Crisis Management and Deposit Insurance Framework – CMDI) αποτέλεσε το επίκεντρο της συζήτησης ουκ ολίγες φορές από το 2014, οπότε και θεσμοθετήθηκε. Αν και επρόκειτο για το σύνολο των κανόνων που αναπτύχθηκαν εξ αφορμής της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αντιμετώπισε χρόνια προβλήματα, αφού αφορούσε τη διαχείριση των πτωχεύσεων των τραπεζών με ομαλό και οικονομικά αποτελεσματικό τρόπο. Με στόχο την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των καταθέσεων, το εν λόγω πλαίσιο βρέθηκε στην αιχμή του δόρατος για τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Τραπεζικής Ένωσης σε διάφορες πρόσφατες κρίσεις, όπως η πανδημία του Covid-19 και ο πόλεμος της Ουκρανίας.

Η εμπειρία, όμως, των περασμένων ετών έδειξε ότι παρά την υψηλή ρευστότητα και τη στενή εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών, το CMDI δεν είναι ένα εργαλείο που προτιμάται πάντα, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα οι μικρότερες και μεσαίες τράπεζες της ΕΕ. Αντίθετα, πολλά κράτη επιλέγουν λύσεις εκτός του εναρμονισμένου πλαισίου εξυγίανσης, όπως την εμπλοκή του κρατικού προϋπολογισμού αντί των απαιτούμενων εσωτερικών πόρων της τράπεζας. Στόχος, επομένως, της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του πλαισίου είναι η βελτίωση των εργαλείων αντιμετώπισης κρίσεων στις μεσαίες και μικρότερες τράπεζες, έτσι ώστε να διασφαλισθεί ότι, όταν εκδηλώνεται μια κρίση και όταν διακυβεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι κανόνες που διέπουν τη διαχείριση των τραπεζικών κρίσεων και την ασφάλιση των καταθετών στην ΕΕ.

Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή φιλοδοξεί να διαφυλάξει καλύτερα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών και να αποθαρρύνει τις αρχές από την προσφυγή στα χρήματα των φορολογουμένων.

Η πρόταση της Επιτροπής αποτελείται από τρεις διακριτές νομοθετικές προτάσεις που τροποποιούν τα αντίστοιχα νομοθετικά κείμενα:

  • την Οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων Επενδύσεων (Οδηγία 2014/59/ΕΕ – BRRD)
  • τον Κανονισμό για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (Κανονισμός 806/2014 – SRMR)
  • την Οδηγία για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων (Οδηγία 2014/49/ΕΕ – DGSD).

Στόχοι της μεταρρύθμισης
Η πρόταση της Επιτροπής εκτείνεται σε μεγάλο εύρος κανόνων, καθώς εξυπηρετεί έναν τριπλό στόχο. Ο άμεσος στόχος είναι η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η προστασία των χρημάτων των φορολογουμένων μέσω της χρήσης ιδιωτικά χρηματοδοτούμενων συστημάτων εγγύησης καταθέσεων σε καταστάσεις κρίσης. Αν και πάντα τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας των τραπεζών θα είναι ο βασικός μηχανισμός απορρόφησης των ζημιών, τέτοιου τύπου δίκτυα ασφαλείας, όπως τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων και τα ταμεία εξυγίανσης, τα οποία αναμένεται να ξεπεράσουν τα 55 δισ. ευρώ και τα 80 δισ. ευρώ αντίστοιχα έως το 2024, μειώνουν ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο έκθεσης των κρατικών κεφαλαίων σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων.

Εφόσον επιτευχθεί ο στόχος αυτός, τότε θα οδηγήσει και στη θωράκιση της πραγματικής οικονομίας από τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας των τραπεζών, αλλά και στην αποτελεσματικότερη προστασία για τους καταθέτες. Η επέκταση της προστασίας των καταθετών σε δημόσιους φορείς και η εναρμόνιση των προτύπων προστασίας σε ολόκληρη την ΕΕ αποτυπώνει αυτή ακριβώς τη φιλοσοφία, ότι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος προστατεύεται αλληλένδετα με τους καταθέτες και τον κρατικό προϋπολογισμό.

Πεδίο εφαρμογής
Από την αρχή της εφαρμογής του, το πλαίσιο εξυγίανσης των τραπεζών είχε ως στόχο να είναι δυνητικά εφαρμόσιμο στην ομαλή διαχείριση της κρίσης σε οποιαδήποτε τράπεζα, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική της θέση, το μέγεθός της ή το επιχειρηματικό της μοντέλο. Έτσι, οι διαδικασίες εξυγίανσης δεν ίσχυαν μόνο για τις μεγάλες τράπεζες, αλλά για οποιαδήποτε τράπεζα επιτελεί κρίσιμο ρόλο στην οικονομία ή της οποίας η πτώχευση θα μπορούσε να έχει συστημικές επιπτώσεις. Η αξιολόγηση των δύο αυτών παραγόντων γινόταν ανέκαθεν από τις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών.

Με τη μεταρρύθμιση του πλαισίου CMDI στόχος είναι να διαφυλαχθεί καλύτερα η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και να αποφευχθεί η προσφυγή στα χρήματα των φορολογουμένων

Η πρόταση της Επιτροπής δεν αλλάζει αυτή τη θεμελιώδη αρχή. Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν κατά περίπτωση εάν μια τράπεζα πρέπει να εξυγιανθεί με βάση το πλαίσιο CMDI ή να υπαχθεί σε εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, βάσει αξιολόγησης του δημόσιου συμφέροντος και σύγκρισης των πλεονεκτημάτων των δύο εναλλακτικών λύσεων, πάντα στους άξονες της προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της εμπιστοσύνης των καταθετών και των φορολογουμένων.

Αυτό που αλλάζει στο νέο προτεινόμενο πλαίσιο είναι η διαμόρφωση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας των εθνικών αρχών εξυγίανσης, έτσι ώστε να επιτευχθεί καλύτερο επίπεδο εναρμόνισης στην ΕΕ. Η μεταρρύθμιση αυτή δεν θα καθορίσει εκ των προτέρων κατώτατα όρια για τον προσδιορισμό του κατά πόσον μια τράπεζα θα υπαχθεί σε εξυγίανση, καθώς η ποικιλομορφία του τραπεζικού τομέα της ΕΕ δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η κατεύθυνση που ακολουθείται είναι η αντίστροφη, καθώς πλέον η αξιολόγηση θα γίνεται σε περιφερειακό και όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο. Περαιτέρω, εισάγεται σαφής διάκριση μεταξύ της χρήσης δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων για τη στήριξη της στρατηγικής εξυγίανσης, με τελικό στόχο την ελαχιστοποίηση των ελλειμμάτων στα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.

Ασφάλιση καταθέσεων
Η κάλυψη των 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και τράπεζα, όπως ορίζεται στην Οδηγία DGSD, παραμένει για όλους τους επιλέξιμους καταθέτες της ΕΕ, οπότε σε συνδυασμό με τις σταθερές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των ευρωπαϊκών τραπεζών παρέχεται ισχυρή προστασία στους καταθέτες. Το νέο πλαίσιο, όμως, τροποποιεί την ανωτέρω Οδηγία και επεκτείνει την προστασία των καταθετών σε δημόσιους φορείς, όπως σχολεία, νοσοκομεία, δήμους κλπ. Ομοίως, τα χρήματα που κατατίθενται σε λογαριασμούς κεφαλαίων (π.χ. ιδρύματα πληρωμών και ηλεκτρονικού χρήματος, επιχειρήσεις επενδύσεων κλπ.) θα εμπίπτουν πλέον στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας των καταθέσεων, ενώ η αναθεώρηση συμπεριλαμβάνει και τα προσωρινά υψηλά υπόλοιπα σε τραπεζικούς λογαριασμούς που προκύπτουν από συγκεκριμένα γεγονότα στη διάρκεια της ζωής, όπως ασφαλιστικές αποζημιώσεις, κληρονομίες ή συναλλαγές ακινήτων.

Περαιτέρω, δίνεται έμφαση στη βελτιωμένη πληροφόρηση των καταθετών σε ένα γενικότερο κλίμα που στοχεύει στην προστασία του ασθενέστερου μέρους μέσω της σαφούς και κατανοητής πρόσβασής του στις απαραίτητες πληροφορίες. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω της καθιέρωσης ενός πανευρωπαϊκά εναρμονισμένου ενημερωτικού δελτίου που θα ενημερώνει τους καταθέτες για το επίπεδο της προστασίας που απολαμβάνουν.

Χρηματοδότηση της ομαλής εξόδου των προβληματικών τραπεζών από την αγορά
Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, οι αρχές εξυγίανσης σε κάθε χώρα καθορίζουν την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) ανά τράπεζα, δηλαδή το ελάχιστο ποσό ιδίων κεφαλαίων και μέσων που πρέπει να κατέχει μια τράπεζα ανά πάσα στιγμή, για να απορροφήσει πιθανές ζημίες και να παράσχει το απαραίτητο κεφάλαιο κατά την εξυγίανσή της. Πρόκειται για το βασικό εργαλείο διαχείρισης κρίσεων, ενώ συμπληρωματικά οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να χρησιμοποιήσουν και εξωτερική χρηματοδότηση από ιδιωτικά δίκτυα ασφαλείας, όπως τα ταμεία εξυγίανσης. Τα εθνικά συστήματα εγγύησης των καταθέσεων μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, επιπλέον των ταμείων εξυγίανσης, για τη θωράκιση των καταθετών από την ανάληψη ζημιών.

Μία από τις κυριότερες προϋποθέσεις για την πρόσβαση στα ταμεία εξυγίανσης είναι ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές πρέπει να αναλάβουν τις ζημίες (“bail-in”) με ποσό ίσο τουλάχιστον με το 8% του συνολικού παθητικού και των ιδίων κεφαλαίων της χρεοκοπημένης τράπεζας. Έτσι, τα αποθέματα MREL που κατέχει η τράπεζα και, όταν αυτά εξαντληθούν, οι υποχρεώσεις άλλων πιστωτών μπορούν να αξιοποιηθούν για την απορρόφηση ζημιών μέχρι το όριο του 8%. Ωστόσο, η εμπειρία έχει δείξει ότι για ορισμένες τράπεζες με υψηλό ποσοστό καταθέσεων, η εκπλήρωση της προϋπόθεσης του 8% μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες για τους καταθέτες, οι οποίες με τη σειρά τους θα επηρεάσουν αρνητικά την εμπιστοσύνη τους και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Η πρόταση διευκολύνει τη χρήση των κεφαλαίων από τα εθνικά συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ως “γέφυρα” για την εκπλήρωση της προϋπόθεσης του 8%, προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέτες από την ανάληψη ζημιών

Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου διευκολύνει τη χρήση των κεφαλαίων από τα εθνικά συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ως “γέφυρα” για την εκπλήρωση της προϋπόθεσης του 8%, προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέτες από την ανάληψη ζημιών. Ωστόσο, αυτό θα γίνεται υπό συγκεκριμένους όρους, αφού σε κάθε περίπτωση τόσο το ισχύον όσο και το προτεινόμενο πλαίσιο θεωρούν ως πρωταρχικό εργαλείο χρηματοδότησης την εσωτερική ικανότητα απορρόφησης ζημιών της τράπεζας. Έτσι, η χρήση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων θεωρείται αναγκαία και δικαιολογημένη: 1) σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η διάσωση των καταθετών (για να επιτευχθεί το 8%) θα οδηγούσε σε χρηματοπιστωτική αστάθεια- 2) όταν η στρατηγική εξυγίανσης οδηγεί την προβληματική τράπεζα σε έξοδο από την αγορά- και 3) το ύψος των απορροφώμενων κεφαλαίων θα έχει ανώτατο όριο, έτσι ώστε να προστατεύονται τα κεφάλαια του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων.

Βεβαίως, η προσέγγιση αυτή δεν αποσοβεί τον κίνδυνο της δημιουργίας ελλειμμάτων στα εθνικά συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Παρόλο που είναι σαφές ότι ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αυτό το ενδεχόμενο είναι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, τέτοια πολιτική συμφωνία δεν έχει επιτευχθεί προς το παρόν. Έτσι, ακόμα και στο νέο προτεινόμενο πλαίσιο ο κίνδυνος ελλειμμάτων και εξάντλησης των αποθεματικών ελλοχεύει. Άλλωστε, σύμφωνα με την ΕΚΤ, κάθε κράτος-μέλος διαθέτει τουλάχιστον μία μεσαίου ή μικρότερου μεγέθους τράπεζα για την οποία η εξασφάλιση των καλυπτόμενων καταθέσεων θα εξαντλούσε πλήρως το εθνικό σύστημα εγγύησης καταθέσεων.

Μια ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή που πρόκειται να συμβεί με τη μεταρρύθμιση του πλαισίου CMDI είναι η δημιουργία ενιαίας κατάταξης για όλες τις καταθέσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης

Συνεπώς, στην παρούσα φάση και ελλείψει μιας πιο προοδευτικής κατεύθυνσης, το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθούν τα ήδη υπάρχοντα εργαλεία για την αναπλήρωση των εθνικών συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων μέσω ad hoc συνεισφορών από τον τραπεζικό κλάδο ή την ενεργοποίηση εναλλακτικών ρυθμίσεων χρηματοδότησης. Αυτό διασφαλίζει την οικονομική ευρωστία των εθνικών συστημάτων, ακόμη και μετά από διαδοχικές παρεμβάσεις. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση του πλαισίου διευκολύνει αυτά τα εργαλεία αναπλήρωσης, έτσι ώστε να αποφευχθεί η προσφυγή σε δημόσια κεφάλαια. Φυσικά, ο βασικότερος πυλώνας προστασίας, ο οποίος διασφαλίζει και την πειθαρχία της αγοράς, είναι η διατήρηση επαρκών MREL και τα αυστηρά εποπτικά μέτρα επ’ αυτού.

Ιεραρχία των απαιτήσεων και προτίμηση των καταθετών
Μια ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή που πρόκειται να συμβεί με τη μεταρρύθμιση του πλαισίου CMDI είναι η δημιουργία ενιαίας κατάταξης για όλες τις καταθέσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης. Οι υφιστάμενοι κανόνες ιεραρχούν τους καταθέτες σε τρεις σειρές, όπου στην πρώτη βρίσκονται οι καλυπτόμενες καταθέσεις και απαιτήσεις των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, στη δεύτερη οι μη καλυπτόμενες καταθέσεις των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στην τρίτη άλλες μη καλυπτόμενες καταθέσεις.

Η αλλαγή της προτίμησης των καταθετών στην ιεράρχηση των απαιτήσεων και η υψηλότερη θέση τους από τις κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των καταθετών με σαφή διάκριση των καταθέσεων από άλλα είδη υποχρεώσεων που μπορούν να υποστούν ζημίες σε περίπτωση χρεοκοπίας με λιγότερο σημαντικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Έτσι, οι καλυπτόμενες καταθέσεις κάτω από το όριο των 100.000 ευρώ θα εξακολουθούν να προστατεύονται και βεβαίως θα εξαιρούνται από την ανάληψη ζημιών. Οι μη καλυπτόμενες καταθέσεις θα επωφεληθούν από την αλλαγή στην ιεραρχία των πιστωτών τόσο κατά την εξυγίανση όσο και κατά την αφερεγγυότητα. Κατά την εξυγίανση, θα διευκολυνθεί η μεταφορά όλων των καταθέσεων σε άλλη τράπεζα, ενώ θα διατηρείται η πρόσβαση των καταθετών στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι καταθέτες θα ανακτήσουν μεγαλύτερο μέρος των μη καλυπτόμενων ποσών στο πλαίσιο μιας ενιαίας προτίμησης.

Η αποτίμηση της μεταρρύθμισης και το μέλλον της Τραπεζικής Ένωσης
Η νομοθετική πρόταση της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου CMDI έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για την Τραπεζική Ένωση. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος στους δύο πυλώνες της Τραπεζικής Ένωσης, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης, με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να είναι αυστηρές και τον τραπεζικό τομέα να εποπτεύεται πλέον στενά και αποτελεσματικά. Παράλληλα, η ετοιμότητα του τραπεζικού συστήματος της ΕΕ για την αντιμετώπιση κρίσεων έχει ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω του σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης και της δημιουργίας από τις τράπεζες αποθέματος ασφαλείας. Μάλιστα, τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης για την Τραπεζική Ένωση καταδεικνύουν ότι οι τράπεζες συνέχισαν να αυξάνουν το ρυθμό δημιουργίας MREL, παρά την επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης στην αγορά το 2022.

Ωστόσο, οι εργασίες για την Τραπεζική Ένωση δεν έχουν ολοκληρωθεί, δεδομένου ότι ο τρίτος πυλώνας της, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS), όπως προτάθηκε από την Επιτροπή το 2015, εκκρεμεί ακόμη, καθώς η νομοθετική διαδικασία έχει ανασταλεί για περισσότερα από επτά χρόνια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Με ανακοίνωσή του στις 16 Ιουνίου 2022, το Eurogroup είχε καταστήσει σαφές ότι η επαναξιολόγηση του EDIS θα γίνει, αφού προηγουμένως υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση στο πλαίσιο CMDI.

Συνεπώς, η πρόταση της Επιτροπής όχι μόνο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση του δεύτερου πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης, αλλά ανοίγει και το δρόμο για περαιτέρω πρόοδο όσον αφορά την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης. Άλλωστε, είναι κοινή πεποίθηση ότι τόσο η πράσινη όσο και η ψηφιακή μετάβαση απαιτούν γενναίες επενδύσεις και αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων, με τον τραπεζικό τομέα να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης θα επιτρέψει στις ευρωπαϊκές τράπεζες να δραστηριοποιηθούν από θέση ισχύος, ενισχύοντας περαιτέρω την ανθεκτικότητά τους και δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας της ενιαίας αγοράς.

Δήμητρα Γιαννούλα
Δικηγόρος, Προϊστάμενος Τμήματος Συμβάσεων & Νομικής Υποστήριξης Structured Finance & Shipping της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της Eurobank A.E. «Θα ήταν κρίσιμο το νέο πλαίσιο να εξετασθεί με γνώμονα τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς του σε περίπτωση ευρύτερης συστημικής κρίσης»

Είναι αδιαμφισβήτητο, λοιπόν, ότι η αγορά είναι αισιόδοξη, συγκρατημένα ίσως, αλλά με την τάση να υποδεχτεί θετικά το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο. Όπως υπογραμμίζει η Δήμητρα Γιαννούλα, Δικηγόρος, Προϊστάμενος Τμήματος Συμβάσεων & Νομικής Υποστήριξης Structured Finance & Shipping της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών της Eurobank A.E., «οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί φαίνεται να είναι προς την ορθή κατεύθυνση για την προστασία των καταθετών και την ομαλή διαχείριση κρίσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων».

Ειδικά για την τροποποίηση της Οδηγίας BBRD, η Αναστασία Πετσινάρη, Επικεφαλής της Νομικής & Εταιρικής Διακυβέρνησης της Optima bank, αναφέρει ότι «η νέα πρόταση Οδηγίας σαφώς και λειτουργεί θετικά στην περίπτωση διαχείρισης κρίσεων τραπεζών, αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης του σημερινού πλαισίου εξυγίανσης των ευρωπαϊκών τραπεζών (BRRD). Η πρόταση διευκολύνει τη χρήση εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων σε καταστάσεις κρίσης, χρηματοδοτούμενα από τον ίδιο τον τραπεζικό κλάδο για τράπεζες που πληρούν τα κριτήρια εξυγίανσης κι εφόσον αυτές έχουν εξαντλήσει την εσωτερική τους ικανότητα απορρόφησης ζημιών, ώστε να παρέχεται αυξημένος βαθμός προστασίας σε περισσότερους επιλέξιμους καταθέτες και να αποφεύγεται να προσφεύγουν τα κράτη – μέλη σε χρήματα φορολογουμένων για την διάσωση τραπεζών και καταθέσεων».

Ωστόσο, σαφείς είναι και οι προβληματισμοί που διατυπώνονται από τους φορείς της αγοράς, κυρίως για το γεγονός ότι το νέο πλαίσιο δεν θα είναι επαρκές για ευρύτερες κρίσεις. Σύμφωνα με τη Δ. Γιαννούλα, «δεδομένου ότι το υφιστάμενο πλαίσιο CMDI έχει σχεδιασθεί για τη διαχείριση περιορισμένων ή/και μεμονωμένων κρίσεων, κρίσιμο ίσως θα ήταν να εξετασθεί με γνώμονα τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς του σε περίπτωση ευρύτερης συστημικής κρίσης».

Αναστασία Πετσινάρη
Επικεφαλής της Νομικής & Εταιρικής Διακυβέρνησης της Optima bank
«Το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο θα μπορούσε να υιοθετεί και άλλες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων πλην της χρήσης ΣΕΚ ή κεφαλαίων φορολογουμένων»

Η πρόσφατη τραπεζική κρίση στην Ελβετία και τις ΗΠΑ είναι ένα συναφές παράδειγμα που ανησυχεί όσους έχουν μεγάλη εμπειρία στον τραπεζικό τομέα. Η Α. Πετσινάρη επισημαίνει ότι «διατυπώνονται έντονα απόψεις ότι και η νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα για την αποφυγή διασάλευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως π.χ. στην πρόσφατη τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ και στην Ελβετία με τη μαζική φυγή καταθέσεων σε SVB και Credit Suisse».

Το βασικό ερώτημα, λοιπόν, είναι αν μια ευρύτερη τραπεζική κρίση θα μπορούσε να χτυπήσει και την ΕΕ. Κατά τον Βαγγέλη Πολίτη, Managing Partner, Politis & Partners, «τα τελευταία χρόνια, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ξεπέρασαν με επιτυχία την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την απότομη αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο, η επόμενη κρίση παραμονεύει και, ως γνωστόν, το επιχειρηματικό μοντέλο των περισσότερων τραπεζών (δημιουργία βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων και επένδυση σε μακροπρόθεσμα assets) ενέχει εγγενείς κινδύνους. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες καταρρεύσεις των τριών τεχνολογικών τραπεζών στις ΗΠΑ και της CS στην Ελβετία, την εποχή των social media και του online banking, το bank run αποκτά άλλη δυναμική: η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου μπορεί να καταρρεύσει σε λίγες ώρες».

Υπό αυτό το πρίσμα, τι θα μπορούσε να έχει γίνει καλύτερα; Ποιες αλλαγές και προσθήκες θα ήταν σκοπιμότερες; Η Α. Πετσινάρη τονίζει ότι το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο «θα μπορούσε να υιοθετεί και άλλες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων πλην της χρήσης ΣΕΚ ή κεφαλαίων φορολογουμένων, όπως αναγκαστικές συγχωνεύσεις και εξαγορές ή και την αύξηση του ανώτατου ορίου ασφάλισης καταθέσεων σε επίπεδο Ευρωζώνης, ως μια εύλογη και δυνητικά κατ’ ορισμένους πιο αποτελεσματική εναλλακτική λύση που θα παρείχε ηρεμία στους μεγαλύτερους καταθέτες για την αποφυγή bank run».

Bαγγέλης Πολίτης
Managing Partner, Politis & Partners
«Το μόνο αποτελεσματικό μέσο προστασίας είναι η εμπιστοσύνη των καταθετών»

Ακριβώς σε αυτή τη λύση για αύξηση του ανώτατου ορίου ασφάλισης των καταθέσεων δίνει έμφαση και ο Β. Πολίτης, ο οποίος βέβαια προτείνει και άλλες, πιο μακρόπνοες λύσεις: «Το μόνο αποτελεσματικό μέσο προστασίας είναι η εμπιστοσύνη των καταθετών. Η πεποίθηση των καταθετών ότι υπάρχει ένα αποτελεσματικό δίκτυ ασφαλείας, ώστε αυτό το δίκτυ ασφαλείας να μην χρειαστεί να ενεργοποιηθεί ποτέ. Στο πλαίσιο αυτό, η σημαντικότερη μεταρρύθμιση που επέφερε η εργαλειοθήκη CMDI είναι η αναβάθμιση όλων των καταθέσεων (όχι μόνον των ασφαλισμένων) στη σειρά εξοφλητικής προτεραιότητας. Πολύ πιο αποτελεσματικά μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η αύξηση του ορίου ασφάλισης καταθέσεων (π.χ. να ανέβει στα 250.000 ευρώ) και η θέσπιση του τρίτου και ελλείποντος πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS). Τέλος, πρέπει να αναμορφωθεί το πλαίσιο ευθύνης των μελών διοίκησης των τραπεζών. Η υποχρέωση επιμέλειας (duty of care) των μελών ΔΣ μιας τράπεζας πρέπει να έχει αποδέκτες και τους καταθέτες».

Τα επόμενα, συνεπώς, βήματα για την υιοθέτηση της πρότασης της Επιτροπής και ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ως την τελική νομοθέτησή της θα είναι εξαιρετικά σημαντικά, δεδομένου ότι η διαδικασία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα αναδείξουν τα ανωτέρω ζητήματα και ενδεχομένως να υπάρξουν βελτιώσεις. Ίδωμεν!