Με σημαντική συμβολή στην προώθηση των ΑΠΕ, τα PPAs αποκτούν αξιοσημείωτη δυναμική στην ευρωπαϊκή και ελληνική αγορά, χωρίς όμως να λείπουν τα κενά και οι ρυθμιστικές αστοχίες σε ένα πεδίο που δεν έχει ωριμάσει εντελώς. Η ιδανική ισορροπία ανάμεσα σε πλεονεκτήματα, κινδύνους και επιθυμητούς στόχους δεν έχει ακόμα βρεθεί, όμως όσοι εξειδικεύονται στο δίκαιο της ενέργειας έχουν να κάνουν ιδιαίτερα χρήσιμες προτάσεις.
Oι αυστηροί στόχοι του ΕΣΕΚ και της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, αλλά και η πρόσφατη ενεργειακή κρίση έχουν φέρει τα διμερή συμβόλαια ενέργειας έντονα στο προσκήνιο, με ολοένα περισσότερες βιομηχανίες και προμηθευτές ενέργειας να συνάπτουν μακροχρόνιες συμφωνίες με παραγωγούς ΑΠΕ. Ποια είναι, όμως, η θέση των PPAs στην ελληνική αγορά, ποιες οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και πώς μπορούν να αρθούν οι κίνδυνοι και τα προβλήματα με παράλληλη ενίσχυση τέτοιων πρακτικών;
Το Lawyer συνομίλησε με τους ειδικούς από την αγορά ενέργειας και συνοψίζει όλα όσα θα καθορίσουν την επόμενη μέρα σε αυτού του τύπου συμβάσεις που πολλοί θεωρούν ότι θα αποτελέσουν το μέλλον στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Τι είναι και τα είδη των PPAs
Οι διμερείς συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (Power Purchase Agreements – PPAs) είναι συμφωνίες μεταξύ ενός παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ΑΠΕ και ενός πελάτη, ο οποίος συνήθως είναι είτε έμπορος ενέργειας είτε ενεργοβόρος φορέας. Αυτό που ουσιαστικά συμφωνείται είναι ότι ο πωλητής, ο οποίος λειτουργεί μονάδες ΑΠΕ, παραδίδει ηλεκτρική ενέργεια στον αγοραστή, ο οποίος ενδέχεται να κατέχει στον χώρο του τις εν λόγω μονάδες.
Το βασικό χαρακτηριστικό των PPAs είναι ότι προσφέρουν σημαντική αυτονομία στα μέρη, αφού αυτά διαπραγματεύονται την τιμή της παρασχεθείσας ενέργειας, τη χρονική διάρκεια και γενικότερα τους όρους της συμφωνίας. Έτσι, δίνουν τη δυνατότητα σε πελάτες με σημαντική κατανάλωση ενέργειας να έχουν πρόσβαση σε ευνοϊκές τιμές, ενώ παράλληλα προωθούν τις δεσμεύσεις τους για πράσινη ενέργεια.
Ανάλογα με τη σχέση μεταξύ προμηθευτή και αγοραστή και τον χώρο εγκατάστασης των μονάδων ΑΠΕ διακρίνονται και τα είδη των διμερών συμβάσεων. Στα PPAs με φυσική παράδοση, ο πωλητής παραδίδει την ηλεκτρική ενέργεια στον αγοραστή μέσω απευθείας σύνδεσης. Αντίθετα, στα εικονικά PPAs, τα οποία αποτελούν και το πιο συνηθισμένο είδος στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά, αποτελώντας ουσιαστικά μια χρηματοοικονομική σύμβαση, δεν υπάρχει σύνδεση του αγοραστή με τη μονάδα παραγωγής, αλλά εμπλέκεται και ένας πάροχος ενέργειας, ο οποίος αναλαμβάνει να παραλάβει την ηλεκτρική ενέργεια από τον παραγωγό και να την παραδώσει στον τελικό καταναλωτή.
Πλεονεκτήματα
Το κυριότερο πλεονέκτημα των PPAs είναι ότι συνιστούν μια αμοιβαίως επωφελή συμφωνία. Από τη μία, οι παραγωγοί ΑΠΕ εξασφαλίζουν σταθερή και εγγυημένη εισροή κεφαλαίων, αφού συμφωνούν τη μακροχρόνια πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και μάλιστα σε προκαθορισμένες τιμές. Από την άλλη, οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας αντισταθμίζουν τον κίνδυνο αύξησης των τιμών ενέργειας, έτσι ώστε να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια θα είναι τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης για τα επόμενα αρκετά χρόνια και μάλιστα με τρόπο που αναδεικνύει το θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο των δραστηριοτήτων τους.
Με δεδομένο, δε, ότι οι κρατικές επιδοτήσεις σε έργα ΑΠΕ φθίνουν, καθώς υπάρχει μετατόπιση προς την ανοικτή αγορά, τα διμερή συμβόλαια ενέργειας μετατρέπονται στον εναλλακτικό τρόπο χρηματοδότησης των έργων ΑΠΕ, χωρίς η οικονομική βιωσιμότητά τους να επηρεάζεται από τις κυμαινόμενες αγορές ενέργειας. Αλλά και για την ίδια την αγορά ενέργειας, αυτή η παράλληλη μορφή συναλλαγών μπορεί να έχει όφελος, όχι μόνο με την προαγωγή καθαρών μορφών ενέργειας, αλλά και με τη διαφοροποίηση του ανταγωνισμού, πιέζοντας τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας προς τα κάτω.
Όπως συνοπτικά το θέτει η Βάια Καραθοδώρου, Consultant, Athens, Norton Rose Fulbright Greece, «τα PPAs βρίσκονται σε τροχιά ανάπτυξης στη χώρα μας, καθώς συνεχίζουν να αποτελούν ικανό χρηματοδοτικό εργαλείο, συμβάλλουν στην προβλεψιμότητα των εσόδων και του κόστους των μερών, συνάπτονται σε χαμηλές τιμές και ικανοποιούν τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις του αγοραστή (sustainable finance)».
Οι κυριότεροι κίνδυνοι
Το θέμα, βεβαίως, με τις διμερείς συμβάσεις ενέργειας είναι ότι, όπως και με όλες τις συμβάσεις, εντοπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι που αφορούν την υπαίτια ή ανυπαίτια αθέτηση των υποχρεώσεων των μερών και δη θεμελιωδών συμβατικών όρων, όπως ο όγκος της παραδιδόμενης ενέργειας ή η τελική τιμή. Η αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη δομή της σύμβασης που καθορίζει την κατανομή κάθε κινδύνου στα μέρη.
Για παράδειγμα, για τον κίνδυνο όγκου, ο οποίος είναι αρκετά υψηλός κατά την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, με δεδομένο ότι η ετήσια παραγωγή μόνο κατά εκτίμηση μπορεί να προβλεφθεί και μάλιστα συχνά με ασαφή μετεωρολογικά δεδομένα, παίζει σημαντικό ρόλο η δομή της συμφωνίας μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Αν η ποσότητα της παραγόμενης ενέργειας είναι εγγυημένη σε μηνιαία βάση, τότε προφανώς ο κίνδυνος βαρύνει τον πωλητή, ενώ αντίθετα, αν καταβάλλεται σταθερή τιμή για κάθε παραγόμενη μονάδα (pay-as-produced), τότε η υπεραπόδοση ή η υποαπόδοση επηρεάζει και τα δύο μέρη. Σε κάθε περίπτωση, είναι βασικό να ορίζονται εγγυήσεις και να προβλέπεται υποχρέωση αποζημίωσης του πωλητή έναντι του αγοραστή, αν η υποαπόδοση ξεφεύγει ορισμένων ορίων.
Αναφορικά με την τιμή, συνήθως οι συμβάσεις PPAs έχουν σταθερή τιμή πώλησης της ενέργειας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οπότε για το υπόλοιπο διάστημα έως τη λήξη της σύμβασης ο κίνδυνος της αυξομείωσης της τιμής είναι ένα ζητούμενο που αφορά και τα δύο μέρη. Σε αγορές με υψηλή διείσδυση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι περίοδοι υψηλής παραγωγής μπορεί να σημαίνουν σημαντική μείωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή των εσόδων για τον πωλητή, ενώ παράλληλα η τιμή της ενέργειας επηρεάζεται και από το κόστος ανισορροπίας, με δεδομένο ότι η προγραμματισμένη και η πραγματική παραγωγή απέχουν συνήθως μία ημέρα. Οι ενδοημερήσιες συναλλαγές, η δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης της τιμής πριν τη λήξη της σύμβασης αλλά και η παροχή ενός σταθερού φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου χωρίς συχνές αλλαγές στη νομοθεσία, αποτελούν μέτρα ανάσχεσης αλλά και πιο ισορροπημένης κατανομής των ενεργειακών κινδύνων και ειδικότερα των διακυμάνσεων των τιμών.
Προβλήματα στην ελληνική αγορά
Στην ελληνική αγορά, οι διμερείς συμβάσεις ήρθαν στο προσκήνιο κατά βάση λόγω της ενεργειακής κρίσης, αφού πρωτύτερα ναι μεν υπήρχαν στην ατζέντα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, ιδίως και λόγω των στόχων για την πράσινη μετάβαση, αλλά δεν αποτελούσαν ακόμα τη βασική επιλογή για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Η συζήτηση γύρω από τα PPAs, όμως, και η συστηματική προσπάθεια κατάρτισής τους με σημαντικό μερίδιο στην αγορά προηγήθηκε της ικανοποιητικής ρύθμισης του κανονιστικού πλαισίου.
Είναι ξεκάθαρο σε όλους τους φορείς της αγοράς ότι η νομοθεσία θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί περαιτέρω, για να επιλύσει ζητήματα που έως τώρα παραμένουν θολά. Αν και ο ν. 5027/2023 προχώρησε σε μια αξιόλογη ρύθμιση με την κατάργηση του πλαφόν στα PPAs φυσικής παράδοσης, παραμένουν πολλά προβλήματα στα εικονικά διμερή συμβόλαια και γενικότερα στη χρηματοδότηση, τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική ώθηση σε αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο προμήθειας ενέργειας.
Όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος Ζ. Παπαμιχαλόπουλος, Senior Partner, Ενέργεια και Υποδομές, Κυριακίδης Γεωργόπουλος Δικηγορική Εταιρεία: «Σε ρυθμιστικό επίπεδο, ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε πρόσφατα, δεδομένων και των προκλήσεων της αγοράς (επιβολή πλαφόν στα έσοδα της χονδρεμπορικής αγοράς, κορεσμός του συστήματος μεταφοράς), να αντιμετωπίσει κάποια από τα θέματα μέσω της εξαίρεσης από το πλαφόν των PPAs με βιομηχανικούς καταναλωτές που διακανονίζονται με φυσική παράδοση και της προτεραιοποίησης έργω ΑΠΕ που πρόκειται να συνάψουν PPAs στη διαδικασία χορήγησης οριστικών προσφορών σύνδεσης από το διαχειριστή του συστήματος. Ωστόσο, στη ρύθμιση της εξαίρεσης από το πλαφόν δεν περιλαμβάνονται τα εικονικά (virtual) PPAs, οι συμβάσεις δηλαδή που υπόκεινται σε οικονομικό διακανονισμό, ενώ αντίστοιχα για τη χορήγηση προτεραιότητας από το διαχειριστή απαιτείται ο τελικός αποδέκτης της ενέργειας να είναι εγκατεστημένος εντός της ελληνικής επικράτειας, εγείροντας έτσι ζητήματα στην αγορά λόγω των σχετικών περιορισμών.
Τόσο τα ανωτέρω, όσο και θέματα όπως η αβεβαιότητα αναφορικά με τον χρόνο χορήγησης των όρων σύνδεσης, η, εδώ και καιρό, υπό συζήτηση δημιουργία μιας οργανωμένης πλατφόρμας αντιστοίχισης προσφοράς και ζήτησης ή η παροχή κρατικών εγγυήσεων υπέρ των αγοραστών ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η οριστικοποίηση του θεσμικού πλαισίου σε τομείς, όπως η αποθήκευση και τα υπεράκτια αιολικά, αποτελούν αντικείμενα, η κατάλληλη νομοθετική αντιμετώπιση των οποίων θα μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στην προώθηση της καθιέρωσης των PPAs».
Τι ακριβώς, όμως, πρέπει να γίνει σε νομοθετικό και οικονομικό επίπεδο το προσεχές διάστημα, για να αποτελέσουν τα PPAs μια προσφιλή πρακτική για τις επιχειρήσεις, με τα οφέλη που έχουν τόσο για εκείνες όσο και γενικότερα για την επίτευξη των στόχων της πράσινης ανάπτυξης;
Η Αλεξία Τροκούδη, Διευθύντρια Νομικής Υποστήριξης, Ρυθμιστικών Θεμάτων και holdings, HELLENiQ ENERGY, αναφέρει ότι «κάποια νομοθετικά/κανονιστικά μέτρα που θα μπορούσαν να προταθούν για την ενίσχυση του εργαλείου των πράσινων PPAs είναι τα εξής:
1. Άμεση κατάργηση του πλαφόν (cap), δηλαδή του ανώτατου ορίου στην εκκαθάριση της χονδρεμπορικής αγοράς, για όλα τα PPAs, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών (virtual) PPAs. Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 92 του ν. 5027/2023 εξαιρέθηκαν από το πλαφόν του άρθρου 12Α του ν. 4425/2016, όπως ισχύει, μόνο τα PPAs φυσικής παράδοσης.
2. Παροχή απόλυτης και διασφαλισμένης προτεραιότητας κατά την παροχή όρων σύνδεσης από τους Διαχειριστές για τα έργα ΑΠΕ που θα συνάψουν PPAs, ώστε να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του έργου.
3. Θεσμοθέτηση εργαλείων για την εγγύηση της χρηματοοικονομικής φερεγγυότητας/πιστοληπτικής ικανότητας των off-takers, όπως λ.χ. κρατική εγγύηση για τη μείωση του χρηματοοικονομικού ρίσκου του off-taker (μηχανισμός εγγυοδοσίας Ισπανίας)».
Η Β. Καραθοδώρου τονίζει την αναγκαιότητα εξοικείωσης με τα διμερή συμβόλαια και τη διεύρυνση των πιθανών αγοραστών ως αντισυμβαλλομένων των προμηθευτών ΑΠΕ: «Η εξοικείωση συνδυασμού των PPAs ως προϊόντα διαχείρισης κινδύνου με άλλα προϊόντα αντιστάθμισης ρίσκου και η συμμετοχή “ποικιλίας” τεχνολογιών σε “πράσινα” διμερή συμβόλαια με στόχο την εξομάλυνση του προφίλ κατανάλωσης του αγοραστή θα επέτρεπε ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των PPAs στην αγορά ηλεκτρισμού. Επίσης, όπως ήδη εξετάζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την από 23 Μαΐου 2023 πρότασή της για την αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η εξεύρεση λύσεων για τη συμμετοχή όλων των καταναλωτών σε αυτά τα συμβόλαια είναι το επόμενο ζητούμενο».
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, και με την άρση των περιορισμών στην αγορά των ΑΠΕ, αλλά και τη λειτουργία χρηματιστήριου PPAs στην Ελλάδα, όπως σημειώνει η Ασημίνα Μπιστόλα, Διευθύντρια Νομικής Υπηρεσίας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ΔΕΗ: «Δυσκολία στην κατάστρωση των PPAs δημιουργεί, σήμερα, η νομοθεσία για την επιβολή περιορισμών στην έγχυση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καθώς και ο μηχανισμός πλαφόν στα έσοδα από την αγορά επόμενης μέρας. Για την ευρύτερη καθιέρωσή τους είναι απαραίτητη η περαιτέρω εξειδίκευση του ελληνικού ρυθμιστικού πλαισίου, η ορθή εφαρμογή και λειτουργία χρηματιστηρίου PPAs στην Ελλάδα, ενδεχομένως δε και η διάδοση της εμπορευσιμότητας των ελληνικών guarantees of origin (GOs).»
Από την άλλη, όμως, τίθεται και το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου, οπότε οποιεσδήποτε ρυθμίσεις πρέπει να γίνουν με γνώμονα και αυτή την παράμετρο. Σχετικά ο Παναγιώτης Αλεξανδράκης, Διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών & Κανονιστικής Συμμόρφωσης, ΗΡΩΝ, επισημαίνει ότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι για την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στην αγορά έχουν λάβει χώρα σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο. Επιπροσθέτως, από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης και εφεξής έχουν πραγματοποιηθεί πολλές ρυθμιστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα PPAs είναι νέες μορφές συμβάσεων με μακροχρόνια διάρκεια, καθίσταται αρκετά πιθανό κατά τη διάρκεια ισχύος αυτών να λάβουν χώρα περαιτέρω σχετικές νομοθετικές μεταβολές, θέτοντας εμπόδια στην εξέλιξη της συμβατικής σχέσης. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το πλαφόν ύψους 85 €/MWh στην τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας από τους παραγωγούς ΑΠΕ προς τους προμηθευτές (βλ. ΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΗΕ/70248/2434, ΦΕΚ Β’ 3517/06.07.2022), από το οποίο εν συνεχεία εξαιρέθηκαν τα PPAs με φυσική παράδοση, αλλά μόνο για τους καταναλωτές βιομηχανικής χρήσης (βλ. άρθ. 12Α Ν. 4425/2016, ως τροποποιήθηκε με το άρθ. 92 Ν. 5027/2023), και όχι όλων των καταναλωτών εν γένει».
Επομένως, πέρα από τις κινήσεις για την προώθηση των PPAs, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η σταθερότητα, ειδικά όταν μιλάμε για τα μακρά χρονικά διαστήματα που προβλέπουν τέτοια διμερή συμβόλαια, όπως αναφέρει ο Θεμιστοκλής Κλουκίνας, Partner Administrator, Calavros Law Firm: «Στη βάση της πρακτικής βρίσκεται η ανάγκη εξασφάλισης σταθερών τιμών για μακρό χρονικό διάστημα και συνεπώς η προστασία από τις απροσδόκητες διακυμάνσεις τιμών. Το μέτρο που εισήχθη στην ενεργειακή αγορά προς εξασφάλιση πόρων υπέρ του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, δηλαδή το ανώτατο όριο εκκαθάρισης των συναλλαγών στη χονδρεμπορική αγορά (πλαφόν), και παρά τη μερική άρση του, η ύπαρξή του αποτελεί μια προσωρινή τροχοπέδη κατά της περαιτέρω ανάπτυξης των VPPAs».
Και βεβαίως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πέρα από το νομοθετικό πλαίσιο, κρίσιμη είναι και η οικονομική συνιστώσα της συναλλαγής, οπότε η έμφαση στις σχετικές επενδύσεις θα επηρεάσουν συνολικά το τοπίο της ενέργειας στη χώρα. «Ακόμα και όταν η αγορά επανέλθει σε τροχιά κανονικότητας, η εξέλιξη της αγοράς των PPAs θα συνδέεται με παράγοντες που αφορούν τόσο το ρυθμιστικό όσο και το οικονομικό πλαίσιο της ευρύτερης αγοράς ενέργειας. Οι επενδύσεις σε μονάδες παραγωγής, κρίσιμος όρος για την ανάπτυξη των διμερών συμβολαίων, προϋποθέτουν ένα αποκρυσταλλωμένο, σταθερό και ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησης των νέων μονάδων. Ταυτόχρονα, κρίσιμη είναι η οικονομική διάσταση της συναλλαγής. Κατά κανόνα, η σύναψη ενός διμερούς συμβολαίου προϋποθέτει επαρκή ρευστότητα από την πλευρά του αγοραστή, ο οποίος, ακόμα και αν διαθέτει σημαντικό οικονομικό μέγεθος, δεν είναι πάντοτε πρόθυμος, παρά τη χρήση ενός εργαλείου αντιστάθμισης του κινδύνου, να αναλάβει τη δέσμευση μιας μακροχρόνιας σταθερής δέσμευσης αγοράς ενέργειας, ανεξάρτητα των πραγματικών παραμέτρων της αγοράς. Τα διμερή συμβόλαια μπορούν έτσι να συνδυαστούν με άλλα εργαλεία hedging (π.χ. CfDs) και να αποδώσουν ικανότερα, περιορίζοντας τον κίνδυνο και αυτομάτως ενισχύοντας την εξασφάλιση» προσθέτει κλείνοντας ο Θ. Κλουκίνας.
«Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι εντός του τρέχοντος εξαιρετικά ασταθούς περιβάλλοντος των τιμών των spot αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, τα PPAs απέκτησαν αξιοσημείωτη δυναμική. Πλην όμως, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις τις οποίες το ρυθμιστικό δίκαιο καλείται να αφουγκραστεί.»
«Προκειμένου τα PPAs να μη χάσουν τη δυναμική τους, ζητήματα όπως η οριστικοποίηση του θεσμικού πλαισίου, ο ρυθμός ανάπτυξης του Δικτύου, η ρευστότητα στην προθεσμιακή αγορά, η εξομάλυνση και τυποποίηση χρηματοδοτικών ζητημάτων και η άρση γραφειοκρατικών εμποδίων πρέπει να επιλυθούν άμεσα και οριστικά.»
«Παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες που τείνουν να επικρατήσουν στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στον τομέα των ΑΠΕ ειδικότερα είναι πράγματι ευνοϊκές για την ολοένα και αυξανόμενη υιοθέτηση της πρακτικής των διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας από παραγωγούς και από δυνητικούς αγοραστές (προμηθευτές, βιομηχανικούς καταναλωτές κλπ), πράγμα που καταδεικνύεται και από το αυξανόμενο ενδιαφέρον της αγοράς, η πραγματικότητα σήμερα είναι ότι η καθιέρωσή τους στην πράξη απαιτεί την αντιμετώπιση ορισμένων προκλήσεων.»
«Με εξαίρεση ελάχιστες διατάξεις (λ.χ. αρ. 7 παρ. 1 ν. 4425/2016, ΥΑ για το πλαίσιο προτεραιότητας, ν. 4514/2018/MIFID II), τα διμερή συμβόλαια αγοράς η/ε, η δομή τους και οι ειδικές ρήτρες που περιέχουν δεν ρυθμίζονται ειδικά στο ελληνικό δίκαιο. Ιδίως τα εικονικά (virtual PPAs), αποτελούν συμβατικά εργαλεία με τεχνικές και εμπορικές πολυπλοκότητες, για τη διευθέτηση των οποίων λαμβάνονται υπόψη αρκετές παράμετροι, πάντα σε συνάρτηση με τη διάθεση ανάληψης ρίσκου από τα μέρη και με τελικό κριτή της λογικής της κατανομής των κινδύνων τον χρηματοδότη του έργου ΑΠΕ. Κάποιοι ενδιαφερόμενοι για μεγαλύτερη ασφάλεια προσφεύγουν στις τυποποιημένες συμβάσεις PPA του EFET, αλλά και σε χρήση των συμβάσεων ISDA.»
«Αν αναζητηθεί κάποια ιδανική πολιτική για την αγορά των PPAs, θα καταλήξει σε αδιέξοδο, καθώς δεν υπάρχει μια αντικειμενικά ορθή ρύθμιση που εξασφαλίζει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα του σχετικού θεσμού. Παρά ταύτα, μια ματιά στις πολιτικές των εθνικών αγορών PPAs της ΕΕ συνηγορούν υπέρ της υιοθέτησης συμπεριληπτικών, μη αποκλειστικών λύσεων. Έτσι, αν και στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ο ενισχυτικός ρόλος του κράτους αποτελεί την εξαίρεση, η συμμέτοχή του δεν αποκλείεται, όχι απλώς με την εφαρμογή ανταγωνιστικών διαδικασιών, όπως κυρίως διαγωνισμών (CfD auctions), αλλά ακόμα και εκτός του πλαισίου αυτού, όπως με τη μορφή FiT. Η μορφή της συμμετοχής προσδιορίζεται από τις ανάγκες της ειδικής αγοράς που έκαστο κράτος στοχεύει να ολοκληρώσει. Είναι δεδομένο, όπως αποδεικνύει το εξόχως επιτυχημένο παράδειγμα της Ισπανίας, ότι η στήριξη του κράτους και η εκμετάλλευση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων κάθε χώρας ενισχύει τις επενδύσεις στην παραγωγή, μειώνοντας σε βάθος χρόνου τις τιμές και δημιουργώντας ευνοϊκές προοπτικές τόσο για τον παραγωγό, όσο και για τον αγοραστή. Παράλληλα, ιδιαιτέρως επωφελής για τα συμφέροντα των βαρέων βιομηχανιών της Γαλλικής αγοράς είναι ο σχηματισμός της κοινοπραξίας Exeltium, η οποία λειτουργεί ως μιας μορφής πλατφόρμα μεταξύ παραγωγών και βιομηχάνων, τα μέλη της οποίας απολαμβάνουν επί πολλά έτη τα οφέλη της συλλογικής εκπροσώπησης απέναντι στην EDF καθώς και πρόσβαση σε φθηνή πυρηνική ενέργεια.»
«Βασικό μοχλό για την περαιτέρω καθιέρωση των PPAs αποτελεί η ασφάλεια δικαίου τόσο για ήδη συναφθέντα όσο και για μελλοντικά PPAs.»