Mε το υπ’αριθ. 4445/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έγινε δεκτή προσφυγή και διετάχθη η άρση της υπ’αριθ. 62/2019 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία είχε διαταχθεί η δέσμευση λογαριασμών, κλπ., δεχθέν ότι η ως άνω Διάταξη εκδόθηκε από αναρμόδια Αρχή, διότι εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος των κατηγορουμένων για τα εγκλήματα της εγκληματικής οργάνωσης, της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κατά την διάρκεια κύριας ανάκρισης δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο, κατά το προαναφερθέν βούλευμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 42&&1,3 Ν. 4557/2018, μόνον ο Ανακριτής και το Δικαστικό Συμβούλιο έχουν αρμοδιότητα για την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.
Κατά του ως άνω βουλεύματος ασκήθηκε αναίρεση από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για υπέρβαση εξουσίας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 45/2021 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), με την οποία παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Με την ΟλΑΠ 1/2022, κρίθηκε ότι η ρητή αναφορά στο Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, προφανώς για τη συνέχιση της διαδικασίας περαιτέρω δικαστικής διερευνήσεως της υπόθεσης, οδηγεί στην παραδοχή ότι πρόκειται για δύο διαδικασίες που βαίνουν παραλλήλως, καθώς δεν νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου αυτής, ο οποίος είναι εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός.
Στην ΟλΑΠ 1/2022 γίνεται δεκτό ότι από καμία διάταξη νόμου (άρ. 42 Ν. 4557/2018), δεν προκύπτει ότι η Αρχή, όπως και ο Πρόεδρος της, καθίσταται αναρμόδιοι με την έναρξη της κυρίας ανάκρισης ή της εν γένει ποινικής διαδικασίας, ενώ μια τέτοια ερμηνεία ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι ευθέως αντίθετη με το γράμμα του νόμου (άρθρο 42 παρ. 5 ν. 4557/2018), αλλά και με το σκοπό του ν. 4557/2018, που είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη, ο εντοπισμός και η ανάκτηση των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και συνίσταται εκτός των άλλων και στην ταχεία και χωρίς νομικά εμπόδια και δικονομικές ακυρότητες διεθνή διερεύνηση και τον εντοπισμό του “μαύρου χρήματος” από την Αρχή καταπολέμησης του άνω εγκλήματος.
Στο σκεπτικό της ΟλΑΠ 1/2022 προστίθεται ότι η προϋπόθεση της “επείγουσας περίπτωσης”, η οποία, κατά νόμον, πρέπει να συντρέχει για τη λήψη από τον Πρόεδρο της Αρχής των ανωτέρω περιοριστικών μέτρων δύναται να υπάρχει και διαρκούσης της κυρίας ανάκρισης, ουδόλως δε αποκλείεται η ύπαρξη αυτής (επείγουσας περίπτωσης) από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, ο μεν κατηγορούμενος είναι υπό έρευνα, η δε περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση από τον Ανακριτή. Καταλήγει έτσι η ΟλΑΠ 1/2022, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών υπερέβη θετικά την εξουσία του με την κρίση του αυτή, δηλαδή με το να δεχθεί ότι δεν υφίσταται, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης αρμοδιότητα του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, παράλληλη με την αρμοδιότητα του Ανακριτή, σχετικά με τη δυνατότητα δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των αιτούντων και με το να προβεί ακολούθως στην άρση της ως άνω διάταξης της Προέδρου της Αρχής, διότι η αρμοδιότητα της εν λόγω Αρχής και του Προέδρου αυτής μπορεί να ασκείται παράλληλα με την ανακριτική διαδικασία.
Επ΄αυτών δίδεται η αφορμή για τις ακόλουθες σκέψεις: Το σκεπτικό της ΟλΑΠ 1/2022 ότι από καμία διάταξη νόμου και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, δεν προκύπτει ότι η Αρχή, όπως και ο Πρόεδρος της, καθίσταται αναρμόδιοι με την έναρξη της κυρίας ανάκρισης ή της εν γένει ποινικής διαδικασίας θα πρέπει να θεωρείται υπό το πρίσμα του άρ. 42 Ν.4557/2018 εκ του οποίου προκύπτει ότι μόνον ο Ανακριτής και το Δικαστικό Συμβούλιο έχουν αρμοδιότητα για την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ρητή αναφορά στο Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, προφανώς για τη συνέχιση της διαδικασίας περαιτέρω δικαστικής διερευνήσεως της υπόθεσης, οδηγεί στην παραδοχή ότι πρόκειται για δύο ερευνητικές διαδικασίες που βαίνουν παραλλήλως, όμως εξίσου αναμφίβολο είναι ότι μία αρμοδιότητα διατηρείται για τη λήψη μέτρων είτε δικονομικού καταναγκασμού είτε προστασίας του αντικειμένου της ανάκρισης και αυτή ανήκει μόνον στον ανακριτή ή το δικαστικό Συμβούλιο.
Η παραδοχή ότι δεν νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου αυτής δεν προβλέπεται στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, στον οποίον και μόνον προβλέπονται οι κανόνες που διέπουν τα συλλογικά όργανα της Διοίκησης (άρθρα 13, 14, 15), και αποσκοπούν στην προστασία των διοικουμένων και στην εύρυθμη λειτουργία της Διοίκησης, κατατάσσονται δε για λόγους συστηματικούς, σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το αν ανάγονται στη συγκρότηση, τη σύνθεση ή τη λειτουργία του οργάνου.
Η ρητή αναφορά στο Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά την διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία αυτής, ουδόλως περιλαμβάνει νοηματικώς και την αρμοδιότητα δέσμευσης, αντιθέτως: Η έρευνα συνεχίζεται, πλην όμως τη δέσμευση θα κάνει ο ανακριτής, εάν και εφόσον κρίνει ότι το αντικείμενο της συνεχιζόμενης έρευνας από την Αρχή παράγει νεώτερα στοιχεία, πλουσιώτερα αυτών εκ της ανακριτικής έρευνας, τα οποία δύνανται να οδηγούν πλέον αναπόδραστα στην κρίση του ανακριτή, και μόνον, περί της αναγκαιότητας δέσμευσης λόγω της επείγουσας περίπτωσης.
Ο αντίθετος συλλογισμός αναιρεί αντιδικονομικά τη φύση της ανακριτικής αρμοδιότητας, γεγονός που οδηγεί αφενός μεν στην υποχρέωση του ανακριτή, ως του φυσικού δικαστή της ερευνώμενης πράξης, να επανεξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της ενέργειας του Προέδρου της Αρχής και εφόσον κρίνει ότι δεν υπήρχε λόγος δέσμευσης να άρει τη δέσμευση αυτή, αφετέρου δε δημιουργεί προϋποθέσεις παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας. Και τούτο, διότι με την παράλληλη αρμοδιότητα του Προέδρου της Αρχής, ενώ διεξάγεται ανάκριση, να δεσμεύσει περιουσιακά στοιχεία του κατηγορουμένου, ενώ δεν υπάρχει τέτοια απόφαση από τον ανακριτή που διεξάγει την έρευνα, οδηγεί, ανεξάρτητα από το εάν θεωρείται ο Πρόεδρος της Αρχής ανεξάρτητο διοικητικό όργανο ή όπως δέχθηκε η ΟλΑΠ 1/2022 ή όργανο της ποινικής δικαιοσύνης, στο συμπέρασμα ότι ήδη προκαταλαμβάνεται η κρίση περί της αναγκαιότητας προστασίας μελλοντικής δήμευσης περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου ως προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητάς του, με αποτέλεσμα να οδηγείται αυτός (ο κατηγορούμενος) ήδη στο επίκεντρο της θεώρησής του ως προφανώς αναμεμειγμένου, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας.