Σύμφωνα με το άρθρο 3 του σχεδίου της Πράξης για την Τεχνητή Νοημοσύνη, «σύστημα τεχνητής νοημοσύνης» (εφεξής σύστημα ΤΝ) είναι το λογισμικό που αναπτύσσεται με μία ή περισσότερες από τις τεχνικές και προσεγγίσεις που παρατίθενται στο παράρτημα I και μπορεί, για ένα δεδομένο σύνολο στόχων που έχουν καθοριστεί από τον άνθρωπο, να παράγει στοιχεία εξόδου όπως περιεχόμενο, προβλέψεις, συστάσεις ή αποφάσεις που επηρεάζουν τα περιβάλλοντα με τα οποία αλληλεπιδρά.
Υπό το πρίσμα αυτό, θα εξεταστούν διάφορα ζητήματα του δικαίου της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όπως ποια δικαιώματα είναι πιο κατάλληλα για αυτού του είδους τις τεχνολογίες, ποια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα υπάρχουν ανά περίπτωση, και ποιες διατάξεις εφαρμόζονται και με ποιον τρόπο.
Η προστασία του εμπορικού απόρρητου
Η πρώτη επιλογή προστασίας των συστημάτων ΤΝ και των εφαρμογών τους είναι εκείνη των διατάξεων για το εμπορικό απόρρητο. Ωστόσο, η επιλογή αυτή είναι ριψοκίνδυνη. Τα εμπορικά απόρρητα προστατεύονται σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1733/1987, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία (ΕΕ) 2016/943, σχετικά με την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί. Για να παρέχεται η προστασία αυτή, πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις, ήτοι οι πληροφορίες να είναι απόρρητες, να έχουν εμπορική αξία και, το σημαντικότερο, ο κάτοχος πρέπει να έχει λάβει ορισμένα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την προστασία του εμπορικού απορρήτου.
Η χρήση της λέξης «πληροφορίες» δεν θέτει κανένα περιορισμό στη φύση του προστατευόμενου αντικειμένου βάσει αυτού του Νομοθετικού πλαισίου. Έτσι, τα δεδομένα, οι δομές και η αρχιτεκτονική των δεδομένων και οι πτυχές των εφαρμογών deep learning μπορούν επομένως να εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του νόμου αυτού. Επιπρόσθετα, οι πληροφορίες και τα δεδομένα που συνθέτουν τα μοντέλα Large Language models (LLM’s) έχουν αδιαμφισβήτητη εμπορική αξία και το σύνολο των παραμέτρων που διαμορφώνεται μετά την εκπαίδευσή τους δεν είναι γενικά γνωστό. Σύμφωνα με έκθεση του έτους 2018 του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), «Όταν η καινοτομία δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τα εμπορικά μυστικά καθίστανται για τις επιχειρήσεις ένα βασικό εργαλείο για την προστασία των επιχειρηματικών τους γνώσεων». Παρόλα αυτά, το εμπορικό απόρρητο δεν παρέχει αποκλειστικό δικαίωμα και το πρόβλημα της αντίστροφης μηχανικής (reverse engineering) ενδέχεται να περιορίσει την ανάπτυξη τέτοιων μοντέλων με βάση την προστασία του νόμου αυτού. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο σημείο 16 του προοιμίου της Οδηγίας για το εμπορικό απόρρητο: «Η αντίστροφη μηχανική ενός νομίμως αποκτηθέντος προϊόντος θα πρέπει να θεωρείται ως νόμιμο μέσο απόκτησης πληροφοριών, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί συμβατικά κάτι διαφορετικό».
Η προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών
Δεύτερον, σύμφωνα με την Οδηγία 2009/24/ΕΚ για την νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ένα πρόγραμμα υπολογιστή προστατεύεται εάν είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι αποτελεί πνευματική δημιουργία του ίδιου του δημιουργού. Κανένα άλλο κριτήριο δεν εφαρμόζεται για την παροχή της προστασίας αυτής. Επιπλέον, στο προοίμιο 7 της Οδηγίας αναφέρεται ότι ο όρος «πρόγραμμα υπολογιστή» περιλαμβάνει προγράμματα σε οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ενσωματώνονται στο υλικό. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει επίσης προπαρασκευαστικές εργασίες σχεδιασμού που οδηγούν στην ανάπτυξη ενός προγράμματος υπολογιστή, υπό την προϋπόθεση ότι η φύση των προπαρασκευαστικών εργασιών είναι τέτοια ώστε να μπορεί να προκύψει από αυτές ένα πρόγραμμα υπολογιστή σε μεταγενέστερο στάδιο. Η ως άνω Οδηγία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, όπου ισχύουν οι ίδιες διατάξεις του αρ.2 παρ. 3.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, η προστασία ισχύει για όλες τις μορφές έκφρασης ενός προγράμματος υπολογιστή, αλλά οι ιδέες και οι αρχές που διέπουν οποιοδήποτε στοιχείο ενός προγράμματος υπολογιστή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διέπουν τα συστήματα διεπαφής του, δεν προστατεύονται ως δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της Οδηγίας. Συμπεραίνεται, έτσι, ότι στο βαθμό που οι αλγόριθμοι και οι γλώσσες προγραμματισμού περιέχουν ιδέες και αρχές, τότε οι ιδέες και οι αρχές αυτές δεν προστατεύονται.
Η αρχιτεκτονική και η διαδικασία εκπαίδευσης ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης, συχνά μετουσιώνονται στην μορφή ενός προγράμματος Η/Υ. Τα δεδομένα εισόδου, εκπαίδευσης και εξόδου (Input, training and output data) κωδικοποιoύνται ως λειτουργίες και η αρχιτεκτονική ενός συστήματος ΤΝ αποτελείται συνήθως από ένα σύνολο εντολών και λειτουργιών. Επομένως, ένα τέτοιο σύνολο λειτουργιών θα μπορούσε να εμπίπτει στην έννοια του όρου «πρόγραμμα υπολογιστή». Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρχει «πνευματική δημιουργία» ή «πρωτοτυπία», εάν οι επιλογές του δημιουργού είναι αυστηρά ‘αλγοριθμικές’ και υπαγορεύονται από τους λειτουργικούς περιορισμούς που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας βελτιστοποίησης. Όπως επισημαίνεται στην απόφαση Football Dataco (C-604/10), «ο δημιουργός εκφράζει τη δημιουργική του ικανότητα με πρωτότυπο τρόπο κάνοντας ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές, ωστόσο το κριτήριο αυτό της πρωτοτυπίας δεν πληρούται, όταν η δημιουργία του έργου υπαγορεύεται μόνο από τεχνικούς παράγοντες, κανόνες ή περιορισμούς που δεν αφήνουν περιθώριο δημιουργικής ελευθερίας».
Η προστασία του κατασκευαστή βάσης δεδομένων
Τρίτον, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας 96/9/ΕΚ, ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων που καταδεικνύει ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση, είτε για την απόκτηση, είτε για την επαλήθευση, είτε για την παρουσίαση του περιεχομένου, έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την απόσπαση ή την επαναχρησιμοποίηση σημαντικού μέρους του περιεχομένου της εν λόγω βάσης δεδομένων. Το δικαίωμα ειδικής φύσης (sui generis (SGR) μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο, δυνάμει των άρθρων 3 και 45 Α του ν. 2121/1993.
Στην υπόθεση C-203/02 (British Horseracing) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECJ) κρίθηκε ότι «η έκφραση “επένδυση στην […] απόκτηση […] του περιεχομένου” μιας βάσης δεδομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της Οδηγίας, πρέπει να εννοηθεί ότι αναφέρεται στους πόρους που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση υπάρχοντος ανεξάρτητου υλικού και τη συγκέντρωσή του στη βάση δεδομένων. Από την άλλη πλευρά, δεν καλύπτονται από την προστασία του νόμου οι πόροι που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του υλικού που αποτελεί το περιεχόμενο μιας βάσης δεδομένων».
Όσον αφορά τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, την επιλογή των παραμέτρων διαμόρφωσης και λειτουργίας τους καθώς και τα συναφή δεδομένα τους, είναι ασαφές πώς εφαρμόζεται η διάκριση εν προκειμένω μεταξύ των εννοιών της δημιουργίας και της απόκτησης και, επομένως, η προστασία των συστημάτων ΤΝ αυτών βάσει των εν λόγω διατάξεων θα ήταν δυσχερής. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με αποφάσεις του ΔΕΕ, τα στοιχεία μιας βάσης δεδομένων (έργα, δεδομένα ή άλλο υλικό) πρέπει να είναι «ανεξάρτητα» και σαν αποτέλεσμα, δεν προκύπτει πώς ένα σύστημα ΤΝ θα ικανοποιούσε και αυτή την απαίτηση.
Η προστασία βάσει του διπλώματος ευρεσιτεχνίας
Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, προστατεύονται δυνάμει του Ν. 1733/1987, όπως τροποποιήθηκε, εφόσον είναι νέα, περιλαμβάνουν εφευρετικό στάδιο και μπορούν να εφαρμοστούν στη βιομηχανία. Εάν ένα πρόγραμμα υπολογιστή παράγει ένα πρόσθετο τεχνικό αποτέλεσμα, προστατεύεται ως δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (άρθρο 52(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας (εφεξής EPC)). Οι μαθηματικές μέθοδοι αποκλείονται από τη δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (άρθρο 52(2)(α) της Σύμβασης EPC) εάν δεν παράγεται κάποιο τεχνικό αποτέλεσμα. Τα συστήματα ΤΝ και η μηχανική μάθηση (machine learning) βασίζονται σε υπολογιστικά μοντέλα και αλγορίθμους για ταξινόμηση, ομαδοποίηση κλπ. Αυτά τα μοντέλα και οι αλγόριθμοι, που είναι μαθηματικής φύσης, μπορούν να εκπαιδευτούν με βάση συγκεκριμένα δεδομένα. Συνεπώς, κατά περίπτωση, εάν το διεκδικούμενο αντικείμενο είναι τεχνικό (άρθρο 52), μπορεί τότε να προστατεύεται ως δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να απονεμηθεί στην Ευρώπη για εφευρέσεις «σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας» (άρθρο 52 παράγραφος 1, EPC). Τα συστήματα ΤΝ δεν αποκλείονται επομένως εκ των προτέρων από την προστασία τους με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Δηλαδή το επινόημα πρέπει να είναι νέο, με εφευρετική δραστηριότητα και επιδεκτικό βιομηχανικής εφαρμογής (άρθρα 54, 56 και 57 EPC).
Η πρακτική του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) ακολουθεί μια «προσέγγιση δύο βημάτων». Πρώτον, η αίτηση πρέπει να θεωρείται παραδεκτή, δηλαδή το αντικείμενό της πρέπει να αποτελεί μία εφεύρεση. Η έννοια της εφεύρεσης δεν ορίζεται στον νόμο, πλην εμμέσως από έναν μη εξαντλητικό κατάλογο αντικειμένων ή δραστηριοτήτων των οποίων αποκλείεται η δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Έτσι, τα προγράμματα υπολογιστών, οι μαθηματικές μέθοδοι και η παρουσίαση πληροφοριών εξαιρούνται από την προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ο αποκλεισμός, ωστόσο, αφορά μόνο τις εφευρέσεις που αφορούν σε αντικείμενο που διεκδικείται «ως έχει». Από την άλλη πλευρά, μία αίτηση το αντικείμενο της οποίας έχει τεχνικό χαρακτήρα αίρει τον αποκλεισμό αυτό.
Επομένως, τα συστήματα ΤΝ θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν «εφευρέσεις» κατά την έννοια του άρθρου 52(1), εφόσον διαθέτουν τεχνικό χαρακτήρα. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται εύκολα στην πράξη για τις αξιώσεις μίας μεθόδου, με ρητή αναφορά σε ένα φυσικό προϊόν που συνδέεται με έναν π.χ. αφηρημένο αλγόριθμο. Έτσι, ένα σύστημα ΤΝ διαθέτει τον απαραίτητο τεχνικό χαρακτήρα εφόσον διεκδικείται μία αξίωση για μέθοδο με ρητή αναφορά π.χ. σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, κάμερα ή υπολογιστικό νέφος. Από την άλλη πλευρά, όταν η αίτηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αφορά ένα καινοτόμο προϊόν, ο τεχνικός χαρακτήρας δεν μπορεί να προκύψει από την απλή αναφορά σε έναν π.χ. υπολογιστή, αλλά πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω τεχνικά αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να προκύπτουν από την εκτέλεση των εντολών ενός συστήματος, όπως π.χ. όταν οι εκτελούμενες από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή εντολές επιλύουν ή συμβάλλουν στην επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος.
Αφού διαπιστωθεί το παραδεκτό του τεχνικού χαρακτήρα μίας εφεύρεσης, κατόπιν εξετάζεται αν το επινόημα είναι νέο, με εφευρετική δραστηριότητα και επιδεκτικό βιομηχανικής εφαρμογής. Ένα γνώρισμα των συστημάτων ΤΝ είναι ότι αποτελούνται από ένα μείγμα χαρακτηριστικών: ορισμένες ιδιότητες μπορεί να διαθέτουν έναν αναμφισβήτητα τεχνικό χαρακτήρα (π.χ. αναφορά σε συγκεκριμένο υπολογιστή), ενώ άλλα χαρακτηριστικά, αποκλείονται από την προστασία π.χ. ο αλγόριθμος ως έχει. Για παράδειγμα, η αρχιτεκτονική ενός νευρωνικού δικτύου (neural network) ως έχει, θα θεωρείτο, ως ένα αόριστο και αφηρημένο αντικείμενο ως αλγόριθμος.
Η νομολογία του Εφετείου του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ, T 641/00, Comvik case) έχει προσδιορίσει δύο περιπτώσεις όπου ένας αλγόριθμος μπορεί να συμβάλλει στον τεχνικό χαρακτήρα μιας εφεύρεσης. Αν αποτελεί μία συγκεκριμένη τεχνική εφαρμογή και/ή αν αποτελεί μία εφαρμογή με τεχνικό σκοπό. Εάν πληρούται μία εκ των ως άνω προυποθέσεων, ο αλγόριθμος τότε συμβάλλει στον τεχνικό χαρακτήρα της διεκδικούμενης εφεύρεσης (βλ. κατευθυντήριες γραμμές του EPO, G-II, 3.3). Ωστόσο, η τεχνική συμβολή ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού δεν θα πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα, αλλά θα πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διεκδικούμενων χαρακτηριστικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνική συμβολή ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να αξιολογηθεί κατά τον έλεγχο του νέου επινοήματος της εφεύρεσης. Για παράδειγμα, στην υπόθεση T 697/17, το Εφετείο έκρινε ότι «οι δομές δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση cognitive δεδομένων δεν θεωρείται ότι συμβάλλουν στον τεχνικό χαρακτήρα, πέραν από την απλή αποθήκευση των δεδομένων, ενώ από την άλλη οι δομές δεδομένων που χρησιμοποιούνται για λειτουργικούς σκοπούς θεωρείται ότι συμβάλλουν στην παραγωγή τεχνικού αποτελέσματος».
Συμπέρασμα
Τα συστήματα ΤΝ αποτελούν το τελικό προϊόν μιας μακράς, πολύπλοκης και συχνά δαπανηρής διαδικασίας. Το σύνθετο περιεχόμενο των τεχνολογιών αυτών, αποτελούμενο από αλγόριθμους, κώδικες, εφαρμογές και δεδομένα, θέτει ιδιαίτερες προκλήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.
Η νομοθεσία για το εμπορικό απόρρητο δεν παρέχει αποτελεσματική προστασία λόγω της αντίστροφης μηχανικής, ενώ τυχόν συμβατικές ρήτρες που απαγορεύουν την αντίστροφη μηχανική μπορούν να εξεταστούν αλλά δεν έχουν πρακτική εφαρμογή εάν το προϊόν διατίθεται στο κοινό. Τα πνευματικά δικαιώματα και το ειδικής φύσεως δικαίωμα στις βάσεις δεδομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βιώσιμη εναλλακτική λύση, καθώς ένα τυπικό μοντέλο, όπως ένα νευρωνικό δίκτυο (neural network), δύσκολα θα εμπίπτει στον ορισμό της βάσης δεδομένων, ενώ τα συστατικά του μοντέλου συχνά δεν θα έχουν ανεξάρτητη αξία από το σύνολο του δικτύου, στο οποίο περιέχονται.
Τέλος, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να θεωρηθεί, καταρχήν, ότι προστατεύει τις τεχνικές λειτουργίες που σχετίζονται με ένα σύστημα ΤΝ. Ωστόσο, το αντικείμενο μίας τέτοιας αίτησης θα πρέπει να πληροί τις τυπικές και ουσιαστικές απαιτήσεις του Νόμου.Μάριος
Σιούφας