Εισαγωγικές Επισημάνσεις
Η κλιματική κρίση αποτελεί ένα εκ των σπουδαιότερων σύγχρονων προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει ο πλανήτης, η δε αντιμετώπισή της συνιστά βιωτικό διακύβευμα για την παγκόσμια κοινότητα. Η διαπίστωση της ανάγκης εκ βάθρων επαναπροσδιορισμού των περιβαλλοντικών πεποιθήσεων και στρατηγικών, απόρροια μιας μακράς διάρκειας ανεπιτυχών προσπαθειών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, οδήγησε στην υιοθέτηση αποτελεσματικότερων μέτρων και συγκεκριμένου πλάνου για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας με απώτερο στόχο την κλιματική ισορροπία. Στην προσπάθεια αυτή το Δίκαιο παίζει κομβικό ρόλο, τόσο διά της μετουσίωσης σε νομοθέτημα των δεσμεύσεων της Πράσινης Συμφωνίας και της συνοδεύουσας την τελευταία δέσμη μέτρων Fit for 55, όσο και μέσα από την εν γένει προώθηση της κλιματικής δικαιοσύνης (climate justice).
Στο πλαίσιο αυτό, η ενεργός συμμετοχή τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και στην ανάπτυξη μιας βιώσιμης και ανθεκτικής οικονομίας συνιστά όρο εκ των ων ουκ άνευ για την επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2050. Φυσικό επακόλουθο τούτου αποτελεί η ολοένα αυξανόμενη παραγωγή περιβαλλοντικών διαφορών, οι οποίες έχουν εκτενώς απασχολήσει τη δικαστηριακή πρακτική, καθώς και την επενδυτική διαιτησία. Ο ρόλος, ωστόσο, της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας υπήρξε, έως σήμερα, μάλλον περιορισμένος. Η παρούσα ανάλυση εστιάζει στη νέα δυναμική της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, ως διεμορφώθη με τον ν. 5016/2023, και για την επίλυση περιβαλλοντικών διαφορών αναδεικνύοντας τις προκλήσεις και τα οφέλη της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών στον κλάδο του δικαίου του περιβάλλοντος.
Διεθνής Εμπορική Διαιτησία και περιβαλλοντικό δίκαιο
Οι ρήτρες διαιτησίας τείνουν να εγκαθιδρυθούν ως πλέον διαδεδομένος μηχανισμός επίλυσης διαφορών σε εμπορικές συμβάσεις. Σε κλάδους δε άμεσα εμπλεκόμενους με το κλίμα και το περιβάλλον, όπως η ρυπογόνος βιομηχανία, ο κλάδος της ενέργειας, οι αερομεταφορές, η ναυτιλία, αλλά και ευρύτερα ο επιχειρηματικός τομέας, το ρίσκο έγερσης αξιώσεων εν σχέσει με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις εκ της δραστηριότητάς των παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, με την εμπορική διαιτησία να αποκτά ιδιάζουσα προοπτική να αποτελέσει έναν εκ των βασικότερων μηχανισμών επιβολής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και πολιτικής.
Προ πάσης περαιτέρω αναφοράς στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των περιβαλλοντικών διαφορών, δέον όπως επισημανθούν οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο ν. 5016/2023 στο πλαίσιο της διεθνούς διαιτησίας στην ελληνική έννομη τάξη επί σκοπώ ενσωμάτωσης του Πρότυπου Νόμου της επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL), αλλά και των νέων τάσεων της διεθνούς θεωρίας και πρακτικής στον τομέα της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.
Ο ν. 5016/2023, σε πλήρη σύμπλευση με τον Πρότυπο Νόμο, τονίζει την αρχή της αυτονομίας των μερών, ενώ παράλληλα υιοθετεί τη γενική αρχή ότι όλες οι διαφορές είναι διαιτητεύσιμες, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που απαγορεύεται ρητά στο νόμο. Επιπλέον, ορίζει ότι η ρήτρα διαιτησίας μπορεί να εμπεριέχεται, πέραν του εκάστοτε βασικού συμβατικού κειμένου, σε έτερο έγγραφο στο οποίο παραπέμπει η σύμβαση και το οποίο δύναται να συνιστά και ηλεκτρονική καταγραφή (αρ. 10). Περαιτέρω, ιδιαίτερα ουσιώδης καθίσταται η ειδική ρύθμιση περί πολυμερούς διαιτησίας, η οποία λύει το ζήτημα διορισμού διαιτητών αναθέτοντάς το στο Μονομελές Πρωτοδικείο της Περιφέρειας η οποία συνιστά τον τόπο της διαιτησίας, επεκτείνοντας παράλληλα τον ρόλο των τακτικών δικαστηρίων και σε οιαδήποτε περίπτωση αδυναμίας ορισμού πολυμελούς ή μονομελούς διαιτητικού δικαστηρίου εντός ενενήντα ημερών από την προσφυγή στη διαιτησία, ως προβλέπεται.
Επιπροσθέτως, ο νέος νόμος θεσπίζει μεταξύ άλλων ευθύνη των διαιτητών, καθώς και την εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα που θεωρεί αναγκαία σε συνάρτηση με το αντικείμενο της διαφοράς και να εκδίδει προσωρινές διαταγές. Εγκαθιδρύεται, επιπλέον, η δυνατότητα διεξαγωγής πλήρους αποδεικτικής διαδικασίας, με το διαιτητικό δικαστήριο να έχει την εξουσία να επιβάλει στα μέρη την προσκόμιση εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών μέσων, ενώ ορίζονται περιοριστικά οι λόγοι ακύρωσης μίας διαιτητικής απόφασης, αποκλείοντας την επίκληση λόγου ακυρώσεως επί πράξεων ή παραλήψεων των συμμετεχόντων μερών. Τέλος, καθιερώνονται οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την ίδρυση οργανισμών θεσμικής διαιτησίας στην Ελλάδα, μία, ομολογουμένως, καινοτομία του εθνικού πλαισίου η οποία στοχεύει στην ενιαία αντιμετώπιση και οργάνωση των θεσμικών διαιτησιών.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο νέος νόμος συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας της εμπορικής διαιτησίας, το οποίο ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα. Ως εκ τούτου, η εγγενής ευελιξία των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών αλλά και ο διεθνής χαρακτήρας της εμπορικής διαιτησίας καθιστά την τελευταία πλέον ελκυστική μέθοδο επίλυσης διαφορών σχετιζόμενων με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, συντελώντας στη διαμόρφωση ενός καταλλήλως διαμορφωμένου forum, ανταποκρινόμενου στις ιδιαιτερότητες του περιβαλλοντικού δικαίου.
Πιο συγκεκριμένα, οι υποθέσεις που σχετίζονται με την κλιματική κρίση και το περιβαλλοντικό δίκαιο εν γένει δύνανται να διακριθούν σε απορρέουσες αφενός από την εφαρμοστέα περιβαλλοντική πολιτική και το εν ισχύι ρυθμιστικό πλαίσιο, αφετέρου από συμβατικές υποχρεώσεις συμφωνημένες μεταξύ των μερών. Πέραν των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη τη διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων η οποία περιλαμβάνει – και απαιτεί – την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών και τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος παραπλανητικής προβολής πρακτικών υιοθετούμενων από εταιρείες, οι οποίες (πρακτικές) δήθεν συμβάλλουν στην μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος και στην προώθηση φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων, υπηρεσιών και στρατηγικών εταιρικής διακυβέρνησης. Καθώς τέτοια φαινόμενα ουδόλως σπανίζουν σήμερα, γίνεται πλέον λόγος και για διαφορές πηγάζουσες από αντίστοιχες παραπλανητικές διαφημιστικές τακτικές.
Εκ των ανωτέρω, οι υποθέσεις που μπορούν ευχερώς, επί του παρόντος, να αχθούν προς επίλυση ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου περιορίζονται κυρίως σε εκείνες που απορρέουν από συμβατικές υποχρεώσεις των μερών, δεδομένου ότι και ο ίδιος ο θεσμός της διαιτησίας διαμορφώνεται εν τοις πράγμασι ως μία συμβατική υποχρέωση.
Αντί Επιλόγου
Η διεθνής εμπορική διαιτησία δύναται να παράσχει ένα οργανωμένο forum για την επίλυση περιβαλλοντικών διαφορών, δεδομένου ότι δίδει στα συμβαλλόμενα μέρη την ευελιξία να επιλέξουν ένα διαιτητικό δικαστήριο εξοικειωμένο σε αντίστοιχες υποθέσεις απορρέουσες από την κλιματική κρίση και το περιβαλλοντικό δίκαιο εν γένει, εξασφαλίζει την ταχύτητα δικαιοδοτικής κρίσης και την εν δυνάμει εμπιστευτικότητα της διαδικασίας. Σε κάθε δε περίπτωση, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο πόρρω απέχει από την διασφάλιση της δυνατότητας γενικευμένης εφαρμογής του θεσμού της διαιτησίας στο σύνολο των σχετικών διαφορών που άγονται προς εκδίκαση.
Με γνώμονα, ωστόσο, τις ραγδαίες εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και διεθνές επίπεδο προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης και τον περιορισμό της κλιματικής κρίσης, μπορεί ασφαλώς να πιθανολογηθεί αφενός ο επικείμενος πολλαπλασιασμός των περιβαλλοντικών διαφορών, αφετέρου η σταδιακή εδραίωση του θεσμού της διαιτησίας ως καταλλήλου μηχανισμού ικανού να συνδράμει στην αποτελεσματική δικαιοδοτική αποτίμηση των σχετικών διαφορών.