Από τον Homo Economicus στον Homo Internetialis;
Ποιον καταναλωτή θέλουμε να προστατεύσουμε απέναντι σε καταχρηστικούς ΓΟΣ λόγω της αδιαφάνειάς τους; Ποιον καταναλωτή θέλουμε να θωρακίσουμε απέναντι σε αθέμιτες πρακτικές εμπόρων, τέτοιων που μπορούν να “στρεβλώσουν” την ικανότητα λήψης μιας “τεκμηριωμένης” συναλλακτικής απόφασης; Ποιο είναι το “πρότυπο” του μέσου καταναλωτή, επί τη βάσει των ιδεατών γνωσιακών χαρακτηριστικών του οποίου θα συντελεστεί η αξιολόγηση από τον εφαρμοστή του δικαίου μιας εμπορικής δράσης και, σε περίπτωση διαπίστωσης του “αθέμιτου” αυτής, να οδηγήσει μέχρι και στην απαγόρευση αυτής, οδηγώντας σε έναν δραστικό περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας του διενεργούντος μια εμπορική πράξη;
Παραδοσιακά, το ενωσιακό (πρώην κοινοτικό) δίκαιο προστασίας καταναλωτή, προστατεύει έναν ενημερωμένο και προσεκτικό καταναλωτή. Κάποιον που, αν μη, τι άλλο, διαβάζει τις οδηγίες χρήσης των προϊόντων για τα οποία ενδιαφέρεται, προβληματίζεται για τους όρους των τραπεζικών συμβάσεων που τίθενται ενώπιόν του, αξιολογεί τις εμπορικές εγγυήσεις των καταναλωτικών αγαθών τα οποία θέλει να αποκτήσει. Είναι τούτο όμως κάτι που ανταποκρίνεται στη σημερινή ένταση πληροφορίας που καλείται να διαχειριστεί ο μέσος χρήστης του διαδικτύου;
Μήπως η καταιγίδα πληροφοριών που δέχεται ο μέσος καταναλωτής την εποχή του Web 3.0 καθιστά παρωχημένο το ανωτέρω μοντέλο; Μήπως ήρθε μια ευκαιρία για αναθεώρηση του προτύπου του μέσου καταναλωτή; Πριν το εξετάσουμε, ας θυμηθούμε ποιες είναι οι νομοθετικές εφαρμογές του προτύπου του μέσου καταναλωτή, στο Ν. 2251/1994.
Το δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν ο καταναλωτής έλαβε κάθε αναγκαία πληροφορία, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις
Ενημέρωση και Αρχή της Διαφάνειας
Το πρότυπο του μέσου καταναλωτή έχει απασχολήσει επανειλημμένα τη νομολογία των δικαστηρίων μας ως προς την ικανότητα ενός συναλλασσόμενου υπό την ιδιότητά του ως καταναλωτή να αντιληφθεί τους όρους μιας σύμβασης.
Ως γνωστό, πρέπει οι όροι κάθε (καταναλωτικής) σύμβασης να είναι διατυπωμένοι με απλό και κατανοητό τρόπο, σε απλή και περιεκτική γλώσσα (in plain and concessive language) και να αποφεύγουν αδιαφανείς και αιφνιδιαστικούς όρους. Τούτο κρίνεται με βάση το πρότυπο του μέσου καταναλωτή.
Η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, κατά το άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας 93/13 για τους καταχρηστικούς όρους των συμβάσεων με καταναλωτές ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.
Στο εσωτερικό δίκαιο, η αρχή της διαφάνειας περιέχεται στο άρθρο 2 παρ.2α’ και 7ε’, ια’ του Ν.2251/1994. Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.
Η αρχή της διαφάνειας ανάγεται σε δείκτη που καθοδηγεί στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ.6 εδ.α ν.2251/1994 και συγκεκριμένα συνιστά κριτήριο εξειδίκευσης της “σημαντικής διατάραξης” της συμβατικής ισορροπίας, καθόσον οι αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι το δίκαιο των ΓΟΣ διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω των άρθρων 2 παρ.1-3 και 5 του Ν.2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ.ε,ζ,η,ι,ια του ιδίου νόμου.
Η αρχή της διαφάνειας συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων που πρέπει να διακρίνει τους ΓΟΣ. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη πτυχή αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή στην προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν.
Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του καταναλωτή.
Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγόμενες απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής.
Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ενώ αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια εξειδικεύεται σε πολλές περιπτώσεις της παραγράφου 7, όπως για παράδειγμα στο εδ.ε {“…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο”), εδ. ζ {“…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση”), εδ.η {“…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του”), εδ.ι {“…επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο”), εδ.ια (“…χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή” (ΑΠ 430/2015).
Το δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν ο καταναλωτής έλαβε κάθε αναγκαία πληροφορία, ώστε να καταστεί για αυτόν δυνατή η αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Στην εκτίμηση αυτή κρίσιμο είναι, αφενός, το ζήτημα αν η ρήτρα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπει στο μέσο καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να υπολογίσει το κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της και, αφετέρου, η πιθανή έλλειψη αναφοράς, στη σύμβαση καταναλωτικής πίστης, πληροφοριών που θεωρούνται ουσιώδεις, βάσει του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως.
Η πιθανότητα “στρέβλωσης” της οικονομικής συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή
Σε ενσωμάτωση της Οδ. 2005/29, τα άρθρα 9α επ. του Ν. 2251/1994 υιοθετούν ένα σύστημα απαγόρευσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Έτσι, υπάρχουν οι “ad hoc” αθέμιτες πρακτικές, της μαύρης λίστας του παραρτήματος της ως άνω Οδηγίας (= άρθρα 9στ και 9η για τις παραπλανητικές και επιθετικές, αντίστοιχα), οι δύο “μικρές γενικές ρήτρες” (= άρθρα 9δ και 9ε για τις παραπλανητικές πράξεις και παραλείψεις, αντίστοιχα και άρθρο 9ζ για τις επιθετικές πρακτικές), και η “μεγάλη γενική ρήτρα” του άρθρου 9γ. Όπως λέγεται, για την αξιολόγηση του αθέμιτου μιας συμπεριφοράς ακολουθείται μια “bottom up” προσέγγιση, δηλαδή εξετάζεται πρώτα αν εμπίπτει η υπό αξιολόγηση συμπεριφορά σε κάποια από τις per se απαγορευμένες πρακτικές, αν όχι, τότε αν εμπίπτει σε κάποια από τις μικρές γενικές ρήτρες, και αν όχι, αν εμπίπτει στη μεγάλη γενική ρήτρα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, το αθέμιτο μιας συμπεριφοράς κρίνεται “αφηρημένα”, με βάση το πρότυπο του μέσου καταναλωτή. Έτσι, δεν απαγορεύονται μόνο εκείνες οι εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν και είναι αθέμιτες. Εμπορική πρακτική των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές περιλαμβάνει κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπο συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ ενός προμηθευτή, που συνδέεται άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές.
Tα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τη δική τους κρίση για να προσδιορίζουν την τυπική αντίδραση του καταναλωτή αυτού σε δεδομένη περίπτωση
Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών. Ως ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών νοείται η χρήση εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.
Το πρότυπο του μέσου καταναλωτή
Το κριτήριο εκτιμήσεως που γίνεται δεκτό είναι ο μέσος καταναλωτής, κατά την αντίληψη του homo economicus (ΔΕΕ απόφαση της 6ης Ιουλίου 1998, C-210/96 Gut Springerheide, παρ. 31). Αυτός έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων (ΔΕΕ απόφαση της 30ής Απριλίου 2014 υπόθεση C-26/13, Arp ad Kasler, Hajnalka Ka si erne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 – 75, ΔΕΕ απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C 122/10, EU:C:2011:299, σκέψη 22).
Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της Οδηγίας 2005/29, η έννοια του “μέσου καταναλωτή” δεν είναι στατιστική έννοια και τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τη δική τους κρίση για να προσδιορίζουν την τυπική αντίδραση του καταναλωτή αυτού σε δεδομένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον εμπορικές πρακτικές εξαπατούν ή ενδέχεται να εξαπατήσουν τον μέσο καταναλωτή, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων.
Σε σχέση με το κρίσιμο στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης πληροφόρησης του καταναλωτή, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον εμπορικές πρακτικές είναι παραπλανητικές, λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων, κατά το ΔΕΕ.
Το εθνικό δικαστήριο οφείλει συνεπώς να εκτιμήσει κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφοι 1 έως 4, στοιχείο γʹ, της Οδηγίας 2005/29, το πραγματικό πλαίσιο της επίμαχης εμπορικής πρακτικής, το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας, ιδίως τους περιορισμούς του μέσου αυτού, καθώς και τη φύση και τα χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος, κατά πόσον η παράλειψη ουσιώδους πληροφορίας, όπως είναι η τιμή, οδήγησε ή ενδέχεται να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Ving Sverige, C‑122/10, EU:C:2011:299, σκέψεις 52, 53 και 58).
Βέβαια, στην εθνική έννομη τάξη δεν ήταν πάντα η ανωτέρω αντίληψη του καταναλωτή η κρατούσα. Από την απόφαση ΑΠ 1219/2001, που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής, έγινε δεκτό ότι το ζήτημα της καταχρηστικότητας κάποιων ΓΟΣ θα κρινόταν με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του καταναλωτή, που είναι συνήθως απρόσεκτος ως προς την ενημέρωσή του, αλλά ο οποίος διαθέτει τη μέση αντίληψη κατά τον σχηματισμό της απόφασής του να συμβληθεί ως καταναλωτής συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών.
Έτσι, κατά τη διαδικασία για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, έπρεπε να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα με βάση αυτό το πρότυπο. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τούτο δεν γίνεται πλέον δεκτό από τα εθνικά μας δικαστήρια, τα οποία υιοθετούν το πρότυπο του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.
Ένα προδικαστικό ερώτημα που αλλάζει τα πάντα;
Όλως προσφάτως, ένα προδικαστικό ερώτημα ιταλικού δικαστηρίου ήρθε να ταράξει τα νερά, στην έννοια του καταναλωτή. Στην υπόθεση Compass Banca SpA / Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (C-646/22), εστάλη προδικαστικό ερώτημα, το οποίο, όπως δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα ΕΕ στις 23.01.2023, έχει ως εξής:
Δεν θα πρέπει η έννοια του μέσου καταναλωτή κατά την Οδηγία 2005/29/ΕΚ, νοούμενου ως του καταναλωτή ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως συνετός και ενημερωμένος, λόγω της ελαστικότητας και του απροσδιόριστου χαρακτήρα της, να προσδιορίζεται με γνώμονα τη βέλτιστη γνώση και πείρα και, ως εκ τούτου, να αναφέρεται όχι μόνο στην κλασική έννοια του homo economicus, αλλά και στα πορίσματα των πλέον πρόσφατων θεωριών σχετικά με την περιορισμένη ορθολογικότητα, βάσει των οποίων έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι δρουν συχνά μειώνοντας τις αναγκαίες πληροφορίες με “παράλογες” αποφάσεις σε σύγκριση με εκείνες που θα ελάμβανε ένας υποθετικά προσεκτικός και ενημερωμένος άνθρωπος, πορίσματα από τα οποία προκύπτει η ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των καταναλωτών στην περίπτωση του κινδύνου γνωσιακών επιρροών, ενός κινδύνου όλο και μεγαλύτερου στη σύγχρονη δυναμική της αγοράς;
Προς μια αναθεώρηση της έννοιας του μέσου καταναλωτή;
Είναι γεγονός ότι την εποχή της υπερπληροφόρησης δεν μπορεί κανείς να θεωρηθεί επαρκώς ενημερωμένος. Αλήθεια, ποιος από εμάς διαβάζει αναλυτικά τα privacy notes ή τα cookies banners που εμφανίζονται σε κάθε ιστοσελίδα που επισκεπτόμαστε; Ποιος έχει τη διάθεση, το χρόνο ή και την ικανότητα να αντιληφθεί πλήρως σύνθετες έννοιες όπως “υπεύθυνος επεξεργασίας”, “θεμιτό ενδιαφέρον” (sic), να γνωρίζει ποιοι είναι για κάθε ιστοσελίδα οι “τρίτοι συνεργάτες” ή αντιληπτική ικανότητα να εξοικειωθεί με πολύπλευρα οικοσυστήματα διαφημιστικών σκοπών, στη διάσταση των οποίων τα δεδομένα του χρήστη κυκλοφορούν ελεύθερα.
O καταναλωτής – και όπως αποδεικνύουν τα διδάγματα των συμπεριφορικών οικονομικών – είναι πρόθυμος να θυσιάσει την πληροφόρησή του με σκοπό να απολαύσει τη χρήση μιας υπηρεσίας
Αντίθετα, ο καταναλωτής – και όπως αποδεικνύουν τα διδάγματα των συμπεριφορικών οικονομικών – είναι πρόθυμος να θυσιάσει την πληροφόρησή του με σκοπό να απολαύσει τη χρήση μιας υπηρεσίας. Δεν είναι σίγουρο ότι θα συμπεριφέρεται πάντα “ορθολογικά”, αλλά μπορεί να δρα παρορμητικά και βεβιασμένα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την καταιγίδα των πληροφοριών που του απευθύνεται. Έτσι, συμπεριφορικές μελέτες δείχνουν ότι πολλές τεχνικές που κανείς δεν σκόπευε ποτέ να απαγορεύσει καθότι δεν προσκρούουν στο “average consumer test”, εν τοις πράγμασι επηρεάζουν τη συμπεριφορά και ενδεχομένως να το κάνουν με σημαντικό τρόπο. Τα εμπειρικά δεδομένα θα μπορούσαν καταρχήν να οδηγήσουν στην ερμηνεία του μέσου καταναλωτή, ως αυτού που εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, η ευαισθησία στο framing, προκαταλήψεις ή γνωσιακές αδυναμίες του, παράλογοι περισσότερο ή λιγότερο φόβοι και προκατάληψη ή προδιάθεση απέναντι σε πληροφορίες.
Είναι, λοιπόν, ο καταναλωτής “ενημερωμένος” ή “ευάλωτος γνωσιακά”; Αυτό είναι το ερώτημα που θα απασχολήσει νομική και συμπεριφορική επιστήμη τα επόμενα χρόνια και με αφορμή και την αναμενόμενη απάντηση του ΔΕΕ στο προδικαστικό ερώτημα που εκτέθηκε ανωτέρω, θα διαπλάσει το δίκαιο του καταναλωτή για τα επόμενα χρόνια.
Κάτι πολύ χρήσιμο στην εποχή της data driven οικονομίας, των συμπεριφορικών online διαφημίσεων που στοχεύουν ακριβώς στις γνωσιακές ιδιαιτερότητες ή αδυναμίες κάθε καταναλωτή, και του ζητήματος αν για μια τέτοια “στόχευση” του καταναλωτή μπορεί να γίνει δεκτή υποχώρηση της ανάγκης για προστασία του στο βωμό της συμμετοχής του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.