Με αφορμή την υγειονομική κρίση και τις επιπτώσεις αυτής στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και το διεθνές εμπόριο, συζητήσαμε με τον Ιωάννη Λιανό για τον ρόλο του δικαίου του ανταγωνισμού στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς με την ταυτόχρονη προστασία της δημόσιας υγείας, τα crisis cartels, αλλά και το πλαίσιο του ανταγωνισμού στην ψηφιακή οικονομία.
Πείτε μας δυο λόγια για εσάς και την επαγγελματική σας πορεία έως σήμερα.
Η επαγγελματική μου πορεία ήταν έως τώρα κυρίως πανεπιστημιακή, στον χώρο του δικαίου και της πολιτικής ανταγωνισμού. Πριν τον διορισμό μου ως Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατείχα την έδρα δικαίου και πολιτικής ανταγωνισμού στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου UCL στο Λονδίνο, στο οποίο εργάζομαι από το 2005, και επίσης την έδρα Vincent Wright στη Νομική Σχολή του Sciences Po στο Παρίσι. Ήμουν, επίσης, ο ακαδημαϊκός διευθυντής του Κέντρου Δικαίου και Πολιτικής Ανταγωνισμού των χωρών BRICS με έδρα το Πανεπιστήμιο Higher School of Economics στη Μόσχα. Η ενασχόλησή μου με το δίκαιο ανταγωνισμού άρχισε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν άρχισα το διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου σε αυτό το θέμα, το πρώτο διδακτορικό στη Γαλλία τότε το οποίο εφάρμοζε μία κριτική οικονομική ανάλυση του δικαίου στο δίκαιο ανταγωνισμού.
Το διδακτορικό μου βραβεύτηκε από την Γαλλική Ακαδημία Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών το 2004. Επίσης, σπούδασα Ρύθμιση του Εμπορίου στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Το 2012 ήμουν ένας από τους 5 νομικούς που έλαβαν το Βραβείο Philip Leverhulme που διακρίνει κάθε χρόνο τους καλύτερους νέους (κάτω των 40 ετών) Πανεπιστημιακούς στην Μεγάλη Βρετανία. Έχω δημοσιεύσει 20 βιβλία και πλέον των 100 μελετών σε διάφορες γλώσσες, ενώ η δουλειά μου έχει μεταφραστεί στα Ισπανικά, Κινεζικά και Ρωσικά. Επίσης, έχω εργαστεί ως σύμβουλος σε κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, αλλά και σε διεθνείς οργανισμούς για το δίκαιο και την πολιτική ανταγωνισμού. Τα τελευταία χρόνια έχω αναπτύξει ενδιαφέρον για την οικολογία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, και έχω συνεισφέρει ως εμπειρογνώμονας σε Ευρωπαϊκές περιβαλλοντολογικές οργανώσεις, στο κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία και σε Ευρωπαϊκές Ενώσεις/Συνδικάτα για την προστασία των freelancers στη ψηφιακή οικονομία.
Η πανδημία του κορωνοϊού φαίνεται να έχει αλλάξει ριζικά την παγκόσμια αγορά. Πιστεύετε ότι το δίκαιο ανταγωνισμού μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που γεννιούνται από τον Covid-19 και να θωρακίσει ουσιαστικά τη δημόσια υγεία σε παγκόσμιο επίπεδο;
Το δίκαιο του ανταγωνισμού έχει να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις στην covid και μετά-covid εποχή. Η υγειονομική κρίση αρχικά δημιούργησε σημαντικές αναταράξεις στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και στο διεθνές εμπόριο, και παρατηρήσαμε σημαντικές αυξήσεις σε τιμές διαφόρων προϊόντων, όπως επίσης και φαινόμενα αισχροκέρδειας τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα, μια και μπορούσαν να έχουν επίσης αρνητικές επιπτώσεις και για την υγειονομική κρίση. Η κρίση που αντιμετωπίζουμε οδηγεί σε σοκ τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όσο και από την πλευρά της ζήτησης και είναι σημαντικό, λόγω επίσης και της κατάστασης της διεθνούς αγοράς για αυτά τα υλικά, για τα οποία υπάρχουν σημαντικές εισαγωγές στην Ελλάδα, να λάβουμε υπόψη τον διεθνή ανταγωνισμό και τα inter-market spillover effects (δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλες αγορές) που μπορεί να υπάρξουν σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας.
Το δίκαιο ανταγωνισμού αποτελεί ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό εργαλείο για τη ρύθμιση της αγοράς, το οποίο δίνει τη δυνατότητα να επιβληθούν σημαντικές κυρώσεις. Το πρόβλημα του όμως είναι ότι όπως κάθε «βαρύ πυροβολικό» είναι δυσκίνητο, μια και υπόκειται σε αρκετά χρονοβόρες διαδικασίες με τις οποίες ο νομοθέτης έχει σκοπό να προστατεύσει τα δικαιώματα άμυνας των μερών. Συνεπώς, είναι δύσκολο για το δίκαιο ανταγωνισμού να φέρει αποτελέσματα άμεσα. Επίσης, ο τρόπος που είναι οργανωμένες οι Επιτροπές Ανταγωνισμού δεν τους επιτρέπει να έχουν άμεση πληροφόρηση για τις συνθήκες στην αγορά, σε περίπτωση που δεν έχει ανοίξει αυτεπάγγελτη έρευνα ή δεν υπάρχει συγκεκριμένη καταγγελία.
Για να είναι χρήσιμες σε τέτοιου είδους περιόδους, οι Επιτροπές Ανταγωνισμού πρέπει να ασχοληθούν πιο συστηματικά με τη χαρτογράφηση των αγορών, να αναλάβουν έναν πιο προληπτικό ρόλο
Συνεπώς, για να είναι χρήσιμες σε τέτοιου είδους περιόδους, οι Επιτροπές Ανταγωνισμού πρέπει να ασχοληθούν πιο συστηματικά με τη χαρτογράφηση των αγορών, να αναλάβουν έναν πιο προληπτικό ρόλο, να χρησιμοποιήσουν νέες τεχνολογίες, ειδικά τα Μεγάλα Δεδομένα και αλγόριθμους για να εστιάσουν την προσοχή τους σε προβληματικές αγορές όσον αφορά την αύξηση τιμών, αλλά επίσης και να λάβουν υπόψη τους το γενικότερο δημόσιο συμφέρον για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ενδεχομένως, η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων και ανταγωνιστών) να είναι υπό ορισμένες προϋποθέσεις απαραίτητη για να μην υπάρξουν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και για την σταθεροποίηση των αγορών, κάτι για το οποίο σε ορισμένους τομείς, όπως η γεωργία, μπορεί να οδηγήσει και σε στοχευμένη παρέκκλιση από τους κανόνες του δικαίου ανταγωνισμού, όπως και έγινε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο με ορισμένα αγροτικά προϊόντα.
Ποια η γνώμη σας για τα λεγόμενα «καρτέλ της κρίσης» (“crisis-cartels”); Θεωρείτε ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να συνάψουν συνεργασίες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, παραμένοντας μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας και των ορίων που θέτει το δίκαιο ανταγωνισμού;
Αυτό που ασφαλώς προβληματίζει την Επιτροπή Ανταγωνισμού, όπως επίσης φαντάζομαι και όλους τους επιχειρηματίες και εργαζόμενους, είναι το πώς η πανδημία θα επηρεάσει την αγορά και τη βιωσιμότητα πολλών χιλιάδων επιχειρήσεων και τις επιπτώσεις που αυτό μπορεί να έχει σε αγορές προϊόντων και εργασίας. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ), όπως και της ΕΕ, οι επιχειρήσεις οφείλουν να αντιμετωπίζουν τις όποιες δυσχερείς καταστάσεις της αγοράς ή τυχόν οικονομικές κρίσεις με μέσα που δεν περιορίζουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, η προβολή επιχειρημάτων αναφορικά με τον κίνδυνο αναστολής δραστηριότητας ή κήρυξης πτώχευσης συγκεκριμένης επιχείρησης προς δικαιολόγηση/νομιμοποίηση συμπεριφορών που κατ ’αρχήν συνιστούν στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού δεν γίνεται κατά κανόνα αποδεκτή.
Μόνο κατ’ εξαίρεση, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, έχει γίνει δεκτή η άμυνα της προβληματικής/φθίνουσας επιχείρησης για την έγκριση συγκεντρώσεων που οδηγούν στη δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης, καθώς και για την μείωση ή απαλλαγή από κυρώσεις για αντι-ανταγωνιστικές συμπράξεις. Ειδικά για το τελευταίο, τα λεγόμενα crisis cartels αναφέρονται και ως καρτέλ ύφεσης (depression/recession cartels) ή αναδιάρθρωσης (restructuring agreements). Σε καταστάσεις όπου η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα δεν μπορεί να εξαλειφθεί ή περιοριστεί από τις δυνάμεις της αγοράς (διαρθρωτικής φύσεως πρόβλημα), μια συντονισμένη μείωση του παραγωγικού δυναμικού είναι αναγκαία και, πιθανώς, μπορεί να δικαιολογήσει μία εξαίρεση από την γενική απαγόρευση για τις αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές και συγκεκριμένα τις συμφωνίες αναδιάρθρωσης. Τέτοιες συμφωνίες επιχειρήσεων μπορεί να ικανοποιήσουν τα σωρευτικά κριτήρια της παρ. 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ για εξαίρεση από την απαγόρευση της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, υπό τον όρο όμως ότι μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας, να οργανώσουν ορθολογικά την παραγωγή και να μην οδηγήσουν στην εξάλειψη του ανταγωνισμού, καθώς και να θέσουν τη βιομηχανία μακροπρόθεσμα σε υγιείς βάσεις.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δύναται να μειώσει το ύψος του προστίμου παράβασης βάσει αντικειμενικών αποδείξεων ότι η επιβολή του προστίμου θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της εμπλεκόμενης επιχείρησης και θα οδηγούσε στην απώλεια της αξίας στοιχείων του ενεργητικού της. Εννοείται όμως ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικές, μια και η αυτοτελής πολιτική που οφείλουν να ακολουθούν στην αγορά, πρέπει να λαμβάνει χώρα και σε περιόδους που οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με έκτακτες ή/και κυκλικές διακυμάνσεις της ζήτησης και της προσφοράς.
Ανταγωνισμός και Δίκτυο 5G: πιστεύετε ότι η διανομή του Δικτύου 5G ελλοχεύει κινδύνους ανάπτυξης μονοπωλιακών πρακτικών; Αν και, πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να αποφευχθούν;
Μιλώντας με την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα, θεωρώ ότι ο στόχος των ρυθμιστικών αρχών που έχουν αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο είναι διττός, μια και πρέπει όχι μόνο να οργανώσουν τη διανομή του 5G με τρόπο που να εξυπηρετεί την ανάπτυξη του Δικτύου 5G προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης και του δημοσίου συμφέροντος, αλλά επίσης να το σχεδιάσουν έχοντας υπόψη και την ανάγκη η δομή της αγοράς που θα προκύψει να είναι ανταγωνιστική. Αυτό το στάδιο σχεδιασμού εκ των προτέρων είναι ιδιαίτερα σημαντικό ώστε να αποφευχθεί η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού εκ των υστέρων. Βέβαια το θέμα της διανομής του δικτύου 5G είναι μία σημαντική παράμετρος, αλλά όχι η μόνη για τα ζητήματα ανταγωνισμού που τίθενται από το 5G. Υπάρχουν επίσης ζητήματα που άπτονται της τυποποίησης (standardization) του Internet of Things και του 5G, των βασικών πατεντών (Standard Essential Patents) σε αυτόν τον τομέα, και ήδη υπάρχει σχετική νομολογία για πιθανές αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές.
Υποστηρίζεται ότι η πρόσβαση σε big data μπορεί να αλλάξει τη δυναμική των εταιρειών στην αγορά. Ποιος είναι ο ρυθμιστικός ρόλος του ανταγωνισμού σε αυτό το πεδίο;
Η πρόσβαση σε Big Data το οποίο δεν αφορά μόνο τη βάση δεδομένων αλλά και τους αλγόριθμους/data analytics θα αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα για τον ανταγωνισμό στη ψηφιακή οικονομία
Ασφαλώς, η πρόσβαση σε Big Data το οποίο δεν αφορά μόνο τη βάση δεδομένων αλλά και τους αλγόριθμους/data analytics θα αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα για τον ανταγωνισμό στη ψηφιακή οικονομία. Θεωρώ ότι η σημαντικότερη αλλαγή είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ εταιρειών, ο οποίος δεν εστιάζει, όπως παλαιότερα σε ένα προϊόν ή οικογένεια προϊόντων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους (standalone product strategy), αλλά πλέον γίνεται σε επίπεδο οικοσυστήματος (ecosystem strategy), το οποίο βασίζεται στα δεδομένα ως τον συνδετικό κρίκο μεταξύ διαφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν έχουν πολλές φορές άμεση σχέση μεταξύ τους. Αυτή η αλλαγή μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες μια και μία επιχείρηση μπορεί να έχει ένα ποιοτικά καλύτερο και πιο φθηνό προϊόν από μία άλλη, αλλά εν τέλει να μην έχει καμία ελπίδα να την ανταγωνιστεί αποτελεσματικά εάν η άλλη εταιρεία «ενσωματώνει» το προϊόν αυτό σε ένα οικοσύστημα, στο οποίο έχει ήδη «κλειδώσει» ο καταναλωτής.
Η ψηφιακή εποχή έφερε πράγματι στο προσκήνιο διαδικτυακούς μεσάζοντες και ψηφιακές πλατφόρμες που μπορούν να ελέγχουν και να οργανώνουν οικοσυστήματα μεγάλης αξίας, τα οποία δεν προσφέρουν απλώς προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά και την τεχνική υποδομή και τα εργαλεία μέσω των οποίων νέα προϊόντα και νέες πλατφόρμες μπορούν να δημιουργηθούν. Έτσι, για παράδειγμα, έχουν προκύψει νέα ζητήματα ανταγωνισμού, όπου επιχειρήσεις έχοντας δεσπόζουσα θέση λόγω της εκ μέρους τους κατοχής σημείων ελέγχου του οικοσυστήματος (gatekeepers). Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να επιβάλλουν καταχρηστικές πρακτικές σε άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο οικοσύστημα. Η ισχύς των εταιριών που δεσπόζουν στο οικοσύστημα εντείνεται από το γεγονός ότι έχουν την δυνατότητα να εκμεταλλεύονται καλύτερα τους πελάτες που αγοράζουν από τα οικοσυστήματα, και να χρησιμοποιούν την κεντρική θέση τους σε αυτό, θέτοντας περιοριστικούς και δυνητικά αντι-ανταγωνιστικούς όρους τόσο στους τελικούς καταναλωτές, όσο και στις άλλες επιχειρήσεις που επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε αυτό.