Οδηγία για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων: Η εφαρμογή και η επίδρασή της στην ευρωπαϊκή και ελληνική αγορά

Έχοντας θέσει τους φιλόδοξους στόχους της εναρμόνισης της ασφαλιστικής αγοράς αλλά και της προστασίας του ανταγωνισμού και των ασφαλισμένων, η Οδηγία IDD έχει έως τώρα διέλθει ένα δύσκολο διάστημα εφαρμογής με ορισμένα θετικά αποτελέσματα, αλλά και αρκετά εμπόδια αφενός λόγω συγκυριών αλλά και λόγω γνωστών παθογενειών στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη που απαιτούν βελτίωση.

HΟδηγία για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (Insurance Distribution Directive – IDD) τέθηκε σε εφαρμογή στο τέλος του 2018 με κύριο στόχο την εναρμόνιση της αγοράς διανομής ασφαλιστικών προϊόντων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρία χρόνια μετά, η εν λόγω αγορά παραμένει εν πολλοίς κατακερματισμένη με σημαντικές διαφορές στις απαιτήσεις καταχώρισης και τα πλαίσια υποβολής εκθέσεων από κράτος σε κράτος. Από την άλλη, οι θετικές της συνέπειες στην προστασία των καταναλωτών, τη δημιουργία επαγγελματικού πλαισίου στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών και την ενίσχυση των διασυνοριακών συναλλαγών είναι σαφείς.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) διεξήγαγε έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2022 και αφορά την παροχή πλήρους εικόνας των συνεπειών της Οδηγίας αυτά τα τρία χρόνια εφαρμογής της στους καταναλωτές, τους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων και τις εποπτικές αρχές. Παρά τους αναμενόμενους περιορισμούς της έρευνας κυρίως λόγω της πανδημίας Covid-19 που κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος του ερευνώμενου χρονικού διαστήματος, προέκυψαν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Τα κυριότερα στοιχεία της Οδηγίας
Η Οδηγία IDD (2016/97/ΕΕ) αντικατέστησε την Οδηγία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (IMD) και δημοσιεύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2016, με διετή περίοδο εφαρμογής. Στην Ελλάδα ενσωματώθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2018 με τον ν. 4583/2018. Το αναθεωρημένο αυτό νομοθετικό πλαίσιο αποσκοπούσε στη ρύθμιση της ασφαλιστικής αγοράς, στη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ όλων των συμμετεχόντων που εμπλέκονται στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων και στην ενίσχυση της προστασίας των ασφαλισμένων.

Το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και του νόμου, το οποίο είναι διευρυμένο σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, επηρεάζει όχι μόνο τους ασφαλιστικούς πράκτορες, αλλά και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις άμεσης πώλησης, τους διαμεσολαβητές δευτερεύουσας δραστηριότητας και τους ιστοτόπους κατάταξης ασφαλιστικών προϊόντων, απαιτώντας μεγαλύτερη διαφάνεια και θέτοντας περισσότερους όρους διασφάλισης των καταναλωτών.

Η προστασία των καταναλωτών επιτυγχάνεται με τις αυστηρές απαιτήσεις για ορθή, πλήρη και εξατομικευμένη ενημέρωση σχετικά με το παρεχόμενο προϊόν, η οποία μάλιστα περιλαμβάνει και τη διακριτή τεκμηρίωση του κόστους κάθε επιμέρους στοιχείου που προσφέρεται από κοινού. Επιπλέον, είναι υποχρεωτική η παροχή δυνατότητας χωριστής αγοράς των επιμέρους στοιχείων στα σύνθετα προϊόντα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πλέον, όταν ένα ασφαλιστικό προϊόν προσφέρεται μαζί με άλλη υπηρεσία ή ως μέρος ενός πακέτου στις διασταυρούμενες πωλήσεις, όπως η ασφάλιση που αγοράζεται μαζί με το αυτοκίνητο, ο πελάτης πρέπει να ενημερώνεται ότι μπορεί να αγοράσει το κάθε στοιχείο χωριστά και θα πρέπει να του δίνεται επαρκής περιγραφή των διαφόρων στοιχείων με πληροφόρηση για το κόστος και τις χρεώσεις, ώστε να μπορεί να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.

Όσον αφορά στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, η προστασία του καταναλωτή επιτυγχάνεται με την απαγόρευση χρήσης αθέμιτων πρακτικών, την εισαγωγή ασυμβίβαστου και σύγκρουσης συμφερόντων αλλά και την υποχρεωτική γνωστοποίηση τυχόν αμοιβών και προμήθειας που ισχύει στα ασφαλιστικά συμβόλαια για κάθε πώληση. Στόχος των εν λόγω ρυθμίσεων είναι ο καταναλωτής να γνωρίζει αν οι συμβουλές που του παρέχονται είναι αποτέλεσμα δίκαιης και αμερόληπτης ανάλυσης της αγοράς ή προέρχονται από συγκεκριμένο συμφέρον του ασφαλιστή.
Άλλες διατάξεις αφορούν την υποχρέωση εκπαίδευσης για επαγγελματική ανάπτυξη των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών για τουλάχιστον 15 ώρες ετησίως, την υποβολή τους σε έλεγχο, για να διασφαλιστεί ότι δεν έχουν καταδικαστεί για απάτη ή άλλα οικονομικά εγκλήματα, καθώς και την εγγραφή τους σε ειδικό μητρώο. Επιπλέον, η Οδηγία καθορίζει ελάχιστο όριο ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης για τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ύψους 1.300.380 ευρώ ανά απαίτηση και 1.924.560 ευρώ συνολικά για όλες τις απαιτήσεις ετησίως.

Οι συνέπειες και η εφαρμογή της Οδηγίας στην ευρωπαϊκή αγορά
Η Οδηγία IDD ήρθε σε μία χρονική φάση, κατά την οποία η μείωση του αριθμού των εγγεγραμμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών ήταν εμφανής. Η αναδιοργάνωση στα μοντέλα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και οι αυστηρότερες επαγγελματικές απαιτήσεις που συνεπάγεται η Οδηγία οδήγησε σε περαιτέρω μείωση των διαμεσολαβητών που είναι εγγεγραμμένοι ως φυσικά πρόσωπα, όμως παρατηρήθηκε μια μικρή αύξηση στα αντίστοιχα νομικά πρόσωπα ως αποτέλεσμα της επαγγελματοποίησης και της ψηφιοποίησης του κλάδου.

Όσον αφορά στην προστασία του καταναλωτή, που υπήρξε και ένας από τους βασικούς στόχους της Οδηγίας, το βασικό ζήτημα που ανακύπτει είναι το κατά πόσον οι απαιτήσεις επαρκούς πληροφόρησης και εξατομικευμένης βοήθειας στον καταναλωτή πληρούνται σε ουσιαστικό και όχι τυπικό βαθμό. Όπως έχει συμβεί με πολλά νομοθετήματα που θέτουν απαιτήσεις γνωστοποίησης, αυτές συχνά καταλήγουν να πληρούνται μόνο τυπολατρικά, με τον πελάτη απλώς να επιβεβαιώνει ότι έχει λάβει γνώση των απαραίτητων πληροφοριών και ότι η σύμβαση που επιλέγει είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του, καθώς κάτι τέτοιο απαιτείται από την Οδηγία IDD. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις υποθέσεις που εισάγονται ενώπιον του Συνηγόρου του Καταναλωτή, όπως περιγράφει στη συνέχεια ο Λευτέρης Ζαγορίτης, σχετίζονται με το έλλειμμα ενημέρωσης, την ασύμμετρη ή ασαφή πληροφόρηση και την παραπλάνηση του καταναλωτή.

Το πρόβλημα αυτό αναδείχθηκε ακόμη εντονότερο λόγω της πανδημίας του Covid-19, η οποία οδήγησε σε αύξηση των ηλεκτρονικών πωλήσεων, όπου αναμενόμενα η ουσιαστική πληροφόρηση αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια. Η έντονη ψηφιοποίηση του κλάδου, πάντως, η οποία σαφώς επιταχύνθηκε αλλά δεν δημιουργήθηκε από την πανδημία, θέτει με ενάργεια το ζήτημα της αναθεώρησης της Οδηγίας, έτσι ώστε να μπορεί αυτή να καλύψει τις νέες ανάγκες που προκύπτουν από την ευρεία χρήση των επιγραμμικών πλατφορμών, των διαδικτυακών πωλήσεων και της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, όπως εξηγεί παρακάτω η Χρύσα Καρακοίδα, Senior Legal Counsel στην INTERAMERICAN Group.

Βεβαίως, το θέμα της ουσιαστικής πληροφόρησης των καταναλωτών δεν σχετίζεται μόνο με τις τεχνολογικές προκλήσεις, αλλά εδράζεται στη γενικότερη συζήτηση για τις επικαλυπτόμενες απαιτήσεις πληροφόρησης στη νομοθεσία της ΕΕ. Αν και προφανώς σε κάθε ξεχωριστό νομοθέτημα οι απαιτήσεις πληροφόρησης στοχεύουν στην καλύτερη ενημέρωση και προστασία του καταναλωτή, στο σύνολο προκύπτει ένα συχνά συγκεχυμένο πλαίσιο με περίπλοκες και αλληλεπικαλυπτόμενες απαιτήσεις πληροφόρησης, το οποίο όχι μόνο επιβαρύνει τους εκάστοτε φορείς της υποχρέωσης, αλλά και δημιουργεί σύγχυση στον πελάτη. Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, είναι απαραίτητη η συντονισμένη αναπροσαρμογή των διαφόρων νομοθετημάτων της ΕΕ.

Περαιτέρω, όσον αφορά στην κατάρτιση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, επισημαίνεται ότι το ισχύον πλαίσιο, όπως διαμορφώθηκε από την Οδηγία, αν και κρίνεται επαρκές στις περισσότερες περιπτώσεις, εγείρει ερωτήματα ως προς την αναγκαιότητα αναθεώρησής του για συγκεκριμένους τομείς. Ειδικότερα, στα επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (IBIP), τα οποία δεν είναι εύκολα κατανοητά στους καταναλωτές, τίθεται ζήτημα περαιτέρω κατάρτισης των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. Το ίδιο ισχύει και για διάφορα άλλα καινοτόμα προϊόντα, ειδικά σε μια εποχή στην οποία τα βιώσιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα έχουν έρθει στο προσκήνιο και θα αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο μέλλον.

Όλες οι παραπάνω ανησυχίες και αδυναμίες γίνονται ιδιαίτερα φανερές στις διασταυρούμενες πωλήσεις χρηματοοικονομικών προϊόντων. Αν και η Οδηγία περιέχει σαφείς απαιτήσεις για διακριτή και τεκμηριωμένη πληροφόρηση κάθε στοιχείου ξεχωριστά αλλά και για τη δυνατότητα χωριστής αγοράς με την αποφυγή αθέμιτων πρακτικών για την πίεση του καταναλωτή να αγοράσει το συνολικό πακέτο, στην πράξη οι -συχνά επιθετικές- πρακτικές συνδυαστικής πώλησης, ειδικά στα ασφαλιστήρια συμβόλαια πιστωτικής προστασίας, παρεμποδίζουν τη δυνατότητα των καταναλωτών να αναζητήσουν ή να μελετήσουν προσεκτικά τα χαρακτηριστικά και το κόστος που συνδέονται με αυτά τα συμβόλαια.

Περαιτέρω, η εφαρμογή της Οδηγίας στην ευρωπαϊκή αγορά εξαρτάται και από την αποτελεσματικότητα του εποπτικού πλαισίου, το οποίο, αν και υπάρχουν πολλά παραδείγματα παρέμβασής του για τη σταθερότητα της αγοράς, εντούτοις δεν είναι εξοπλισμένο με όλες τις απαραίτητες εξουσίες. Πέρα από το γεγονός ότι οποιαδήποτε παρέμβαση αποτελεί μια χρονοβόρα διαδικασία, επιπλέον δεν είναι σπάνιο να ελλείπουν οι ενδιάμεσες εξουσίες που θα οδηγήσουν στη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων. Αυτό διαφαίνεται, επί παραδείγματι, στην έλλειψη επαρκούς εξουσίας πληροφόρησης από πολλές εποπτικές αρχές στα κράτη-μέλη ως προς την απόκτηση πληροφοριών και τη συστηματική υποβολή στοιχείων. Έτσι, είναι σύνηθες μία εποπτική αρχή να μην διαθέτει τις απαραίτητες πληροφορίες για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως πτυχές της επιχειρηματικής πρακτικής που σχετίζονται με τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών (π.χ. για την υποχρέωση ενημέρωσης της προμήθειας που λαμβάνουν σε κάθε ασφαλιστικό προϊόν).

Πάντως, είναι σαφές ότι παρά τις όποιες αδυναμίες στην εφαρμογή της Οδηγίας η βελτίωση της εναρμόνισης του ασφαλιστικού δικαίου που επιτεύχθηκε με αυτή οδήγησε στην ενίσχυση των διασυνοριακών συναλλαγών. Αν και υπάρχουν ακόμα σημαντικά εμπόδια λόγω της έλλειψης πλήρους εναρμόνισης και των σημαντικών αποκλίσεων που υφίστανται στα κράτη-μέλη στο δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης και το φορολογικό δίκαιο, ο αντίκτυπος της Οδηγίας στην επέκταση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και σε άλλα κράτη-μέλη ήταν θετικός. Φυσικά, υπήρξαν και εδώ ορισμένα προβλήματα, με το βασικότερο να είναι η έλλειψη σαφήνειας ως προς το πότε οι διαμεσολαβητές θεωρείται ότι λειτουργούν βάσει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκατάστασης στην ΕΕ.

Οι συνέπειες και η εφαρμογή της Οδηγίας στην ελληνική αγορά
Για την ελληνική αγορά, η έρευνα της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων διαπιστώνει καταρχάς την ίδια τάση ενίσχυσης των διασυνοριακών συναλλαγών, αφού οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές με δραστηριοποίηση εκτός συνόρων είτε υπό το καθεστώς της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών είτε της ελευθερίας εγκατάστασης στην ΕΕ αυξήθηκαν από 57 το 2019 σε 69 το 2020. Η μη παροχή στοιχείων, όμως, από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος για τα έτη πριν το 2019 δεν συμβάλλει στην εξαγωγή ικανοποιητικότερων και πιο ολοκληρωμένων συμπερασμάτων.

Από την άλλη, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν παρατηρήθηκε η στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο όσον αφορά την πώληση ασφαλιστικών προϊόντων. Οι πωλήσεις συνέχισαν να γίνονται κατά κύριο λόγο μέσω της παραδοσιακής, προσωπικής επαφής, κάτι που αντανακλάται και στο γεγονός ότι μόνο 7 από τις συνολικά 37 ασφαλιστικές επιχειρήσεις προχωρούν στην άμεση διανομή των προϊόντων τους online.

Σχετικά με το εποπτικό πλαίσιο στην ελληνική αγορά, σημειώνεται ότι οι δύο εποπτικές αρχές είναι η Τράπεζα της Ελλάδος και η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του ιδιωτικού ασφαλιστικού κλάδου ήδη από την 1.12.2010 με τον ν. 3867/2010, ενώ με το προεδρικό διάταγμα 190/2006 που ενσωμάτωνε την Οδηγία IMD έλαβε εξουσιοδότηση για την εφαρμογή της Οδηγίας. Ο ν. 4583/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία IDD, παραχωρεί τη γενική εποπτική αρμοδιότητα για την εφαρμογή του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αρμόδιο όργανο για την παρακολούθηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς επικουρικών ασφαλίσεων, για την εγγραφή των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, τη διαδικασία κοινοποίησης και τη δημοσίευση των καλών πρακτικών καθίσταται η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος.

Ωστόσο, την αποκλειστική ευθύνη για την εγγραφή, την ανανέωση της εγγραφής και τον τυχόν ενδιάμεσο έλεγχο των δικαιολογητικών που υποχρεούνται να υποβάλλουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές στο ειδικό μητρώο φέρει το αρμόδιο περιφερειακό επιμελητήριο, στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής. Τα περιφερειακά Εμπορικά Επιμελητήρια είναι αυτόνομα νομικά πρόσωπα, πράγμα που σημαίνει ότι η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων δεν μπορεί να παρέμβει άμεσα στις διαδικασίες τους, παρά μόνο συμβουλευτικά και υποστηρικτικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ίδιο πρόβλημα που παρατηρήθηκε συνολικά στην ευρωπαϊκή αγορά για την έλλειψη επαρκών εξουσιών, ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να συμβάλλει ικανοποιητικά στην εφαρμογή της Οδηγίας.

Από την άλλη, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, η εν λόγω εποπτική αρχή δεν στερείται εξουσιών, καθώς κανένα από τα εργαλεία εφαρμογής δεν εκφεύγουν της εξουσίας της. Μάλιστα, πολλά από αυτά, όπως οι επιθεωρήσεις και οι έρευνες με βάση καταγγελίες, είχαν υιοθετηθεί ήδη πριν την ενσωμάτωση της Οδηγίας, ενώ τα εργαλεία της παρακολούθησης της αγοράς, της επίβλεψης των προϊόντων και της έρευνας καταναλωτών υιοθετήθηκαν με την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο ή αναμένεται να υιοθετηθούν το επόμενο έτος.

Συμπερασματικά
Η Οδηγία IDD είχε θέσει φιλόδοξους στόχους ως προς την εναρμόνιση της αγοράς ασφαλιστικών προϊόντων, την προστασία του καταναλωτή και τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Η επιτυχία αυτών των στόχων είναι λογικό να προσκρούει σε γνωστές παθογένειες του ευρωπαϊκού και των εθνικών δικαίων, όπως οι αλληλεπικαλυπτόμενες διατάξεις, η τυπολατρική προσήλωση στις απαιτήσεις γνωστοποίησης και η απόκλιση ανάμεσα στις εποπτικές υποχρεώσεις και στις παρεχόμενες εξουσίες για την εκπλήρωσή τους.

Είναι, επίσης, σαφές ότι υπάρχει η δυναμική τα πρώτα συμπεράσματα για την εφαρμογή της Οδηγίας να βελτιωθούν με την πάροδο των ετών. Αυτή η πρόβλεψη ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε πολλά κράτη-μέλη η μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο καθυστέρησε και ολοκληρώθηκε ακόμη και μετά το 2018, ενώ βεβαίως δεν γίνεται να παραβλεφθεί η επίπτωση της πανδημίας τόσο στη στρέβλωση της ασφαλιστικής αγοράς, όπως άλλωστε συνέβη σε όλες τις αγορές, όσο και στη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων που μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα για μια πλήρη εικόνα.


  • 3 χρόνια μετά τη θέση σε εφαρμογή της Οδηγίας IDD με τον ν. 4583/2018, ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και πώς έχει επηρεάσει την ασφαλιστική αγορά;
Χρύσα Ι. Καρακόιδα, Senior Legal Counsel at INTERAMERICAN Group, General Counsel at NTERAMERICAN Occupational Pension Fund

Θεμέλιος λίθος της Οδηγίας IDD ήταν η ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά της προστασίας του καταναλωτή. Πέτυχε τον στόχο της; Σύμφωνα με την πρόσφατη σχετική Έκθεση της EIOPA, η IDD είχε θετικό αντίκτυπο στον τρόπο που τα ασφαλιστικά προϊόντα διανέμονται στους καταναλωτές, χωρίς να παραβλέπονται προβληματικές πρακτικές στη διανομή των συνδεδεμένων με επενδύσεις ασφαλιστικών προϊόντων, στις ασφαλίσεις υποθήκης ακινήτων και στις ασφαλίσεις πιστώσεων. Παράλληλα, ο Ευρωπαίος καταναλωτής κατακλύζεται από έγγραφες ενημερώσεις οι οποίες, πολλές φορές, επικαλύπτουν η μια την άλλη, με αποτέλεσμα να μπερδεύεται και να φτάνει να λαμβάνει λάθος αποφάσεις.

Σημεία που χρήζουν βελτίωσης στη μετά Covid-19 (ψηφιακή) εποχή:
• Να προβλεφθεί ρητά ότι οι προσυμβατικές υποχρεώσεις μπορούν να δίνονται και σε ψηφιακά μέσα, π.χ. smartphones.
• Να υπάρξουν προβλέψεις σχετικά με τις ευκαιρίες και τους κινδύνους από την ενσωμάτωση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) στις ασφαλιστικές εργασίες.
• Να υπάρξουν προβλέψεις για αποτροπή του εποπτικού αρμπιτράζ, λόγω της εξάπλωσης των ψηφιακών καναλιών διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, όπως και για τη γιγάντωση πολλών ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που απειλεί ακόμα και τις ασφαλιστικές εταιρείες.
• Η εφαρμογή των δύο κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμών που τροποποιούν την IDD αλλά και την Φερεγγυότητα ΙΙ, με σκοπό την ευθυγράμμιση της ασφαλιστικής νομοθεσίας με το σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Sustainable Finance” (Χρηματοδότηση της Αειφόρου Ανάπτυξης).


Όλγα Καρακίτσου, Δικηγόρος Αθηνών, Νομική Υπηρεσία Ευρωπαϊκής Πίστης ΑΕΓΑ

Οι απαιτήσεις της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ (IDD), ανελαστικές στην πλειοψηφία τους, πρέπει -και είναι δυνατόν- να παράσχουν πρωτίστως ασφάλεια στον καταναλωτή, αναδεικνύοντας το ρόλο και την αναγκαιότητα της ιδιωτικής ασφάλισης. Οι θεσπισθέντες κανόνες της ανωτέρω Οδηγίας επιβάλλουν αυστηρές προϋποθέσεις για την άσκηση των δραστηριοτήτων διανομής των ασφαλιστικών προϊόντων, απαιτούν πληρέστερη ενημέρωση και προστασία των καταναλωτών και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ύπαρξης εναρμονισμένου θεσμικού πλαισίου εντός της ΕΕ, επιδιώκοντας πλήρη διαφάνεια. Με το ισχυρό αυτό κανονιστικό πλαίσιο, ευνοείται η δημιουργία και η καλλιέργεια μιας ισχυρής ασφαλιστικής συνείδησης του Ευρωπαίου πια πολίτη, που θα συναισθάνεται την αναγκαιότητα της ιδιωτικής ασφάλισης, αλλά παράλληλα θα νιώθει ασφαλής, ως τελικός αποδέκτης μιας διαδικασίας ελεγχόμενης σε κάθε στάδιό της και για κάθε συμμετέχοντα και παράγοντα αυτής. Αντιμετωπίζοντας αυτό σαν πρόκληση, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν έχουν παρά να οδηγηθούν σε ολοένα και μεγαλύτερη αναπτυξιακή πορεία.


  • Η Οδηγία IDD έχει επιτύχει τον στόχο της για υψηλότερη προστασία του καταναλωτή; Ποιες είναι οι κυριότερες παραβάσεις του νομικού πλαισίου που απασχολούν τον Συνήγορο του Καταναλωτή;
Λευτέρης Ζαγορίτης, Συνήγορος του Καταναλωτή

Οι κανόνες και οι θεσμοθετημένες υποχρεώσεις, που το νομοθετικό πλαίσιο της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2018/411/ΕΕ, και του νόμου 4583/2018 εισάγει, μεταξύ άλλων, για τους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων, σκοπό έχουν την ενίσχυση της διαφάνειας και του αισθήματος ασφάλειας, καθώς και την επίτευξη ουσιαστικής και πληρέστερης ενημέρωσης του ασφαλισμένου-καταναλωτή τόσο πριν τη σύναψη της ασφάλισης όσο και κατά τη διάρκεια ισχύος της, ώστε να περιορίζονται κατά το δυνατό φαινόμενα παραπλανητικής ή ελλιπούς πληροφόρησης και ο καταναλωτής να είναι σε θέση να επιλέγει τα ασφαλιστικά προϊόντα που είναι κατάλληλα γι’ αυτόν με βάση τις πραγματικές ανάγκες και απαιτήσεις, αλλά και τις δυνατότητές του.

Είναι περιορισμένος ο αριθμός των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Συνηγόρου του Καταναλωτή και αφορούν αμιγώς σε συναλλαγές με ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές με αυτοτελές οικονομικό ή άλλο διακύβευμα μη συναρτώμενο από αξίωση κατά ασφαλιστικής εταιρείας (ενδεικτικά διαφορές σχετικά με είσπραξη ασφαλίστρων από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή που δεν αποδόθηκαν στην ασφαλιστική επιχείρηση). Συνήθως, οι αιτιάσεις για πράξεις ή παραλείψεις ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι παράπλευρες και παρεμπίπτουσες, τελώντας σε άμεση σχέση και συνάφεια με διαφορές με καταγγελλόμενο προμηθευτή την εκάστοτε ασφαλιστική εταιρεία.

Ενδεικτικά, αιτιάσεις που σχετίζονται με:
• το έλλειμμα ενημέρωσης ή την παραπλάνηση του εκάστοτε συναλλασσόμενου κατά τη συμπλήρωση της αίτησης ασφάλισης ως προς το καθήκον ειλικρίνειας και τη βαρύτητα των δηλώσεων, ιδίως αυτές του ερωτηματολογίου υγείας, που περιέχονται σε αυτήν
• ασύμμετρη πληροφόρηση ως προς τους ενδεχόμενους κινδύνους ή τις τυχόν υπέρμετρες αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις σε ασφαλιστικές συμβάσεις συνδεδεμένες με επενδύσεις, ιδίως σε συμβάσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο του bankassurance μέσω καταστημάτων τραπεζών από τραπεζικούς υπαλλήλους, που έχουν παράλληλα την ιδιότητα πιστοποιημένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή
• προώθηση προς δανειολήπτες από πιστωτικά ιδρύματα, που έχουν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, ως μόνων κατάλληλων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που πληρούν τις προϋποθέσεις της δανειακής σύμβασης, αυτών που τα ίδια προκρίνουν κατά παρέκκλιση των όσων ορίζονται στην υπ’ αριθμ. 462/14.05.2013 Εγκύκλιο της Δ.Ε.Ι.Α. της Τράπεζας της Ελλάδος
• παραπλάνηση ή συσκότιση ή ασαφής πληροφόρηση ως προς το εύρος και τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εκάστοτε ασφαλιστικής κάλυψης, παρασιώπηση πληροφοριών ως προς τα ακριβή οφέλη ή τυχόν απώλεια κατοχυρωμένων και ώριμων δικαιωμάτων που ενδέχεται να ενέχει η μετάβαση από ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα σε ένα άλλο είτε μεταξύ διαφορετικών εταιρειών είτε εντός της ίδιας εταιρείας
• παράλειψη ενημέρωσης για ληξιπρόθεσμες δόσεις ασφαλίστρων ή για έγκαιρη είσπραξη ασφαλίσματος.

Στη συντριπτική πλειοψηφία η διαμεσολαβητική διαδικασία ενώπιον του Συνηγόρου του Καταναλωτή σχετικά με υποθέσεις που αφορούν συναλλαγές με ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, στις περισσότερες περιπτώσεις δυστυχώς δεν ευδοκιμεί (υπό την έννοια ότι στη διαδικασία διαμεσολάβησης προβάλλουν εκ διαμέτρου αντίθετους ισχυρισμούς από αυτούς των καταναλωτών καθιστώντας την περαιτέρω διαμεσολάβηση ιδιαιτέρως δυσχερή έως αδύνατη).