Μαρίνα Φαρμακίδη: Οι εκτενείς νομοθετικές προβλέψεις για τις έμφυλες διακρίσεις στην εργασία δεν αρκούν χωρίς την αλλαγή κουλτούρας

Μαρίνα Φαρμακίδη, Δικηγόρος, Συνεργάτης του Κέντρου Διοτίμα

Τα παραδείγματα της άμεσης και έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου στον εργασιακό χώρο στην Ελλάδα είναι πολλά και αποδεικνύουν ότι πέρα από ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο είναι απαραίτητο να αλλάξει και η κουλτούρα της κοινωνίας για τη μείωση και την εξάλειψη των φαινομένων ανισότητας.

Ηλιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στα πλαίσια συμβάσεως εργασίας βάσει του κρίσιμου γνωρίσματος του φύλου δεν συνιστά απλώς ανόμοια μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων, αλλά και απαξίωση του σεβασμού που ο καθένας δικαιούται λόγω της ιδιότητάς του ως ανθρώπου και ως ισότιμου μέλους του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, εξαιτίας των εμπεδωμένων στερεοτύπων στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας, επιχειρηματικές επιλογές που βασίζονται σε διακρίσεις λόγω φύλου καθίστανται περισσότερο δημοφιλείς, θεωρούμενες ακόμη και οικονομικά επωφελείς, κάτι που καθιστά αναγκαία τη νομοθετική παρέμβαση.

Μάλιστα, οι στερεοτυπικές αντιλήψεις σχετικά με τις εργασιακές ικανότητες και τα προσόντα των δύο φύλων είναι πολλές φορές υποσυνείδητες, λόγος για τον οποίο και οι σχετικές πρακτικές οδηγούν σε νομοθετικές κυρώσεις ανεξάρτητα από τον βαθμό πταίσματος του εργοδότη.

Στην ελληνική έννομη τάξη απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου ή λόγω οικογενειακής κατάστασης όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην επαγγελματική ζωή, περιλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3896/2010), ενώ η αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών θεμελιώνεται ήδη στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος. Εξάλλου, στο άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος ορίζεται ότι “όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη ίσης αξίας εργασία”.

Χαρακτηριστική άμεση διάκριση λόγω φύλου συνιστά η διάκριση που στηρίζεται στην εγκυμοσύνη, αφού μόνον γυναίκες μπορούν να κυοφορήσουν και συνεπώς μία τέτοια διάκριση πλήττει μόνον γυναίκες. Έμμεση διάκριση λόγω φύλου συνιστά η πρόβλεψη του ελαχίστου αναστήματος τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες υποψήφιες προς εισαγωγή στις αστυνομικές σχολές, καθώς περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών σε σχέση με τους άνδρες, χωρίς η ρύθμιση αυτή να παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει.

Η παρενόχληση, απλή ή σεξουαλική, καθώς και η οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που οφείλεται στην ανοχή ή απόρριψη αυτής της συμπεριφοράς, θεωρείται διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύεται, σύμφωνα με το νόμο 3896/2010 από το στάδιο αναζήτησης της απασχόλησης μέχρι τη λύση αυτής.

Στον εργασιακό χώρο στην Ελλάδα εμφανίζονται όλες οι παραπάνω μορφές διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, καθώς και οι μισθολογικές διαφορές και οι διαφορές στην επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών έναντι των ανδρών. Οι περισσότερες καταγγελίες που απευθύνονται στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος συνιστά τον φορέα παρακολούθησης και προώθησης της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, αναφορικώς με παραβάσεις στον ιδιωτικό τομέα, αφορούν παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας σχετικά ιδίως με την προστασία της εγκυμοσύνης και της μητρότητας (καταγγελία συμβάσεως εργασίας εγκύου γυναίκας ή στο απαγορευμένο διάστημα μετά τον τοκετό), άρνηση απασχόλησης εγκύου γυναίκας, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων και συνθηκών εργασίας, μη χορήγηση άδειας επτά ημερών σε εργαζόμενες του ιδιωτικού τομέα που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση, κατ΄ αναλογία προς το σχετικό δικαίωμα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.

Στον δημόσιο τομέα οι καταγγελίες αφορούν σε μεγάλο αριθμό στην απώλεια θέσης ευθύνης μετά την επιστροφή από άδεια μητρότητας, το εν γένει καθεστώς χορήγησης αδειών κύησης και μητρότητας καθώς και καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση ή σεξιστική παρενοχλητική συμπεριφορά προϊσταμένων κατά παράβαση του νόμου 4808/2021 για την απαγόρευση της παρενόχλησης και της βίας στον χώρο εργασίας.

Σημαντικές είναι και οι διακρίσεις κατά την πρόσληψη, όπου με προκηρύξεις και αγγελίες του εργοδότη αποκλείεται η εκδήλωση ενδιαφέροντος από γυναίκες υποψήφιες. Στην ελληνική νομολογία έχει εκτενώς αντιμετωπισθεί το θέμα με αφορμή τις προκηρύξεις της Ελληνικής Αστυνομίας, του λιμενικού και του πυροσβεστικού σώματος, οι οποίες, περιλαμβάνοντας προαπαιτούμενα σωματικά χαρακτηριστικά (π.χ. ύψος τουλάχιστον 1,70) εισάγουν ένα κριτήριο εκ πρώτης όψεως ουδέτερo, το οποίο όμως θίγει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό γυναικών, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί για λόγους αντικειμενικούς.

Για την αντιμετώπιση των φαινομένων διακρίσεων προβλέπεται η λήψη θετικών μέτρων (άρθρο 19 του νόμου 3896/2010), με σκοπό την εξάλειψη τυχόν υφιστάμενων διακρίσεων εις βάρος του λιγότερο εκπροσωπούμενου φύλου και την επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας στους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Η ίδια πρόβλεψη εμπεριέχεται και στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος.

Σημαντική τομή αποτελεί το γεγονός ότι για την παράβαση των κανόνων των παραπάνω νόμων προβλέπεται η ακυρότητα όρου συμβάσεως εργασίας που αντίκειται στην απαγόρευση διακρίσεων λόγω, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικών φύλου, η αξίωση του υποαμειβόμενου εργαζομένου να λάβει αμοιβή ίση για όμοια ή ίσης αξίας εργασία (εξίσωση προς τα άνω), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αξίωση πλήρους αποζημίωσης για τη διάκριση λόγω φύλου που εισάγει ο νόμος 3896/2010 καθώς και αποζημίωσης για ηθική βλάβη. Εξάλλου, η παραβίαση της αρχής της ισότητας των φύλων τυποποιείται ως πειθαρχικό αδίκημα σύμφωνα με τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα. Αξιοσημείωτος είναι και ο εποπτικός, αλλά δυστυχώς όχι κυρωτικός, ρόλος του Συνηγόρου του Πολίτη. Ποινικές κυρώσεις προβλέπονται τόσο στον Ποινικό Κώδικα όσο και σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Εάν η διάκριση λόγω φύλου εκδηλωθεί στο προσυμβατικό στάδιο, μπορεί να εγερθεί αξίωση καταρτίσεως της συμβάσεως.

Τέλος, επειδή η απόδειξη της διάκρισης λόγω φύλου είναι εκ φύσεως δυσχερής, καθώς προϋποθέτει πρόσβαση σε στοιχεία που ανήκουν στη σφαίρα εξουσίας του εργοδότη, εισάγεται στο άρθρο 23 του ν. 3896/2010 κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγων εργαζόμενος, κατ’ απόκλιση από τον γενικό κανόνα της κατανομής του βάρους απόδειξης, οφείλει να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία απλώς πιθανολογείται η ύπαρξη διάκρισης λόγω φύλου και ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει, παρέχοντας πλήρη απόδειξη, ότι δεν υπήρξε παράβαση της απαγόρευσης, με επίκληση και προσκόμιση στοιχείων.

Συμπερασματικά, θα έλεγε κανείς ότι στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν οι κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις για την αποτροπή και την κύρωση της παραβίασης της ισότητας των δύο φύλων στον χώρο εργασίας. Ωστόσο, η δυναμική της αγοράς είναι πολλές φορές σαρωτική, υπό την έννοια ότι αφενός εμμένει στην ιδιωτική αυτονομία και στην ελευθερία σύναψης και διαμόρφωσης του περιεχομένου των συμβάσεων, επικαλούμενη ενίοτε το οικονομικό συμφέρον, και αφετέρου αναπαράγει άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα τις εμπεδωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις και συντηρεί τον αποκλεισμό των γυναικών από το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής βάσει των ταυτοτικών τους χαρακτηριστικών, αγνοώντας τις πραγματικές ικανότητές τους. Κάπως έτσι, κατ’ αποτέλεσμα συγκροτείται η περίφημη “γυάλινη οροφή” που πολλές φορές αποδεικνύεται απρόσβλητη από τις νομοθετικές παρεμβάσεις.

Ένα γλαφυρό παράδειγμα της σαρωτικής δύναμης των ασυνείδητων προκαταλήψεων έναντι των νομοθετικών διατάξεων είναι και το παρακάτω: Μέχρι τη δεκαετία του 1980 το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στις συμφωνικές ορχήστρες ήταν ελάχιστο. Όταν όμως οι ορχήστρες αποφάσισαν να υιοθετήσουν τις “τυφλές δοκιμές” χωρίς την οπτική επαφή της κριτικής επιτροπής με τους υποψηφίους, υπήρξε αύξηση των γυναικών που επιλέγονταν προς πρόσληψη, η οποία μάλιστα μεγιστοποιήθηκε όταν ο διάδρομος που οδηγούσε προς την αίθουσα ακροάσεως καλύφθηκε με μοκέτα, προκειμένου να μην ακούγεται ο ήχος των γυναικείων τακουνιών!

Επομένως, ναι μεν ο νόμος μπορεί να παρεμβαίνει προληπτικά και κατασταλτικά στην απεμπόληση των έμφυλων διακρίσεων, πρώτη και κύρια αναγκαία συνθήκη, όμως, είναι η αλλαγή της κουλτούρας και η μεταβολή της ιδεολογίας της κοινωνίας, ώστε να αντιμετωπισθούν οι μηχανισμοί που αναπαράγουν την ανισότητα σε βάρος των γυναικών.