Ένα σημαντικό νομοθέτημα ήταν ο ν. 3588/2007, με τον οποίο πολλές επιχειρήσεις πέτυχαν την υπαγωγή τους στις εξυγιαντικές διαδικασίες. Βέβαια, ο θεσμός της εξυγίανσης έχει σήμερα σημαντικά ατονήσει, αφού οι Χρηματοδοτικοί Φορείς δεν συναινούν σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, εκτός εάν προβλέπεται είσοδος ενός φερέγγυου επενδυτή, ο οποίος αναλαμβάνει την ταχεία ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών και τη διάσωση της επιχείρησης μέσω ενός οικονομικά υγιούς φορέα.
Ένας ακόμη νόμος, με τον οποίο επιχειρήθηκε η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, ήταν ο ν. 3869/2010, ο οποίος κρίθηκε ανεπιτυχής, αν αναλογιστεί κανείς ότι, μετά από χρόνια εκκρεμοδικίας, σημαντικά πολλές αιτήσεις απορρίφθηκαν τελικά από τα Δικαστήρια, αφήνοντας τους οφειλέτες εκτεθειμένους, μετά και την κατάργηση της προστασίας της κύριας κατοικίας.
Πρακτικά, οι περισσότεροι από όσους κατέφυγαν στον νόμο των υπερχρεωμένων κέρδισαν μεν χρόνο, αφού πάγωσαν πράξεις εκτέλεσης κατά της κύριας κατοικίας τους καταβάλλοντας πολύ χαμηλές δόσεις, δεν έλυσαν όμως το πρόβλημά τους οριστικά.
Η οικονομική κρίση δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το Τραπεζικό σύστημα, το οποίο για να διασωθεί κατέφυγε, μετά από σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, σε μεταβιβάσεις των κόκκινων δανείων σε ξένους επενδυτές (Funds), ενώ τη διαχείριση αυτών των δανείων στην Ελλάδα έχουν αναλάβει Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων (Servicers).
Σήμερα, η αντιμετώπιση του Ιδιωτικού Χρέους επιχειρείται κυρίως μέσα από τον ν. 4738/2020, ο οποίος φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει το ιδιωτικό χρέος μέσα από δύο βασικούς άξονες:
Ο πρώτος είναι η πτώχευση των φυσικών προσώπων και η συνακόλουθη απαλλαγή από τις οφειλές τους μετά την πάροδο ενός ή τριών ετών. Κατά την άποψη του γράφοντος, η άνω πρόβλεψη κρίνεται θετικά. Βεβαίως, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εντός του προσεχούς διαστήματος τη θέση ενός πτωχού στην οικονομική πραγματικότητα μετά την απαλλαγή του, αλλά και την αντιμετώπισή του από τους Χρηματοδοτικούς Φορείς, εάν δηλαδή και κατά πόσον θα τον θεωρήσουν εκ νέου φερέγγυο και θα παράσχουν πιστώσεις.
Ο δεύτερος άξονας στον οποίον κινείται ο ν. 4738/2020 είναι ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός. Σημειώνεται ότι ο εξωδικαστικός μηχανισμός ως τρόπος ρύθμισης οφειλών είχε θεσπιστεί με τον ν. 4469/2017, στη διαδικασία του οποίου όμως ελάχιστοι οφειλές υπήχθησαν. Αν και η πορεία του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού τους πρώτους μήνες ήταν απογοητευτική, εν συνεχεία και λόγω κάποιων νομοθετικών αλλαγών εξελίχθηκε με γοργούς ρυθμούς σε ένα δυνατό εργαλείο των οφειλετών, προκειμένου να ρυθμίσουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο και τους Χρηματοδοτικούς Φορείς.
Μετά βεβαιότητας σήμερα μπορούμε να πούμε ότι αναφορικά με τις οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός είναι ο μόνος τρόπος ώστε να επιτευχθεί βιώσιμη ρύθμιση σε έως 240 δόσεις με διαγραφή μέρους του κεφαλαίου ή /και των προσαυξήσεων, εάν αυτό επιτρέπουν τα εισοδήματα και η περιουσία του οφειλέτη.
Τι γίνεται, όμως, με τη ρύθμιση των οφειλών προς τους Χρηματοδοτικούς Φορείς;
Ξεκινάμε με το δεδομένο ότι, σε αντίθεση με το Δημόσιο, οι Χρηματοδοτικοί Φορείς δεν υποχρεούνται να ψηφίσουν θετικά την πρόταση που παράγεται μέσα από την πλατφόρμα, αλλά εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Έτσι, παρατηρείται ότι το εάν θα υπάρξει πρόταση ρύθμισης, εξαρτάται από το ποιος είναι ο επενδυτής του δανείου και ποιο το στρατηγικό του πλάνο. Πολλά funds στοχεύουν στην είσπραξη των απαιτήσεών τους εντός τριών ή πέντε ετών και συνεπώς σε αυτή την περίπτωση, οι προτάσεις που παράγονται δεν ψηφίζονται θετικά. Βέβαια, κατόπιν πολλών πιέσεων από το Υπουργείο Οικονομικών τους προηγούμενους μήνες, παρατηρείται σημαντική αύξηση των ρυθμίσεων που επιτυγχάνονται. Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία έως τον Νοέμβριο 2023 έχουν πραγματοποιηθεί 11.175 επιτυχείς ρυθμίσεις οφειλών, οι οποίες αντιστοιχούν σε 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Βέβαια τίθεται υπόψιν ότι το σύνολο του ιδιωτικού χρέους ξεπερνά σήμερα τα 250 δισεκατομμύρια ευρώ(!), γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων λύσεων.
Στις πολύ πρόσφατες τροποποιήσεις του ν. 4738/2020 με τον 5072/04-12-2023, προβλέπεται ότι οι Χρηματοδοτικοί Φορείς θα υποχρεούνται σε σύναψη ρύθμισης, μόνο όταν ο αιτών ανήκει στην κατηγορία των ευάλωτων οφειλετών. Ωστόσο, βεβαίωση ευαλωτότητας δικαιούνται να λάβουν ελάχιστοι οφειλέτες, αφού τα κριτήρια ένταξης ενός οφειλέτη στην κατηγορία των ευάλωτων είναι εξαιρετικά αυστηρά αλλά και ατυχή και απαντώνται σε πολύ περιορισμένο αριθμό οφειλετών. Συνεπώς, η νέα αυτή πρόβλεψη θα έχει ασήμαντο αντίκτυπο, αφού αφήνοντας στους χρηματοδοτικούς φορείς την ευχέρεια να ψηφίζουν κατά το δοκούν, ο νομοθέτης επιτρέπει το φαινόμενο οι οφειλέτες να επιχειρούν τη ρύθμιση των οφειλών τους χωρίς αποτέλεσμα.
Θα ήταν χρήσιμο να σταθούμε σε μια ακόμη σημαντική διάταξη που θεσπίστηκε με τον ν. 5072/2023 (άρθρο 116) δυνάμει του οποίου οι Χρηματοδοτικοί Φορείς, μέσω της ρύθμισης του εξωδικαστικού μηχανισμού, σε περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού, δύνανται να ζητήσουν προκαταβολή ποσοστού έως 10% επί του κεφαλαίου της οφειλής. Αυτή η πρόβλεψη θα αποθαρρύνει τους οφειλέτες να καταφύγουν στη ρύθμιση μέσω του εξωδικαστικού, δεδομένου ότι ένας από τους λόγους προτίμησης του τελευταίου σε σύγκριση με τη διμερή διαπραγμάτευση ήταν ότι δεν απαιτούνταν μέχρι σήμερα προκαταβολή(!).
Προφανώς το ιδιωτικό χρέος αντιμετωπίζεται και μέσα από τη διαδικασία των διμερών διαπραγματεύσεων με τους Χρηματοδοτικούς Φορείς, ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο οφειλέτης, εξαιτίας των πολλαπλών μεταβιβάσεων του δανείου του αδυνατεί ακόμα και να επικοινωνήσει με τον αρμόδιο για την οφειλή του, ενώ συχνά παρατηρούνται ακραία φαινόμενα καταχρηστικής συμπεριφοράς από τους Servicers, ελλιπής ενημέρωση προς τους οφειλέτες, αναίτιες καταγγελίες των δανειακών συμβάσεων κ.α. Μετά από πληθώρα καταγγελιών και επιβολές προστίμων, ο ν. 5072/2023 επιχειρεί να περιορίσει τα ανωτέρω φαινόμενα και να εξασφαλίσει διαφανείς διαδικασίες με σκοπό την προστασία του δανειολήπτη.
Δεδομένου ότι το ιδιωτικό χρέος διέπεται από την αρχή ότι ο πιστωτής δεν επιτρέπεται μέσα από τη σύμβαση ρύθμισης να βρεθεί σε χειρότερη θέση από αυτή που θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη, εκείνος ο οποίος βρίσκεται σε πραγματικά δύσκολή θέση είναι ο οφειλέτης που διαθέτει περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένης της κύριας κατοικίας), η αξία των οποίων εξασφαλίζει τον πιστωτή. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε πράγματι η επίτευξη μιας μακροχρόνιας ρύθμισης με σημαντικές διαγραφές είναι αδύνατη, ακόμα και αν αυτή, βάσει των εισοδηματικών στοιχείων και λοιπών συνθηκών θα ήταν αποδεδειγμένα η μόνη δυνατή λύση για τον οφειλέτη. Έτσι, δικαιολογείται το μπαράζ των πλειστηριασμών τους οποίους επισπεύδουν τα funds ακόμα και όταν η απαίτησή τους είναι υποπολλαπλάσια της αξίας του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου.
Είναι πολλά ακόμη αυτά που πρέπει να γίνουν, ώστε το Ιδιωτικό Χρέος να περιοριστεί και να αντιμετωπιστεί επιτυχώς και μέχρι να γίνει αυτό, η πλειοψηφία των οφειλετών παραμένει απροστάτευτη και οι διαμορφούμενες συνθήκες είναι κάθε άλλο παρά υπέρ τους.