Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τη στιγμή που το ξέσπασμα ενός ιού στη μακρινή Κίνα έμελλε να επιδράσει στην καθημερινότητα του παγκόσμιου πληθυσμού με τρόπο καταλυτικό και πρωτόγνωρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συνθήκες που βίωσε η ανθρωπότητα κατέστησαν με τον πιο θορυβώδη τρόπο σαφές ότι οι ασθένειες, και κατ’ επέκταση η υγεία δεν έχουν σύνορα. Καμία χώρα ή ήπειρος δεν μπορεί να παραμένει περιχαρακωμένη σε τοπικές πολιτικές υγείας και ταυτόχρονα να αισθάνεται ασφαλής.
Mε αυτή την παραδοχή εκκινεί και η Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παγκόσμια υγεία, η οποία εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 2022 με ορίζοντα υλοποίησης και τελικής αξιολόγησης το έτος 2030. Σύμφωνα με την πολιτική αυτή, η υγεία είναι παγκόσμιο αγαθό και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποσκοπεί, ως υποχρεούται άλλωστε, να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην προστασία της, αναγνωρίζοντάς την ως βασικό πυλώνα της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ των στόχων της στρατηγικής αυτής συμπεριλαμβάνονται η ενίσχυση των συστημάτων υγείας, η πρόληψη και η καταπολέμηση των απειλών και η διασφάλιση καθολικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Από τους στόχους της στρατηγικής αυτής δεν θα μπορούσαν να λείπουν αναφορές στα φάρμακα γενικά και στα εμβόλια ειδικά, αφού αποτελούν κεντρικές έννοιες, τόσο της επιδιωκόμενης καθολικής ιατροφαρμακευτικής κάλυψης, όσο και της πρόληψης και καταπολέμησης μεταδοτικών και μη ασθενειών. Στο πλαίσιο αυτό, στο κείμενο της Στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παγκόσμια υγεία επισημαίνεται η φαρμακευτική Στρατηγική για την Ευρώπη, η οποία εγκρίθηκε δύο χρόνια νωρίτερα (τον Νοέμβριο του 2020) και η ανάγκη υλοποίησής της για την εξασφάλιση της υγείας καταρχήν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, στο κείμενο της Στρατηγικής του 2022 εντοπίζονται πολλές αναφορές στην ανάγκη διάθεσης των υπαρχόντων, αλλά και ανάπτυξης νέων εμβολίων και καινοτόμων φαρμάκων.
Η ως άνω φαρμακευτική Στρατηγική για την Ευρώπη, σύμφωνα με το κείμενό της, αποσκοπεί στην διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμα και ταυτόχρονα οικονομικά φάρμακα, ενώ παράλληλα επιδιώκει την εξασφάλιση γόνιμου εδάφους για τη φαρμακευτική βιομηχανία εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η ισχυροποίηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας σχεδιάζεται να επιτευχθεί ενδεικτικά με την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας, με απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης και με την επανεξέταση των κινήτρων και υποχρεώσεων των φαρμακευτικών εταιρειών σε σχέση με την προώθηση της έρευνας και τα συναφή δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.
Μία πρώτη επισκόπηση της ανωτέρω φαρμακευτικής Στρατηγικής δημιουργεί θετική εικόνα για τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φαίνεται να συνάδει με τους σκοπούς της ευρύτερης στόχευσης. Με μια πιο προσεκτική, όμως, ματιά της στρατηγικής αυτής σε συνδυασμό αυτή τη φορά με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα φάρμακα, παρατηρεί κανείς ότι ίσως να μην είναι έτσι. Η δε αμφιβολία δημιουργείται, όχι τόσο ως προς την πρόθεση, όσο ως προς το τελικό αποτέλεσμα.
Επί παραδείγματι, το γεγονός ότι η πρόταση αναθεώρησης της φαρμακευτικής νομοθεσίας περιλαμβάνει περιορισμό της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας νέων φαρμάκων στα οκτώ από τα δέκα χρόνια, όπως και των ορφανών φαρμάκων στα εννέα από τα δέκα χρόνια, δημιουργεί τον κίνδυνο να καταστεί η Ευρώπη θεατής των εξελίξεων και της καινοτομίας που θα παράγεται σε άλλες περιοχές του κόσμου. Ομοίως, προβληματισμός δημιουργείται από την προτεινόμενη επταετή πλέον ισχύ (η οποία μέχρι σήμερα είναι απεριόριστη) του χαρακτηρισμού ενός φαρμάκου ως ορφανού. O ίδιος κίνδυνος γεννάται κι από την εξάρτηση της παράτασης της προστασίας των οκτώ ετών από την κυκλοφορία των νέων φαρμάκων σε όλα τα κράτη της Ένωσης εντός δύο ετών από την αδειοδότηση, απαίτηση που οι φαρμακευτικές εταιρείες πολλές φορές αδυνατούν να τηρήσουν για λόγους που δεν σχετίζονται με τις ίδιες.
Τον ανωτέρω κίνδυνο όχι μόνο έχουν επισημάνει οι φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες πιθανόν να κατευθύνουν την ανάπτυξη νέων φαρμάκων σε άλλες αγορές, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, αλλά και θεσμοθετημένοι φορείς, όπως η EFPIA (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων). Μάλιστα, η τελευταία ανέθεσε στην εξειδικευμένη συμβουλευτική εταιρεία Dolon τη διεξαγωγή μελέτης της επίδρασης που θα είχαν οι προτάσεις τροποποίησης στον Κανονισμό για τα ορφανά φάρμακα (φάρμακα για την θεραπεία σπανίων παθήσεων), εφόσον αυτές εφαρμοσθούν. Σύμφωνα με το πόρισμα που δημοσιεύθηκε μόλις την 22α Σεπτεμβρίου 2023, οι νέες ρυθμίσεις θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη τουλάχιστον 45 ορφανών προϊόντων στην Ευρώπη, στερώντας 1.5 εκατομμύριο Ευρωπαίους πολίτες από την πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες. Σε οικονομικό, δε, επίπεδο, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ο εκτιμώμενος αντίκτυπος αποτιμάται σε ποσό 4-5 δισ. ευρώ, λόγω του αναμενόμενου περιορισμού των κονδυλίων προς έρευνα και ανάπτυξη εντός της Ένωσης.
Ενόψει όσων περιγράφονται, οι ανωτέρω στρατηγικές εκκινούν από θετική αφετηρία, αλλά ο τερματισμός θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με επιφυλακτικότητα προς το παρόν. Άλλωστε, ένας από τους προβληματισμούς που συνοδεύει κάθε στρατηγική που εκτείνεται εκτός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα και εν προκειμένω, είναι το κατά πόσον μία πολιτική που στοχεύει στην παγκόσμια υγεία μπορεί να έχει τελικά παγκόσμιο χαρακτήρα, αν ανάλογες πολιτικές δεν υφίστανται ή υιοθετούνται και στα άλλα μέρη του κόσμου (ή ακόμα και στα ίδια τα κράτη-μέλη). Η αναφορά στην φαρμακευτική Στρατηγική περί ανάγκης συνεργασίας με διεθνείς φορείς και εντέλει κανονιστικής σύγκλισης κινείται στη σωστή κατεύθυνση μεν, αλλά δεν αρκεί.
Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη παρόμοιων πολιτικών πρωτοβουλιών διεθνώς, σε συνδυασμό με αλλαγές στην ευρωπαϊκή νομοθεσία που, αντί να ενισχύουν, αποθαρρύνουν την έρευνα και την ανάπτυξη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κινδυνεύουν να καταστήσουν την Στρατηγική για την παγκόσμια υγεία απλό ευχολόγιο. Ακόμα χειρότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο θα χάσει τη μοναδική ευκαιρία να οδηγήσει τις εξελίξεις, αλλά θα καταλήξει να προσπαθεί να τις προλάβει, αποδυναμώνοντας την ίδια την ανταγωνιστικότητά της στην παγκόσμια φαρμακευτική αγορά, κατευθύνοντας τις φαρμακευτικές εταιρείες σε άλλες πιο ελκυστικές επιλογές. Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει αναπόφευκτα επίδραση στο ευ ζην των πληθυσμών, καθώς εάν η Ευρώπη, δεύτερη μάλιστα μεγαλύτερη φαρμακευτική αγορά παγκοσμίως, καταστεί ουραγός των εξελίξεων, αυτό αναπόδραστα θα έχει επίδραση και στην παγκόσμια υγεία συνολικά.
Είναι αναμφίβολο ότι η πανδημία οδήγησε την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τον κεντρικό της ρόλο στην σκηνή της παγκόσμιας υγείας κι αυτή είναι μία εξαιρετικά θετική εξέλιξη. Οι στρατηγικές που εγκρίθηκαν αποδεικνύουν τη διάθεση για ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών, ώστε το υπέρτατο αγαθό της υγείας να προστατεύεται όχι μόνο για τους πολίτες της Ευρώπης, αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Μένει, όμως, να αποδειχθεί κατά πόσον η Ένωση είναι έτοιμη να υιοθετήσει εν τοις πράγμασι μία ολιστική πολιτική, όχι μόνο στα κείμενα των εκάστοτε στρατηγικών, αλλά και στην πράξη με τις επιμέρους νομοθεσίες, ώστε η διάθεση να γίνει πραγματικότητα. Εν αναμονή λοιπόν.